Κυριακή 17 Δεκεμβρίου 2017

Άβολες αλήθειες και βολικά ψέματα, άρθρο στην εφημερίδα ΚΑΡΦΙΤΣΑ της 16/12/2017


Στα οκτώ χρόνια μνημονιακής καθοδήγησης και διαχείρισης των πραγμάτων, έχουν γίνει αρκετές αλλαγές. Σίγουρα όμως δεν έχουν γίνει όλες, σίγουρα δεν έχουν υλοποιηθεί οι μεταρρυθμίσεις και απολύτως βέβαιη είναι η συνολική απροθυμία μας – κοινωνίας και πολιτικού συστήματος – να υιοθετήσουμε ένα τέτοιο πρόγραμμα αλλαγών, να το θεωρήσουμε επιλογή και όχι υποχρέωση.

Η χρονική διάρκεια των μνημονίων είναι επαρκές αποδεικτικό πως δεν θέλουμε να αλλάξουμε παρά μόνο ελάχιστα και επιδερμικά. Οι υπόλοιπες χώρες που υπάχθηκαν σε ανάλογα προγράμματα οικονομικής στήριξης και μεταρρύθμισης, με τον έναν ή τον άλλο τρόπο έχουν καταφέρει να απεμπλακούν με καλές μάλιστα προοπτικές. Ανακτούν τάχιστα μέρος του απολεσθέντος ΑΕΠ τους, συνοδεύουν τις επιλογές τους από ένα κύμα καλόν ειδήσεων που επηρεάζουν τόσο τις λεγόμενες «αγορές» όσο όμως και την εσωτερική ψυχολογία ενισχύοντας τις ενδογενείς δυνάμεις να τραβήξουν μπροστά.

Γιατί όμως συμβαίνει αυτό και η Ελλάδα, είτε σε φάση ανόδου και ανάπτυξης, είτε καθόδου, παραμένει ένα παράδειγμα κατ’ εξαίρεση; Γιατί δεν μπορούμε να συγχρονιστούμε και να προδιαγράψουμε μία λίγο πολύ κοινή μοίρα με τους υπόλοιπους ευρωπαϊκούς λαούς;

Οι λόγοι του ελληνικού εξαιρετισμού είναι πολλοί και αγγίζουν ακόμη και πολιτισμικά αίτια, ίσως θρησκευτικά, σίγουρα ιστορικά. Όμως αν ανατρέξουμε τόσο πίσω και τόσο βαθιά θα αποκοπούμε από τις ανάγκες του παρόντος.

Αρχικά, η μη κατανόηση της κρίσης, η αδυναμία αντίληψης των βασικών αιτιών της ελληνικής χρεοκοπίας, η ανάπτυξη καταφανώς βλακωδών επιχειρημάτων στο δημόσιο διάλογο, ο αρνητισμός, η συνωμοσιολογία, ο άκρατος λαϊκισμός εδραίωσαν την πεποίθηση πως «το μνημόνιο έφερε την κρίση και όχι η κρίση το μνημόνιο». Με ευθύνη κομμάτων και πολιτικών συσκοτίστηκε η αλήθεια και ο συνασπισμός  πολιτικών και κοινωνικών συμφερόντων που βρίσκεται πίσω από την κατάρρευση κατάφερε να επιβιώσει μέχρι σήμερα, αλλάζοντας κόμματα, κυβερνήσεις, ρητορική.

Αναπτύχθηκαν τόσα πολλά βολικά ψέματα που η διατύπωση αληθειών κατέστη το λιγότερο άβολη. Για παράδειγμα, ακόμη και σήμερα που η αντιμνημονιακή πλατφόρμα έχει καταρρεύσει, πόσοι Έλληνες δέχονται ότι μία βασική αιτία της χρεοκοπίας ήταν η πλουσιοπάροχη, πέραν κάθε φαντασίας και δυνατότητας επιδότηση του ασφαλιστικού συστήματος;

Πόσοι γνωρίζουν ότι η δαπάνη για το ασφαλιστικό, μετά το 2010 διευρύνθηκε, ασχέτως αν μειώθηκε η δαπάνη κατ' άτομο διότι δεν έγιναν ουσιαστικές αλλαγές, εισήλθαν 800.000 νέοι συνταξιούχοι και μειώθηκαν τα εισοδήματα από εργασία με τις περικοπές των μισθών και την ανεργία; Πόσοι αποδέχονται ότι το μισθολογικό κόστος του δημοσίου διπλασιάστηκε την τεευταί πενταετία προ κρίσης; Πόσοι δέχονται ότι οι δαπάνες υγείας εκτινάχθηκαν, ότι το ελληνικό κοινωνικό κράτος ήταν από τα πιο γενναιόδωρα στις αρχές της δεκαετίας του 2000 άσχετα αν η γενναιοδωρία του αυτή δεν κατευθύνονταν σε όσους είχαν πραγματικά ανάγκη λόγω αστοχίας; Πόσοι αντιλαμβάνονται ότι δεν μπορεί να στηριχθεί επ’ άπειρο ένα βορειοαμερικάνικο μοντέλο κατανάλωσης και διαβίωσης πάνω σε ένα βαλκανικό μοντέλο παραγωγής; Πόσοι προβληματίστηκαν για τη θέση της χώρας στον παγκόσμιο καταμερισμό εργασίας, για την συνεχή, επί σειρά ετών, απώλεια θέσεων στην ανταγωνιστικότητα, για τα συνεχόμενα θηριώδη ελλειμματικά εμπορικά ισοζύγια, για τη συντεχνιακή δομή της οικονομίας, για τον ισχυρό ρόλο των ομάδων πίεσης και των ομάδων συμφερόντων, για την αδυναμία χάραξης δημόσιων πολιτικών, για το διαρκώς αυξανόμενο έλλειμμα;

Ο κατάλογος των λαθών και των παραλείψεων δεν έχει τελειωμό και αν σκεφτεί κανείς ότι όλα αυτά αθροιστικά ήρθαν στην επιφάνεια μαζί λόγω της παγκόσμιας οικονομικής κρίσης – όπου επαναξιολογήθηκαν εκ νέου χώρες και δυνατότητες – φτάνουμε στο λογικό συμπέρασμα ότι κάποιο πακέτο διάσωσης που θα συμπεριλάμβανε δραστικές περικοπές και υποχρεώσεις αλλαγών ήταν μονόδρομος.

Όλη η ευθύνη ήταν ενδογενής; Όχι, ευθύνη έχει και η αρχιτεκτονική της ΟΝΕ αλλά και σε δεύτερη φάση η τρόικα καθώς σειρά μέτρων ήταν καταφανώς ατελέσφορά, με μεγάλο κοινωνικό κόστος και ταυτόχρονα προϊόντα ιδεολογικών εμμονών.

Εάν όμως για αυτές τις βασικές πρωταρχικές παραδοχές χρειαζόμαστε 7 – 8 χρόνια ( και αυτό αμφίβολο διότι δεν είμαστε σίγουροι πως σήμερα συγκεντρώνουν την πλειοψηφία αυτές) πόσο χρόνο θα χρειαστούμε για να σχεδιάσουμε και να υλοποιήσουμε τα απαραίτητα;

Ποια θα είναι η κρίσιμη μάζα πολιτών που θα πάρει πάνω της την υπόθεση της υπέρβασης της κρίσης; Ποιες θα είναι οι πολιτικές δυνάμεις που θα δράσουν στοχοπροσυλωμένα προς αυτή την κατεύθυνση;

Το καθοδικό σπιράλ στο οποίο είμαστε εγκλωβισμένοι δεν έχει τέλος. Η ψευδαίσθηση σταθεροποίησης αφαιρεί από τη δημόσια σφαίρα το καθεστώς του επείγοντος και μπορεί να οδηγήσει σε αδικαιολόγητο εφησυχασμό. Οι ασθενικοί ρυθμοί ανάπτυξης που ίσως επιτευχθούν δεν είναι αρκετοί. Η χώρα για να ορθοποδήσει στοιχειωδώς και να καλύψει μέρος του χαμένου εισοδήματος χρειάζεται μπαράζ πετυχημένων αναπτυξιακά ετών ώστε να ενισχυθούν εισοδήματα και απασχόληση.

Από την άλλη, ακόμη και ο τρόπος όμως με τον οποίο επιτυγχάνεται αυτή η ασθενική ανάπτυξη δεν είναι βιώσιμος. Η ανάπτυξη αυτή δεν έχει στοιχεία διατηρισιμότητας καθώς βασίζεται στην εξάντληση της φοροδοτικής ικανότητας και σε περιοριστικά μέτρα ασταθή. Πλαισιώνεται δε από κυβέρνηση που είναι επιρρεπής στην αύξηση δαπανών και λάτρης του προηγούμενου «μεταπολιτευτικού μοντέλου».

Συνοψίζοντας, ο κίνδυνος υποβιβασμού της χώρας είναι μεγάλος. Ο κίνδυνος παγίωσης τεράστιων ανισοτήτων μέσα από θεσμοποίηση αδικιών υπαρκτός. Η κοινωνία έχει μετατραπεί σε κοινωνία χαμηλών προσδοκιών και απουσιάζει η δύναμη που θα επιφέρει τον ριζικό αναπροσανατολισμό, μια γενναία στροφή.



Σάββατο 18 Νοεμβρίου 2017

Πατήστε γκάζι, άρθρο για την εφημερίδα Τhessnews



Η προσέλευση στις εκλογές ανάδειξης ηγεσίας ήταν κάτι παραπάνω από ενθαρρυντική. 210.000 συμπολίτες κατέβαλαν το αντίτιμο, στήθηκαν σε ουρές και ψήφισαν σε μία άρτια διαδικασία που προετοίμασε η επιτροπή Αλιβιζάτου περιβάλλοντας την με κύρος και σοβαρότητα.
Το γεγονός αυτό δεν πρέπει να υποτιμάται, ιδιαίτερα μετά από μία 7ετία όπου ιδρύθηκαν εκατοντάδες συλλογικότητες, διασπάστηκαν πολλά κόμματα, εμφανίστηκαν εξίσου πολλά και ο πολιτικός διάλογος κινήθηκε μεταξύ των πλατειών των αγανακτισμένων και κουτσαβάκικου λογυδρίου στη Βουλή.

Οι δύο υποψήφιοι που αναμετρώνται στο δεύτερο γύρο προέρχονται από το ΠΑΣΟΚ. Αυτό σημαίνει πως ακόμη και ως αντανάκλαση το ΠΑΣΟΚ διατηρεί ψήγματα της κεντρικότητας του. Βέβαια αυτό δεν αρκεί καθώς το επίδικο πλέον είναι μία νέα παράταξη που θα απευθύνεται σε ευρύτερα ακροατήρια.

Η επιτυχία αυτού του εγχειρήματος είναι εθνική υπόθεση, όσο και αν αυτή η άποψη ξενίζει. Η είσοδος της χώρας στην κρίση έγινε από το δρόμο της πολιτικής και όχι της οικονομίας και αυτό σημαίνει ότι και η έξοδός της θα γίνει από τον ίδιο δρόμο. Τα σημερινά μεγάλα κόμματα εξουσίας δεν μπορούν – έχουν συστήσει έναν κακέκτυπο δικομματισμό όπου όσο και αν ενδύεται το ρούχο της κανονικότητας, παραμένει ιδιόμορφος. Εξ’ ου και το χρονικό μάκρος της κρίσης, η διαρκής περιδίνηση και η αδυναμία σταθερότητας.

Οι δύο υποψήφιοι, με τα διαφορετικά προσωπικά και πολιτικά χαρακτηριστικά πρέπει να αποφύγουν πολύ συγκεκριμένα λάθη  ή πεπατημένα μονοπάτια. 

1ον Το ΠΑΣΟΚ έστω και αναπαλαιωμένο, δεν μπορεί – δεν επαρκεί.

2ον Οι μάχες κερδίζονται με το λεγόμενο team building. Χρειάζονται αμφότεροι σοβαρές ηγετικές ομάδες, απαιτείται η πλαισίωσή τους από επιστήμονες, στελέχη κλπ. Ενός ανδρός/γυναικός αρχή δεν νοείται σήμερα.

3ον Κόμμα θεσμικό, συμμετοχικό, με δημοκρατικές  διαδικασίες και αποφασιστική ψήφο στα μέλη. Δικαιώματα και υποχρεώσεις, όχι συνεδρια και διαδικασίες χειροκροτητών.

4ον Ταχύτητα. Η χώρα δεν έχει χρόνο, απαιτείται προγραμματικός λόγος με βάθος, μεταρρυθμιστικός, επεξηγηματικός και στοιχειωδώς οραματικός.

5ον Ανανέωση. Η παράταξη είναι γερασμένη. Χρειαζόμαστε νέο αίμα. Τη δεκαετία του 1970 στο ΠΑΣΟΚ ήταν όλοι σχεδόν η γενιά του Πολυτεχνείου, το 2000 Κώστα Σημίτη ψήφισε το 51% των νέων, το 2009 Γιώργο Παπανδρέου το ίδιο. Δεν ήμαστε και δεν θέλουμε να καταντήσουμε ένα πράσινο ΚΚΕ που στις τάξεις του παραμένουν ηλικιωμένοι νοσταλγοί ενός σοσιαλιστικού ονείρου, όσο και αν τιμούμε κάθε γενιά για τους αγώνες της. 

Τετάρτη 15 Νοεμβρίου 2017

Αγαπητή Φώφη, αγαπητέ Νίκο ( ή τί θα έλεγα στους δύο αν τους έβλεπα)



Βρισκόμαστε πριν το δεύτερο γύρο των εκλογών για ανάδειξη προέδρου στον υπο ίδρυση ενιαίο προοδευτικό φορέα. Υποψήφιοι σε αυτόν είναι οι Φώφη Γεννηματά και Νίκος Ανδρουλάκης, προερχόμενοι από το ΠΑΣΟΚ αμφότεροι.

Κάθε υποψήφιος έχει πλεονεκτήματα και μειονεκτήματα αλλά πλέον αυτά είναι ζήτημα όλων μας, καθώς ένας εκ των δύο θα ηγηθεί της παράταξης. Ως εκ τούτου μπορούμε να εισηγηθούμε και να παρατηρήσουμε, ακόμη αι να συμβουλέψουμε τους διεκδικητές μιας και όλοι την επόμενη θα προχωρήσουμε μαζί.

Αν μπορούσα να μιλήσω στη Φώφη Γεννηματά θα της έλεγα τα εξής.
«Φώφη χρειάζεται ριζική αλλαγή στα πάντα. Είσαι γέννημα θρέμμα του ΠΑΣΟΚ αλλά οι καιροί έχουν αλλάξει. Η Ιστορία θα σου πιστώσει τη γενναιότητα να ανοίξεις τις διαδικασίες αφού επί μία διετία διαφύλαξες τη φλόγα της παράταξης ζωντανή. Αν όμως η παράταξη που θα διαμορφώσεις την επαύριον συνεχίσει να απευθύνεται μόνον στους 55άρηδες και πάνω στη βάση κοινών αναμνήσεων, δεν πάμε πουθενά. Χρειάζεσαι νέα ηγετική ομάδα που να μπορεί να σε πλαισιώσει και να στηρίξει μία βαθύτερη και πληρέστερη προγραμματική πρόταση. Σίγουρα πρέπει να μπεις στη βάσανο μίας ριζικά νέας πρότασης και να ξεφύγεις από κρατικιστικά σχήματα του παρελθόντος. Η χώρα δεν έχει χρόνο. Μην πιστέψεις ότι ένα αναπαλαιωμένο ΠΑΣΟΚ μπορεί, ότι οι συμμαχητές από τα παλιά ξέρουν. Και δεν ξέρουν και δεν μπορούν. Απαιτείται αλλαγή και στο λόγο και στο ύφος. Ένας ήπιος φιλολαϊκός λόγος που δεν πατά πάνω σε δεδομένα, που δεν αγγίζει και δεν κινητοποιεί τα παραγωγικά στρώματα δεν μπορεί να είναι λύση ούτε για την παράταξη, ούτε για τη χώρα.»

Αν βρισκόμουν στον ίδιο χώρο με το Νίκο Ανδρουλάκη θα του έλεγα τα εξής.
«Νίκο, έχεις καταφέρει μέσα από τη δράση σου να είσαι διεκδικητής/ αρχηγός της παράταξης σε ηλικία κάτω των 40 ετών. Το κατάφερες μέσα από σκληρή πολιτική και οργανωτική δουλειά μένοντας στο κόμμα όταν αυτό φυλλορρόησε. Μην κάνεις όμως το κεφαλαιώδες λάθος να πιστέψεις ότι με τον ίδιο τρόπο μπορείς να προεδρεύσεις. Ο θώκος απαιτεί υπερβάσεις, συνθέσεις και ανθρώπους με χαρακτηριστικά διαφορετικά από αυτών που χρειάστηκες μέχρι σήμερα. Χρειάζεσαι ηγετική ομάδα – η ενός ανδρός αρχή δεν περπατάει λόγω του όγκου και της συνθετότητας των ζητημάτων. Πρέπει να εμβαθύνεις σε πολλά ζητήματα, να προσεταιριστείς ανθρώπους που ξέρουν και μπορούν, αν στόχος σου είναι η διακυβέρνηση. Μη φοβηθείς να κάνεις υπερβάσεις – αυτές θα δικαιώσουν και θα νοηματοδοτήσουν το νεαρό της ηλικίας σου. Ορθά αντιλήφθηκες πως οι εσωκομματικές μάχες του παρελθόντος είναι ξεπερασμένες και ορθά άσκησες κριτική στις παλιές ηγεσίες. Μην υποπέσεις στα ίδια σφάλματα. Έχε το βλέμμα σου στραμμένο στα μεγάλα, στο πλαίσιο, στη μεγάλη εικόνα, στη στρατηγική. Για τα μικρά χρησιμοποίησε άλλους, μην φθαρείς.»

Αυτά θα έλεγα αν έβρισκα τους δύο υποψήφιους λίγο πριν ή λίγο μετά τα αποτελέσματα του δεύτερου γύρου. Έχοντας μία μικρή γνώση του χώρου, των ανθρώπων και μία τριβή με τα πολιτικά πράγματα μερικά χρόνια τώρα.


Βλέπω την ευκαιρία αλλά θα ήταν ψέμα να ισχυριστώ ότι δεν βλέπω και τους κινδύνους να χαθεί. 

Τρίτη 19 Σεπτεμβρίου 2017

Η Ευρωπαϊκή Ένωση μπροστά στη συνειδητοποίηση και η σοσιαλδημοκρατία στις νέες προκλήσεις


Ο διάλογος για την Ευρωπαϊκή Ένωση είναι γόνιμος και διαρκής. Οι προκλήσεις του νέου αιώνα είναι πυκνές και οι απαντήσεις αναζητούνται καθώς οι παλιές συνταγές δεν επαρκούν. Τα ελλείμματα της Ένωσης είναι γνωστά, όμως σε αυτά έρχονται να προστεθούν νέες παράμετροι που διευρύνουν τους προβληματισμούς και καθιστούν συνθετότερα τα προς επίλυση ζητήματα.
Στα γνωστά από δεκαετίας ζητήματα της πολιτικής και οικονομικής ολοκλήρωσης (με απώτερο στόχο την ομοσπονδοποίηση), των δομικών αστοχιών της ευρωζώνης, του δημοκρατικού ελλείμματος και του διακυβερνητικού τρόπου λήψης αποφάσεων στα πολύ σημαντικά πεδία, αθροίζονται πλέον νέα ζητήματα που αν και γνωστά, οι επιπτώσεις τους αρχίζουν να διαφαίνονται τώρα.
Εν τάχει τα σημαντικότερα είναι τα ακόλουθα.
  1. Η δημογραφική γήρανση του πληθυσμού της Ευρώπης και οι επιπτώσεις αυτής σε όλους τους τομείς της κοινωνικής και οικονομικής ζωής. Το δημογραφικό προφίλ της Ευρώπης αμφισβητεί στον πυρήνα του  το ευρωπαϊκό κοινωνικό μοντέλο, τα συστήματα υγείας και ασφάλισης.
  2. Η μετανάστευση – προσφυγικό που λόγω περιφερειακών συγκρούσεων, πολέμων και εν γένει αστάθειας σε περιοχές που γειτνιάζουν με την Ευρώπη δημιουργεί νέες προκλήσεις. Ολόκληρες χώρες αδειάζουν και εκατομμύρια ανθρώπων μετακινούνται προς εμάς. Μπορούν να ενταχθούν; Μπορούμε να συμβιώσουμε στις ευρωπαϊκές πόλεις; Ποια τα όρια της πολυπολιτισμικότητας; Ποιες οι δυνάμεις του έθνους – κράτους και ποιες της Ένωσης;
  3. Η οικολογική ισορροπία και οι νέοι εντελώς απαραίτητοι περιορισμοί σε εκπομπές ρύπων, η διαχείριση υδάτων, η διατήρηση του φυσικού περιβάλλοντος, το κόστος της καθαρής ενέργειας και πως αυτό επιδρά στην παραγωγή κοκ
  4. Ο νέος παγκόσμιος καταμερισμός εργασίας με την πρωτεύουσα θέση της Δύσης να αμφισβητείται, την άνοδο νέων περιφερειακών δυνάμεων που αναπτύσσονται ταχύτατα, με τις παραγωγικές βιομηχανικές δομές να έχουν μετεγκατασταθεί εκτός ευρωπαϊκής επικράτειας και με έναν συνεχή ανταγωνισμό για την πρόσβαση σε πρώτες ύλες.
  5. Τα θέματα ασφάλειας – άμυνας επανέρχονται καθώς το μεταπολεμικό statusquoέχει μεταβληθεί πολλάκις. Οι Η.Π.Α και το ΝΑΤΟ είναι μεν εγγυητές της σταθερότητας και παράγοντες αποτροπής όμως το κόστος διατήρησής τους είναι αυξανόμενο και η Ευρώπη ευνοϊκά τοποθετημένη στον επιμερισμό αυτό ( εθνική στρατοί μερικώς ασύνδετοι, προσανατολισμένοι στην άμυνα εδαφικής επικράτειας και άρα στατικοί). Η τρομοκρατία επίσης θέτει εκ νέου το δίλημμα μεταξύ ελευθερίας και ασφάλειας με το ισοζύγιο να γέρνει δραματικά προς τη διασφάλιση της δεύτερης.
Τα ανωτέρω σκιαγραφούν μία πραγματικότητα όπου το μεταπολεμικό κοινωνικό συμβόλαιο, το statusquo, οι κατακτήσεις των babyboomers, η διαρκής ασφάλεια- ειρήνη και ευημερία δεν μπορούν να θεωρούνται δεδομένες. Ο δυτικός άνθρωπος καλείται να επανατοποθετηθεί σε όλους τους παγκόσμιους χάρτες και να σκίσει εκείνους του 20ου αιώνα που κανοναρχούσαν την σκέψη του και τη ζωή του. Το μέλλον θα είναι διαφορετικό και σίγουρα όχι τόσο ανοδικό - εκτός εάν υπάρξει μία όχι ολοσδίολου απίθανη τεχνολογική εξέλιξη που θα πολλαπλασιάσει την παραγωγική δυνατότητα και άρα το παγκόσμιο ΑΕΠ.
Αυτό που δεν πρέπει επουδενί να παραβλεφθεί είναι πως ακόμη και σήμερα, ακόμη και τώρα, η Ένωση αποτελεί το ευνοϊκότερο πεδίο για τους λαούς, για τον κόσμο της εργασίας, για το περιβάλλον. Λειτουργεί δημοκρατικά, υπάρχει κράτος δικαίου και σχετική ευημερία.

Σοσιαλδημοκρατία
Αυτό που συμβατικά εννοούμε σοσιαλδημοκρατία είναι το μοντέλο εκείνο οργάνωσης της κοινωνίας και της οικονομίας που οικοδομήθηκε αμέσως μετά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο. Σαν πολιτικό ρεύμα υπήρχε και τα προηγούμενα χρόνια – τα κόμματα της Β’ Διεθνούς κατά τόπους ήταν υπολογίσιμη πολιτική δύναμη. Εκείνο το ιδεοτυπικό μοντέλο, με τις εσωτερικές διαφοροποιήσεις του ανά χώρα, μεταβλήθηκε και ακολούθησε εν πολλοίς όλες τις αλλαγές που συνέβησαν στα τέλη του προηγούμενου αιώνα – παραμένοντας ένας εκ των δύο πόλων του πολιτικού συστήματος, μία εκ των δύο μεγάλων πολιτικών οικογενειών στην Ευρώπη. Η κατηγορία που του αποδίδεται είναι πως απώλεσε τα βασικά χαρακτηριστικά του και υποχώρησε, αλλοτριώθηκε. Εν μέρει σωστή αυτή η άποψη.
Όποια και εάν ήταν η εξέλιξη του ιδεολογικού και πολιτικού αυτού ρεύματος δεν πρέπει να ξεχνάμε ότι πρόκειται για ένα δυτικοκεντρικό πολιτικό μοντέλο που διαμορφώθηκε και ανέπτυξε τα εργαλεία παρέμβασής του υπό συγκεκριμένες πολιτικές και οικονομικές συνθήκες. Υποστηρίζω πως αν και σήμερα υποχωρεί εκλογικά μπροστά στα αμείλικτα διλλήματα και δυσκολίες δεν σημαίνει πως δεν έχει αφήσει σχεδόν ανεξίτηλη τη σφραγίδα του. Πολλές παραδοχές της και πολλά «κτήματά της» ενσωμάτωσε και η χριστιανοδημοκρατία ( και όχι μόνο το αντίστροφο).
Η εκλογική του ανάκαμψη δεν είναι ζήτημα απλά βολονταρισμού και ηγετικών/ κομματικών αποφάσεων, όπως αρέσκεται να λέγεται. Είναι ζήτημα πιο σύνθετο καθώς καλείται να δράσει σε έναν κόσμο ριζικά διαφορετικό από αυτόν που γεννήθηκε. Καλείται να δράσει και να υπηρετήσει ως τέκνο της νεωτερικότητας τις αξίες της ελευθερίας και της ισότητας σε έναν κόσμο πιο σύνθετο, παγκοσμιοποιημένο και σε κοινωνίες με νέες προκλήσεις και συγκεκριμένες δυνατότητες
Ένωση και σοσιαλδημοκρατία
«Σε ευρωπαϊκό επίπεδο επίπεδο οι προοπτικές ενός σοσιαλδηµοκρατικού µετασχηµατισµού είναι καλύτερες. Και αυτό όχι γιατί οι κυρίαρχες ευρωπαϊκές ελίτ έχουν σοσιαλδηµοκρατικούς προσανατολισμούς, αλλά γιατί συστηµικές πιέσεις αναγκάζουν, κυρίως τη Γερµανία, να προχωρήσει σε µια λιγότερο νεοφιλελεύθερη και περισσότερο σοσιαλδηµοκρατική διακυβέρνηση της Γηραιάς Ηπείρου …. Αν η πολιτικοοικονοµική ενοποίηση της Ευρώπης προχωρήσει και πάρει σοσιαλδηµοκρατική τροπή, τότε οι πιθανότητες ενός σοσιαλδηµοκρατικού προγράµµατος σε εθνικό επίπεδο αυξάνονται. Επιπλέον, µια σοσιαλδηµοκρατικά προσανατολισµένη, πολιτικά και οικονοµικά ενωμένη ΕΕ σίγουρα θα καταστεί σοβαρός παίκτης στην παγκόσµια κοινωνικοοικονοµική αρένα. Σε αυτή την περίπτωση η Ευρώπη θα μπορούσε να δημιουργήσει ευνοϊκές συνθήκες για την ανάπτυξη ενός παγκόσµιουκαπιταλισµού µε ανθρώπινο πρόσωπο. Ένας σοσιαλδηµοκρατικού τύπου παγκόσµιος καπιταλισµός»[1] είναι ο στόχος.

[1] Νίκος Μουζέλης, αρθρο στο ΒΗΜΑ 28/08/2011, «Ή θα είναι ευρωπαϊκή ή δεν θα υπάρξει»

Δευτέρα 18 Σεπτεμβρίου 2017

Θεσσαλονίκη στο φόντο της ΔΕΘ, άρθρο στην Καρφίτσα 9/9/2017



Και φέτος περιμένουμε στην πόλη μας τα κομματικά επιτελεία να προσέλθουν με στόχο να παρουσιάσουν τα προγράμματά τους και να εκφράσουν τον πολιτικό τους λόγο. Λίγο ή πολύ αυτή η εθιμοτυπία ακολουθείται πιστά από τους πάντες καθώς το βήμα της Έκθεσης είναι κατά κάποιο τρόπο η αφετηρία κάθε πολιτικής και οικονομικής χρονιάς. Και αν παλαιότερα – τα καλά χρόνια της ευμάρειας – το πολιτικό προσωπικό ανηφόριζε στη Βόρεια Ελλάδα με μια χαλαρή διάθεση και στόχο να μοιράσει διευθετήσεις και να εντάξει στο κράτος επιμέρους αιτήματα, συντεχνιακά, κλαδικά ή τοπικά, σήμερα η κατάσταση δεν το επιτρέπει.

Τα χρόνια της κρίσης και των μνημονίων η εθιμοτυπική πολιτική αυτή εκκίνηση της χρονιάς άλλαξε περιεχόμενο αλλά όχι τύπο. Η χαλαρότητα μετατράπηκε σε αγωνιώδη προσπάθεια δημιουργίας ενός σχεδίου ικανού να μετατραπεί σε λόγο. Η παράδοση παροχολογίας πίεζε και πιέζει ακόμα, καθώς όλοι έχουμε εθιστεί σε αυτή, παρά τα ασφυκτικά δημοσιονομικά δεδομένα. Αντίρροπες δυνάμεις, από τη μία οι μνημονιακές υποχρεώσεις και από την άλλη  η μεταπολιτευτική γαλαντομία.

Σε όλο αυτό το πολιτικό και κοινωνικό πανηγύρι φόντο είναι η πόλη της Θεσσαλονίκης και γενικότερα η κεντρική Μακεδονία. Και αν τα προηγούμενα χρόνια η πόλη για μια βδομάδα γινόταν ένα τεράστιο νυχτερινό πολιτιστικό κέντρο που σέρβιρε ποτά υπό της μελωδικές φωνές των φημισμένων αηδών της, σήμερα της έχει μείνει μόνο μία επιβάρυνση.

Ταλαιπωρία, αναστάτωση, τριτοκοσμικές καταστάσεις, κυκλοφοριακές αρρυθμίες, παράλυση. Μα το χειρότερο δεν είναι αυτό. Χειρότερη όλων είναι η κοροϊδία προς τους πολίτες της Θεσσαλονίκης και της Κεντρικής Μακεδονίας καθώς οι εξαγγελίες που αφορούν στον τόπο είναι συνεχώς οι ίδιες.  Λίγα μεγάλα έργα που το χρονοδιάγραμμα της κατασκευής τους έχει εκτροχιαστεί από καιρό, λίγες ακατανόητες σκέψεις περί σταυροδρομίου πολιτισμών, εμπορίου κοκ.

Η ευθύνη αυτής της πραγματικότητας βέβαια βαρύνει πρώτα από όλους τους ίδιους τους Θεσσαλονικείς και τους Μακεδόνες καθώς με τις επιλογές τους δεν φρόντισαν τον τόπο τους. Διότι πως αλλιώς να εξηγηθεί αυτή η τρομακτική υστέρηση της ευρύτερης περιοχής σε σχέση με άλλες περιφέρειες της Ευρώπης; Πώς να εξηγηθεί το γεγονός πως μία περιοχή με λιμάνι, με εύφορες εκτάσεις, με περατωμένα οδικά δίκτυα, με αεροδρόμιο, με πολιτιστικό και τουριστικό ενδιαφέρον δεν μπορεί επουδενί να σηκώσει κεφάλι και να δημιουργήσει εισόδημα γα τους κατοίκους της;

Αποβιομηχάνιση, ανεργία, εγκατάλειψη και ασφυξία. Θέσεις εργασίες υποαμειβόμενες, περιστασιακές, χωρίς εξέλιξη από επιχειρήσεις μικρές, χωρίς ιεραρχίες, χωρίς απαίτηση δεξιοτήτων.

Που πήγαν όλα εκείνα τα μεγαλεπίβολα σχέδια για την πόλη; Μπορεί και αν ναι με ποιόν τρόπο να μετατραπεί η ευρύτερη περιοχή σε ατμομηχανή της ανάπτυξης με νέες θέσεις εργασίας; Μπορεί να μετατραπεί σε διαμετακομιστικό κέντρο; Μπορεί να συνδεθεί με την ενδοχώρα των βαλκανίων; Μπορεί να έχει τουρισμό 365 ημερών που σημαίνει πολλών ειδών τουρισμό ( συνεδριακό, αγροτουρισμό, αρχαιολογικό κλπ); Μπορούν επιτέλους να αξιοποιηθούν τα ανενεργά στρατόπεδα με τρόπο επωφελή για το πολεοδομικό συγκρότημα και την ποιότητα ζωής των κατοίκων; Θα τελειώσουν κάποια στιγμή τα μεγάλα έργα υποδομών; Υπάρχει τρόπος να αξιοποιηθεί το τεράστιο κτιριακό απόθεμα που υπάρχει λόγω της αποβιομηχάνισης; Υπάρχει σχέδιο για την πολιτιστική αναγέννηση της πόλης; Είναι εφικτή η ίδρυση και λειτουγία εξαγωγικών επιχειρήσεων; Αξίζει μία συντεταγμένη προσπάθεια στο αγροδιατροφικό τομέα; Παράλληλα με τα μεγάλα υπάρχουν κα τα μικρά. Μπορεί η πόλη να είναι καθαρή; Η Τοπική Αυτοδιοίκηση μπορεί να παρέμβει στο κοινωνικό πεδίο πιο αποτελεσματικά; Είναι εύκολο να υπάρχει ευμορφία, ασφάλεια, ευταξία που θα ενισχύσει το εμπόριο;

Αυτά είναι τα μείζονα και όχι οι όποιες εξαγγελίες για επιδόματα και λοιπές διευθετήσεις, ούτε οι συντεχνιακές διαμαρτυρίες προς απόσπαση ευνοϊκών ρυθμίσεων. Σε αυτά πρέπει να επικεντρωθεί o δημόσιος διάλογος, σε αυτά πρέπει να σκύψουν τα κομματικά επιτελεία, με βάση αυτά πρέπει να ψηφίζουν οι πολίτες της περιοχής.


Πέμπτη 31 Αυγούστου 2017

Τα δύο πολιτικά διλήμματα του προοδευτικού χώρου – κράτος και μεσαία τάξη

Ο υπό συγκρότηση κεντροαριστερός χώρος πρέπει να  διαμορφώσει  τον πολιτικού του χαρακτήρα. Η διαμόρφωση του πολιτικού χαρακτήρα ενός πολιτικού χώρου είναι μία ανοιχτή και ευρεία διαδικασία που δεν θα προκύψει μόνον μέσα από την υλοποίηση ενός κομματικού κειμένου και σχεδίου. Ταυτόχρονα όμως δεν μπορεί να γίνει και ερήμην αυτών. Ο προγραμματικός λόγος είναι φύσει και θέσει λόγος συγκροτημένος που αποτυπώνει τη βούληση και πρόταση μιας συντεταγμένης συλλογικότητας.
Τα δύο διλλήματα
Τα δύο διλλήματα για την κεντροαριστερά αφορούν πρώτον στην πρότασή της για το Κράτος και δεύτερον στο σχέδιό της για την Οικονομία μέσα από τη μεσαία τάξη. Η επίκληση της αναγκαιότητας μεταρρυθμίσεων με αόριστο και γενικό τρόπο όχι μόνον δεν συγκινεί κανέναν, αλλά αντίθετα αντισυσπειρώνει μεγάλες πληθυσμιακές ομάδες που δυνητικά θα μπορούσαν να υποστηρίξουν το πολιτικό της σχέδιο. 
Επί του συγκεκριμένου, η κεντροαριστερά πρέπει μέσω της επεξήγησης να καταστήσει κατανοητό στους πολλούς πως το κράτος πρέπει να αλλάξει. Τη στιγμή που πρέπει να μειωθεί και να μικρύνει,καθώς -επιεικώς - κρίνεται δαπανηρό, βραδυκίνητο, ανελαστικό και αναποτελεσματικόαπαιτείται κρατική παρέμβαση σε νέα πεδία. Ρυθμιστικές αρχές, αναδιάρθρωση του κοινωνικού κράτους και στόχευση, διοικητική μεταρρύθμιση, φορολογία, κόστος ενέργειας, υποδομές, διασφάλιση κανόνων ανταγωνισμού – αυτά είναι δικές του υποθέσεις. Από τη μία δηλαδή καλείσαι να μειώσεις το κόστος, να καταργήσεις ολόκληρες  αντιπαραγωγικές και αναποτελεσματικές δομές, να απολύσεις πλεονάζον προσωπικό, να εξαλείψεις  πολυτελείς και πληθωριστικές διαδικασίες στην απονομή της δικαιοσύνης και να χτυπήσεις την γραφειοκρατία και από την άλλη οφείλεις να ρυθμίσεις νέα πεδία, να προσλάβεις προσωπικό με δεξιότητες και άρα καλές αμοιβές και να υποβοηθήσεις το αναπτυξιακό εγχείρημα με κάθε τρόπο.
Αυτή η προσπάθεια είναι σύνθετη και ιδιαιτέρως δύσκολη. Απαιτεί σχέδιο, τόλμη, ισχυρή στοχοπροσήλωση και στελέχη που θα την υλοποιήσουν. Για την ελληνική κεντροαριστερά δε είναι ακόμη δυσκολότερη διότι κατά το μεταπολιτευτικό παρελθόν ταυτίστηκε στη συνείδηση του Έλληνα με την επέκταση του κράτους, με την ανάληψη ολοένα μεγαλύτερης κοινωνικής και οικονομικής ύλης και με την ενσωμάτωση σε αυτό κάθε λογής συντεχνιακού αιτήματος. Παράλληλα η ύπαρξη του ΣΥΡΙΖΑ που αναπαράγει και διατηρεί -προσχηματικά μάλλον πλέον - αυτό το μοντέλο, μία ριζικά διαφορετική προοδευτική πρόταση αντικρατικιστική, μεταρρυθμιστική και εκσυγχρονιστική έχει περιορισμένη απήχηση.Θα τολμήσει να παρουσιάσει ένα ριζικά διαφορετικό πρόταγμα για τη μορφή και το ρόλο του κράτους ή θα παραμείνει στη γνωστή ατραπό περιμένωντας έναν όχι και τόσο επαναπατρισμό ψήφων αναπαράγοντας παλιές θέσεις και υποσχόμενη ξανά ένα κράτος ευεργέτη;
Δεύτερο δίλλημα η προσέγγιση της μεσαίας τάξης και οι αλλαγές στην οικονομία γύρω από αυτή. Ο ιδιόμορφος ελληνικός καπιταλισμός δεν θα μπορούσε να έχει παρά μία ιδιόμορφή μεσαία τάξη, με πολλές διαφορές συγκριτικά με την υπόλοιπη Δυτική Ευρώπη. Το δίλημμα έγκειται στο εξής. Μέσα από ποιο πλέγμα πολιτικών θα ενισχυθεί ή θα ξαναδημιουργηθεί μεσαία τάξη, απολύτως απαραίτητη για την αστική δημοκρατίακαι την επάνοδο στην κανονικότητα και την ανάπτυξη της χώρας; Εσωστρεφής κορπορατισμός, συνέχιση προνομίων στους insiders, διατήρηση κλειστών επαγγελμάτων και μερική διασφάλιση από τον ανταγωνισμό, προϊόντα και υπηρεσίες μη εμπορεύσιμα διεθνώς και ικανοποίηση – ενσωμάτωση αιτημάτων στο κράτος ή προσδιορισμός της θέσης στον παγκόσμιο καταμερισμό εργασίας, κίνητρα για συνέργειες, διεθνώς εμπορεύσιμα προϊόντα και υπηρεσίες και άνοιγμα στον ανταγωνισμό με ωφέλειες και κόστη; 
Η απολύτως κρίσιμη αυτή τάξη για το παραγωγικό μοντέλο προσδίδει στο τελευταίο χαρακτηριστικά που έχει η ίδια. Αν η μεσαία τάξη της χώρας είναι στελέχη εταιρειών με ιεραρχίες, συναλλαγές, οργανογράμματα, αν δραστηριοποιείται σε τομείς με υπεραξία, αν αμείβεται καλά διότι παράγει προϊόντα και υπηρεσίες αξίας σημαίνει ότι υπάρχει αλλαγή παραδείγματος. Αν παραμείνει μία τάξη ελεύθερων επαγγελματιών και μικροεπιιχειρηματιών, ανώτερης δημοσιοϋπαλληλίας και στελεχών μετρημένων επιχειρήσεων που ευνοούνται από την πολιτική εξουσία σημαίνει ότι παραμείναμε στα ίδια και δεν αλλάξαμε τα κρίσιμα. Η πρώτη περίπτωση μεσαίας τάξης μπορεί να παίξει βαρύνοντα ρόλο υποστηρίζοντας πολιτικές που θα ενισχύσουν την παραγωγικότητα, τον ανταγωνισμό, την ανοικτότητα και την ισχυροποίηση των θεσμών, τους σαφείς κανόνες για όλους. Η δεύτερη περίπτωση μεσαίας τάξης – η παλιά γνώριμη- θα επιζητά την κρατική υπερ-ρύθμιση, την προστασία από τον ανταγωνισμό, την προσοδοθηρία, τον μεταπρατικό χαρακτήρα της οικονομίας θα στέλνει τον λογαριασμό στους outsiders.
Είναι εμφανές πάνω σε ποια μεσαία τάξη πρέπει να στοιχηματίσει ο προοδευτικός χώρος και ποια πρέπει να υποβοηθήσει με τις πολιτικές του. Είναι εμφανές επίσης ότι είναι πολύ δύσκολο διότι όπως και στην περίπτωση του κράτους, η κεντροαριστερά ταυτίστηκε με τη δημιουργία και τη γιγάντωση ( και ευτυχώς) της μεσαίας τάξης, χωρίς όμως να καταφέρει να την μετεξελίξει. 

Κυριακή 30 Ιουλίου 2017

Επάνοδος στην κανονικότητα – μια λανθάνουσα απειλή ( εναλλ. τίτλος : Μείνε πεινασμένος)



Η κόπωση από την μακροχρόνια οικονομική κρίση και η συνεχιζόμενη καταβύθιση του βιοτικού επιπέδου για πάρα πολύ μεγάλο τμήμα της ελληνικής κοινωνίας δημιουργούν την ανάγκη για επιστροφή σε μία κανονικότητα. Η συνεχιζόμενη έκτακτη συνθήκη παύει να λογίζεται εξάλλου ως τέτοια όταν διαρκεί σε μάκρος και γίνεται συνήθεια, έξη.

Το κοινωνικό αίτημα για επάνοδο στην κανονικότητα θα μπορούσε να ισχυριστεί κανείς πως δυνητικά θα μπορούσε να είναι ένδειξη υγείας. Θα μπορούσε να εκτιμηθεί ως απότοκος μιας διαδικασίας που στα αρχικά στάδιά της είχε την απογοήτευση, ίσως τον θυμό αλλά στα τελευταία τη θέση τους έπαιρνε η εκλογίκευση, η κατανόηση και η δράση.

Μια τέτοια πορεία θα ήταν φυσιολογική, υγιής και ωφέλιμη καθώς θεωρητικά πάντα η κατανόηση και η δράση θα οδηγούσε σε σωρεία αλλαγών ή τουλάχιστον σε ισχυρή απαίτηση από το πολιτικό σύστημα και τα πολιτικό προσωπικό της χώρας να πράξει ό,τι είναι απαραίτητο για την έξοδο από τη μέγγενη της κρίσης.

Αντί αυτού όμως παρατηρήθηκαν καθ’ όλη τη διάρκεια της κρίσης πολύ ισχυρές πολιτικές και κοινωνικές αντιστάσεις που όχι μόνον δεν επέτρεψαν μια γρήγορη και αποφασιστική πολιτική εξόδου από την κρισιακή συνθήκη, αλλά αντίθετα ενίσχυσαν την κακοδαιμονία και μονιμοποίησαν την περιδίνηση της χώρας. Αυτή η άσχημη των πραγμάτων τροπή οφείλεται στο πολιτικό «αντιμνημόνιο» αλλά το τελευταίο δεν θα ήταν ικανό να επιφέρει  τέτοια αποτελέσματα εάν κατά τη διάρκεια της προκρισιακής Μεταπολίτευσης η κοινωνική μηχανική δεν ήταν αυτή που ήταν. Κόμματα και δημόσιες πολιτικές υποταγμένα σε μερικότητες, σε ομάδες πίεσης και συμφερόντων, με αποσπασματικές στρατηγικές και συνεχείς παλινδρομήσεις δεν κατόρθωσαν να δημιουργήσουν σταθερές διαδικασίες εκσυγχρονισμού και εξέλιξης με αποτέλεσμα αδράνειες και λάθη να πληρωθούν εν τέλει ακριβά.

Η προσπάθεια της παρούσης – εντελώς αποτυχημένης κυβέρνησης – να παρουσιάσει κάποια πρόοδο και ορισμένα απτά επιτεύγματα, σε αντίθεση βέβαια με τη ζώσα πραγματικότητα, επιτείνει το πρόβλημα. Επιχειρείται πλήρης εφησυχασμός της κοινωνίας λόγω μιας δήθεν επαναφοράς στην κανονικότητα. Για παράδειγμα η Ελλάδα βγήκε στις αγορές και τα ομόλογά της είχαν ζήτηση, η ανεργία δείχνουν τα επίσημα στατιστικά ότι μειώνεται, κοινωνικές αντιδράσεις δεν υπάρχουν και ο πρωθυπουργός στην πρωτεύουσα βλέπει μόνο χαμογελαστά πρόσωπα γύρω του.

Δεν είναι όμως αυτή η αλήθεια. Η αλήθεια είναι πως η χώρα μετά από 7 χρόνια μνημονιακών πολιτικών και 10 σχεδόν σε ύφεση – παγκόσμια θλιβερή πρωτιά- δεν έχει αλλάξει πολλά. Ίσως μόνον τα βασικά, δηλαδή μια διασφάλιση μέσω εξωτερικού καταναγκασμού μιας στοιχειώδους δημοσιονομικής ισορροπίας. Σε μία κοινωνία χαμηλών προσδοκιών πλέον, η στασιμότητα και η κακώς νοούμενη σταθερότητα μπορούν να εκληφθούν ως πρόοδος. Μία δε υποτυπώδης ανάπτυξη ίσως επιχειρηθεί να εορταστεί ως παλλiγενεσία, όμως αυτό είναι βαθύτατα θλιβερό.

Η πραγματικότητα είναι πως οι πολύ μεγάλες μεταρρυθμίσεις εκκρεμούν ή χειρότερα δεν βρίσκονται καν στο επίκεντρο του διαλόγου. Η χώρα στο νέο συνεχώς εξελισσόμενο και μεταβαλλόμενο διεθνή καταμερισμό εργασίας δεν έχει καμία στρατηγική και καμία στόχευση. Οι νέες γενιές εγκλωβίζονται σε εργασίες χαμηλής εξειδίκευσης, χαμηλών απολαβών και είτε φυτοζωούν είτε μεταναστεύουν. Το κράτος παραμένει βαρύ, δυσκίνητο και κοστοβόρο. Αντί να ωθεί και να συνδράμει στην ανάπτυξη αποτελεί ίσως το μεγαλύτερο βαρίδι. Κόμματα και πολιτικό προσωπικό πλην εξαιρέσεων συνεχίζουν στα ίδια μοτίβα.

Συμπερασματικά, απομειώνονται και αδυνατίζουν όλοι εκείνοι οι παράγοντες που θα μπορούσαν να οδηγήσουν σε μία δημιουργική επανάσταση και μία εξέγερση κατά της στασιμότητας και της μετριότητας. Ξεθωριάζουν οι μνήμες μιας επιτυχημένης συλλογικής προσπάθειας και αποσυνδέεται η ελληνική κοινωνία από την αίσθηση επιτυχίας. Μετατρέπεται σε κοινωνία χαμηλών προσδοκιών.

Για τους λόγους αυτούς έχει πολύ μεγάλη σημασία μία κρίσιμη μάζα πολιτών να μείνει «πεινασμένη» για άνοδο, για επιτυχία, για κατανάλωση. Να διατηρήσει την μνήμη μίας εύρωστης μεσαίας τάξης που καταναλώνει, που γεύεται τους καρπούς της ανάπτυξης και δεν συμβιβάζεται με το κυβερνητικό παρόν.

---------------------------
Το άρθρο δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα ΚΥΡΙΑΚΑΤΙΚΗ ΜΑΚΕΔΟΝΙΑ στις 30/7/2017


Κυριακή 16 Ιουλίου 2017

Από άλλον πλανήτη - αρθρο για την εφημεριδα Καρφίτσα 15/7/2017



Από άλλον πλανήτη

Είναι πολλές των περιπτώσεων που ακούγοντας κανείς το λόγο κυβερνητικών στελεχών, αναρωτιέται αν ζούνε σε άλλη χώρα, εκτός Ελλάδας ή ακόμα χειρότερα αν είναι από άλλον πλανήτη. Νομίζει κανείς πως είμαστε αντιμέτωποι με μία συντεταγμένη προσπάθεια από πλευράς τους να βαπτίσουν το κρέας ψάρι καθώς υποστηρίζουν πράγματα απίστευτα, διαστρεβλώνοντας με έναν μοναδικό τρόπο την αλήθεια.

Πριν αναρωτηθούμε πόσους άραγε πείθει αυτή η επιχειρηματολογία και αυτή η διαστρέβλωση, αξίζει να αναρωτηθούμε αν είναι μία κυνική προσπάθεια της παρούσας εξουσίας να θολώσει τα νερά και να καλύψει αποτυχίες και αστοχίες ή μήπως πολλά από αυτά που λένε τα πιστεύουν αυθεντικά;
Και στις δύο περιπτώσεις, είτε δηλαδή τα υποστηρίζουν αυθεντικά είτε είναι προϊόντα συντεταγμένης προπαγάνδας, υπάρχει πρόβλημα καθώς είναι τέτοιο το μέγεθος που χωρίζει την ζώσα πραγματικότητα που τεκμαίρεται η ακαταλληλότητά τους να κυβερνούν τη χώρα.

Είναι από άλλο πλανήτη τελικά οι κυβερνώντες;

Μια πρώτη θετική απάντηση στο ερώτημα θα μπορούσε να υποστηριχθεί καθώς μεγάλα τμήματα του στελεχιακού δυναμικού των ΣΥΡΙΖΑ και ΑΝΕΛ εμφορούνται από αντιλήψεις παντελώς ξεπερασμένες. Αγνοούν ή υποεκτιμούν τις εξελίξεις δεκαετιών στα θέματα οικονομίας, δημόσιας διοίκησης, ανάπτυξης και ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης. Οι συνταγές ανάπτυξης που έχουν στο μυαλό τους, οι παραστάσεις των στελεχών, το μοντέλο που διακονούν είναι ένα μοντέλο ανάπτυξης της δεκαετίας του 60 ή ενός κράτους που έχει πρόσβαση σε πολύ και φτηνό χρήμα. Στην εκπαίδευση τα ίδια και χειρότερα – αποκλίνουμε από το διεθνές παράδειγμα με βήμα ταχύ.

Το κράτος δεν μπορεί στη νέα συνθήκη να ενσωματώσει και να ικανοποιήσει τα λογής κοινωνικά, συντεχνιακά, επιχειρηματικά αιτήματα όπως παλαιότερα. Ως εκ τούτου ο κάτοχος της εξουσίας δεν μπορεί να ενεργήσει όπως παλαιότερα. Η απόλυτη κυριαρχία του κράτους έχει διαχυθεί ούτως ή άλλως  σε πολλαπλά επίπεδα καθώς το περιβάλλον είναι διεθνοποιημένο. Δεν μπορεί καμία εθνική κυβέρνηση να καθορίσει μονομερώς και απόλυτα όλα τα πεδία όπως παλαιότερα ή όπως θα επιθυμούσε.

Ειδικά στον τομέα της οικονομίας, η παραγωγή πλούτου, η ανάπτυξη, η μεγέθυνση είναι μια διαδικασία σύνθετη, με πολύ συγκεκριμένους περιορισμούς αλλά και πάρα πολλές δυνατότητες, απαιτείται σχέδιο. Απαιτείται σωρεία αλλαγών σε κράτος και οικονομία, μεταρρυθμίσεις. Απαιτείται εκσυγχρονισμός της διοίκησης, φορολογική σταθερότητα, λογική φορολογία, προσέλκυση επενδύσεων, τραπεζική δραστηριότητα και χρηματοδότηση της οικονομίας κλπ. Τη στιγμή που πρέπει να μειωθεί το κράτος, να γίνουν ιδιωτικοποιήσεις, να απελευθερωθούν δημιουργικές δυνάμεις της αγοράς, να ανοίξουν τα κλειστά επαγγέλματα, να λειτουργήσει ο ανταγωνισμός, απαιτείται ταυτόχρονα  ισχυρή κρατική παρέμβαση σε νέα πεδία. Ρυθμιστικές αρχές, αναδιάρθρωση του κοινωνικού κράτους, στόχευση, διοικητική μεταρρύθμιση κ.ο.κ. Δεν αρκεί να λέμε πως 1.000.000 πολίτες πρέπει να αλλάξουν επάγγελμα στρεφόμενοι σε διεθνώς εμπορεύσιμα προϊόντα και υπηρεσίες ( ή σε άλλα που θα υποκαθιστούν τις εισαγωγές) αλλά να δούμε μια ποιο τρόπο μπορεί να υποβοηθηθεί αυτή η μετάβαση. Εδώ το κράτος έχει ρόλο. Φορολογία, κόστος ενέργειας, υποδομές, διασφάλιση κανόνων ανταγωνισμού – αυτά είναι υποθέσεις του κράτους. Αναστροφή της ανεστραμμένης πυραμίδας είναι ο στόχος.

Τι κάνουν, αφού δεν κάνουν αυτά που πρέπει;

Αντί να επιχειρήσουν να σταθούν στο ύψος των περιστάσεων και των απαιτήσεων, προτιμούν με έναν ωμά κυνικό τρόπο να «πουλάνε τρέλα» παρουσιάζοντας μια εικόνα της πραγματικότητας εντελώς αβάσιμη.  Ομιλούν σαν να είναι τουρίστες που μόλις προσγειώθηκαν στη χώρα ή εξωγήινοι.

Δεν έχουν καν το άγος της αποτυχίας τους, περιχαρείς περιδιαβαίνουν ανά την επικράτεια εκμεταλλευόμενη την μηδενική αντίδραση μιας αποκαμμωμένης κοινωνίας. 

Σάββατο 17 Ιουνίου 2017

Το δικό μας '' υπουργικό συμβούλιο'' ,άρθρο για την εφημερίδα Καρφίτσα 17/6/2017



Η οικονομική κρίση στην Ελλάδα ξεκίνησε ως κρίση δανεισμού το 2009, καθώς η χώρα για να συνεχίσει ως είχε έπρεπε να δανειστεί 300 δις μέσα σε μία τετραετία, ποσό που ισούταν με το δημόσιο χρέος της εκείνη τη στιγμή. Το προφίλ χρέους της ήταν κάκιστο και οι υποχρεώσεις της χώρας συγκεντρωμένες και πυκνές, εντός ενός μικρού χρονικού διαστήματος. Ό,τι και αν πιστεύει κανείς, όπου και αν αποδίδει τις ευθύνες, σε κόμματα ή πρόσωπα, αυτή είναι μία αδιαμφισβήτητη πραγματικότητα. Το μέγεθος της κρίσης βέβαια ήταν τόσο μεγάλο, τα ποσά που απαιτούνταν για τη διάσωση της χώρας και την αποφυγή της χρεωκοπίας τεράστια, που δεν υπήρχε μαγική συνταγή. Όποιον δρόμο και αν επιλέγαμε αυτός θα εμπεριείχε δραματικές περικοπές και βίαιη πτώση εισοδημάτων και κρατικών δαπανών. Η αρχική οικονομική κρίση εξελίχθηκε σε κοινωνική, σε πολιτική και μετά βεβαιότητας μπορούμε να υποστηρίξουμε πως άγγιξε κάθε τομέα της κοινωνικής και πολιτικής ζωής της χώρας.



Σε αυτά τα χρόνια αναζητήθηκαν και συζητήθηκαν λύσεις, προτάχθηκαν και αναπαράχθηκαν απόψεις, έγιναν αναλύσεις, επιχειρήθηκαν αλλαγές, υποστηρίχθηκαν μεταρρυθμίσεις, εμφανίστηκαν αντιστάσεις και δυνάμεις αδράνειας, εκστομίστηκαν υποσχέσεις. Οι εξελίξεις στο πολιτικό πεδίο ήταν ραγδαίες και σαρωτικές. Δοκιμάστηκαν κόμματα σοσιαλιστικά, δεξιά, αριστερά, εκσυγχρονιστικά και λαϊκιστικά. Υπήρξε έντονος κομματικός ανταγωνισμός, πολιτικοποίηση ( άσχετα με την ποιότητα αυτής) και συνεχείς εκλογικές αναμετρήσεις.

Πέραν όμως των εξελίξεων στο πολιτικό πεδίο, υπήρξε ανάλογη κινητικότητα στις μίκρο-κλίμακες; Η κρίση άλλαξε τον τρόπο που βλέπουμε τα πράγματα; Ο οικογενειακός προγραμματισμός άλλαξε προτεραιότητες; Μαζεύτηκαν γύρω από το οικογενειακό τραπέζι τα μέλη να συναποφασίσουν για τις επόμενες ενέργειές τους; Προσοχή! Δεν αναφερόμαστε στην αναπόφευκτη μείωση της κατανάλωσης και των περιορισμό των εξόδων. Αυτό είναι δεδομένο πως έγινε. Αναφερόμαστε σε σχέδια αναδιάταξης όλου του οικονομικού σχεδίου μιας οικογένειας, διευρυμένης ή μονογονεϊκής, ενός ζευγαριού, ενός ατόμου;  Μεταβλήθηκαν οι στάσεις και οι αντιλήψεις που κυριαρχούσαν την προηγούμενη εποχή;  

Ας δούμε μερικά παραδείγματα. Είναι λογικό και αποδοτικό μια οικογένεια να δαπανά πολλές χιλιάδες ευρώ για να σπουδάσει το παιδί σε ένα ελληνικό ΤΕΙ ή ΑΕΙ σε μία επαρχιακή πόλη για να αποκτήσει έναν αμφιβόλου αξίας τίτλο σπουδών; Είναι λογικό να συνεχίζουμε αδιάλειπτα την επιλογή σπουδών που μπορεί παλαιότερα να εξασφάλιζαν ανοδική κοινωνική κινητικότητα αλλά πλέον έχουν κορεστεί; Είναι λογικό να μένουν αναξιοποίητα ακίνητα – ένα εξοχικό, ένα πατρικό στο χωριό, ένα χωράφι – τη στιγμή που υπάρχουν σημαντικές δυσκολίες και η κυριότητα των οποίων επιφέρει επιβαρύνσεις; Δεν θα ήταν ορθότερο να πωληθούν και με τα χρήματα να επιχειρηθεί μία προσπάθεια δημιουργίας μίας δουλειάς/ επιχείρησης/ επένδυσης; Είναι λογικό να υπάρχουν ( όπου υπάρχουν) ακριβά στη χρήση οχήματα και να μην αντικαθίστανται από φθηνότερα; Είναι λογικό η μείωση των εσόδων να υπομένεται στωικά χωρίς προσπάθεια αναπλήρωσής τους; Εν ολίγοις είναι λογικό να προτιμάται η περιουσία αντί του εισοδήματος;

Η λογική και η κουλτούρα της υπομονής, του «μπόρα είναι θα περάσει», η λογική πως το ζήτημα είναι χρονικό και το πέρασμα του χρόνου θα αποκαταστήσει τη ζημία είναι μία λογική παραίτησης και εκτός αυτού δεν οδηγεί στην ανάκαμψη. Ανάκαμψη ατομική, οικογενειακή αλλά και ευρύτερα συλλογική. Δεν θα αλλάξουν τα πράγματα, δεν θα βελτιωθούν αν δεν αλλάξουμε και εμείς.

Διαβάζοντας κάποιος αυτές τις γραμμές ενδεχομένως να εκνευριστεί. Μπορεί να σκεφτεί χίλιες σωστές παρατηρήσεις, να επικαλεστεί τις δυσκολίες, την ανεργία, την υπερχρέωση, την εξυπηρέτηση δανείων, την πτώση στην αγορά των ακινήτων, την πτώση των αξιών των αυτοκινήτων και πολλά άλλα. Σε όλα αυτά θα έχει δίκιο. Όμως ας σκεφτεί αναλογικά. Ας δει ότι αυτά το 2011- 2012 ήταν ευκολότερα ενώ τώρα πιο δύσκολα.

Πολλοί οικονομολόγοι πιστεύουν πως πέραν των αλλαγών και των μεταρρυθμίσεων σε κράτος και οικονομία που αποφασίζονται και υλοποιούνται ( ή όχι) από τις πολιτικές ηγεσίες , εξίσου σημαντικό ρόλο παίζουν και οι αποφάσεις των πολιτών. Αν το κομπόδεμα θα επενδυθεί σε μία παραγωγική μίκρο-επένδυση ή θα μείνει στο στρώμα παίζει ρόλο, έχει αποτύπωμα. Μία αλλαγή εργασίας από έναν τομέα διεθνώς μη εμπορεύσιμο σε έναν διεθνώς εμπορεύσιμο βοηθά τόσο το άτομο όσο και την οικονομία. Μία σωστή επιλογή σπουδών μπορεί να οδηγήσει σε πραγματικό εισόδημα.

Οι μεταρρυθμίσεις στο οικογενειακό σχέδιο λοιπόν είναι και ζήτημα του οικογενειακού συμβουλίου και μπορούν και πρέπει να συζητηθούν στο κυριακάτικο τραπέζι. Αυτό είναι το δικό μας υπουργικό συμβούλιο που αποαφσίζει.

Τετάρτη 7 Ιουνίου 2017

Ατζέντα μέλλοντος μέσα από αλλαγές - άρθρο για την εφημερίδα Θεσσαλονίκη 6/6/2017


Παρά τις άσχημες εξελίξεις σε όλα τα μέτωπα, προεξάρχοντος αυτού της οικονομίας, παρατηρείται δημοσκοπική αλλά και πολιτική αφασία, ακινησία. Οι συσχετισμοί μοιάζουν παγιωμένοι και οι παράμετροι που μπορούν να τους μεταβάλλουν είναι συγκεκριμένοι και μετρήσιμοι. Το κυβερνητικό αδιέξοδο είναι εμφανές σε όλα τα επίπεδα. Στις αποτυχίες σε πλείστα όσα μικρά θέματα, στην οικονομία, στις μεταρρυθμίσεις, στη διοίκηση, ήρθε να προστεθεί και η άδοξη κατάληξη του ζητήματος του δημοσίου χρέους που σμπαραλιάζει το βασικό αφήγημα του ΣΥΡΙΖΑ. Ο πολιορκητικός κριός κατάκτησης της εξουσίας -η διευθέτηση/ κούρεμα χρέους- δεν υφίσταται πλέον, καθώς και ο πλέον δύσπιστος έχει καταλάβει πως οι παρεμβάσεις που θα γίνουν θα είναι απολύτως συγκεκριμένες και πολλαπλώς υπεσχημένες κατά το παρελθόν.
Εν ολίγοις, διαμορφώνεται μία κατάσταση όπου θα περίμενε κανείς καταποντισμό του κυβερνητικού σχήματος και δυνητικές ανακατατάξεις. Το δημοσκοπικό προβάδισμα της αξιωματικής αντιπολίτευσης είναι δεδομένο και ισχυρό, όμως η ανυπαρξία του κέντρου/ κεντροαριστεράς φαίνεται πως είναι η παράμετρος εκείνη που δίνει το φιλί της ζωής στον ΣΥΡΙΖΑ.
Μία στοιχειώδης ανανεωμένη και σύγχρονη προοδευτική αντιπρόταση, από ένα σοβαρό, στιβαρό, οργανωτικά άρτιο και δημοκρατικό κόμμα αριστερότερα της Νέας Δημοκρατίας θα έδινε τη χαριστική βολή στο κυβερνών κόμμα και θα αποκαθιστούσε μία ιστορική, ηθική, πολιτική παραφωνία.
Οι λόγοι που εμποδίζουν μία τέτοια εξέλιξη εδώ και τουλάχιστον πέντε χρόνια είναι γνωστοί και χιλιοειπωμένοι, αλλά στο παρόν άρθρο επιθυμούμε να ξεφύγουμε από την περιπτωσιολογία, τις προσωπικές επιδιώξεις και τους τακτικισμούς και να αναφερθούμε στα ουσιώδη πολιτικά και προγραμματικά σημεία.
Μπορεί σήμερα ένα κεντροαριστερό/σοσιαλδημοκρατικό κόμμα να επαγγελθεί με περισσή ευκολία φιλολαϊκές πολιτικές; Μπορεί να υποσχεθεί ξανά την άκριτη ενσωμάτωση πληθώρας αιτημάτων στο κράτος, με τη μορφή προνομιακής μεταχείρισης και ευνοϊκών ρυθμίσεων, που κατά το προκρισιακό παρελθόν συνετέλεσε στο να διαμορφωθεί ένα σχεδόν αδιαπέραστο πλέγμα συμφερόντων, καθιστώντας με τον τρόπο αυτό το πολιτικό κόστος αλλαγής πολλαπλάσιο αυτού της στασιμότητας; Μπορεί να εκφράζει και να υπερασπίζεται ποικίλα συμφέροντα που συνδέονται μόνο με το κράτος, αγνοώντας την υπόλοιπη κοινωνία;
Το μείζον ερώτημα, παρά τα μνημόνια, παραμένει. Είναι η ελληνική οικονομία, έτσι όπως αυτή έχει δομηθεί, ικανή να στηρίξει ένα επίπεδο δημοσίων δαπανών ακόμη και κοντά στο μέσο όρο της Ε.Ε;
Η απάντηση στα ανωτέρω ερωτήματα είναι καταφανώς αρνητική, αλλά η εγχώρια κεντροαριστερά δεν τη δίνει. Εξάλλου ακόμη και αν επέλεγε ο προοδευτικός χώρος να πολιτευθεί κατ’ αυτόν τον παλαιό τρόπο, δεν θα αποκόμιζε εκλογικά οφέλη, καθώς πειστικότερη πρόταση θα ήταν ο ΣΥΡΙΖΑ. Αυτή είναι η εικόνα σήμερα. Κριτήριο όμως δεν είναι το εκλογικό κομματικό όφελος αλλά η πορεία της χώρας και οι δυνατότητες ανάταξης οικονομίας και κοινωνίας.
Για να επιτευχθεί αυτό, δεν υπάρχουν μαγικές λύσεις. Ο δρόμος είναι ένας και περνά μέσα από μεγάλες αλλαγές σε κράτος και οικονομία. Εάν ήταν εφικτό να συμπυκνώσουμε το πνεύμα αυτών των αλλαγών θα ήταν μία λέξη -παραγωγή. Είναι αδιανόητη η συλλογική και εθνική ομφαλοσκόπηση που διεκδικεί αενάως κατανάλωση πόρων, παραβλέποντας ότι αυτοί είναι συνεχώς μειούμενοι. Είναι αδιανόητο πως σειρά εμποδίων, παραλογισμών, στρεβλώσεων, εξόφθαλμα ευνοϊκών ρυθμίσεων και κατάφορων αδικιών είναι ακόμη και σήμερα ανέγγιχτα. Προστατεύονται κλειστά συστήματα και οι άνθρωποί τους, μακριά από κάθε έλεγχο και δυνατότητα εξορθολογισμού και δημοκρατικού ελέγχου. Με συνταγές εσωστρεφούς κορπορατισμού νομίζουν πολλοί πως θα ξεπεραστεί η κρίση, αγνοώντας τα δεδομένα του παγκοσμιοποιημένου οικονομικού περιβάλλοντος.
Παραγωγή και θέσεις εργασίας πρέπει να είναι στον πυρήνα μιας προοδευτικής πρότασης που θα θεραπεύει την εγγενή παθογένεια της ελληνικής οικονομίας. Μετάβαση από το “μεταπολιτευτικό κοινωνιολογικό παράδειγμα” ομάδων συμφερόντων, ομάδων πίεσης, συντεχνιών, πρωτείων κατανάλωσης, παρασιτισμό σε μια νεωτερική κοινωνία με άξονα το γενικό συμφέρον, το συλλογικό καλό και την παραγωγή πλούτου. Ανοιχτά συστήματα, δημοκρατικός έλεγχος, συμμετοχή, παραγωγή, εργασία ως στοιχεία μιας νέας εκσυγχρονιστικής πρότασης διακυβέρνησης.

Δευτέρα 29 Μαΐου 2017

Αλλαγή κυβέρνησης.Aπαραίτητη αλλά όχι ικανή συνθήκη - άρθρο για την εφημερίδα Θεσσαλονίκη 29/5/2017



Από το σχηματισμό κυβέρνησης στις αρχές του 2015 μέχρι σήμερα, το χρονικό διάστημα είναι επαρκές για να μπορούμε να αξιολογήσουμε την ποιότητα των κυβερνώντων. Αν και αυτά τα δυόμιση σχεδόν χρόνια παρατηρήθηκαν κάποιες μετατοπίσεις και αλλαγές, το κυβερνητικό σχήμα είναι ένα από τα χειρότερα που έχουν κυβερνήσει τη χώρα. Ίσως το χειρότερο, αν συνυπολογίσει κανείς το κόστος της διακυβέρνησης αυτής σε συνάρτηση με το σύντομο χρονικό διάστημα.

Δεν είναι μόνο η κολοσσιαία διάψευση κάθε προεκλογικής υπόσχεσης και η εφαρμογή πολύ σκληρών δημοσιονομικών μέτρων, αλλά και η καθημερινή διαχειριστική ανεπάρκεια, η έλλειψη πολιτικής σπονδυλικής στήλης, αρχών και το πλεόνασμα κυνισμού που την χαρακτηρίζουν.

Απαραίτητη προϋπόθεση για την ανάταξη της οικονομίας, η εκλογική ήττα των κομμάτων που τη συναπαρτίζουν. Οποιαδήποτε άλλη προοπτική προσπερνά και υπερπηδά την πολιτική και εκλογική αποδοκιμασία του κυβερνητικού σχήματος, επί της ουσίας νομιμοποιεί με τον έναν ή τον άλλο τρόπο και έως κάποιο βαθμό τη διακυβέρνηση των δυόμιση αυτών καταστροφικών ετών.

Είναι όμως μια ισχυρή εκλογική αποδοκιμασία ταυτόχρονα και ικανή συνθήκη ανάταξης της οικονομίας και της χώρας; Όσοι και όποιοι αντικαταστήσουν την παρούσα κυβέρνηση είναι ικανοί, έτοιμοι και αποφασισμένοι; Η αντί-ΣΥΡΙΖΑ εμμονή δικαιολογείται ως ένα σημείο. Λόγοι πολιτικοί, προσωπικοί, παραταξιακοί βρίσκονται – και ορθώς – στα θεμέλια αυτής της στάσης. Είναι όμως προωθητική; Όσοι τη συμμερίζονται μπορούν ταυτόχρονα χωρίς να την ακυρώσουν, να την υπερβούν; Μπορεί να υποκατασταθεί μία πλήρης αντιπολιτευτική στρατηγική που θα συμπεριλαμβάνει σε ισορροπημένες δοσολογίες προγραμματικό λόγο – άβολες αλήθειες – ρεαλιστικές λύσεις και κινητοποιό όραμα από μία στενή και συνεχώς επαναλαμβανόμενη αντί – ΣΥΡΙΖΑ εμμονή;

Η κυβέρνηση έχει αποτύχει παταγωδώς. Αλλεπάλληλα λάθη στρατηγικής, λάθη τακτικής, συνονθύλευμα επικοινωνιακών πυροτεχνημάτων, αλληλοαναιρούμενα επιχειρήματα και πλήρης κοινωνική απογοήτευση συνθέτουν την πραγματικότητα. Και όμως κανένα κόμμα της (ευρωπαϊκής) αντιπολίτευσης δεν εκμεταλλεύεται τη συγκυρία. Και όμως κανένα κόμμα της αντιπολίτευσης δεν μπορεί να θέσει αυτό τα θέματα της ημερήσιας διάταξης στο δημόσιο λόγο. Κανένα δεν μπορεί να προτείνει κάτι νέο, φρέσκο ή τουλάχιστον αρκούντως εκσυγχρονιστικό. Κανένα δεν μπορεί να αλλάξει γήπεδο και να φωτίσει τις αστοχίες της κυβέρνησης ταυτόχρονα με το δικό του σχέδιο.
Λογικές ώριμου φρούτου και light αντιμνημονίου έχουν κυριαρχήσει στα κομματικά στρατηγεία. Άγονες αντιπαραθέσεις, επίπλαστα υψηλοί τόνοι χωρίς αντίκρισμα. Τολμούν τα κόμματα της αντιπολίτευσης να πουν αλήθειες και να αναλάβουν αυτά τις πρωτοβουλίες. Τα ερωτήματα είναι συγκεκριμένα, όχι όμως και οι απαντήσεις τους.

Η ευρωπαϊκή αντιπολίτευση – κεντροδεξιάς ή κεντροαριστερής οπτικής- στηρίζει το πλήρες άνοιγμα των επαγγελμάτων; Μπορεί να πείσει την γερασμένη κοινωνία ότι το ασφαλιστικό θα παραμείνει μονίμως ανοιχτό και ότι οι συντάξεις είναι δυσανάλογες των σημερινών δυνατοτήτων της οικονομίας; Μπορεί να απευθυνθεί στους δημοσίους υπαλλήλους και να αναγγείλει σαρωτικές αλλαγές, αξιολογήσεις, μετακινήσεις και συστήματα διασφάλισης αποδοτικότητας; Θα τολμήσει να αλλάξει το πολιτικό σύστημα, να ενισχύσει δραστικά την αυτοδιοίκηση, την αποκέντρωση; Να προχωρήσει σε δραστικούς εκσυγχρονισμούς στη δημόσια διοίκηση, τη δικαιοσύνη, να καταπολεμήσει τη γραφειοκρατία; Μπορούν να απευθυνθούν στον ιδιωτικό τομέα, στους εργαζόμενούς του και στους επιχειρηματίες; Μπορούν με τρόπο μετρήσιμο να μειώσουν τη φορολογία που μαζί με όλες τις επιβαρύνσεις διαμορφώνει ένα κομμουνιστικό παρόν δήμευσης του πλούτου; Τι έχουν να πουν στους νέους, μπορούν να σχεδιάσουν έναν τρόπο που θα προσελκύσει πίσω στη χώρα μέρος όσων την εγκατέλειψαν; Θα ήταν και αυτό μίας μορφής «άμεση ξένη επένδυση».

Κάνουν λάθος τα αντιπολιτευόμενα κόμματα εάν πιστεύουν ότι θα κερδίσουν μιμούμενα τον ΣΥΡΙΖΑ ή εμφανιζόμενα ως ένας light ΣΥΡΙΖΑ απλά πιο λογικός και συνετός. Κάνουν λάθος αν πιστεύουν ότι δεν χρειάζεται να αλλάξουν, ότι δεν χρειάζεται να τοποθετηθούν, ότι με γενικόλογα ευχολόγια θα οδηγήσουν στην κάλπη τους τους απογοητευμένους ψηφοφόρους.

Σοβαρή εκσυγχρονιστική μεταρρυθμιστική πρόταση χρειάζεται ο τόπος που θα βγαίνει από στόματα σοβαρών ανθρώπων ενός ανανεωμένου πολιτικού προσωπικού. Όλα τα άλλα θα μας κρατήσουν και μας κρατάνε πίσω.

Δευτέρα 22 Μαΐου 2017

Πίεση σε αυτούς που μπορούν - άρθρο για την εφημερίδα Θεσσαλονίκη της 22/5/2017


Η κόπωση, η οικονομική δυσπραγία, η χρονική επιμήκυνση και διάρκεια της κρίσης, η συνεχής πτωτική πορεία του βιοτικού μας επιπέδου αλλά κυρίως  η απομάγευση και η διάψευση του αντιμνημονίου έχουν επιφέρει ένα τρομακτικό μούδιασμα στην κοινωνία. Ό,τι και αν ψηφιστεί, ό,τι και αν επιβληθεί ή αποφασιστεί, όσο σκληρό, αντικοινωνικό και αντιλαϊκό και αν είναι, δεν οδηγεί σε κοινωνικές αντιδράσεις. Ψηφίζονται μέτρα πολλαπλάσια και σκληρότερα των αρχικών και δεν υπάρχει η παραμικρή κοινωνική πίεση, ούτε οργανωμένη κινητοποίηση και διαμαρτυρία. Σε αυτή την κατάσταση νηνεμίας συμβάλει το γεγονός πως τα κόμματα της αντιπολίτευσης δεν δρουν ακτιβιστικά, δεν κινητοποιούν κόσμο και δεν επιλέγουν ως πεδίο αντιπαράθεσης το πεζοδρόμιο. Ίσως μάλιστα να μην μπορούν.

Η πραγματικότητα αυτή, όσο παράδοξη και αν είναι, αποδεικνύει και αναδεικνύει τις πολύ συγκεκριμένες ευθύνες πολιτικών χώρων, κομμάτων και προσώπων κατά τη διάρκεια αυτού που συμβατικά ονομάζουμε και οριοθετούμε ως ελληνική κρίση. Διότι με δημοσιονομικά μέτρα υποπολλαπλάσια  το 2011 αλλά και το 2012 οι κοινωνικές αντιδράσεις ήταν αναντίστοιχα έντονες και πιεστικές, παράγοντας συγκεκριμένα πολιτικά αποτελέσματα. Η μεγάλη εικόνα δείχνει πως οι αντιμνημονιακές αντιπολιτεύσεις ( τόσο της ΝΔ αρχικά όσο κυρίως του ΣΥΡΙΖΑ σε δεύτερο χρόνο) ευθύνονται σημαντικά για την αδυναμία της χώρας να υπερβεί την κρίση καθώς όχι μόνο δεν στήριξαν πολιτικά τις μεταρρυθμίσεις αλλά διαπαιδαγώγησαν τον κόσμο με απλοϊκά σχήματα και εύκολες λύσεις. Αυτό δεν αναιρεί και τις ευθύνες των κυβερνήσεων που έδειξαν μια κάποια σχετική απροθυμία και αναφυλαξία σε δομικές αλλαγές σε κράτος και οικονομία.
Σήμερα έχουμε μία διαφορετική πραγματικότητα. Η κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ- ΑΝΕΛ δεν θέλει αλλά και δεν μπορεί να ανατάξει την οικονομία και τα υφεσιακά τρίμηνα ανακοινώνονται το ένα πίσω από το άλλο. Η κοινωνία δεν αντιδρά και οι εταίροι φαίνεται να έχουν αποδεχθεί ένα χλιαρό μέλλον για την Ελλάδα αφού δεν πιέζουν πλέον για αλλαγές αλλά μονον για επίτευξη δημοσιονομικών στόχων.
Συρρικνώνονται χρόνο με το χρόνο οι δυνάμεις εκείνες που δυνητικά θα μπορούσαν να στρίψουν το τιμόνι της χώρας κατά 180 μοίρες και να ηγηθούν της προσπάθειας ανάταξης. Ο άρρητος και έμμεσος στόχος των κυβερνώντων για μία κοινωνία χαμηλών προσδοκιών, επαίτη της κρατικής φιλευσπλαχνίας και άμεσα εξαρτώμενο από την πολιτική απόφαση του γκουβέρνου τείνει να επιτευχθεί. Μια κοινωνία συσσιτίων , κουπονιών λαϊκής, έκτακτων εφάπαξ επιδομάτων και τετράμηνων συμβάσεων στο ευρύτερο δημόσιο είναι σχεδόν πραγματικότητα. Απέχει παρασάγκας από μία σοσιαλδημοκρατική οργάνωση της κοινωνίας με ένα ισχυρό και στοχευμένο κράτος πρόνοιας και ένα αποδοτικό κράτος κοινωνικών υπηρεσιών. Απέχει από ένα φιλελεύθερο δίχτυ προστασίας που στοχεύει στην γρήγορη και αποτελεσματική οικονομική επανένταξη και άνοδο των αδυνάμων. Είναι μία λατινοαμερικάνικη λαϊκίστικη εκδοχή κοινωνικής πολιτικής που επεκτείνεται όμως και σε άλλους τομείς του κυβερνάν – σίγουρα όμως μακριά από τις ανάγκες μιας σύγχρονης ευρωπαϊκής οικονομίας και κοινωνίας με τις προκλήσεις μάλιστα της ελληνικής.

Σε ποιους λοιπόν πέφτει ο κλήρος της προσπάθειας ανάταξης της χώρας; Κοινωνικά στις δημιουργικές ομάδες της κοινωνίας, στους νέους που έμειναν, στους επιχειρηματίες που προσπαθούν, στους ελευθέρους επαγγελματίες που επιμένουν και βέβαια στον κόσμο της εργασίας που συναισθάνεται πλέον πως οι επιλογές βελτίωσης της ζωής του είναι συγκεκριμένες και περνάνε μέσα από αλλαγές.

Αρκούν αυτές οι δυνάμεις; Η απάντηση είναι όχι. Τα κόμματα που τις εκφράζουν ή θα μπορούσαν να τις εκφράσουν δεν ανταποκρίνονται. Χωρίς πολιτική και κομματική εκπροσώπηση δεν υπάρχει λύση. Η λύση προϋποθέτει ανάθεση και αυτοί που μπορούν να λάβουν την εντολή δεν ικανοποιούν.  Νέα Δημοκρατία, Δημοκρατική Συμπαράταξη, Ποτάμι, Ώρα Αποφάσεων μέχρι στιγμής περνάνε κάτω από τον πήχη. Και αν και το κόμμα της αξιωματικής αντιπολίτευσης προηγείται δημοσκοπικά δεν πείθει για την ικανότητα και την ποιότητα των στελεχών του, δεν πείθει για βούληση για αλλαγές παρά την ηγεσία του. Τα υπόλοιπα κόμματα της ίδιας σχεδόν πολιτικής οικογένειας πάσχουν. Αδυνατούν να συμπορευτούν οργανωτικά και να μετεξελιχθούν πολιτικά και προγραμματικά. Αδυνατούν να κατανοήσουν την ιστορική αναγκαιότητα ενός σοσιαλδημοκρατικού/ προοδευτικού πόλου που με αξιώσεις και αυτοπεποίθηση θα συμβάλει καθοριστικά στην ανόρθωση της χώρας. Οι άνθρωποί τους φαίνεται να αρκούνται σε ένα αυτοαναφορικό παιχνίδι  παντελώς αδιάφορο για την κοινωνία που εξασφαλίζει απλά μία κοινοβουλευτική έδρα.

Πίεση λοιπόν στα κόμματα που υπό προϋποθέσεις μπορούν.

Σάββατο 29 Απριλίου 2017

Γαλλικές εκλογές : ευκαιρία για την Ευρώπη, άρθρο για την Καρφίτσα της 29/04/17




Το αποτέλεσμα των γαλλικών εκλογών επιφέρει μία ανακούφιση προς ώρας αλλά δεν μπορεί επουδενί να κρύψει τα υπαρκτά προβλήματα κάτω από κανένα χαλί. Είναι ένα αποτέλεσμα που ανακόπτει την επέλαση των αντισυστημικών, λαιϊκιστικών και ευρωφοβικών δυνάμεων στην Ευρώπη και μάλιστα σε μία εκ των δύο πιο σημαντικών χωρών της, όμως οι αιτίες που ενισχύουν τα δεύτερα είναι υπαρκτές.

Η πρωτιά του Εμανουέλ Μακρόν είναι ενθαρρυντική καθώς πρόκειται για έναν υποψήφιο μετριοπαθή, μεταρρυθμιστή, υπέρμαχο της ανοιχτής κοινωνίας και της κοινωνικής πρόνοιας. Ο νικητής του πρώτου γύρου είναι σαφώς ευρωπαϊστής και σίγουρα στον αντίποδα του λαϊκισμού. Αντιτάσσει έναν νέο σύγχρονο πατριωτισμό απέναντι στον εθνικισμό και στην επιστροφή στον εθνοκρατισμό ως πολιτικό και οικονομικό πρόγραμμα της βασικής αντιπάλου του. Προέρχεται από το καταρρέον γαλλικό Σοσιαλιστικό Κόμμα και ανήκει στην συμβατικά δεξιά πτέρυγά του. Βέβαια εάν υποθέσουμε ότι θα εκλεγεί πρόεδρος της Γαλλικής Δημοκρατίας θα πρέπει να αποδείξει την διαχειριστική επάρκειά του, την πολιτική του ικανότητα, την ευρύτητα και την οξυδέρκειά του σε καθεστώς υψηλής πίεσης και απαιτήσεων καθώς μπορεί κατά τη διάρκεια της υπουργικής του θητείας να είχε την επιλογή παραίτησης αλλά σε αυτό το επίπεδο οι αναλογίες είναι διαφορετικές.


Η Γαλλία αν και μία εκ των δύο σημαντικότερων κρατών της Ένωσης έχει σημαντικά προβλήματα καθώς καλείται να αλλάξει πολλά πεδία, πολλές δομές, πολλές βεβαιότητες αν δεν θέλει να χάσει το τρένο της εξέλιξης και του ανταγωνισμού. Η επόμενη πενταετία δεν θα είναι μία εύκολη θητεία. Όλα τα μέτωπα είναι ανοικτά καθώς διανύουμε μία περίοδο έντονων ανακατατάξεων και ισχυρών πιέσεων. Τα ερωτήματα είναι αμείλικτα αλλά οι απαντήσεις αναζητούνται.

Σε κάθε περίπτωση η πιθανή εκλογή του Εμανουέλ Μακρόν στο θώκο της Γαλλικής προεδρίας είναι μία ενδιαφέρουσα εξέλιξη που αν μη τι άλλο θα καταδείξει τα όρια και τις δυνατότητες σε δύο πεδία που ενδιαφέρουν την Ελλάδα – αλλά και τις προοδευτικές φιλοευρωπαϊκές πολιτικές δυνάμεις ιδιαίτερα. Θα καταδείξει πρώτον εάν και κατά πόσον η επαγγελία αλλαγής τρόπου λειτουργίας της Ευρωζώνης είναι εφικτή, σε ποιο βαθμό και προς ποια κατεύθυνση και δεύτερον εάν μία μετριοπαθής μεταρρυθμιστική πρόταση μπορεί να επιφέρει σημαντικές αλλαγές, μετρήσιμα αποτελέσματα και ικανοποίηση προσδοκιών στο εσωτερικό της χώρας. Ο ίδιος έχει ταχθεί υπέρ αλλαγών στον τρόπο λειτουργίας της ΟΝΕ αλλά ταυτόχρονα φαίνεται να αντιλαμβάνεται σε βάθος τις παραμέτρους της ειδικής σχέσης της Γαλλίας με τη Γερμανία. Μία υποθετική ανασύσταση ενός ευρωπαϊκού γαλλογερμανικού άξονα στη βάση όμως ορισμένων ώριμων αιτημάτων για αλλαγή πολιτικής ίσως δώσει το φιλί της ζωής στην Ένωση και ίσως ανακόψει φυγόκεντρες τάσεις που έχουν διαμορφωθεί. Το πολιτικό ρίσκο για την Ευρώπη φαίνεται πάντως να υποχωρεί.

Στα ανησυχητικά του αποτελέσματος  του πρώτου γύρου των γαλλικών εκλογών είναι η άνοδος του ποσοστού της Λεπέν η οποία με άνεση πέρασε στο δεύτερο γύρο και μάλιστα με μικρή διαφορά από τον πρώτο. Επίσης μια πρώτη ματιά στην ακτινογραφία του αποτελέσματος θα διαπιστώσει κανείς μερικά ιδιαιτέρως ανησυχητικά στοιχεία.

Στις ηλικίες 18-59 ετών οι Μελανσόν και Λεπέν συγκεντρώνουν περίπου ίδια ποσοστά με τον νικητή, ο οποίος προηγείται καθαρά στις μεγαλύτερες ηλικίες. Αν εξετάσουμε την ψήφο με εισοδηματικά κριτήρια θα δούμε ότι όσοι αμοίβονται με 2.000€ μηνιαίως επιλέγουν κυρίως Λεπέν με το Μακρόν να προηγείται στα ανώτερα εισοδηματικά στρώματα. Είναι αυτές μικρές ψηφίδες που σχηματίζουν μία μεγάλη εικόνα που πρέπει να προσεχθεί.

Οι γενιές που έρχονται και που είναι αντιμέτωπες με τη διάψευση των προσδοκιών τους, που καλούνται να ζήσουν όχι κατά ανάγκη φτωχά αλλά πάντως σε χαμηλότερα επίπεδα από αυτά που πίστευαν φαίνεται να ριζοσπαστικοποιούνται. Αναδιπλώνονται και τείνουν ευήκοα ώτα σε προτάσεις που καλούν σε επιστροφή στο παρελθόν την θαλπωρής του έθνους κράτους που κρατούσε τον ξένο, τον μετανάστη, τον πρόσφυγα εξω από τα σύνορα, έβρισκε δουλειά σχεδόν σε όλους, παρείχε στοιχειώδη υγεία και παιδεία σε χαμηλότερα όμως επίπεδα κατανάλωσης και με λιγότερες ευκαιρίες. Σιγουριά έναντι αβεβαιότητας.


Τέλος έχει αξία να γραφεί και η παταγώδης αποτυχία του Σοσιαλιστικού Κόμματος με τον υποψήφιό του Αμόν να λαμβάνει 6%, γεγονός που σηματοδοτεί μάλλον το τέλος του κόμματος του Μιτεράν και καθιστά ένα δεύτερο Επινέ αδήριτη ανάγκη. Αποτυχία και για τη Γαλλική Δεξιά που κατάφερε να χάσει εκλογές που υπό κανονικές συνθήκες έπρεπε να κερδίσει δια περιπάτου. Τα μεγάλα κόμματα παρατάξεις ηττήθηκαν κατά κράτος. Μία νέα εποχή αρχίζει  αλλά εμείς πρέπει να κλείσουμε την αξιολόγηση και να πάρουμε την επόμενη δόση.

Δευτέρα 10 Απριλίου 2017

Ένα σπίτι καίγεται - άρθρο στην εφημερίδα Καρφίτσα 8/4/2017



Πόσο θα συνεχιστεί η βύθιση της χώρας; Πού μπορεί να φτάσουμε; Έχουμε πιάσει πάτο ή έχει ακόμα πολύ παρακάτω; Γιατί δεν αντιδρά κανένας; Το κοντέρ του κυνισμού και του παχυδερμισμού έχει τερματίσει ή υπάρχουν ακόμη περιθώρια;

Οι απαντήσεις δυστυχώς σε αυτά τα απλά βασικά ερωτήματα που τριβελίζουν το μυαλό μας τις στιγμές που μπορούμε να σκεφτούμε την συλλογική και ατομική μας πορεία δυστυχώς είναι αποκαρδιωτικές.

Ναι, η κατάσταση αυτή θα συνεχιστεί διότι δεν κάνουμε τίποτα, δεν διορθώνουμε βασικά, δεν απαιτούμε τα αυτονόητα. Ναι μπορεί να κατρακυλήσουμε σε πολύ χειρότερες καταστάσεις από αυτές που ζούμε ήδη καθώς όχι μόνο δεν πιάσαμε πάτο, αλλά δεν μπορούμε να φανταστούμε πως θα είναι η κατάσταση σε εκείνα τα βάθη. Δεν αντιδρά κανείς διότι εκτιμά ότι δεν μπορούμε να πάμε χειρότερα παρά μόνο καλύτερα ή γιατί έχει απογοητευθεί βαθιά και βιώνει την ματαίωση, επιλέγει την απόσυρση και την ιδιώτευση καθώς το μέγεθος του αντιμνημονιακού ψεύδους τον άδειασε ψυχικά. Η απομάγευση είναι ένα σοκ. Και ναι, όπως μας διδάσκουν τα κυβερνώντα κόμματα, τα επίπεδα κυνισμού είναι πολύ μεγάλα – αλλά πάντα υπάρχουν ακόμη μεγαλύτερα.

Τίποτα δεν οδηγεί σε μία παραίτηση ή μία ειλικρινή συγνώμη. Κανένα απολύτως στέλεχος, υπουργός ή βουλευτής δεν συγκινείται. Η πλήρης διάψευση, η χειροτέρευση όλων των δεικτών επί των ημερών τους, η εφαρμογή ακριβώς των αντιθέτων από αυτά που υποσχέθηκαν, δεν φαίνεται να εγείρει ζητήματα συνείδησης σε κανέναν. Κοινοβουλευτική ομάδα μπετόν αρμέ. Τι και αν ΠΑΣΟΚ και Νέα Δημοκρατία – κόμματα δεκαετιών με 45% έκαστο και ισχυρή παραταξιακή παράδοση και αγκύρωση στην ελληνική κοινωνία- δοκιμάζονταν σε κάθε ψηφοφορία δημοσιονομικών μέτρων; ΣΥΡΙΖΑ – ΑΝΕΛ τα ψηφίζουν όλα, ατάραχοι.

Δεν είναι δείγμα αυτό κυνισμού; Σαφέστατα είναι. Όμως το ερώτημα αναβαθμίζεται και γίνεται πιο επικίνδυνο. Που μπορεί να φτάσει μία αυθεντικά κυνική εξουσία; Που μπορεί να οδηγήσει τη χώρα ένα μικρό σύνολο ανθρώπων σε θέσεις ευθύνης που είναι δομικά αποσυνδεδεμένο από την κοινωνία και τη χώρα και φαίνεται απλά να απολαμβάνει τις κρατικά χρηματοδοτούμενες βόλτες και χάρες;
Θα είναι η ζημιά ανεπανόρθωτη; Θα μπορέσουμε στον ορατό ορίζοντα να γίνουμε ξανά κύριοι των ζωών μας; Θα μπορούμε δηλαδή να σχεδιάσουμε, να ονειρευτούμε, να υλοποιήσουμε έστω κάποια από αυτά που ορεγόμαστε ή θα είμαστε έρμαια της τύχης και της αβεβαιότητας; Αξίζει μια ζωή γεμάτη αβεβαιότητα και ανασφάλεια;

Μικρός στόχος

Υποτιμούν και λοιδορούν πολλοί έναν άμεσο μικρό στόχο ως μη ικανό να αλλάξει τη ρότα των πραγμάτων. Ένας μικρός άμεσος στόχος είναι να απομακρυνθεί αυτή η κυβέρνηση και τα κόμματα που την απαρτίζουν από την εξουσία. Έναντι ποίου; Είναι αυτό αρκετό; Και οι όποιοι επόμενοι τι θα κάνουν;

Ναι είναι αρκετό, είναι η απάντηση. Δεν ξέρουμε τι θα κάνουν οι οποίοι επόμενοι αλλά ξέρουμε ότι αν συνεχίσουμε έτσι είμαστε με μαθηματική ακρίβεια χαμένοι από χέρι. Διότι όταν το σπίτι καίγεται και καταστρέφεται, ο κύριος του ακινήτου δεν σκέπτεται τον αρχιτέκτονα και τον διακοσμητή εσωτερικών χώρων που θα του αναμορφώσει την οικία. Σκέπτεται πρώτα να σβήσει η φωτιά, να περιορίσει τη ζημία, να σώσει ό,τι σώζεται ώστε το κόστος της ανακαίνισης να είναι λογικό. Ώστε να υπάρχει σπίτι την επομένη.

Για αυτό το λόγο κόμματα και πολίτες που αντιπολιτεύονται την υπάρχουσα εξουσία οφείλουν να ζητούν την άμεση απομάκρυνσή της. Σχέδια, τακτικές και λογικές εξάντλησης της τετραετίας από την παρούσα ώστε να περάσει αυτή τα δύσκολα είναι λογικές υπεκφυγής και ευθυνοφοβίας.

Ή το σπίτι καίγεται και πέφτουμε στις φλόγες να το σώσουμε ή καθόμαστε στο απέναντι πεζοδρόμιο και συνομιλούμε με τους γείτονες για το κόστος της ανακαίνισης εν καιρώ.