Κυριακή 10 Νοεμβρίου 2019

Ποιος θέλει τη Θεσσαλονίκη χωρισμένη και διχασμένη;άρθρο στη ΜΑΚΕΔΟΝΙΑ της ΚΥΡΙΑΚΗΣ 10/11/2019


Η αλλαγή κυβέρνησης και η εκλογή νέας διοίκησης στο δήμο Θεσσαλονίκης είναι μία ευκαιρία που δεν πρέπει να πάει χαμένη. Μπορεί η δεύτερη να προέκυψε μέσα από ένα ανεξάρτητο αυτοδιοικητικό ψηφοδέλτιο που δεν είχε την στήριξη της Νέας Δημοκρατίας με χρίσμα, η ανάγκη όμως εύρεσης ενός λειτουργικού και αποτελεσματικού διοικητικού σχήματος που θα υπερέβαινε τις αριθμητικές ανακολουθίες του «Κλεισθένη» οδήγησε σε ένα συνεργατικό σχήμα που εγκολπώνει πολλές δυνάμεις.

Η νέα διοίκηση του δήμου έπεσε από νωρίς στα βαθιά. Δεν ζήτησε από την αρχή καμία περίοδο χάριτος και ανέλαβε τα καθήκοντά της με περίσσεια βολονταρισμού. Ανέπτυξε δραστηριότητα σε όλα σχεδόν τα πεδία που είχε αναδείξει προεκλογικά, με πρώτα και καλύτερα αυτά της καθημερινότητας. Καθαριότητα, ευταξία, κυκλοφοριακές ρυθμίσεις, παρά τις μεμονωμένες αντιδράσεις αγκαλιάστηκαν από όλους τους πολίτες που είδαν πως αν μη τι άλλο γίνεται μία δυναμική προσπάθεια. Θα ήταν παράλογο να υπάρξουν μαγικές λύσεις σε όλα τα χρονίζοντα ζητήματα, σχεδόν ανέφικτο. Όμως δόθηκε ένα σήμα, δόθηκε με σαφήνεια το μήνυμα των προτεραιοτήτων και μιας αρχικής ιεράρχησης των ζητημάτων.

Αλλά ακόμη και σε θέματα συμβολικά, κάπως πιο ιδεολογικά γίνεται προσπάθεια να αποφευχθεί ο διχασμός της πόλης και ο χωρισμός της σε δύο στρατόπεδα. Πολλοί, εθισμένοι στο διχαστικό λόγο, απότοκο μιας αβαθούς υπερπολιτικοποίησης των προηγούμενων ετών που εδράζονταν στην κοινωνική πίεση που επέφερε η οικονομική κρίση και η όξυνση του κοινωνικού ζητήματος, προσπαθούν να συντηρήσουν μία «εμφυλιοπολεμική λογική». Διαβάζουν και αναλύουν τον κόσμο με ανελαστικά ιδεολογικά γυαλιά, με αναγωγές στο παρελθόν και προσπαθούν με ερμηνείες τραβηγμένες από τα μαλλιά να επιβάλλουν τον χωρισμό της πόλης σε στρατόπεδα. Η στρατηγική αυτή ξενίζει διότι εκτός των άλλων, στα αυτοδιοικητικά ζητήματα μπορούμε να συμφωνήσουμε σε έναν ελάχιστο κοινό παρανομαστή. Ποιος διαφωνεί και αναλαμβάνει το κόστος της διαφωνίας του με τον προγραμματικό στόχο ολοκλήρωσης του Μετρό; Ή της αναμόρφωσης του βασικού συγκοινωνιακού μέσου της πόλης, του ΟΑΣΘ, σε ευρωπαϊκά πρότυπα; Ακόμη και η ευταξία στο δημόσιο χώρο  είναι ένα στοίχημα που πρέπει να κερδηθεί. Με τον όρο ευταξία – έναν όρο ομπρέλα- νοείται μία σειρά παραμέτρων που καθορίζουν την εικόνα της πόλης. Καθαριότητα, φωτισμός, πράσινο, σεβασμός του δημοσίου χώρου, κανονιστικές, κανόνες ανελαστικοί για όλους κοκ.

Προφανώς υπάρχουν προοδευτικές και συντηρητικές φωνές, προφανώς και υπάρχουν διαφορετικές αντιλήψεις για τα ζητήματα της πόλης. Όμως, από το σημείο αυτό έως ότου να επιχειρείται μία συστηματική όξυνση, μία κενή περιεχομένου πόλωση, υπάρχει πολιτικός χώρος πιο μετριοπαθών προσεγγίσεων.

Η λογική των στρατοπέδων, η λογική μίας «αριστερής» και μίας «δεξιάς» Θεσσαλονίκης που αντιμάχονται με κάθε ευκαιρία και σε κάθε πεδίο, φανερώνει πως όσοι την προωθούν έχουν αντικειμενικό στόχο την εξυπηρέτηση πολιτικών ή κομματικών συμφερόντων και πάντως σίγουρα όχι την πρόοδο της πόλης. Θα έλεγε κανείς ότι η προσπάθεια αυτή αποσκοπεί περισσότερο στη συγκρότηση πολιτικών οντοτήτων και στην απόκτηση ερεισμάτων στην κοινωνία της πόλης παρά στην προώθηση ώριμων λύσεων και στην διαμόρφωση μίας ρεαλιστικής ατζέντας διεκδικήσεων ή σχεδιασμού.

Η Θεσσαλονίκη από αυτήν την υπόθεση του διχασμού έχει βγει ζημιωμένη. Είναι μία στρατηγική που ιστορικά δεν την έχει ευνοήσει και αυτό αποτυπώνεται σε αρκετά πεδία. Το βασικότερο όλων είναι η υστέρησή της σε βασικές υποδομές. Η αδυναμία να εμφανιστεί στο τραπέζι του εθνικού στρατηγικού σχεδιασμού των μεγάλων έργων με μία καλά σχεδιασμένη και συμφωνημένη ενιαία άποψη ήρθε και επικάθησε στην δημοσιονομική δυσπραγία του ελληνικού κράτους την προηγούμενη 10ετία και σε έναν πιο αθηνοκεντρικό σχεδιασμό της προηγούμενης 25ετίας.

Αυτή η πραγματικότητα πρέπει να αλλάξει. Η Θεσσαλονίκη, όλοι το ομολογούν, είναι μία πόλη που έχει μεγάλες δυνατότητες. Για να μην μείνει αυτό το συμπέρασμα μία απλή διατύπωση, για να μην χαθεί άλλη μία ιστορική ευκαιρία, σήμερα που τα πράγματα στην εθνική οικονομία δείχνουν πως αφήνουμε πίσω μας την μεγάλη οικονομική κρίση και ανοίγονται νέες ευκαιρίες, πρέπει η Θεσσαλονίκη να εμφανιστεί πιο έτοιμη και αποφασισμένη από ποτέ. Αυτό θα γίνει από τις δυνάμεις που αντιλαμβάνονται το επίδικο και επιλέγουν να τοποθετηθούν στα πράγματα ως επισπεύδουσα δύναμη και όχι ως τροχοπέδη.

( το παρόν άρθρο το υπογράφω με την ιδιότητα του Ειδικού Συνεργάτη του δημάρχου Θεσσαλονίκης, Κ. Ζέρβα)

Κυριακή 22 Σεπτεμβρίου 2019

Τι μπορεί να υπάρξει αριστερότερα της Νέας Δημοκρατίας με αξιώσεις και προοπτική;, άρθρο στη ΜΑΚΕΔΟΝΙΑ της ΚΥΡΙΑΚΗΣ 22/9/2019



Το ερώτημα φαίνεται να απασχολεί τον κόσμο της πάλαι ποτέ προοδευτικής παράταξης που με ανησυχία βλέπει τα κόμματα που δραστηριοποιούνται στο ευρύτερο πολιτικό και ιδεολογικό χώρο να κινούνται μεταξύ σφύρας και άκμονος.

Η αδυναμία μετεξέλιξης και μετασχηματισμού του ΣΥ.ΡΙ.ΖΑ, η παράλληλη καχεξία του ΚΙΝ.ΑΛ η ταυτόχρονη, λογική και αναμενόμενη σχέση ανταγωνισμού μεταξύ των δύο, δημιουργούν ένα πολιτικό τοπίο στο οποίο η ανανεωμένη Νέα Δημοκρατία μπορεί να κυριαρχήσει για πολλά χρόνια.

Πολλοί σπεύδουν να λύσουν αυτήν την πολιτική εξίσωση κάνοντας μία απλή πρόσθεση ποσοστών. Αθροίζουν τα ποσοστά του ΣΥ.ΡΙ.ΖΑ και του ΚΙΝ.ΑΛ και διαπιστώνουν πως η κεντροαριστερά δεν υστερεί αριθμητικά από την κεντροδεξιά, ακόμη και μετά από μία μεγάλη ήττα του κύριου φορέα της στην εθνική κάλπη.

Ακόμα όμως και εάν σε ένα υποθετικό σενάριο δεχθούμε πως ΣΥ.ΡΙ.ΖΑ και ΚΙΝ.ΑΛ συμπορεύονται και σχηματίζουν έναν ενιαίο ή συμμαχικό κομματικό φορέα, είμαστε σίγουροι ότι αυτός μπορεί να είναι ελκυστικός στα μάτια των Ελλήνων ψηφοφόρων; Αρκεί δηλαδή μία συμπόρευση, μία συμμαχία ώστε να αθροιστούν τα ποσοστά και να οδηγήσουν την ενιαία κεντροαριστερά σε μία νίκη σε τέσσερα χρόνια;

Θα είναι αυτό το κόμμα ή ο σχηματισμός κομμάτων ικανό να οδηγήσει την Ελλάδα στο δεύτερο τέταρτο του 21ου αιώνα; Έχει ο χώρος αυτός τις επεξεργασίες ή τη δυνατότητα παραγωγής πολιτικών και προγραμματικών θέσεων που θα απαντούν στα νέα ερωτήματα που προκύπτουν αλλά και θα προκύψουν τν επόμενη δεκαετία; Μπορούν να εντάξει στην πολιτική συλλογιστική του τις ραγδαίες αλλαγές που θα φέρει η αυγή της 4ης βιομηχανικής επανάστασης και να καθοδηγήσουν οικονομία και κοινωνία προς μία σαφή και ασφαλή κατεύθυνση δίνοντας στη χώρα μία νέα ισχυρή θέση στον παγκόσμιο καταμερισμό εργασίας;

Συνεχίζοντας τα ερωτήματα, μπορεί η – υποθετικά ενιαία – κεντροαριστερά να ξεφύγει από τον κρατισμό, τον εσωστρεφή κορπορατισμό, τα διευρυμένα πελατειακά δίκτυα και τον εναγκαλισμό των insiders της Μεταπολίτευσης ώστε να διερευνήσει άλλη προοπτική;

Η απάντηση ως έχουν τα πράγματα είναι εμφατικά αρνητική. Το δυστύχημα είναι πως οι κομματικές ηγεσίες αμφότερων των κομμάτων δεν ασχολούνται διόλου με αυτήν την ατζέντα και ενεργούν λαμβάνοντας υπόψη βεβαιότητες των μέσων του 20ου αιώνα τη στιγμή που τα ερωτήματα του 21ου – και κυρίως οι προκλήσεις-  αυξάνονται.

Καμία αναζήτηση για το εκπαιδευτικό σύστημα, για το νέο παραγωγικό μοντέλο, για την πρόκληση της δημογραφίας και τα νέα δεδομένα που δημιουργεί στον πυρήνα του κοινωνικού κράτους, δηλαδή κυρίως στο ασφαλιστικό σύστημα. Καμία σοβαρή διερεύνηση νέων μορφών οργάνωσης του κομματικού φαινομένου, καμία συστηματική προσπάθεια παρακολούθησης των εξελίξεων.

Το δράμα έρχεται να εντείνει το γεγονός πως στο πρόσφατο παρελθόν υπήρχαν και πιθανώς ακόμη υπάρχουν οι ανθρώπινοι πόροι που μπορούσαν να παρακολουθήσουν αυτές τις εξελίξεις και να την μετουσιώσουν σε πολιτικό και προγραμματικό κείμενο και ακολούθως σε δημόσιες πολιτικές, όμως δεν ασχολούνται. Άλλωστε αυτή ήταν η παρακαταθήκη της Μεταπολίτευσης που έδωσε στην κεντροαριστερά ένα σαφές προβάδισμα. Σήμερα όμως είναι η κεντροδεξιά αυτή που διεκδικεί την εκπροσώπηση αυτών των πολιτικών, είναι η κεντροδεξιά που διεκδικεί και εκφέρει εκσυγχρονιστικό μεταρρυθμιστικό λόγο, είναι η κεντροδεξιά που ανοίγει – έστω δειλά – την κουβέντα για την Ελλάδα του 2030. Και βέβαια αυτή η ανατροπή θα έχει επιπτώσεις και στο δυνάμει στελεχιακό δυναμικό των κομμάτων που σε δεύτερο χρόνο θα ανατροφοδοτήσει την ιδεολογική και πολιτική ηγεμονία.

Κυριακή 25 Αυγούστου 2019

Περιδίνηση ανάμεσα σε δύο αιώνες, άρθρο στη ΜΑΚΕΔΟΝΙΑ της ΚΥΡΙΑΚΗΣ 25/8/2019




Ο λόγος του υπουργού ψηφιακής πολιτικής, κ. Πιερρακάκη στο κοινοβούλιο με εξέπληξε ευχάριστα. Όχι γιατί ήταν πρωτάκουστος, ούτε γιατί εμπεριείχε νοήματα πυκνά και καινοτόμα, όσο κυρίως διότι δομούνταν γύρω από ένα βασικό πρόταγμα. Η χώρα πρέπει να αλλάξει αιώνα και πρέπει να το πράξει τώρα, σήμερα. Τα ευχάριστο της έκπληξης ήταν πως στο ελληνικό κοινοβούλιο δεν έχουμε συνηθίσει να ακούμε λόγους με δομή, παραδείγματα και επιχειρήματα που να πλαισιώνονται από ένα σύστημα αξιών και να διαρθρώνονται γύρω από συγκεκριμένες δράσεις, από πραγματικά βήματα. Ο νέος υπουργός, με κεντροαριστερές πολιτικές καταβολές, είτε μίλησε για την ψηφιακή μετάβαση, είτε για την τριτοβάθμια εκπαίδευση, είτε για τα ΚΕΠ, μετέδωσε το ίδιο κεντρικό μήνυμα μέσα από πολλαπλά κανάλια. Πρέπει να αλλάξουμε, να προχωρήσουμε μπροστά, να εκσυγχρονιστούμε, να προλάβουμε όλες τις παγκόσμιες εξελίξεις.

Τη στιγμή που στην Ελλάδα το 2019 ο δημόσιος διάλογος και η πολιτική ατζέντα έχουν στο επίκεντρό τους το «πανεπιστημιακό άσυλο» και τη σύνδεση των νησιών μας μέσω ακτοπλοΐας, σε άλλα μέρη της γης συντελούνται καθημερινές επαναστατικές αλλαγές που σε πολύ λίγα χρόνια θα μεταβάλλουν άρδην ό,τι έχουμε γνωρίσει. Την ώρα που εμείς αντιπαρατιθέμεθα για τον ΕΦΚΑ, για την αποκομιδή των σκουπιδιών, για τον ΟΑΣΘ κάπου στην γη ετοιμάζεται πυρετωδώς η είσοδος των ρομπότ ακόμη και στην καθημερινότητα των ανθρώπων – όχι μόνο στη βιομηχανία. Η ζήτηση για παροχή φροντίδας ηλικιωμένων για παράδειγμα, στην Ιαπωνία είναι μεγάλη και παράλληλα η δημογραφία περιοριστική. Σε 10 με 15 χρόνια ας μην μας φανεί περίεργο εάν τους ηλικιωμένους Ιάπωνες γηροκομούν ρομπότ εφόσον το νέο ηλικιακά εργατικό δυναμικό δεν θα επαρκεί. Την ώρα που εμείς δεν μπορούμε να καταλήξουμε σε ένα σχετικά σταθερό και αναπτυξιακό φορολογικό σύστημα σε κάποιες χώρες εμπνευσμένοι επιστήμονες και επιχειρηματίες δημιουργούν καινοτομίες που αλλάζουν το χάρτη της παραγωγής, της κατανάλωσης, της υγείας.  Υπάρχουν παραδείγματα αξιοποίησης της κινητής τηλεφωνίας στην ιατρική που δίνουν λύση στην υστέρηση που παρατηρείται στην αφρικανική ήπειρο. Περνώντας σε άλλο παράδειγμα, η ανάπτυξη της γονιδιωματικής θα επιφέρει τρομακτικές αλλαγές στην ιατρική, στον προσδοκώμενο χρόνο ζωής, στην ποιότητα ζωής.

Η επόμενη εικοσαετία της 4ης Βιομηχανικής Επανάστασης σχεδιάζεται ήδη σε κάποια Πανεπιστήμια και ερευνητικά κέντρα ανά τον κόσμο αλλά σίγουρα όχι στης Ελλάδας. Και πως αλλιώς να γίνει όταν το πολιτικό και κομματικό σύστημα της χώρας που εν πολλοίς διαμορφώνει το θεσμικό οικοδόμημά της δεν είναι ικανό να παρακολουθήσει σχεδόν καμία ανάλογη εξέλιξη. Το 2019 στην Ελλάδα δραστηριοποιούνται αμέτρητα κόμματα που ομνύουν σε παραλλαγές ιδεολογιών του 19ου αιώνα και άλλα τόσα που έχουν πρότυπα οργάνωσης της κοινωνίας και της οικονομίας των αρχών του 20ου

Οι προκλήσεις της χώρας είναι τεράστιες και δεν περιορίζονται μόνο στην οικονομία. Ακόμη και αν η οικονομία καταφέρει να ξεκολλήσει και δημιουργηθεί νέος πλούτος αυτό δεν συνεπάγεται αυτόματα επίλυση ή ικανοποιητική απάντηση στις προκλήσεις. Δυστυχώς η κρίση δεν μετέβαλλε ουσιαστικά τον σκληρό πυρήνα των αντιλήψεων και των έξεων μας. Η χώρα βρίσκεται σε μία ιδιότυπη κατάσταση ισορροπίας. Κόμματα του 1970, οικονομία του 1990, κοινωνικές – πολιτικές αντιλήψεις και ιδεότυποι των αρχών του 20ου αιώνα, κατανάλωση και απαιτήσεις του 21ου. Αυτή η παραδοξότητα με κάποιον τρόπο πρέπει να περιοριστεί και να αντιστοιχηθούν οι παραγωγικές δυνατότητές μας με τις καταναλωτικές μέσα από μία ωρίμανση των κοινωνικών πεποιθήσεων και αντιλήψεων.

Οπότε, επανερχόμενοι στο νέο υπουργό, κάθε φωνή που περιγράφει το πρόβλημα, το κατανοεί σε βάθος και έχει μία πρόταση για να φτάσουμε στη λύση είναι ευπρόσδεκτή. Νέοι πολιτικοί, νέες αντιλήψεις, νέοι τρόποι και βλέμμα στο μέλλον.

Κυριακή 18 Αυγούστου 2019

Τρέξε, μείνε σε εγρήγορση, κράτα σφιχτά το τιμόνι, άρθρο στη ΜΑΚΕΔΟΝΙΑ της ΚΥΡΙΑΚΗΣ 18/8/2019




Πολλοί ισχυρίζονται πως κάθε νέα κυβέρνηση πρέπει να προωθήσει την ατζέντα της αμέσως μόλις εκλεγεί. Εισηγούνται δηλαδή ένα εμπροσθοβαρές πρόγραμμα παρεμβάσεων και αλλαγών σε πρώτο χρόνο, ώστε αυτές να αποδώσουν μέχρι το πέρας της θητείας και να προσδώσουν και πολιτικά οφέλη στην κυβέρνηση. Στην αρχή κάθε τετραετίας η κυβέρνηση απολαμβάνει την εμπιστοσύνη του εκλογικού σώματος, δεν υπάρχει φθορά αλλά αντίθετα διάχυτη αισιοδοξία και στήριξη που πολλές φορές υπερβαίνει το εκλογικό ποσοστό των εκλογών. 

Αυτή η προσέγγιση είναι σε γενικές γραμμές σωστή αν και ένας περίεργος μηχανισμός «ύπνωσης» επιδρά σε όλες ανεξαιρέτως τις νεοεκλεγμένες κυβερνήσεις και δεν ακολουθούν αυτή τη συνταγή. Αντίθετα προτιμούν ήπιες προσαρμογές, μικρές και ελεγχόμενες ρήξεις, διαχείριση και όχι τομές. Λίγο η ευφορία του θετικού αποτελέσματος, λίγο η κόπωση από την προεκλογική προσπάθεια αλλά κυρίως η υπερεκτίμηση του λεγόμενου πολιτικού κόστους που – εκτιμούν ότι - σωρεύεται από την υλοποίηση τολμηρών δημόσιων πολιτικών, οδηγούν τελικά στην οδό των σταδιακών αλλαγών ή στο κακό σενάριο της στασιμότητας.

Στην εξίσωση αυτή έχει ρόλο και η εκάστοτε αντιπολίτευση. Μετά την ήττα κάθε κόμμα χρειάζεται ένα μεγάλο χρονικό διάστημα ώστε να ανασυγκροτηθεί πολιτικά και οργανωτικά, χρόνο που η κυβέρνηση μπορεί να εκμεταλλευτεί. Η επαναφορά του αντιπολιτευόμενου κόμματος σε τροχιά διεκδίκησης της εξουσίας δεν είναι εύκολη υπόθεση και υπάρχουν σοβαρές προϋποθέσεις για να γίνει αυτό.

Στη δική μας περίπτωση, με την κυβέρνηση της Νέας Δημοκρατίας και την αξιωματική αντιπολίτευση του ΣΥ.ΡΙ.ΖΑ ισχυρίζομαι ότι η ανωτέρω προσέγγιση ισχύει λίγο παραλλαγμένη. Η Νέα Δημοκρατία έχοντας κερδίσει με μεγάλη διαφορά τις εθνικές εκλογές έχει σαφές πολιτικό πλεονέκτημα έναντι του ΣΥ.ΡΙ.ΖΑ. Δεν πρέπει όμως να ακολουθήσει την πεπατημένη της «ήπιας προσαρμογής» - αυτή θα είναι η συνταγή της αποτυχίας της. Είναι γεγονός πως η αξιωματική αντιπολίτευση αδυνατεί να επανατοποθετηθεί στα πράγματα και εμφανίζεται ενώπιον στρατηγικών διλημμάτων. Ο ΣΥ.ΡΙ.ΖΑ δεν μπορεί να αντιπολιτευθεί τη νέα κυβέρνηση με τρόπο αντίστοιχο της περιόδου 2010-2015. Εάν επιχειρήσει να αντιγράψει περιεχόμενο, τρόπο, εκφάνσεις και μέσα εκείνης της περιόδου θα απαξιωθεί πλήρως. Κινητοποιήσεις, υποκινούμενες διαμαρτυρίες, πολιτική επαναστατική γυμναστική, κοινοβουλευτικός και  εξωκοινοβουλευτικός ακτιβισμός κ.ο.κ είναι τρόποι και μέσα που ο ΣΥ.ΡΙ.ΖΑ πρέπει να ξεχάσει. 

Η συμβολική σχέση του ΣΥ.ΡΙ.ΖΑ με τον πολιτικό ριζοσπαστικό έχει λήξει από καιρό και η αναζήτηση της νέας οδού είναι μία διαδικασία επίπονη και απαιτητική. Η ηγετική ομάδα θα πρέπει να υπερβεί τις δυνατότητές της καθώς είναι μαθημένη σε μετεωρικές πορείες ανόδου, αβαθείς προγραμματικές προσεγγίσεις και αυτή της η εμπειρία δεν μπορεί να την βοηθήσει στην παρούσα φάση.

Συνοψίζοντας, εκτιμώ βάσιμα ότι η κυβέρνηση πιστεύει πως έχει τον απαραίτητο πολιτικό χρόνο για να ξεδιπλώσει τις πρωτοβουλίες της. Το εύρος της νίκης αλλά και η κατάσταση της αξιωματικής αντιπολίτευσης της δίνουν αυτήν την πολυτέλεια. Δεν θα πρέπει όμως να υποπέσει σε αυτό το σφάλμα – πρέπει να κινηθεί γρήγορα και αποφασιστικά προς όλες τις κατευθύνσεις. Οι περιορισμοί είναι υπαρκτοί, η εξάρτηση της ελληνικής οικονομίας από την πορεία της διεθνούς είναι σχεδόν απόλυτη και οι εξωτερικοί καταναγκασμοί μπορεί να γίνουν σκληρότεροι. 

Η χώρα συνεχίζει να ακροβατεί, οι συνθήκες παραμένουν έκτακτες παρά την κόπωση της ελληνικής κοινωνίας που επιζητά εδώ και τώρα παύση συναγερμού. Δεν πρέπει να δει την πραγματικότητα μέσα από τους εγχώριους παραμορφωτικούς φακούς που της λένε «προχώρα αργά, δεν κινδυνεύεις, δεν έχεις αντίπαλο», αλλά μέσα από τις αξονικές τομογραφίες της ελληνικής οικονομίας και των διεθνών εξελίξεων που της λένε «τρέξε, μείνε σε εγρήγορση, κράτα σφιχτά το τιμόνι».

Δευτέρα 12 Αυγούστου 2019

ΚΙΝ.ΑΛ: Ανανέωση ή παρακμή, αλλαγή γενιάς ή τέλος, άρθρο στη ΜΑΚΕΔΟΝΙΑ της ΚΥΡΙΑΚΗΣ 11/8/2019



Το αδιέξοδο στο οποίο έχει περιέλθει το ΚΙΝ.ΑΛ είναι πασιφανές για όποιον μπορεί να αναγνώσει στοιχειωδώς την πολιτική πραγματικότητα της χώρας. Δεν είναι μόνο το κατώτερο των προσδοκιών αποτέλεσμα στις εθνικές εκλογές όσο το γεγονός πως δεν διαφαίνεται στον ορίζοντα καμία ικανή συνθήκη που να οδηγήσει στην ανασύνταξη και την επανεκκίνηση.

Το παράθυρο ευκαιρίας για τον ιδεολογικοπολιτικό χώρο αυτόν άνοιξε δύο φορές μέσα στην κρίση μετά την κατάρρευση του κραταιού ΠΑ.ΣΟ.Κ αλλά και οι δύο σπαταλήθηκαν με περισσή ευκολία και απερισκεψία. Θυμίζω ότι το 2012-2014 το άθροισμα ΠΑ.ΣΟ.Κ – ΔΗΜ.ΑΡ ήταν στο 20% και το 2017 στις εσωκομματικές διαδικασίες του ΚΙΝ.ΑΛ προσήλθαν στις κάλπες περισσότεροι από 200.000 πολίτες για να λάβουν μέρος επιλέγοντας τη νέα ηγεσία. Τα «παράθυρα» αυτά ανοίγουν αλλά κάποια στιγμή κλείνουν – δεν μένουν για πάντα ανοιχτά ούτε περιμένουν άτολμες ηγεσίες και φοβικές κοινοβουλευτικές ομάδες να τα διαβούν.

Οι πρόσφατες εθνικές εκλογές παγίωσαν έναν απολύτως αρνητικό συσχετισμό δυνάμεων για το ΚΙΝ.ΑΛ καθώς ο ΣΥ.ΡΙ.ΖΑ παρά την κατά κοινή ομολογία κάκιστη διακυβέρνηση της χώρας κατάφερε να συγκρατήσει τις εκλογικές του δυνάμεις. Αλλά τα προβλήματα δεν σταματάνε εκεί. Αν αυτή είναι η κατάσταση στο «αριστερό μέτωπο» του ΚΙΝ.ΑΛ, στο «δεξιό» του γίνεται μια επανάσταση του αυτονόητου με την ατζέντα μάλιστα που επί σειρά ετών προωθούσε ο χώρος – τόσο επί Κώστα Σημίτη όσο και επί Γιώργου Παπανδρέου. Η ανανεωμένη Νέα Δημοκρατία δεν μεταγράφει μόνο στελέχη του ΠΑ.ΣΟ.Κ – όπως άλλωστε έκανε και ο ΣΥ.ΡΙ.ΖΑ σε πρότερο χρόνο – αλλά  προωθεί και την εκσυγχρονιστική και μεταρρυθμιστική ατζέντα με τρόπο προς ώρας αρκετά πειστικό.

Τι μένει λοιπόν στο ΚΙΝ.ΑΛ να κάνει εάν δεν επιθυμεί την εξαφάνιση ή την απορρόφηση από τους δύο μεγάλους πόλους; Σχεδόν όλα έχουν ειπωθεί και γραφεί αλλά οι φωνές δεν φτάνουν στα γραφεία της Χαριλάου Τρικούπη. Ίσως διότι ένα μερίδιο ευθύνης και μάλιστα μεγάλο έχει η ίδια η ηγεσία. Στη σειρά λαθών, αβαθούς στρατηγικής, προγραμματικής οκνηρίας και επικοινωνιακής αφλογιστίας έρχεται να προστεθεί η λόγω αδυναμίας εκχώρηση όλης της μεταρρυθμιστικής εκσυγχρονιστικής ατζέντας στους αντιπάλους. Έργα του ΠΑ.ΣΟ.Κ, εμβληματικές μεταρρυθμίσεις, τομεακοί εκσυγχρονισμοί δομών και λειτουργιών της προηγούμενης μόλις δεκαετίας δεν αποδίδονται πλέον στο ΚΙΝ.ΑΛ καθώς με το σημερινό του λόγο δεν μπορεί να συνδεθεί με αυτές παρά αναμασά συνθήματα της δεκαετίας του 1980. Για παράδειγμα ενώ το 2011 το ΠΑ.ΣΟ.Κ έφερε το νόμο Διαμαντοπούλου για την τριτοβάθμια εκπαίδευση που ήταν προοδευτικός και συγχρόνιζε την εκπαίδευση της χώρας με αυτές των προηγμένων κρατών σήμερα κανείς δεν μπορεί να καταλάβει τι υποστηρίζει η ηγεσία του. Ακόμα δε χειρότερα, λίγοι ενδιαφέρονται.

Για να αλλάξει ρότα όμως το κόμμα αυτό χρειάζεται αλλαγή γενιάς. Ο Αλέξης Τσίπρας από καιρό έχει προωθήσει 35ρηδες και 40ρηδες σε κομβικές θέσεις σε κυβέρνηση και κόμμα και το ίδιο πράττει και ο Κυριάκος Μητσοτάκης. Λένε πολλοί ότι η ηλικιακή ανανέωση δεν ταυτίζεται με την πολιτική ανανέωση, όμως αυτό δεν ισχύει. Νέα μυαλά, νέα πρόσωπα, νέες αντιλήψεις, νέες ιδέες, φυσικές και πολιτικές δυνάμεις είναι απαραίτητη προϋπόθεση για την διεκδίκηση της ανάκαμψης.

Τα υπολείμματα της παλιάς νομενκλατούρας του ΠΑ.ΣΟ.Κ δυστυχώς για το ΚΙΝ.ΑΛ δεν θέλουν και μάλλον δεν μπορούν. Άλλωστε δεν ήταν ποτέ και θιασώτες του μεταρρυθμισμού. Δεν θέλουν αλλά κυρίως δεν μπορούν να παρακολουθήσουν τις εξελίξεις

Δευτέρα 5 Αυγούστου 2019

Οι προκλήσεις του ΣΥ.ΡΙ.ΖΑ την επόμενη ημέρα, άρθρο στην Κυριακάτικη Μακεδονία 4/8/2019




Η ήττα του ΣΥ.ΡΙ.ΖΑ στις εθνικές εκλογές ήταν μεγάλη και καθαρή. Υπήρξε μία πλήρης αποδοκιμασία των κυβερνητικών πεπραγμένων του καθώς πέραν της διάψευσης των προσδοκιών που αναπτύχθηκαν προ τετραετίας, τα αποτελέσματα της διακυβέρνησής του σε αρκετούς τομείς ήταν στην καλύτερη των περιπτώσεων μέτρια. Πέραν της οικονομίας, της υπερφορολόγησης και των χαμηλών ρυθμών ανάπτυξης, δεν είχε να επιδείξει κάποια σημαντική βελτίωση στα της δημόσιας διοίκησης, της εκπαίδευσης και του κοινωνικού κράτους. Το γεγονός πως προχώρησαν ορισμένα μεγάλα έργα υποδομών δεν στάθηκε ικανό να αντιστρέψει το ευρύτερο πολιτικό κλίμα.

Η ήττα στις εθνικές εκλογές είναι ένα γεγονός που θέτει νέα στρατηγικά ερωτήματα που το κόμμα της αξιωματικής αντιπολίτευσης πρέπει να απαντήσει. Ένα κόμμα που ξεκίνησε την ανοδική του πορεία ως κόμμα διαμαρτυρίας με σαφή και ισχυρή αντιμνημονιακή πρόταση και κυβέρνησε ακολουθώντας τις βασικές μνημονιακές επιταγές, εκ των πραγμάτων αντιμετωπίζει ζητήματα φυσιογνωμίας.

Ο Αλέξης Τσίπρας φαίνεται ότι έχει αντιληφθεί πως ο ΣΥ.ΡΙ.ΖΑ ως έχει δεν μπορεί να συνεχίσει σε βάθος χρόνου καθώς ένα κόμμα που γονιδιακά αλλά και στελεχιακά ανήκει στη ριζοσπαστική Αριστερά δεν μπορεί εκ των πραγμάτων να απευθυνθεί πειστικά σε μεγάλα τμήματα του εκλογικού σώματος. Έγκαιρα άλλωστε προσπάθησε να μετατοπίσει τον ΣΥ.ΡΙ.ΖΑ προς το κέντρο και την κεντροαριστερά μέσω του προσεταιρισμού των Ευρωπαίων σοσιαλιστών αλλά και προεκλογικά (προσπάθησε να) ενήργησε ως κληρονόμος της προοδευτικής δημοκρατικής παράταξης προτάσσοντας μία αντιδεξιά ατζέντα και επιστρατεύοντας τον «κίνδυνο της δεξιάς παλινόρθωσης».

Αυτή η ατζέντα μπορεί να συσπειρώσει ένα αρκετά μεγάλο τμήμα του εκλογικού σώματος καθώς έχει ισχυρές πολιτικές ρίζες. Βασίζεται δε στη μεγάλη διαιρετική τομή της Μεταπολίτευσης ( δεξιά – αντιδεξιά) που σχηματοποίησε με περισσή επιτυχία το ΠΑ.ΣΟ.Κ και ο ιδρυτής του, Ανδρέας Παπανδρέου.  Ως εκ τούτου και απουσία κάποια άλλης στρατηγικής επιλέχθηκε αυτή και απέδωσε, δίνοντας στον ΣΥ.ΡΙ.ΖΑ ποσοστό κοντά στο 32% και καθιερώνοντάς τον ως κόμμα εξουσίας στο νέο δικομματισμό. Αυτή όμως η πολιτική και προγραμματική πρόταση έχει συγκεκριμένα όρια και αρκετές προϋποθέσεις, που ιδιαίτερα μετά το 2010 δεν συντρέχουν.

Ο ΣΥ.ΡΙ.ΖΑ καλείται να γίνει κόμμα μαζικό, να αναπτύξει κομματικές οργανώσεις, πανελλαδική διάρθρωση αξιώσεων, να βρεθεί σε μαζικούς χώρους, σε συνδικάτα, στην Τοπική Αυτοδιοίκηση, σε επιμελητήρια. Ο πασοκικός οργανωτικός γιγαντισμός δεν μπορεί να επαναληφθεί, η πολιτική κινητοποίηση – ιδιαίτερα μετά την απομάγευση και την κατάρρευση του αντιμνημονίου – βρίσκεται σε χαμηλά επίπεδα. Οι μεγάλες πολιτικές μέγα-ταυτότητες έχουν υποχωρήσει και έχουν δώσει από χρόνια τη θέση τους σε μία νέα ατομικότητα που κυρίαρχο αίτημα έχει την κατανάλωση. Τα δημοσιονομικά δεδομένα της χώρας είναι απολύτως πεπερασμένα και το κράτος δεν μπορεί να ικανοποιήσει δια της ενσωμάτωσης τα κοινωνικά ή συντεχνιακά αιτήματα, γεγονός που κατά το παρελθόν δημιουργούσε και ενίσχυε δεσμούς εξάρτησης από το κόμμα που έλεγχε το κράτος.

Η ίδια η πολιτική μετεξέλιξη του ΣΥ.ΡΙ.ΖΑ σε ένα κόμμα της σύγχρονης ευρωπαϊκής Αριστεράς – σε σοσιαλδημοκρατικό/σοσιαλιστικό κόμμα δηλαδή – είναι μία διαδικασία αμφίβολη και ιδιαίτερα δύσκολη. Αλλά πέραν αυτού ας συγκρατήσουμε και αυτό. Τη στιγμή που ο ΣΥ.ΡΙ.ΖΑ υποθετικά στοχεύει να μετεξελιχθεί σε ένα κλασικό σοσιαλδημοκρατικό κόμμα – η ίδια η σοσιαλδημοκρατία καλείται να μετασχηματιστεί σε κάτι νέο. Τα ερωτήματα παγκοσμίως είναι νέα και οι απαντήσεις που έχει δώσει ιστορικά δεν επαρκούν. Εν ολίγοις και περιγραφικά τη στιγμή που η χώρα χρειάζεται ένα νέο ΠΑ.ΣΟ.Κ, ο ΣΥ.ΡΙ.ΖΑ στην καλύτερη των περιπτώσεων θα προσπαθήσει να μετεξελιχθεί σε μεταπολιτευτικό ΠΑ.ΣΟ.Κ.

Τετάρτη 31 Ιουλίου 2019

Οι στόχοι της Θεσσαλονίκης της επόμενης δεκαετίας, άρθρο στην Κυριακάτικη Μακεδονία 28/7/2019




Η σταθεροποίηση της ελληνικής οικονομίας και οι θετικές προβλέψεις για το άμεσο μέλλον συνεπικουρούμενης της κυβερνητικής αλλαγής, δημιουργούν μία ελεγχόμενη αύξηση των προσδοκιών σε πλείστα όσα πεδία. Σε αυτό το πλαίσιο έρχεται να επανατοποθετηθεί στα πράγματα η πόλη της Θεσσαλονίκης. Μπροστά της ανοίγεται μία νέα περίοδος με διαφορετικά χαρακτηριστικά, με πολλές δυνατότητες και λιγότερα εμπόδια. Βρισκόμαστε στην ευτυχή συγκυρία όπου μια σειρά μεγάλων έργων, που θα αλλάξουν δομικά και λειτουργικά την πόλη, φτάνουν στην ολοκλήρωσή τους. Το μετρό, το αεροδρόμιο, οι αυτοκινητόδρομοι με τους κόμβους, οι επενδύσεις στο λιμάνι, η ανάπλαση της ΔΕΘ,  οι εξελίξεις της δυτικής εισόδου της πόλης, το ενιαίο παραλιακό μέτωπο, η δημιουργία μητροπολιτικού πάρκου σε πρώην στρατόπεδο του πολεοδομικού συγκροτήματος και οι παρεμβάσεις ακόμη και στα γήπεδα της πόλης ( νέα Τούμπα, lifting Βικελίδης και Καυταντζογλείου) δημιουργούν ένα γόνιμο έδαφος που μετά από χρόνια σχηματοποιεί εκ νέου μία προοπτική για την εξέλιξη της πόλης.

Πολλά από τα ανωτέρω θα έπρεπε να έχουν υλοποιηθεί νωρίτερα και αυτή είναι μία αλήθεια που δεν αλλάζει. Είτε η οικονομική κρίση, είτε η αδυναμία της ίδιας της πόλης να διεκδικήσει επιτυχώς την αποπεράτωσή τους μας έχουν φέρει στο σημερινό χρονικό σημείο.

Η πρόκληση για τη Θεσσαλονίκη του 2030 είναι μία διπλή πρόκληση. Ενώ καλείται να μετασχηματιστεί σε μία ευρωπαϊκή μητρόπολη με ό,τι αυτό σημαίνει, ενώ καλείται να συγχρονιστεί με τις πιο προηγμένες και ανεπτυγμένες πόλεις της Δύσης, με τις ανάλογες προκλήσεις, η Θεσσαλονίκη πρέπει να λύσει και τα βασικά. Για να το αποδώσουμε σχηματικά, ενώ  οι δυνάμεις της πόλης θα πρέπει να καταστρώσουν το σχέδιο με το οποίο η Θεσσαλονίκη θα παρακολουθήσει όλες τις τεκτονικές αλλαγές της 4ης βιομηχανικής επανάστασης καλούνται ταυτόχρονα να βρούνε μία αξιοπρεπή λύση για την αποκομιδή των σκουπιδιών, τον φωτισμό και το πράσινο.

Φανταστείτε ένα υποθετικό τραπέζι γύρω από το οποίο συνεδριάζουν οι «Αρχές» της πόλης και αποφασίζουν, έχοντας υπερεξουσίες, για το τι θα πράξουν αφήνοντας έξω από το υποθετικό αυτό σενάριο την ελληνική διοικητική διάρθρωση. Στο τραπέζι λοιπόν αυτό καταφθάνουν συνεχώς φάκελοι με ζητήματα προς διευθέτηση και λαμβάνονται στρατηγικές αποφάσεις για το μέλλον της πόλης. Θα βλέπαμε φάκελο με τίτλο «Απορρίμματα- κάδοι», «Πεζοδρόμια», «ΟΑΣΘ», «Λακκούβες στο οδόστρωμα» δίπλα από άλλους με τίτλο «Smart City», «Ανανεώσιμες πηγές ενέργειας», «Αναπλάσεις δημοσίων χώρων», «Αυτοματοποίηση», «Πληροφορία – Εικονικός κόσμος», «Βιοηθική, Άνθρωπος και Μηχανή». Σαν ένα διαρκές πινκ πονκ από το 1980 στο 2030.

Και όμως εκεί θα κριθεί το στοίχημα για τη Θεσσαλονίκη της επόμενης δεκαετίας. Πρέπει να λύσει οριστικά και αμετάκλητα τα παλιά, δομικά και σχεδόν πάγια προβλήματά της και ταυτόχρονα να μην χάσει το τρένο της εξέλιξης, να μη χάσει άλλη μία μεγάλη ευκαιρία όπως αυτή που έχασε στις αρχές της δεκαετίας του 1990. Η Θεσσαλονίκη μπορεί και πρέπει να γίνει μία πόλη – σημείο αναφοράς σε όλη τη Νοτιανοτολική Μεσόγειο ως κέντρο εκπαίδευσης, καινοτομίας, επιχειρήσεων, εμπορίου, τουρισμού και πολιτισμού.

Δευτέρα 22 Ιουλίου 2019

Η εκλογή Ζέρβα και το πέρασμα στην εποχή του αυτονόητου

( Το παρόν δημοσιεύτηκε στην ιστοσελίδα VORIA.GR )



Με όλες τις εκλογικές αναμετρήσεις πλέον πίσω μας και με τα αποτελέσματα αυτών δεδομένα, βρισκόμαστε σε μία συγκυρία όπου έχουμε μπροστά μας μία καθαρή τετραετία που μπορούν οι νέες διοικήσεις να εφαρμόσουν τα προγράμματά τους. Σε ό,τι αφορά στην Τοπική Αυτοδιοίκηση υπάρχει ακόμη μία εκκρεμότητα που σχετίζεται με την κυβερνητική παρέμβαση και τις νέες ρυθμίσεις στον «Κλεισθένη» στην κατεύθυνση λειτουργικών διοικήσεων και διαδικασιών που θα άρουν τα εμπόδια της απλής αναλογικής.

Στη Θεσσαλονίκη το αυτοδιοικητικό εκλογικό αποτέλεσμα έχει δημιουργήσει τη δική του δυναμική, γεγονός που αποτυπώνεται σε κάθε πτυχή της δράσης του εκλεγμένου δημάρχου Κωνσταντίνου Ζέρβα. Η δημιουργία νέας διοίκησης περνάει μέσα από συνεργασίες με παρατάξεις και δημοτικούς συμβούλους όμως κάθε πρωτοβουλία όπως και οι τελικές αποφάσεις θα ληφθούν από τον ίδιο. Άλλωστε το ίδιο το αποτέλεσμα της κάλπης δίνει την ευχέρεια των πρωτοβουλιών στο νέο δήμαρχο, παραδοχή που φαίνεται να κάνουν όλοι – επικεφαλής παρατάξεων και δημοτικοί σύμβουλοι.

Μία κρίσιμη παράμετρος για τον δήμαρχο Θεσσαλονίκης είναι να μη δώσει την εντύπωση διευθετήσεων και διαρκών συνομιλιών αλλά αντίθετα να θέσει ορισμένες πολιτικές και προγραμματικές προϋποθέσεις κατά τη διαδικασία σχηματισμού της νέας διοίκησης. Όσοι εκτιμούν ότι θα είναι αποδεκτή μια διαρκής διαπραγμάτευση θέσεων και ανταλλαγμάτων μάλλον αποκωδικοποιούν το εκλογικό αποτέλεσμα με λανθασμένο τρόπο. Η εσωστρέφεια της δεύτερης τετραετίας της «Πρωτοβουλίας» δεν μπορεί και δεν πρέπει να επανεμφανιστεί μεταλλαγμένη στο δημαρχιακό μέγαρο. Εξάλλου αν κάποιος επιχειρήσει να εμφανιστεί ως veto player στο νέο δημοτικό συμβούλιο επειδή δεν έλαβε κάποια προσωπικά ανταλλάγματα ας είναι έτοιμος να επιχειρηματολογήσει και να αποδείξει ότι τα κίνητρά του είναι αυθεντικά και ότι τα ελατήρια αυτής τους της στάσης δεν είναι ιδιοτελή. Απέναντί του θα υπάρχει μία πλειοψηφία καθώς και μία συντριπτική λαϊκή εντολή προς το νέο δήμαρχο να προχωρήσει στην υλοποίηση του προγράμματός του.

Ο Κωνσταντίνος Ζέρβας εξελέγη με μία αυτοδιοικητική ατζέντα και με τη βασική υπόσχεση πως η Θεσσαλονίκη θα αποκτήσει και πάλι δήμαρχο που θα ασχολείται με τα της πόλης. Δεν θα θυσιάσει αυτήν την επιτυχία του, ούτε θα ματαιώσει τις προσδοκίες αναλωνόμενος με διαρκείς συνομιλίες, ούτε τώρα κατά τη φάση σχηματισμού της νέας διοίκησης αλλά ούτε και κατά τη διάρκεια της τετραετίας. Εκτιμώ ότι δεν θα σπαταλήσει το προσωπικό πολιτικό κεφάλαιο για να εξασφαλίσει ισορροπίες καθώς γνωρίζει σε βάθος πως οι βυζαντινισμοί αφήνουν παγερά αδιάφορους τους Θεσσαλονικείς και δεν αφορούν παρά έναν μικρό αριθμό ανθρώπων που περιστρέφονται γύρω από τα δημοτικά πράγματα.

Η ανάγνωση που έκανε προεκλογικά ο Κωνσταντίνος Ζέρβας έφερε στο επίκεντρο του δημοσίου διαλόγου μία σειρά ζητημάτων πραγματικών που απασχολούσαν δημότες και κατοίκους. Μετακινήσεις, συγκοινωνία (ΟΑΣΘ), καθαριότητα, ευταξία της πόλης και πολιτισμός ήταν ψηλά στην ατζέντα του και από τις μέχρι τώρα δηλώσεις και ενέργειές του φαίνεται πως παραμένουν. 

Τέλος, κρίνω ως θετική την άτυπη ενημέρωση που έκανε στον Κυριάκο Μητσοτάκη στη συνάντηση που επιδίωξε ο τελευταίος προεκλογικά. Εκεί ο Κωνσταντίνος Ζέρβας έθεσε όλα τα ζητήματα της πόλης και ζήτησε άμεση λύση για την ανοιχτή πληγή του ΟΑΣΘ φανερώνοντας πως υπάρχει μία στοιχειώδης ιεράρχηση στην ατζέντα του. Στις προγραμματικές δηλώσεις της νέας κυβέρνησης ο πρωθυπουργός αναφέρθηκε στο ζήτημα της ανάπλασης της Δ.Ε.Θ αλλά το σίγουρο είναι πως η πόλη έχει μεγαλύτερες και πιο επείγουσες ανάγκες. Τον Σεπτέμβριο στα εγκαίνια της Διεθνούς Έκθεσης Θεσσαλονίκης θα έχουμε την ευκαιρία να καταγράψουμε τις προτεραιότητες πρωθυπουργού και δημάρχου. Ας ελπίσουμε πως αυτή η ευκαιρία δεν θα χαθεί για τη Θεσσαλονίκη που φαίνεται πως τα τελευταία χρόνια έχει υποχωρήσει σε βασικά σημεία της ποιότητας ζωής.



Κυριακή 21 Ιουλίου 2019

Αισιοδοξία τη στιγμή της εναλλαγής, άρθρο στην Κυριακάτικη Μακεδονία 21/7/2019




Κάθε κυβερνητική εναλλαγή κομμάτων στην εξουσία είναι αναμενόμενο να δημιουργεί ένα αίσθημα αισιοδοξίας. Η νωπή λαϊκή εντολή, οι προσδοκίες, τα νέα πρόσωπα και οι διακηρύξεις δημιουργούν ένα κλίμα ευφορίας και θετικής αναμονής. Σκεφτείτε μόνο το 2015 με την άνοδο το υ ΣΥΡΙΖΑ στην εξουσία πως είχε διαμορφωθεί το σκηνικό. ¨Ένα μικρό κόμμα της Αριστεράς είχε καταφέρει να γίνει κυβέρνηση κουβαλώντας το διαχρονικό «ηθικό πλεονέκτημα», υποσχόμενο άμεση επαναφορά στην κατάσταση προ κρίσης, με νέα πρόσωπα και ορμή, αγκαλιάζοντας και προωθώντας το οριζόντιο αίτημα για κάποιου είδους «αντίστασης στους ξένους». Η μετεκλογική αποδοχή του έγγιζε το 80% και για τους πρώτους τουλάχιστον μήνες δεν ακούγονταν καμία άλλη φωνή.

Με τη Νέα Δημοκρατία το 2019 δεν είναι έτσι τα πράγματα – και ορθώς. Παρόλα αυτά υπάρχει όπως προείπαμε μια διάχυτη αισιοδοξία καθώς τουλάχιστον η ηγεσία της φαίνεται να θεραπεύει όλες τις αδυναμίες της προηγούμενης κυβέρνησης, γεγονός που σίγουρα καθόρισε και την ψήφο στις εκλογές. Γίνεται ένας συνειδητός διαχωρισμός ανάμεσα στην ηγεσία και το σώμα του κυβερνώντος κόμματος καθώς η πρώτη είναι φορέας αλλαγών, μεταρρυθμισμού και βούλησης για αλλαγές ενώ το δεύτερο μάλλον μία σταθερά που ακολουθεί ασθμαίνοντας και πολλές φορές αντιστεκόμενη.

Η Νέα Δημοκρατία κέρδισε τις εκλογές με μία μεγάλη και καθαρή διαφορά που της δίνει αναμφίβολά την πρωτοβουλία των κινήσεων και αέρα δεύτερης τετραετίας πλην απροόπτων. Δε νίκησε με μία διαφορά τέτοια που φημολογούνταν καθώς δεν κατάφερε να ξεπεράσει το 40% και ο ΣΥΡΙΖΑ κατάφερε να συγκεντρώσει ένα υψηλό για τα δεδομένα της περιόδου ποσοστό περί το 32%. Αυτό σημαίνει πως η μεγάλη της νίκη δεν ήταν στρατηγική άμα το αποτέλεσμα. Μία νίκη με 10%-15% θα δημιουργούσε μία πρωτόγνωρη δυναμική που θα αμφισβητούσε τις Μεταπολιτευτικές σταθερές  και θα αποτύπωνε μία νέα ιδεολογική ηγεμονία των δυνάμεων της κεντροδεξιάς.

Με τα εκλογικά ποσοστά δεδομένα αυτό που μπορεί να ισχυριστεί κανείς είναι πως η Νέα Δημοκρατία μπορεί να μην πέτυχε να μετακινήσει δραστικά τον άξονα υπέρ των δικών της πολιτικών και ιδεολογικών προταγμάτων όμως έχει μπροστά της κάθε δυνατότητα να το πράξει. Το ίδιο το εκλογικό αποτέλεσμα διέπεται από μία μοναδική σοφία καθώς δεν της δίνει λευκή επιταγή και παντοδυναμία όπως μια μεγαλύτερη διαφορά θα έκανε, αλλά την προκαλεί να εργαστεί στη διακυβέρνηση για να την πετύχει.

Η νέα κυβέρνηση αντιμετωπίζει μία βασική πρόκληση και αυτή δεν είναι άλλη από την οικονομία. Το πεδίο είναι τόσο μεγάλο που για να έρθουν τα καλά αποτελέσματα χρειάζονται αλλαγές και παρεμβάσεις σε πάρα πολλά σημεία. Από το φορολογικό σύστημα, τη δημόσια διοίκηση, τη γραφειοκρατία και τον ρυθμιστικό πληθωρισμό μέχρι το ανύπαρκτο τραπεζικό σύστημα, τα σωρευμένα χρέη και την δημοσιονομική στενότητα, όλα συμμετέχουν στην πορεία της οικονομίας.
Αν η Νέα Δημοκρατία καταφέρει να οδηγήσει σε μπαράζ αναπτυξιακών ετών και δημιουργήσει νέο πλούτο, τότε θα κυριαρχήσει πολιτικά τα επόμενα χρόνια. Αν καταφέρει να συνδυάσει ανάπτυξη με θέσεις εργασίας και κοινωνικό κράτος τότε αφαιρεί ερείσματα από την αντιπολίτευση. Δείχνει στους Έλληνες ότι ο δρόμος της ευημερίας περνά μέσα από μία φιλελευθεροποίηση των δομών της οικονομίας και τότε αρχίζει να μετακινεί το πολιτικό εκκρεμές προς την δική της πλευρά. Αν δηλαδή εν τοις πράγμασι και εκ του αποτελέσματος ο Έλληνας δει πως η φιλελεύθερη συνταγή οδηγεί σε καλύτερα αποτελέσματα από την κρατικιστική.

Ας κρατήσουμε ως σημαντική της απουσία μίας σύγχρονης σοσιαλδημοκρατικής μεταρρυθμιστικής πρότασης που διευκολύνει τόσο τη Νέα Δημοκρατία όσο όμως και τον ΣΥΡΙΖΑ.

Παρασκευή 31 Μαΐου 2019

Την Κυριακή με δήμαρχο Ζέρβα κερδίζει η πόλη

( Το παρόν δημοσιεύτηκε στην ιστοσελίδα VORIA.GR )



Εδώ βρισκόμαστε σήμερα, στη Θεσσαλονίκη. Το αίτημα υπάρχει στη γενικότητά του. Η πολυδιάσπαση θόλωσε την εικόνα αλλά η πόλη βρίσκεται σε ένα σταυροδρόμι. Μεταξύ δύο υποψηφίων με καλή εικόνα και μεταρρυθμιστικό προφίλ οφείλουμε να επιλέξουμε.

Ο Κωνσταντίνος Ζέρβας είναι από εκείνες τις περιπτώσεις που αυτενεργεί. Δεν περίμενε μία
κομματική εντολή, δεν περίμενε ένα νεύμα, δεν περίμενε το χαρτί της επιστράτευσης για τη μάχη της Θεσσαλονίκης. Παρουσιάστηκε και δήλωσε ευθαρσώς την απόφασή του. Τα κόμματα, ακόμη και αν στην κορυφή τους έχουν πεφωτισμένες ηγεσίες, δεν μπορούν και δεν πρέπει να επικαθορίζουν την επιλογή της πόλης. Δεν είναι σε θέση να υποδείξουν μέσα από μία κλειστή διαδικασία έναν εκλεκτό και να περιμένουν οι κάτοικοι και οι δημότες να τον υποδεχθούν ως σωτήρα. Προφανώς έχουν ρόλο και λόγο αλλά η αποσπασματική εμφάνισή τους 3-4 μήνες προ των εκλογών είναι ενοχλητική.

Ο Κωνσταντίνος Ζέρβας έκανε μία καμπάνια αυτοδιοικητική και αυτό το παραδέχονται προς τιμήν τους οι πάντες. Ξεδίπλωσε πτυχές του προγράμματός του, έθεσε έγκαιρα τις προτεραιότητες και την ιεράρχηση των ζητημάτων, φώτισε πλευρές των προβλημάτων και κυρίως ήταν εκεί, εντός της πόλης επί μία δεκαετία. Έχοντας με τα χρόνια χτίσει την προσωπική αυτοδιοικητική του αξιοπιστία, έχει σήμερα το γνωστικό βάθος, την εμπειρία και την ωριμότητα να προσεγγίσει τα ζητήματα  και να προτείνει λύσεις.

Δεν επεδίωξε να κομματικοποιήσει τις εκλογές καθώς σέβεται τους Θεσσαλονικείς. Ο καιρός που μία και μόνη κομματική σημαία αρκούσε για να στοιχηθούν πίσω της χιλιάδες ψηφοφόρων έχει παρέλθει. Οι βασικοί του αντίπαλοι σε αυτές τις εκλογές επιδίωκαν φανερά την επικράτηση των κομματικών υποψηφιοτήτων για να παίξουν στο γνώριμο πολιτικό γήπεδο της κομματικής αντιπαράθεσης, υποτιμώντας την αυτοδιοικητική ατζέντα και υποεκτιμώντας την ωριμότητα του κεντρικού αιτήματος της πόλης. Η πόλη θέλει δήμαρχο. Δήμαρχο που να κάνει τη δουλειά, πρωτίστως και όχι παρεμπιπτόντως.

Η παρουσία του και μόνο στο δεύτερο γύρο των αυτοδιοικητικών εκλογών είναι μία μεγάλη νίκη. Είναι το πρώτο από τα δύο βήματα που απαιτούνται για να μιλήσουμε για μία μεγάλη νίκη της πόλης που αυτονομείται και παίρνει την υπόθεση στα χέρια της. Με δήμαρχο Κωνσταντίνο Ζέρβα αλλάζουμε το παράδειγμα. Δείχνουμε σε όλη την Ελλάδα ότι εδώ στη Μακεδονία έχουμε το απαραίτητο πολιτικό και ιστορικό έρμα να πετύχουμε. Δείχνουμε σε όλη την Ελλάδα πως μία πόλη μπορεί να ανακτήσει τον ιστορικό της ρόλο και να αναδειχθεί σε κέντρο εμπορίου, επιχειρήσεων, πολιτισμού, εκπαιδευτικό κέντρο και τουριστικό προορισμό. Όχι με σχέσεις ανταγωνισμού με το εθνικό κέντρο αλλά με ανοιχτούς ορίζοντες και βλέμμα στραμμένο στις προκλήσεις του μέλλοντος.


Δευτέρα 15 Απριλίου 2019

Στελέχη ΣΥΡΙΖΑ : αναφυλαξία στην κριτική και αυτοαναφορικότητα

Το παρόν δημοσιεύτηκε στην ΜΑΚΕΔΟΝΙΑ ΤΗΣ ΚΥΡΙΑΚΗΣ 14/04/2019



Πρωτοφανές  γεγονός κυβερνητικό κόμμα να μην μπορεί να υποδείξει 20-25 ανθρώπους με πολιτικό εκτόπισμα και παρουσία στις Αυτοδιοικητικές εκλογές του Μαΐου σε περιφέρειες και ορισμένους μεγάλους δήμους. Είναι απολύτως ενδεικτικό της αδυναμίας του ΣΥ.ΡΙ.ΖΑ να μετεξελιχθεί σε ένα μαζικό κόμμα με αναφορές στην κοινωνία, σε μαζικούς χώρους, συνδικαλιστικό και φοιτητικό κίνημα.  Είναι δε τέτοια η λειψανδρία που επιστρατεύονται μεταγραφές προθύμων από άλλους πολιτικούς χώρους με ανταλλάγματα και πολιτικές συναλλαγές που δεν αμφισβητούνται ούτε από τους ίδιους τους μεταγραφόμενους. Η άλλη επιλογή κάλυψης του κενού είναι η μετεωρική ανέλιξη στελεχών του κυβερνητικού κόμματος που υπό κανονικές συνθήκες δεν θα συζητούνταν καν. Όσο και αν κάποιες επιλογές όπως η υπουργοποίηση της κα Χατζηγεωργίου, η επιστράτευση της κα Νοτοπούλου και του κ. Ηλιόπουλου σε Θεσσαλονίκη και Αθήνα προσπαθούν να παρουσιαστούν ως στρατηγικές επιλογές ανανέωσης και μετάβασης σε μια πιο νέα γενιά, είναι τέτοια η ανεπάρκεια των προσώπων που αποκαλύπτεται το αναγκαστικό των επιλογών.

Στη Θεσσαλονίκη όμως υπάρχει σοβαρό πρόβλημα. Αποκαλύφθηκε σε βάθος, λόγω του περιστατικού αποχώρησης της κα Χατζηγεωργίου, νέας ΥΜΑΘ, σε εκδήλωση που έλαβε χώρα μέσα στην εβδομάδα για τα 20 χρόνια του Νοσοκομείου Παπαγεωργίου. Εκεί η κα Χατζηγεωργίου αποχώρησε από το βήμα, αφήνοντας εμβρόντητους τους θεατές και προσκεκλημένους καθώς δεν άντεξε την κριτική μιας ή δύο φωνών που της υπέδειξαν να σταματήσει το κομματικό λογύδριο και να αναφερθεί στο θέμα της εκδήλωσης. Ανεξαρτήτως αξιολόγησης αυτής της παρέμβασης, η κα υπουργός όφειλε να παραμείνει, να τελειώσει την ομιλία της και βέβαια να απαντήσει εάν ήθελα από βήματος. Επέλεξε τη φυγή και τη σύνταξη δελτίου τύπου που κατακεραύνωσε τους πολιτικούς της αντιπάλους.


Αξιολογώντας αυτή τη συμπεριφορά αξίζει να προβούμε σε ένα πολιτικό ψυχογράφημα αυτών των κυβερνητικών και κομματικών στελεχών. 

Πρώτα από όλα δεν ανέχονται την κριτική. Έχουν αναφυλαξία στην κριτική και άρα χαμηλό δημοκρατικό ήθος. 
Δεύτερο, ξεχνούν ποιους τρόπους μεταχειρίστηκαν οι ίδιοι λίγα χρόνια πριν με αποδοκιμασίες, προπηλακισμούς, αναθέματα και βαρύτατους χαρακτηρισμούς. Τρόποι πολύ χειρότεροι και δημοκρατικά απαράδεκτοι συγκριτικά με μία απλή εκδήλωση δυσφορίας και δυσθυμίας. 
Τρίτο, είναι μαθημένοι να δρουν μόνο σε προστατευμένα περιβάλλοντα, μάλλον εντελώς αποκομμένοι από την πραγματική ζωή καθώς λόγω εξουσίας συντηρείται γύρω τους ένα ολόκληρο οικοσύστημα φίλιων προς αυτούς ανθρώπων και συνεργατών. Αποτέλεσμα αυτού οι οδυνηρές διαψεύσεις σε κάθε επαφή με την πραγματική πραγματικότητα
Τέταρτο, εκτιμούν ότι η ενδοσυριζαϊκή ιδιόλεκτος είναι αποδεκτή ή αφορά μεγάλα κοινωνικά στρώματα. Δείτε για παράδειγμα το πρώτο τηλεοπτικό spot της υποψήφιας δημάρχου Θεσσαλονίκης όπου περιχαρής ενημερώνει πως με αφορμή την έναρξη της καμπάνιας της τελειώνουν τα fake news και θα ενημερώνει η ίδια για την ίδια. Ματαιοδοξία, αυτοαναφορικότητα και απουσία επαφής με την αυτοδιοικητική ατζέντα. 
Πέμπτο, κάνουν καμπάνιες σε Αθήνα και Θεσσαλονίκη, που αγνοούν τα βασικά προβλήματα και τα ανοιχτά ζητήματα των πόλεων. Τοποθετούνται επί ζητημάτων που δεν βρίσκονται στον πυρήνα της διακύβευσης μιας και η προγραμματική αδυναμία και οκνηρία  είναι ολοφάνερη. 

Ενεργούν και πολιτεύονται ως κομματικές υποψηφιότητες κόμματος του 4%. «Fake news», αντιρατσιστικά μέτωπα δια πάσαν νόσον, δικαιωματικός ακτιβισμός, identity politics και λοιπά ζητήματα που φαίνεται να κυριαρχούν στο λόγο τους, είναι στοιχεία μίας προοδευτικής μεν ατζέντας που δυστυχώς όμως για αυτούς δεν αφορούν άμεσα την αυτοδιοίκηση. Εάν είχαν παρουσιάσει πρόγραμμα, τότε συμπληρωματικά θα μπορούσαν και να συζητηθούν και αυτά αλλά Αθήνα και Θεσσαλονίκη σήμερα πνίγονται από σημαντικότερα. Μηδενική ιεράρχηση και απουσία προτεραιοτήτων εν ολίγοις.


Σάββατο 30 Μαρτίου 2019

Μπορεί ο δήμαρχος να αλλάξει την πορεία μιας πόλης;

( Το παρόν δημοσιεύτηκε στην ιστοσελίδα VORIA.GR )


Η παγιωμένη αντίληψη που έχουμε για τον δήμαρχο είναι πως πρέπει να ασχολείται με τα ζητήματα της καθημερινότητας, τα λεγόμενα μικρά (όσο και αν δεν είναι) και τα απλά (όσο σύνθετα και αν έχουν αποδειχθεί). Αναθέτουμε στη δημοτική αρχή να μαζέψει τα σκουπίδια, να βάλει λάμπες, να ποτίσει τα λουλούδια και τα πράσινα σημεία και εσχάτως να φροντίσει τη σχολική στέγη. Όταν δε μάλιστα, ακόμη και αυτά τα μικρά δεν τελεσφορούν, τότε κάθε συζήτηση για άλλες μεγαλύτερες και πιο φιλόδοξες πολιτικές επιλογές περνά στη σφαίρα της φαντασίας.

Κινδυνεύουμε όμως με αυτόν τον τρόπο και αυτήν την τροπή των πραγμάτων να αποκοπούμε από το παράδειγμα άλλων προοδευμένων κοινωνιών που έχουν μεταφέρει πληθώρα αρμοδιοτήτων και πόρων στην αυτοδιοικητική βαθμίδα με εμφανώς καλύτερα αποτελέσματα συγκριτικά με εμάς.

Μέχρι ενός σημείου, η κουβέντα για τις αρμοδιότητες και τους διαθέσιμους για την Τοπική Αυτοδιοίκηση πόρους έχει βάση και πολλά στοιχεία αλήθειας. Όμως έχουμε αναρωτηθεί αν αυτή η θεσμική και δημοσιονομική πραγματικότητα αποτελεί ταυτόχρονα άλλοθι δημοτικών αρχών χαμηλών προδιαγραφών και υποψήφιων δημάρχων χωρίς όραμα και σχέδιο, χωρίς ατζέντα για τα μεγάλα, χωρίς άποψη για τον μεσοπρόθεσμο στρατηγικό σχεδιασμό;

Στην περίπτωση της Θεσσαλονίκης, έχουμε κατά κοινή ομολογία μία πόλη που υπολείπεται των πραγματικών της δυνατοτήτων λόγω μίας σειράς πολιτικών επιλογών, δικών της αδυναμιών αλλά και αντικειμενικών συνθηκών. Η πτώση του Ανατολικού μπλοκ πριν από 30 χρόνια ξαναέδωσε στην πόλη το απαραίτητο γεωπολιτικό βάθος και τη δυνατότητα να πρωταγωνιστήσει. Ο εσωστρεφής κορπορατισμός όμως του ελληνικού κράτους, οι ρηχές έως οπισθοδρομικές τοπικές ελίτ και η πρόσβαση σε φθηνό χρήμα έφεραν, πέραν της κρίσης, αρνητικές συνέπειες στην ευρύτερη περιοχή νωρίτερα. Η Θεσσαλονίκη και η Κεντρική Μακεδονία έχουν πληγεί από τη φυγή παραγωγικών μονάδων στα Βαλκάνια πολύ νωρίτερα από τα μνημόνια. Οι υποδομές της πόλης, μία λόγω Ολυμπιακών Αγώνων και μία λόγω δημοσιονομικής στενότητας έχουν καθυστερήσει υπερβολικά αθροίζοντας κόστος για την πόλη.

Η κατάσταση αυτή είχε παράλληλα ακόμη μία λανθάνουσα συνέπεια. Στέρησε από την πόλη την πρακτική εφαρμογή διαδικασιών απόφασης. Αφού αρκούσε η καταγγελία του «κράτους των Αθηνών» και η τελετουργία των κομματικών ηγεσιών κάθε Σεπτέμβριο στη Δ.Ε.Θ, η Θεσσαλονίκη δεν έμαθε να σχεδιάζει, δεν έμαθε να συζητά, να συμφωνεί και κυρίως να καταλήγει σε ένα master plan πόλης. Η Μεταπολιτευτική έξη των κομματικών συσπειρώσεων δεν άφησε μεγάλα περιθώρια για επιστημονικές, αυτοδιοικητικές, περιβαλλοντικές και αναπτυξιακές προσεγγίσεις. Αν το κόμμα που διεκδικούσε την εξουσία είχε κάποιες προγραμματικές ιδέες προς τη σωστή κατεύθυνση υπήρχε η ελπίδα θετικών εξελίξεων, χωρίς όμως μία αυτοδύναμη και στερεή βάση να μπορεί να τις υποστηρίξει, να τις υλοποιήσει και να ενδεχομένως να τις βελτιώσει αλλάζοντάς τες.

Με αυτά και με αυτά τι βλέπουμε στη Θεσσαλονίκη σε επίπεδο σχεδιασμού; Βλέπουμε μετρημένες αναπλάσεις αλλά σημειακές και αποσπασματικές, που δεν εντάσσονται σε κάποιο μεγαλύτερο πλαίσιο και ως εκ τούτου δεν αλλάζουν δομικά την εικόνα της πόλης. Ακυρώνεται έτσι μια βασική λειτουργία του αστικού σχεδιασμού που είναι να προσδώσει χαρακτήρα στην πόλη και να εκφράσει τις φιλοδοξίες της για το μέλλον. Βλέπουμε έργα που μετά την αποπεράτωσή τους παρακμάζουν καθώς δεν υπάρχει επαρκής πρόβλεψη για τη συντήρηση τους., Βλέπουμε πεζοδρομήσεις που δεν οδηγούν πουθενά και γρήγορα διολισθαίνουν σε πεδία ανάπτυξης τραπεζοκαθισμάτων, ποδηλατοδρόμους που δεν συνιστούν δακτύλιο και οδηγούν στο πουθενά. Βλέπουμε έναν κυκεώνα μελετών και μικρών έργων, χωρίς καμία λειτουργική και αισθητική σύνδεση μεταξύ τους, χωρίς συνοχή. Βλέπουμε διαμάχες και θολούρα κάθε που ανοίγει ένα θέμα ( π.χ ανάπλαση ΔΕΘ) και όλα αυτά διότι δεν υπάρχει ένα δυναμικό – και ουχί στατικό- master plan.

Ο νέος δήμαρχος της πόλης, μέσα σε όλα τα άλλα, πρέπει να δώσει μία πειστική απάντηση και στα ανωτέρω. Πιέζοντας, πείθοντας, συνεργαζόμενος  με την κυβέρνηση – δικό του θέμα. Η συνέχεια του υπάρχοντος αλαλούμ όμως δεν συνιστά επιλογή για την πόλη. Η επόμενη διοίκηση πρέπει να βάλει την πόλη σε τροχιά ραγδαίας ανάπτυξης. Για να υπάρξει τέτοια, τα βασικά ζητήματα πρέπει να λυθούν.


Κυριακή 17 Μαρτίου 2019

Θεσσαλονίκη: η συρρικνούμενη πόλη

( το παρόν δημοσιεύτηκε στο ενημερωτικό site GR.TIMES)

Η δεύτερη μεγαλύτερη πόλη της χώρας προχωρά στο χρόνο χωρίς προορισμό. Νιώθουμε όλοι ότι οι τοπικές ελίτ είτε είναι αδύναμες να πιάσουν το τιμόνι και να το στρίψουν προς μία κατεύθυνση είτε αδιαφορούν συνειδητά καθώς νιώθουν παρακολούθημα της κεντρικής πολιτικής διαμάχης.

Για να καταφέρει η ανθρωπότητα να απαλλαγεί από μυθοπλασίες, δεισιδαιμονίες και λοιπές μαγγανείες πέρασαν αιώνες μαχών, διώξεων και συγκρούσεων. Για να περάσουμε στη νεωτερικότητα και την επικράτηση του ορθού λόγου έπρεπε να συμφωνήσουμε πως οι αριθμοί κατέχουν μεγαλύτερη σημασία και βαρύτητα από τις δοξασίες. Ας δούμε λοιπόν μερικούς αριθμούς της πόλης.
Ο πληθυσμός του Δήμου Θεσσαλονίκης μεταξύ των ετών 2001 και 2011 μειώθηκε κατά 13,4%. Οι κάτοικοι φαίνεται να εγκαταλείπουν την πόλη εδώ και περισσότερο από τρία χρόνια. Η μείωση είναι ιδιαίτερα έντονη στις μικρές και παραγωγικές ηλικίες . Περίπου 38% μείωση για τις ηλικιακές ομάδες 6 – 14 ετών, 26% η μείωση για τους 15-24, 24% για την ηλικιακή ομάδα 25-39 και αύξηση 85% για τον πληθυσμό άνω των 80 ετών.
Οι αναλογίες πρασίνου ανά κάτοικο τραγικές με περίπου 2,73 τ.μ. για τον καθένα μας – με το κατώτατο διεθνώς παραδεκτό όριο στα 10 τ.μ. Οι μεγάλες βασικές υποδομές είναι της δεκαετίας του 1970 και αυτές που ολοκληρώνονται, ολοκληρώνονται εδώ και μία δεκαετία. Η οικονομική κρίση ήρθε και επικάθησε στην πόλη μετά από μία δεκαπενταετία συνεχών πληγμάτων για την ευρύτερη οικονομία της περιοχής. Η αποβιομηχάνιση, η ανεργία, η αποεπένδυση, η ερήμωση των βιομηχανικών περιοχών μας δεν ξεκίνησαν το 2010, όπως σε όλη την Ελλάδα, αλλά νωρίτερα στα μέσα της δεκαετίας του 1990. Καταφέραμε να αλλάξουμε το παραγωγικό πρότυπο της περιοχής; Όχι. Καταφέραμε να προσελκύσουμε ή να στηρίξουμε την ίδρυση νέων επιχειρήσεων σε διεθνώς εμπορεύσιμους τομείς; Πλην του τουρισμού, όχι. Καταφέραμε να μετατρέψουμε την πόλη σε κόμβο εμπορίου, εκπαίδευσης, πολιτισμού; Όχι. Υλοποιήσαμε κάποια φιλόδοξη ανάπλαση του δημόσιου χώρου ώστε να προσδώσουμε χαρακτήρα και πλεονεκτήματα στην πόλη. Με την εξαίρεση της Νέας Παραλίας, όχι. Καταφέραμε μήπως να μετατρέψουμε τη Θεσσαλονίκη σε μία πόλη λειτουργική και βιώσιμη που αν μη τι άλλο εξασφαλίζει ένα επίπεδο ποιότητας ζωής; Εκ του αποτελέσματος όχι.
Δημογραφική αποψίλωση, οικονομική δυσπραγία, καχεκτική ανάπτυξη, αδυναμία παρακολούθησης παγκόσμιών εξελίξεων, αναξιοποίητο διανοητικό κεφάλαιο, ανολοκλήρωτες υποδομές και αφόρητη καθημερινότητα φανερώνουν την δραματική μας αδυναμία να σχεδιάσουμε στρατηγικά τα επόμενα βήματά μας. Αδυναμία των τοπικών ελίτ αλλά και ημών των πολιτών που έχουμε μετατραπεί δια του μιθριδατισμού μας σε μία κοινωνία χαμηλών προσδοκιών. Που μας φαίνεται λογικό η Αριστοτέλους να είναι εμποροπανήγυρις, λογικό η Νέα Παραλία να λεηλατείται, λογικό οι προσόψεις των κτιρίων να είναι μουντζουρωμένες. Μας φαίνεται λογικό να υπάρχουν σκουπίδια παντού, λογικό ο ΟΑΣΘ να έχει οχήματα 25ετίας, λογικό το Μετρό να κάνει 20 χρόνια να τελειώσει. Που έχουμε αποδεχθεί ως λογικό το αεροδρόμιο να μην συνδέεται με μέσο σταθερής τροχιάς, λογικό τα Πανεπιστήμια να προσφέρουν μόνον ενοικιαστές διαμερισμάτων στην τοπική κοινωνία.
Όλα αυτά είναι ξανά στο τραπέζι του διαλόγου, για μία ακόμη δεκαετία. Ίσως αυτή τη φορά με καλύτερες προϋποθέσεις διότι έχουν ηττηθεί στην πράξη πολλές ιδεοληψίες του παρελθόντος, διότι οι ανάγκες είναι πιο πιεστικές και τα πετυχημένα παραδείγματα πόλεων φτάνουν στα μάτια μας πιο εύκολα και πιο γρήγορα. Η Θεσσαλονίκη πρέπει να έχει έναν συγκεκριμένο στόχο. Να γίνει την επόμενη δεκαετία μια κανονική ευρωπαϊκή πόλη με ό,τι συνεπάγεται αυτό. Μπορεί και πρέπει να γίνει μία ευρωπαϊκή μητρόπολη. Αυτός είναι ο στόχος. Όχι η διολίσθηση σε μία μετασοβιετικού τύπου πρωτεύουσα επαρχίας.

Δευτέρα 25 Φεβρουαρίου 2019

Στρατηγική ήττα ΣΥΡΙΖΑ για μία αυθεντικά νέα κομματική ποιότητα στο χώρο της κεντροαριστεράς



Το παρόν δημοσιεύτηκε στην ΜΑΚΕΔΟΝΙΑ ΤΗΣ ΚΥΡΙΑΚΗΣ 24/02/2019



Η χώρα χρειάζεται παράλληλα με την οικονομική και θεσμική ανόρθωση ένα νέο πολιτικό και κομματικό σύστημα που θα είναι ικανό να υπηρετεί τις ανάγκες της στη μεταμνημονιακή εποχή. Μάλιστα θα μπορούσε να ισχυριστεί κανείς πως ιεραρχικά είναι εξίσου σημαντικό αυτό – το νέο κομματικό σύστημα- αν όχι σημαντικότερο της οικονομικής ανασύνταξης, διότι η χώρα μπήκε στην κρίση από την πόρτα της πολιτικής και μόνον από αυτήν την πόρτα θα εξέλθει αυτής.

Στο χώρο της Δεξιάς και Κεντροδεξιάς ο πόλος είναι συμπαγής και εκφράζεται από τη Νέα Δημοκρατία που φαίνεται μάλιστα να βρίσκεται προ των πυλών της διακυβέρνησης της χώρας. Στο χώρο της Αριστεράς και της Κεντροαριστεράς κυρίαρχος είναι ο ΣΥΡΙΖΑ αλλά το ΚΙΝΑΛ ως μετεξέλιξη του ΠΑΣΟΚ, αν και πιέζεται φαίνεται να αντέχει.

Στρατηγικός στόχος του Αλέξη Τσίπρα είναι να διεμβολίσει το ΚΙΝΑΛ και να αναδιαμορφώσει τον κεντροαριστερό χώρο εγκαθιδρύοντας μία ανεμπόδιστη κυριαρχία που θα τον καταστήσει κεντρικό πυλώνα του νέου δικομματισμού και αδιαφιλονίκητο εκφραστή της προοδευτικής κεντροαριστερής εναλλακτικής. Γνωρίζει ότι η ήττα στις εθνικές εκλογές είναι αναπόδραστη. Ρεαλιστικός στόχος ο περιορισμός της έκτασης και η διαμόρφωση των συνθηκών αναδιάταξης του κεντροαριστερού πολιτικού χώρου. Οι υπουργοποιήσεις πρόθυμων στελεχών από το ΚΙΝΑΛ αποκαλύπτουν ποιος είναι ο σχεδιασμός.

Οι δύο δρόμοι για τη νέα κεντροαριστερά του μεσοπρόθεσμου μέλλοντος είναι εμφανείς. Είτε ο ΣΥΡΙΖΑ θα ηττηθεί στρατηγικά και θα ανοίξει την επομένη των εκλογών ένας αυθεντικός διάλογος σε όλο το χώρο, από μηδενική βάση, χωρίς προαπαιτούμενα και ηγεμονισμούς, είτε ο Αλέξης Τσίπρας και ο σημερινός κομματικός μηχανισμός του ΣΥΡΙΖΑ θα επικαθορίσουν τις εξελίξεις με όλους τους υπόλοιπους σε ρόλο βαστάζου και κομπάρσου.

Οι δύο αυτοί δρόμοι δεν αφορούν μόνο στο στελεχιακό δυναμικό του ευρύτερου χώρου, ούτε μόνο στους πολίτες που αυτοπροσδιορίζονται ως προοδευτικοί, κεντροαριστεροί- σοσιαλδημοκράτες. Αφορά τη χώρα καθώς η φυσιογνωμία ενός εκ των δύο κυβερνητικών πόλων είναι καθοριστική για την πορεία της. Ένας ηττημένος στρατηγικά ΣΥΡΙΖΑ την επομένη των εκλογών θα είναι αναγκασμένος να προχωρήσει σε βαθιά αναθεώρηση πολλών πτυχών της πολιτικής του. Η αυθεντική ανασύνθεση του χώρου θα συντμήσει τον απαιτούμενο χρόνο ωρίμανσης, θα περιορίσει τον κρατισμό στον οποίο είναι εθισμένα τα κεντροαριστερά – αριστερά κόμματα, θα μπολιάσει την κεντροαριστερά με απαραίτητες δόσεις εκσυγχρονισμού και οικονομικού φιλελευθερισμού, θα κινητοποιήσει ανθρώπους και στελέχη από κάθε ιδεολογικοπολιτικό ρεύμα, θα περιορίσει τα φαινόμενα λαϊκισμού και θα ανοίξει τον δρόμο για τη σχηματοποίηση μιας νέας κομματικής ποιότητας με ταυτόχρονη αποστρατεία φθαρμένων πολιτικά προσώπων, εμφανώς ακατάλληλων για τη διακυβέρνηση της χώρας την επόμενη δεκαετία.

Αντίθετα, ένα ισχυρός ΣΥΡΙΖΑ στην αντιπολίτευση δεν έχει λόγο να αλλάξει. Η ηγετική ομάδα του, έμπλεη δογματισμών, κυνισμού και ιδεοληψιών θα παραμείνει στο τιμόνι της προσπάθειας. Ο χώρος δεν θα μπορέσει να ξεφύγει από κρατικιστικές αντιλήψεις σε πολλά πεδία – δυστυχώς όχι μόνο στην οικονομία. Θα συνεχίσει να δίνει μάχες οπισθοφυλακής όπως ξεκάθαρα φαίνεται από τις τοποθετήσεις του στη διαδικασία της Συνταγματικής αναθεώρησης με τρανό παράδειγμα την απαγόρευση ίδρυσης μη κρατικών πανεπιστημίων και θα υπόσχεται εις το διηνεκές μία μη ρεαλιστική και δημοσιονομικά αδύνατη ένταξη κοινωνικών και συντεχνιακών αιτημάτων στο κράτος, κατά τις κλασικές αλλά ξεπερασμένες μεταπολιτευτικές πρακτικές.

Ο δρόμος για μία νέα, ευρωπαϊκή και μεταρρυθμιστική προοδευτική παράταξη περνάει λοιπόν από την αποδοκιμασία της παρούσας κυβέρνησης ώστε με νέα διαφοροποιημένα δεδομένα να ανοίξει ένας νέος ιστορικός κύκλος για το πολιτικό αυτό χώρο. Όσοι σπεύδουν να στηρίξουν την κυβέρνηση στο όνομα της αέναης πάλης ανάμεσα στην πρόοδο και την συντήρηση, ηθελημένα αποσιωπούν και παραβλέπουν τα πεπραγμένα της καθώς και τον ιστορικό ρόλο που έπαιξε η πρώτη στην διαχείριση της υπερδεκαετούς πολύπλευρης κρίσης.

Κυριακή 20 Ιανουαρίου 2019

Το Κιν.Αλλ. σε κρίσιμο σταυροδρόμι, άρθρο για την ΚΥΡΙΑΚΑΤΙΚΗ ΜΑΚΕΔΟΝΙΑ 20/01/2019


Όλα μπορεί να έρθουν πάνω κάτω στην ελληνική πολιτική σκηνή, νέα κυβερνητική πλειοψηφία, αποχωρήσεις βουλευτών, προσχωρήσεις βουλευτών, κρίσιμες ψηφοφορίες μία σταθερά παραμένει. Η καχεκτική δημοσκοπική παρουσία του Κιν.Αλλ και η αδυναμία άρθρωσης πειστικού πολιτικού και προγραμματικού λόγου.

Όσοι το επισημαίνουμε, το πράττουμε από αυθεντικό ενδιαφέρον για το χώρο, άλλος λόγος δεν υπάρχει καθώς ουδείς άλλος δεν ασχολείται με την υπόθεση. Τα πιόνια στη σκακιέρα στήνονται επιμελώς από τον Σεπτέμβρη του 2015 και το κομματικό σύστημα κουτσά - στραβά οδηγείται προς ένα νέο σημείο ισορροπίας. Παγιώνονται οι δύο μεγάλοι πόλοι και οι κοινωνικές δυνάμεις στοιχίζονται γύρω από αυτούς διαμορφώνοντας το νέο πολιτικό σκηνικό. Η Νέα Δημοκρατία με ανανεωμένο πρόσωπο, φιλελεύθερο εκσυγχρονιστή πρόεδρο και διασφαλισμένη από τα «δεξιά» της απολαμβάνει το δημοσκοπικό προβάδισμα και προβάρει κοστούμια εξουσίας. Από την άλλη ο ΣΥ.ΡΙ.ΖΑ της κυβερνητικής και διαχειριστικής αποτυχίας παγιώνει την πρωτοκαθεδρία του στον λεγόμενο κεντροαριστερό χώρο και επιμελώς στοχεύει στο να τον εκφράσει σύσσωμο. Με τρόπο άγαρμπο, χωρίς να διεκδικεί την ανασύνθεση ή τη δημιουργία μίας νέας κομματικής και πολιτικής ποιότητας κινείται επιμελώς πάνω σε μία συγκεκριμένη στρατηγική.

Τα δύο μεγάλα κόμματα με την τακτική τους θα οδηγήσουν σε εκλογές πόλωσης σε περιβάλλον όξυνσης. Όλα τα ενδιάμεσα κόμματα πλην ΚΚΕ και Χρυσής Αυγής αντιμετωπίζουν προβλήματα επιβίωσης. Το Κιν.Αλλ. λόγω της παρακαταθήκης του ΠΑ.ΣΟ.Κ διασώζεται προς ώρας αλλά δεν υπάρχει προοπτική.

Ευκαιρίες και χρόνος υπήρξαν για να γραφτεί αλλιώς η ιστορία από το 2015 και μετά. Δεν αξιοποιήθηκαν. Η αδυναμία του Κιν.Αλλ είναι η σανίδα σωτηρίας του ΣΥ.ΡΙ.ΖΑ. Η ήττα του τελευταίου θα μπορούσε να προέλθει μόνον από το Κιν.Αλλ. Η Νέα Δημοκρατία δεν μπορεί να διεισδύσει εύκολα στο χώρο αριστερότερα του κέντρου, έχει υψηλή συσπείρωση και φλερτάρει με μεταπολιτευτικά ποσοστά και αυτοδυναμία. Έχει κάθε λόγο να αντιπολιτεύεται τον Τσίπρα του 2009, τον Τσίπρα του 2012, τον Τσίπρα του 2015. Η κεντροαριστερά όμως δεν μπορεί να έχει την ίδια τακτική. Μπορεί σίγουρα και οφείλει να αναδεικνύει συνεχώς την ασυνέπεια λόγων και έργων του κυβερνώντος κόμματος όμως κατά κάποιον τρόπο πρέπει επιπρόσθετα  να απαντήσει στην μετεξέλιξή του. Αν ο ΣΥ.ΡΙ.ΖΑ προσπαθεί να υποκαταστήσει το ΠΑ.ΣΟ.Κ, οι κληρονόμοι του ΠΑ.ΣΟ.Κ τι κάνουν; Διατρανώνουν πως ο σφετεριστής είναι νόθο παιδί; Ποιον απασχολεί η «γραμμή αίματος»;

Καλώς ή κακώς τα κοινωνικά στρώματα που ανέδειξε η κεντροαριστερά και αποτέλεσαν τη ραχοκοκαλιά της σήμερα φλερτάρουν με το κυβερνών κόμμα. Ο στόχος της κεντροαριστεράς έπρεπε να είναι διττός. Πρώτον να αντιπροσωπεύσει αυτά τα κοινωνικά στρώματα, να απαντήσει πειστικά στα δικά τους αιτήματα και δεύτερον να τα πιάσει από το χέρι, να εξηγήσει, να φωτίσει τους περιορισμούς και τις δυνατότητες του νέου κόσμου που αχνοφαίνεται. Να μιλήσει για τους πολλούς μεν , ρεαλιστικά δε. Να εξηγήσει γιατί οι παλιές πολιτικές είναι πλέον ακατάλληλες και να παρουσιάσει τις νέες. Μια νέα αυθεντικά προοδευτική πρόταση διακυβέρνησης που θα εντάσσει όλες τις προκλήσεις, τους περιορισμούς αλλά και τις δυνατότητες.

Σάββατο 19 Ιανουαρίου 2019

Είμαστε ικανοί να μοιράσουμε πλούτο που δεν υπάρχει, άρθρο για την ΚΥΡΙΑΚΑΤΙΚΗ ΜΑΚΕΔΟΝΙΑ 13/1/2019


Παρακολουθώντας κανείς το δημόσιο διάλογο, την ημερήσια ατζέντα που απασχολεί τα ΜΜΕ, τον Τύπο, τα social media και το πολιτικό σύστημα διαπιστώνει κανείς πως η χώρα έχει μία μοναδική δυνατότητα. Μπορεί επί μέρες και μήνες να ασχολείται με θέματα σημαντικά μεν, όχι όμως τα σημαντικότερα.

Για παράδειγμα λίγες ημέρες πριν είχαμε το κοινωνικό μέρισμα, τις υποσχέσεις για φοροελαφρύνσεις, το υπερπλεόνασμα, την υποτιθέμενη μείωση της ανεργίας, το σκάνδαλο Novartis. Ακολούθως και σε σχέση με την υπερψήφιση της Συμφωνίας των Πρεσπών έχουμε μπει σε ένα γαϊτανάκι εκλογολογίας, ψήφου εμπιστοσύνης, αποχώρησης των ΑΝΕΛ από την κυβέρνηση. Παράλληλα εξετάζουμε την επίσης υποτιθέμενη στροφή του κυβερνώντος κόμματος προς την κεντροαριστερά με τα ανοίγματα προς πολιτικούς και στελέχη του χώρου αυτού. Ακούσαμε από το βήμα της Βουλής από το στόμα του πρωθυπουργού πως το εμφανές πλεονέκτημά του είναι η οικονομία. Μαθαίνουμε για την ανωτατοποίηση των ΤΕΙ και την μετατροπή τους σε Πανεπιστήμια μέσα σε ένα βράδυ, χωρίς σχέδιο.

Φαίνεται δηλαδή πως η χώρα έχει μία κάποια πολυτέλεια να ασχολείται με θέματα που θα ασχολούνταν εάν είχε περάσει σε μία κανονικότητα. Είναι όμως αυτή η πραγματικότητα; Ας ρίξουμε μία ματιά στα στοιχεία καθώς ο ανθρώπινος πολιτισμός έδωσε μεγάλες μάχες και έκανε υπερβάσεις ώστε να καταλήξει να πιστεύει σε στοιχεία, μετρήσεις, δεδομένα και όχι σε υπερφυσικές δυνάμεις και δεισιδαιμονίες.

Ανάπτυξη: Η αισιόδοξη πρόβλεψη για  +2,5% είναι χαμηλότερη από τον μέσο προβλεπόμενο ρυθμό ανάπτυξης για την επόμενη χρονιά και τοποθετεί τη χώρα μας στην 11η θέση στο σύνολο των 19 χωρών-μελών της Ευρωζώνης.

Επενδύσεις: Μία από τις τρεις χειρότερες επιδόσεις όσον αφορά την πορεία του ακαθάριστου σχηματισμού παγίου κεφαλαίου, ο οποίος και αποτυπώνει ουσιαστικά την πορεία των επενδύσεων.
Κατανάλωση: Η Ελλάδα βρίσκεται στη δεύτερη χειρότερη θέση της Ευρωζώνης για φέτος όσον αφορά τον ρυθμό της δημόσιας κατανάλωσης. Σε ό,τι αφορά στην ιδιωτική κατανάλωση και εκεί η ασθενική αύξηση του 1% είναι η δεύτερη χειρότερη της Ευρωζώνης.

Αν λοιπόν κάποιος παρατηρούσε τη χώρα από μία απόσταση ασφαλείας, θα απορούσε με τις προτεραιότητές μας, την ιεράρχηση των θεμάτων που κάνουμε συλλογικά, την ανεμελιά μας και την δυνατότητα να αντιπαρατεθούμε για τη μοιρασιά ενός πλούτου που απλά δεν παράγεται. Είμαστε ικανοί να αντιπαρατεθούμε για τον αν η ανάπτυξη θα είναι δίκαιη ή άδικη κοινωνικά, ενώ δεν έχουμε σημαντική ανάπτυξη. Μπορούμε να μοιράσουμε υπερπλεονάσματα ενώ προμηθευτές του δημοσίου παραμένουν απλήρωτοι. Μπορούμε να σχεδιάσουμε το ασφαλιστικό της επόμενης τριαντακονταετίας ενώ όλες οι προβολές φωνάζουν πως δεν υπάρχει βιώσιμη λύση ως έχουν τα πράγματα.

Μέχρι ενός σημείου υπάρχει μία λογική εξήγηση που θέλει το δομικό πρόβλημα της χώρας να είναι πρωτίστως πολιτικό. Από την πόρτα της πολιτικής μπήκε η κρίση και όχι από της οικονομίας. Σε μία χώρα που το κράτος και η διαχείρισή του είναι περίπου το 50-60% της συνολικής οικονομικής δραστηριότητας, οι αποφάσεις και οι εξελίξεις είναι άρρηκτα συνδεδεμένες με την πολιτική κατάσταση. Από αυτό το σημείο όμως μέχρι του να μην μας απασχολεί σχεδόν καθόλου η οικονομία και να τρεφόμαστε με καθημερινά πολιτικά show κακής μάλιστα ποιότητας υπάρχει μεγάλη απόσταση.

Κυριακή 6 Ιανουαρίου 2019

Η Ελλάδα στο κατώφλι της τρίτης δεκαετίας του 21ου αιώνα, άρθρο στην ΚΥΡΙΑΚΑΤΙΚΗ ΜΑΚΕΔΟΝΙΑ 6/1/2019



Σε αυτή τη γωνιά των Βαλκανίων και της Νοτιανατολικής Ευρώπης τα πράγματα δεν πηγαίνουν καλά. Η Ελλάδα επί μία δεκαετία ταλαιπωρείται από μία οικονομική κρίση που ξεκίνησε ως κρίση δανεισμού και κατέληξε σε ριζική αμφισβήτηση κάθε πτυχής του παραγωγικού μοντέλου και του κοινωνικού συμβολαίου. Επί μία δεκαετία η χώρα βρίσκεται σε μία περιδίνηση άνευ προηγουμένου, χωρίς καμία αναλογία με άλλες περιπτώσεις ανεπτυγμένων κρατών. Το καθοδικό σπιράλ συμπαρέσυρε το ΑΕΠ, το δημογραφικό προφίλ της χώρας, τη γεωπολιτική της βαρύτητα, την αποτρεπτική της ικανότητα, το βιοτικό επίπεδο και αμαύρωσε το brand της με ό,τι αυτό συνεπάγεται μακροπρόθεσμα.

Η εθνική τύφλωση, η αδυναμία στοιχειώδους συνεννόησης, η αναξιοπιστία του πολιτικού συστήματος και η από ένα σημείο και μετά αδιαφορία δανειστών και εταίρων έχουν οδηγήσει τη χώρα σε ένα ανεπίτρεπτο τέλμα και υπονομεύσει δραματικά τις προοπτικές ανάταξης. Η χώρα δανείστηκε παραπάνω από 300 δισεκατομμύρια ευρώ – το μεγαλύτερο δάνειο στην ιστορία της ανθρωπότητας - και υλοποίησε αρκετές μεταρρυθμίσεις που έφεραν μία σταθεροποίηση όμως δεν φαίνεται ικανή να πραγματοποιήσει την κρίσιμη μετάβαση σε ένα νέο αναπτυξιακό μοντέλο.

Ταυτόχρονα με τα αμιγώς ελληνικά δομικά προβλήματα, όποιος παρακολουθεί τις εξελίξεις σε ευρωπαϊκό και παγκόσμιο επίπεδο διαπιστώνει ότι οι προκλήσεις είναι πολύ μεγαλύτερες. Ο δυτικός κόσμος βρίσκεται ενώπιον μεγάλων αλλαγών και οι παγκόσμιες ανακατατάξεις θέτουν σημαντικά προβλήματα στο τραπέζι. Η μεταπολεμική συνθήκη πρωτοκαθεδρίας των Η.Π.Α αμφισβητείται. Οι παραγωγικές δυνάμεις της Ανατολής είναι παρούσες και διεκδικούν μερίδιο από τον παγκόσμιο καταμερισμό εργασίας. Η συζήτηση στρέφεται στις νέες τεχνολογίες που θα κυριαρχήσουν τις επόμενες δεκαετίες και θα αλλάξουν άρδην κάθε κοινωνική, οικονομική και ενδεχομένως και πολιτική δομή που γνωρίζουμε.

4η βιομηχανική επανάσταση
Τα ρομπότ έρχονται να αντικαταστήσουν αρχικά φθηνά εργατικά χέρια, αλλά και πολλά επαγγέλματα στον χώρο των υπηρεσιών. Το ανθρώπινο σώμα γίνεται νέο πεδίο για βιομηχανίες που αναπτύσσονται - αποκωδικοποίηση του DNΑ, τεστ για την ανίχνευση πρώιμων μορφών καρκίνου κ.α. Άλλες εταιρείες επιχειρούν παραγωγή οργάνων από ζώα για να χρησιμοποιηθούν σε μεταμοσχεύσεις σε άνθρωπο.  Nέα επιχειρηματικότητα του δια-μοιρασμού (sharing) υπηρεσιών, με πλατφόρμες όπως η AirBnB και η Uber, αλλάζουν τον χάρτη των πόλεων, των μετακινήσεων και επαναφέρουν στεγαστικά ζητήματα, ζητήματα αστικού σχεδιασμού, δημόσιου χώρου κ.ο.κ. Κυβερνοεπιθέσεις και παρεμβάσεις άλλων κρατών ( Κίνα/ Ρωσία) σε εκλογικές διαδικασίες χωρών όπως οι Η.Π.Α ή το δημοψήφισμα για το Brexit και γενικότερα ζητήματα ασφάλειας λίγα χρόνια πριν θα φάνταζαν σενάριο επιστημονικής φαντασίας. Μεγάλες εταιρείες κολοσσοί συγκεντρώνουν τεράστια δεδομένα, πόρους, οικονομική και τελικά και πολιτική ισχύ. Η τεχνητή νοημοσύνη είναι η νέα λυδία λίθος του νέου κόσμου που αχνοφαίνεται.


Αυτές οι παράμετροι διαμορφώνουν μία μεγάλη εικόνα συγκλονιστικών αλλαγών που θα μεταβάλλουν άρδην κάθε παραδοχή. Το «παλαιό καθεστώς» της φιλελεύθερης αστικής δημοκρατίας, του Διαφωτισμού, της ρύθμισης, της στρατιωτικής και οικονομικής ισχύος πρέπει να παλέψει για να διασωθεί.

Η Ελλάδα είναι μέρος αυτού του κόσμου. Του κόσμου που κλονίζεται και θα δώσει τη μάχη στον αιώνα που διανύουμε. Ή θα στρωθεί στη δουλειά με σοβαρότητα, πολιτική διεύθυνση βασισμένη σε μακρόπνοο στρατηγικό σχεδιασμό και θα ανακτήσει το χαμένο έδαφος ή θα ασχολείται με επιδόματα και κοινωνικά μερίσματα ενώ μετατρέπεται σε μία buffer zone ασφάλειας του δυτικού κόσμου.