Σάββατο 30 Μαρτίου 2019

Μπορεί ο δήμαρχος να αλλάξει την πορεία μιας πόλης;

( Το παρόν δημοσιεύτηκε στην ιστοσελίδα VORIA.GR )


Η παγιωμένη αντίληψη που έχουμε για τον δήμαρχο είναι πως πρέπει να ασχολείται με τα ζητήματα της καθημερινότητας, τα λεγόμενα μικρά (όσο και αν δεν είναι) και τα απλά (όσο σύνθετα και αν έχουν αποδειχθεί). Αναθέτουμε στη δημοτική αρχή να μαζέψει τα σκουπίδια, να βάλει λάμπες, να ποτίσει τα λουλούδια και τα πράσινα σημεία και εσχάτως να φροντίσει τη σχολική στέγη. Όταν δε μάλιστα, ακόμη και αυτά τα μικρά δεν τελεσφορούν, τότε κάθε συζήτηση για άλλες μεγαλύτερες και πιο φιλόδοξες πολιτικές επιλογές περνά στη σφαίρα της φαντασίας.

Κινδυνεύουμε όμως με αυτόν τον τρόπο και αυτήν την τροπή των πραγμάτων να αποκοπούμε από το παράδειγμα άλλων προοδευμένων κοινωνιών που έχουν μεταφέρει πληθώρα αρμοδιοτήτων και πόρων στην αυτοδιοικητική βαθμίδα με εμφανώς καλύτερα αποτελέσματα συγκριτικά με εμάς.

Μέχρι ενός σημείου, η κουβέντα για τις αρμοδιότητες και τους διαθέσιμους για την Τοπική Αυτοδιοίκηση πόρους έχει βάση και πολλά στοιχεία αλήθειας. Όμως έχουμε αναρωτηθεί αν αυτή η θεσμική και δημοσιονομική πραγματικότητα αποτελεί ταυτόχρονα άλλοθι δημοτικών αρχών χαμηλών προδιαγραφών και υποψήφιων δημάρχων χωρίς όραμα και σχέδιο, χωρίς ατζέντα για τα μεγάλα, χωρίς άποψη για τον μεσοπρόθεσμο στρατηγικό σχεδιασμό;

Στην περίπτωση της Θεσσαλονίκης, έχουμε κατά κοινή ομολογία μία πόλη που υπολείπεται των πραγματικών της δυνατοτήτων λόγω μίας σειράς πολιτικών επιλογών, δικών της αδυναμιών αλλά και αντικειμενικών συνθηκών. Η πτώση του Ανατολικού μπλοκ πριν από 30 χρόνια ξαναέδωσε στην πόλη το απαραίτητο γεωπολιτικό βάθος και τη δυνατότητα να πρωταγωνιστήσει. Ο εσωστρεφής κορπορατισμός όμως του ελληνικού κράτους, οι ρηχές έως οπισθοδρομικές τοπικές ελίτ και η πρόσβαση σε φθηνό χρήμα έφεραν, πέραν της κρίσης, αρνητικές συνέπειες στην ευρύτερη περιοχή νωρίτερα. Η Θεσσαλονίκη και η Κεντρική Μακεδονία έχουν πληγεί από τη φυγή παραγωγικών μονάδων στα Βαλκάνια πολύ νωρίτερα από τα μνημόνια. Οι υποδομές της πόλης, μία λόγω Ολυμπιακών Αγώνων και μία λόγω δημοσιονομικής στενότητας έχουν καθυστερήσει υπερβολικά αθροίζοντας κόστος για την πόλη.

Η κατάσταση αυτή είχε παράλληλα ακόμη μία λανθάνουσα συνέπεια. Στέρησε από την πόλη την πρακτική εφαρμογή διαδικασιών απόφασης. Αφού αρκούσε η καταγγελία του «κράτους των Αθηνών» και η τελετουργία των κομματικών ηγεσιών κάθε Σεπτέμβριο στη Δ.Ε.Θ, η Θεσσαλονίκη δεν έμαθε να σχεδιάζει, δεν έμαθε να συζητά, να συμφωνεί και κυρίως να καταλήγει σε ένα master plan πόλης. Η Μεταπολιτευτική έξη των κομματικών συσπειρώσεων δεν άφησε μεγάλα περιθώρια για επιστημονικές, αυτοδιοικητικές, περιβαλλοντικές και αναπτυξιακές προσεγγίσεις. Αν το κόμμα που διεκδικούσε την εξουσία είχε κάποιες προγραμματικές ιδέες προς τη σωστή κατεύθυνση υπήρχε η ελπίδα θετικών εξελίξεων, χωρίς όμως μία αυτοδύναμη και στερεή βάση να μπορεί να τις υποστηρίξει, να τις υλοποιήσει και να ενδεχομένως να τις βελτιώσει αλλάζοντάς τες.

Με αυτά και με αυτά τι βλέπουμε στη Θεσσαλονίκη σε επίπεδο σχεδιασμού; Βλέπουμε μετρημένες αναπλάσεις αλλά σημειακές και αποσπασματικές, που δεν εντάσσονται σε κάποιο μεγαλύτερο πλαίσιο και ως εκ τούτου δεν αλλάζουν δομικά την εικόνα της πόλης. Ακυρώνεται έτσι μια βασική λειτουργία του αστικού σχεδιασμού που είναι να προσδώσει χαρακτήρα στην πόλη και να εκφράσει τις φιλοδοξίες της για το μέλλον. Βλέπουμε έργα που μετά την αποπεράτωσή τους παρακμάζουν καθώς δεν υπάρχει επαρκής πρόβλεψη για τη συντήρηση τους., Βλέπουμε πεζοδρομήσεις που δεν οδηγούν πουθενά και γρήγορα διολισθαίνουν σε πεδία ανάπτυξης τραπεζοκαθισμάτων, ποδηλατοδρόμους που δεν συνιστούν δακτύλιο και οδηγούν στο πουθενά. Βλέπουμε έναν κυκεώνα μελετών και μικρών έργων, χωρίς καμία λειτουργική και αισθητική σύνδεση μεταξύ τους, χωρίς συνοχή. Βλέπουμε διαμάχες και θολούρα κάθε που ανοίγει ένα θέμα ( π.χ ανάπλαση ΔΕΘ) και όλα αυτά διότι δεν υπάρχει ένα δυναμικό – και ουχί στατικό- master plan.

Ο νέος δήμαρχος της πόλης, μέσα σε όλα τα άλλα, πρέπει να δώσει μία πειστική απάντηση και στα ανωτέρω. Πιέζοντας, πείθοντας, συνεργαζόμενος  με την κυβέρνηση – δικό του θέμα. Η συνέχεια του υπάρχοντος αλαλούμ όμως δεν συνιστά επιλογή για την πόλη. Η επόμενη διοίκηση πρέπει να βάλει την πόλη σε τροχιά ραγδαίας ανάπτυξης. Για να υπάρξει τέτοια, τα βασικά ζητήματα πρέπει να λυθούν.


Κυριακή 17 Μαρτίου 2019

Θεσσαλονίκη: η συρρικνούμενη πόλη

( το παρόν δημοσιεύτηκε στο ενημερωτικό site GR.TIMES)

Η δεύτερη μεγαλύτερη πόλη της χώρας προχωρά στο χρόνο χωρίς προορισμό. Νιώθουμε όλοι ότι οι τοπικές ελίτ είτε είναι αδύναμες να πιάσουν το τιμόνι και να το στρίψουν προς μία κατεύθυνση είτε αδιαφορούν συνειδητά καθώς νιώθουν παρακολούθημα της κεντρικής πολιτικής διαμάχης.

Για να καταφέρει η ανθρωπότητα να απαλλαγεί από μυθοπλασίες, δεισιδαιμονίες και λοιπές μαγγανείες πέρασαν αιώνες μαχών, διώξεων και συγκρούσεων. Για να περάσουμε στη νεωτερικότητα και την επικράτηση του ορθού λόγου έπρεπε να συμφωνήσουμε πως οι αριθμοί κατέχουν μεγαλύτερη σημασία και βαρύτητα από τις δοξασίες. Ας δούμε λοιπόν μερικούς αριθμούς της πόλης.
Ο πληθυσμός του Δήμου Θεσσαλονίκης μεταξύ των ετών 2001 και 2011 μειώθηκε κατά 13,4%. Οι κάτοικοι φαίνεται να εγκαταλείπουν την πόλη εδώ και περισσότερο από τρία χρόνια. Η μείωση είναι ιδιαίτερα έντονη στις μικρές και παραγωγικές ηλικίες . Περίπου 38% μείωση για τις ηλικιακές ομάδες 6 – 14 ετών, 26% η μείωση για τους 15-24, 24% για την ηλικιακή ομάδα 25-39 και αύξηση 85% για τον πληθυσμό άνω των 80 ετών.
Οι αναλογίες πρασίνου ανά κάτοικο τραγικές με περίπου 2,73 τ.μ. για τον καθένα μας – με το κατώτατο διεθνώς παραδεκτό όριο στα 10 τ.μ. Οι μεγάλες βασικές υποδομές είναι της δεκαετίας του 1970 και αυτές που ολοκληρώνονται, ολοκληρώνονται εδώ και μία δεκαετία. Η οικονομική κρίση ήρθε και επικάθησε στην πόλη μετά από μία δεκαπενταετία συνεχών πληγμάτων για την ευρύτερη οικονομία της περιοχής. Η αποβιομηχάνιση, η ανεργία, η αποεπένδυση, η ερήμωση των βιομηχανικών περιοχών μας δεν ξεκίνησαν το 2010, όπως σε όλη την Ελλάδα, αλλά νωρίτερα στα μέσα της δεκαετίας του 1990. Καταφέραμε να αλλάξουμε το παραγωγικό πρότυπο της περιοχής; Όχι. Καταφέραμε να προσελκύσουμε ή να στηρίξουμε την ίδρυση νέων επιχειρήσεων σε διεθνώς εμπορεύσιμους τομείς; Πλην του τουρισμού, όχι. Καταφέραμε να μετατρέψουμε την πόλη σε κόμβο εμπορίου, εκπαίδευσης, πολιτισμού; Όχι. Υλοποιήσαμε κάποια φιλόδοξη ανάπλαση του δημόσιου χώρου ώστε να προσδώσουμε χαρακτήρα και πλεονεκτήματα στην πόλη. Με την εξαίρεση της Νέας Παραλίας, όχι. Καταφέραμε μήπως να μετατρέψουμε τη Θεσσαλονίκη σε μία πόλη λειτουργική και βιώσιμη που αν μη τι άλλο εξασφαλίζει ένα επίπεδο ποιότητας ζωής; Εκ του αποτελέσματος όχι.
Δημογραφική αποψίλωση, οικονομική δυσπραγία, καχεκτική ανάπτυξη, αδυναμία παρακολούθησης παγκόσμιών εξελίξεων, αναξιοποίητο διανοητικό κεφάλαιο, ανολοκλήρωτες υποδομές και αφόρητη καθημερινότητα φανερώνουν την δραματική μας αδυναμία να σχεδιάσουμε στρατηγικά τα επόμενα βήματά μας. Αδυναμία των τοπικών ελίτ αλλά και ημών των πολιτών που έχουμε μετατραπεί δια του μιθριδατισμού μας σε μία κοινωνία χαμηλών προσδοκιών. Που μας φαίνεται λογικό η Αριστοτέλους να είναι εμποροπανήγυρις, λογικό η Νέα Παραλία να λεηλατείται, λογικό οι προσόψεις των κτιρίων να είναι μουντζουρωμένες. Μας φαίνεται λογικό να υπάρχουν σκουπίδια παντού, λογικό ο ΟΑΣΘ να έχει οχήματα 25ετίας, λογικό το Μετρό να κάνει 20 χρόνια να τελειώσει. Που έχουμε αποδεχθεί ως λογικό το αεροδρόμιο να μην συνδέεται με μέσο σταθερής τροχιάς, λογικό τα Πανεπιστήμια να προσφέρουν μόνον ενοικιαστές διαμερισμάτων στην τοπική κοινωνία.
Όλα αυτά είναι ξανά στο τραπέζι του διαλόγου, για μία ακόμη δεκαετία. Ίσως αυτή τη φορά με καλύτερες προϋποθέσεις διότι έχουν ηττηθεί στην πράξη πολλές ιδεοληψίες του παρελθόντος, διότι οι ανάγκες είναι πιο πιεστικές και τα πετυχημένα παραδείγματα πόλεων φτάνουν στα μάτια μας πιο εύκολα και πιο γρήγορα. Η Θεσσαλονίκη πρέπει να έχει έναν συγκεκριμένο στόχο. Να γίνει την επόμενη δεκαετία μια κανονική ευρωπαϊκή πόλη με ό,τι συνεπάγεται αυτό. Μπορεί και πρέπει να γίνει μία ευρωπαϊκή μητρόπολη. Αυτός είναι ο στόχος. Όχι η διολίσθηση σε μία μετασοβιετικού τύπου πρωτεύουσα επαρχίας.