Κυριακή 25 Αυγούστου 2019

Περιδίνηση ανάμεσα σε δύο αιώνες, άρθρο στη ΜΑΚΕΔΟΝΙΑ της ΚΥΡΙΑΚΗΣ 25/8/2019




Ο λόγος του υπουργού ψηφιακής πολιτικής, κ. Πιερρακάκη στο κοινοβούλιο με εξέπληξε ευχάριστα. Όχι γιατί ήταν πρωτάκουστος, ούτε γιατί εμπεριείχε νοήματα πυκνά και καινοτόμα, όσο κυρίως διότι δομούνταν γύρω από ένα βασικό πρόταγμα. Η χώρα πρέπει να αλλάξει αιώνα και πρέπει να το πράξει τώρα, σήμερα. Τα ευχάριστο της έκπληξης ήταν πως στο ελληνικό κοινοβούλιο δεν έχουμε συνηθίσει να ακούμε λόγους με δομή, παραδείγματα και επιχειρήματα που να πλαισιώνονται από ένα σύστημα αξιών και να διαρθρώνονται γύρω από συγκεκριμένες δράσεις, από πραγματικά βήματα. Ο νέος υπουργός, με κεντροαριστερές πολιτικές καταβολές, είτε μίλησε για την ψηφιακή μετάβαση, είτε για την τριτοβάθμια εκπαίδευση, είτε για τα ΚΕΠ, μετέδωσε το ίδιο κεντρικό μήνυμα μέσα από πολλαπλά κανάλια. Πρέπει να αλλάξουμε, να προχωρήσουμε μπροστά, να εκσυγχρονιστούμε, να προλάβουμε όλες τις παγκόσμιες εξελίξεις.

Τη στιγμή που στην Ελλάδα το 2019 ο δημόσιος διάλογος και η πολιτική ατζέντα έχουν στο επίκεντρό τους το «πανεπιστημιακό άσυλο» και τη σύνδεση των νησιών μας μέσω ακτοπλοΐας, σε άλλα μέρη της γης συντελούνται καθημερινές επαναστατικές αλλαγές που σε πολύ λίγα χρόνια θα μεταβάλλουν άρδην ό,τι έχουμε γνωρίσει. Την ώρα που εμείς αντιπαρατιθέμεθα για τον ΕΦΚΑ, για την αποκομιδή των σκουπιδιών, για τον ΟΑΣΘ κάπου στην γη ετοιμάζεται πυρετωδώς η είσοδος των ρομπότ ακόμη και στην καθημερινότητα των ανθρώπων – όχι μόνο στη βιομηχανία. Η ζήτηση για παροχή φροντίδας ηλικιωμένων για παράδειγμα, στην Ιαπωνία είναι μεγάλη και παράλληλα η δημογραφία περιοριστική. Σε 10 με 15 χρόνια ας μην μας φανεί περίεργο εάν τους ηλικιωμένους Ιάπωνες γηροκομούν ρομπότ εφόσον το νέο ηλικιακά εργατικό δυναμικό δεν θα επαρκεί. Την ώρα που εμείς δεν μπορούμε να καταλήξουμε σε ένα σχετικά σταθερό και αναπτυξιακό φορολογικό σύστημα σε κάποιες χώρες εμπνευσμένοι επιστήμονες και επιχειρηματίες δημιουργούν καινοτομίες που αλλάζουν το χάρτη της παραγωγής, της κατανάλωσης, της υγείας.  Υπάρχουν παραδείγματα αξιοποίησης της κινητής τηλεφωνίας στην ιατρική που δίνουν λύση στην υστέρηση που παρατηρείται στην αφρικανική ήπειρο. Περνώντας σε άλλο παράδειγμα, η ανάπτυξη της γονιδιωματικής θα επιφέρει τρομακτικές αλλαγές στην ιατρική, στον προσδοκώμενο χρόνο ζωής, στην ποιότητα ζωής.

Η επόμενη εικοσαετία της 4ης Βιομηχανικής Επανάστασης σχεδιάζεται ήδη σε κάποια Πανεπιστήμια και ερευνητικά κέντρα ανά τον κόσμο αλλά σίγουρα όχι στης Ελλάδας. Και πως αλλιώς να γίνει όταν το πολιτικό και κομματικό σύστημα της χώρας που εν πολλοίς διαμορφώνει το θεσμικό οικοδόμημά της δεν είναι ικανό να παρακολουθήσει σχεδόν καμία ανάλογη εξέλιξη. Το 2019 στην Ελλάδα δραστηριοποιούνται αμέτρητα κόμματα που ομνύουν σε παραλλαγές ιδεολογιών του 19ου αιώνα και άλλα τόσα που έχουν πρότυπα οργάνωσης της κοινωνίας και της οικονομίας των αρχών του 20ου

Οι προκλήσεις της χώρας είναι τεράστιες και δεν περιορίζονται μόνο στην οικονομία. Ακόμη και αν η οικονομία καταφέρει να ξεκολλήσει και δημιουργηθεί νέος πλούτος αυτό δεν συνεπάγεται αυτόματα επίλυση ή ικανοποιητική απάντηση στις προκλήσεις. Δυστυχώς η κρίση δεν μετέβαλλε ουσιαστικά τον σκληρό πυρήνα των αντιλήψεων και των έξεων μας. Η χώρα βρίσκεται σε μία ιδιότυπη κατάσταση ισορροπίας. Κόμματα του 1970, οικονομία του 1990, κοινωνικές – πολιτικές αντιλήψεις και ιδεότυποι των αρχών του 20ου αιώνα, κατανάλωση και απαιτήσεις του 21ου. Αυτή η παραδοξότητα με κάποιον τρόπο πρέπει να περιοριστεί και να αντιστοιχηθούν οι παραγωγικές δυνατότητές μας με τις καταναλωτικές μέσα από μία ωρίμανση των κοινωνικών πεποιθήσεων και αντιλήψεων.

Οπότε, επανερχόμενοι στο νέο υπουργό, κάθε φωνή που περιγράφει το πρόβλημα, το κατανοεί σε βάθος και έχει μία πρόταση για να φτάσουμε στη λύση είναι ευπρόσδεκτή. Νέοι πολιτικοί, νέες αντιλήψεις, νέοι τρόποι και βλέμμα στο μέλλον.

Κυριακή 18 Αυγούστου 2019

Τρέξε, μείνε σε εγρήγορση, κράτα σφιχτά το τιμόνι, άρθρο στη ΜΑΚΕΔΟΝΙΑ της ΚΥΡΙΑΚΗΣ 18/8/2019




Πολλοί ισχυρίζονται πως κάθε νέα κυβέρνηση πρέπει να προωθήσει την ατζέντα της αμέσως μόλις εκλεγεί. Εισηγούνται δηλαδή ένα εμπροσθοβαρές πρόγραμμα παρεμβάσεων και αλλαγών σε πρώτο χρόνο, ώστε αυτές να αποδώσουν μέχρι το πέρας της θητείας και να προσδώσουν και πολιτικά οφέλη στην κυβέρνηση. Στην αρχή κάθε τετραετίας η κυβέρνηση απολαμβάνει την εμπιστοσύνη του εκλογικού σώματος, δεν υπάρχει φθορά αλλά αντίθετα διάχυτη αισιοδοξία και στήριξη που πολλές φορές υπερβαίνει το εκλογικό ποσοστό των εκλογών. 

Αυτή η προσέγγιση είναι σε γενικές γραμμές σωστή αν και ένας περίεργος μηχανισμός «ύπνωσης» επιδρά σε όλες ανεξαιρέτως τις νεοεκλεγμένες κυβερνήσεις και δεν ακολουθούν αυτή τη συνταγή. Αντίθετα προτιμούν ήπιες προσαρμογές, μικρές και ελεγχόμενες ρήξεις, διαχείριση και όχι τομές. Λίγο η ευφορία του θετικού αποτελέσματος, λίγο η κόπωση από την προεκλογική προσπάθεια αλλά κυρίως η υπερεκτίμηση του λεγόμενου πολιτικού κόστους που – εκτιμούν ότι - σωρεύεται από την υλοποίηση τολμηρών δημόσιων πολιτικών, οδηγούν τελικά στην οδό των σταδιακών αλλαγών ή στο κακό σενάριο της στασιμότητας.

Στην εξίσωση αυτή έχει ρόλο και η εκάστοτε αντιπολίτευση. Μετά την ήττα κάθε κόμμα χρειάζεται ένα μεγάλο χρονικό διάστημα ώστε να ανασυγκροτηθεί πολιτικά και οργανωτικά, χρόνο που η κυβέρνηση μπορεί να εκμεταλλευτεί. Η επαναφορά του αντιπολιτευόμενου κόμματος σε τροχιά διεκδίκησης της εξουσίας δεν είναι εύκολη υπόθεση και υπάρχουν σοβαρές προϋποθέσεις για να γίνει αυτό.

Στη δική μας περίπτωση, με την κυβέρνηση της Νέας Δημοκρατίας και την αξιωματική αντιπολίτευση του ΣΥ.ΡΙ.ΖΑ ισχυρίζομαι ότι η ανωτέρω προσέγγιση ισχύει λίγο παραλλαγμένη. Η Νέα Δημοκρατία έχοντας κερδίσει με μεγάλη διαφορά τις εθνικές εκλογές έχει σαφές πολιτικό πλεονέκτημα έναντι του ΣΥ.ΡΙ.ΖΑ. Δεν πρέπει όμως να ακολουθήσει την πεπατημένη της «ήπιας προσαρμογής» - αυτή θα είναι η συνταγή της αποτυχίας της. Είναι γεγονός πως η αξιωματική αντιπολίτευση αδυνατεί να επανατοποθετηθεί στα πράγματα και εμφανίζεται ενώπιον στρατηγικών διλημμάτων. Ο ΣΥ.ΡΙ.ΖΑ δεν μπορεί να αντιπολιτευθεί τη νέα κυβέρνηση με τρόπο αντίστοιχο της περιόδου 2010-2015. Εάν επιχειρήσει να αντιγράψει περιεχόμενο, τρόπο, εκφάνσεις και μέσα εκείνης της περιόδου θα απαξιωθεί πλήρως. Κινητοποιήσεις, υποκινούμενες διαμαρτυρίες, πολιτική επαναστατική γυμναστική, κοινοβουλευτικός και  εξωκοινοβουλευτικός ακτιβισμός κ.ο.κ είναι τρόποι και μέσα που ο ΣΥ.ΡΙ.ΖΑ πρέπει να ξεχάσει. 

Η συμβολική σχέση του ΣΥ.ΡΙ.ΖΑ με τον πολιτικό ριζοσπαστικό έχει λήξει από καιρό και η αναζήτηση της νέας οδού είναι μία διαδικασία επίπονη και απαιτητική. Η ηγετική ομάδα θα πρέπει να υπερβεί τις δυνατότητές της καθώς είναι μαθημένη σε μετεωρικές πορείες ανόδου, αβαθείς προγραμματικές προσεγγίσεις και αυτή της η εμπειρία δεν μπορεί να την βοηθήσει στην παρούσα φάση.

Συνοψίζοντας, εκτιμώ βάσιμα ότι η κυβέρνηση πιστεύει πως έχει τον απαραίτητο πολιτικό χρόνο για να ξεδιπλώσει τις πρωτοβουλίες της. Το εύρος της νίκης αλλά και η κατάσταση της αξιωματικής αντιπολίτευσης της δίνουν αυτήν την πολυτέλεια. Δεν θα πρέπει όμως να υποπέσει σε αυτό το σφάλμα – πρέπει να κινηθεί γρήγορα και αποφασιστικά προς όλες τις κατευθύνσεις. Οι περιορισμοί είναι υπαρκτοί, η εξάρτηση της ελληνικής οικονομίας από την πορεία της διεθνούς είναι σχεδόν απόλυτη και οι εξωτερικοί καταναγκασμοί μπορεί να γίνουν σκληρότεροι. 

Η χώρα συνεχίζει να ακροβατεί, οι συνθήκες παραμένουν έκτακτες παρά την κόπωση της ελληνικής κοινωνίας που επιζητά εδώ και τώρα παύση συναγερμού. Δεν πρέπει να δει την πραγματικότητα μέσα από τους εγχώριους παραμορφωτικούς φακούς που της λένε «προχώρα αργά, δεν κινδυνεύεις, δεν έχεις αντίπαλο», αλλά μέσα από τις αξονικές τομογραφίες της ελληνικής οικονομίας και των διεθνών εξελίξεων που της λένε «τρέξε, μείνε σε εγρήγορση, κράτα σφιχτά το τιμόνι».

Δευτέρα 12 Αυγούστου 2019

ΚΙΝ.ΑΛ: Ανανέωση ή παρακμή, αλλαγή γενιάς ή τέλος, άρθρο στη ΜΑΚΕΔΟΝΙΑ της ΚΥΡΙΑΚΗΣ 11/8/2019



Το αδιέξοδο στο οποίο έχει περιέλθει το ΚΙΝ.ΑΛ είναι πασιφανές για όποιον μπορεί να αναγνώσει στοιχειωδώς την πολιτική πραγματικότητα της χώρας. Δεν είναι μόνο το κατώτερο των προσδοκιών αποτέλεσμα στις εθνικές εκλογές όσο το γεγονός πως δεν διαφαίνεται στον ορίζοντα καμία ικανή συνθήκη που να οδηγήσει στην ανασύνταξη και την επανεκκίνηση.

Το παράθυρο ευκαιρίας για τον ιδεολογικοπολιτικό χώρο αυτόν άνοιξε δύο φορές μέσα στην κρίση μετά την κατάρρευση του κραταιού ΠΑ.ΣΟ.Κ αλλά και οι δύο σπαταλήθηκαν με περισσή ευκολία και απερισκεψία. Θυμίζω ότι το 2012-2014 το άθροισμα ΠΑ.ΣΟ.Κ – ΔΗΜ.ΑΡ ήταν στο 20% και το 2017 στις εσωκομματικές διαδικασίες του ΚΙΝ.ΑΛ προσήλθαν στις κάλπες περισσότεροι από 200.000 πολίτες για να λάβουν μέρος επιλέγοντας τη νέα ηγεσία. Τα «παράθυρα» αυτά ανοίγουν αλλά κάποια στιγμή κλείνουν – δεν μένουν για πάντα ανοιχτά ούτε περιμένουν άτολμες ηγεσίες και φοβικές κοινοβουλευτικές ομάδες να τα διαβούν.

Οι πρόσφατες εθνικές εκλογές παγίωσαν έναν απολύτως αρνητικό συσχετισμό δυνάμεων για το ΚΙΝ.ΑΛ καθώς ο ΣΥ.ΡΙ.ΖΑ παρά την κατά κοινή ομολογία κάκιστη διακυβέρνηση της χώρας κατάφερε να συγκρατήσει τις εκλογικές του δυνάμεις. Αλλά τα προβλήματα δεν σταματάνε εκεί. Αν αυτή είναι η κατάσταση στο «αριστερό μέτωπο» του ΚΙΝ.ΑΛ, στο «δεξιό» του γίνεται μια επανάσταση του αυτονόητου με την ατζέντα μάλιστα που επί σειρά ετών προωθούσε ο χώρος – τόσο επί Κώστα Σημίτη όσο και επί Γιώργου Παπανδρέου. Η ανανεωμένη Νέα Δημοκρατία δεν μεταγράφει μόνο στελέχη του ΠΑ.ΣΟ.Κ – όπως άλλωστε έκανε και ο ΣΥ.ΡΙ.ΖΑ σε πρότερο χρόνο – αλλά  προωθεί και την εκσυγχρονιστική και μεταρρυθμιστική ατζέντα με τρόπο προς ώρας αρκετά πειστικό.

Τι μένει λοιπόν στο ΚΙΝ.ΑΛ να κάνει εάν δεν επιθυμεί την εξαφάνιση ή την απορρόφηση από τους δύο μεγάλους πόλους; Σχεδόν όλα έχουν ειπωθεί και γραφεί αλλά οι φωνές δεν φτάνουν στα γραφεία της Χαριλάου Τρικούπη. Ίσως διότι ένα μερίδιο ευθύνης και μάλιστα μεγάλο έχει η ίδια η ηγεσία. Στη σειρά λαθών, αβαθούς στρατηγικής, προγραμματικής οκνηρίας και επικοινωνιακής αφλογιστίας έρχεται να προστεθεί η λόγω αδυναμίας εκχώρηση όλης της μεταρρυθμιστικής εκσυγχρονιστικής ατζέντας στους αντιπάλους. Έργα του ΠΑ.ΣΟ.Κ, εμβληματικές μεταρρυθμίσεις, τομεακοί εκσυγχρονισμοί δομών και λειτουργιών της προηγούμενης μόλις δεκαετίας δεν αποδίδονται πλέον στο ΚΙΝ.ΑΛ καθώς με το σημερινό του λόγο δεν μπορεί να συνδεθεί με αυτές παρά αναμασά συνθήματα της δεκαετίας του 1980. Για παράδειγμα ενώ το 2011 το ΠΑ.ΣΟ.Κ έφερε το νόμο Διαμαντοπούλου για την τριτοβάθμια εκπαίδευση που ήταν προοδευτικός και συγχρόνιζε την εκπαίδευση της χώρας με αυτές των προηγμένων κρατών σήμερα κανείς δεν μπορεί να καταλάβει τι υποστηρίζει η ηγεσία του. Ακόμα δε χειρότερα, λίγοι ενδιαφέρονται.

Για να αλλάξει ρότα όμως το κόμμα αυτό χρειάζεται αλλαγή γενιάς. Ο Αλέξης Τσίπρας από καιρό έχει προωθήσει 35ρηδες και 40ρηδες σε κομβικές θέσεις σε κυβέρνηση και κόμμα και το ίδιο πράττει και ο Κυριάκος Μητσοτάκης. Λένε πολλοί ότι η ηλικιακή ανανέωση δεν ταυτίζεται με την πολιτική ανανέωση, όμως αυτό δεν ισχύει. Νέα μυαλά, νέα πρόσωπα, νέες αντιλήψεις, νέες ιδέες, φυσικές και πολιτικές δυνάμεις είναι απαραίτητη προϋπόθεση για την διεκδίκηση της ανάκαμψης.

Τα υπολείμματα της παλιάς νομενκλατούρας του ΠΑ.ΣΟ.Κ δυστυχώς για το ΚΙΝ.ΑΛ δεν θέλουν και μάλλον δεν μπορούν. Άλλωστε δεν ήταν ποτέ και θιασώτες του μεταρρυθμισμού. Δεν θέλουν αλλά κυρίως δεν μπορούν να παρακολουθήσουν τις εξελίξεις

Δευτέρα 5 Αυγούστου 2019

Οι προκλήσεις του ΣΥ.ΡΙ.ΖΑ την επόμενη ημέρα, άρθρο στην Κυριακάτικη Μακεδονία 4/8/2019




Η ήττα του ΣΥ.ΡΙ.ΖΑ στις εθνικές εκλογές ήταν μεγάλη και καθαρή. Υπήρξε μία πλήρης αποδοκιμασία των κυβερνητικών πεπραγμένων του καθώς πέραν της διάψευσης των προσδοκιών που αναπτύχθηκαν προ τετραετίας, τα αποτελέσματα της διακυβέρνησής του σε αρκετούς τομείς ήταν στην καλύτερη των περιπτώσεων μέτρια. Πέραν της οικονομίας, της υπερφορολόγησης και των χαμηλών ρυθμών ανάπτυξης, δεν είχε να επιδείξει κάποια σημαντική βελτίωση στα της δημόσιας διοίκησης, της εκπαίδευσης και του κοινωνικού κράτους. Το γεγονός πως προχώρησαν ορισμένα μεγάλα έργα υποδομών δεν στάθηκε ικανό να αντιστρέψει το ευρύτερο πολιτικό κλίμα.

Η ήττα στις εθνικές εκλογές είναι ένα γεγονός που θέτει νέα στρατηγικά ερωτήματα που το κόμμα της αξιωματικής αντιπολίτευσης πρέπει να απαντήσει. Ένα κόμμα που ξεκίνησε την ανοδική του πορεία ως κόμμα διαμαρτυρίας με σαφή και ισχυρή αντιμνημονιακή πρόταση και κυβέρνησε ακολουθώντας τις βασικές μνημονιακές επιταγές, εκ των πραγμάτων αντιμετωπίζει ζητήματα φυσιογνωμίας.

Ο Αλέξης Τσίπρας φαίνεται ότι έχει αντιληφθεί πως ο ΣΥ.ΡΙ.ΖΑ ως έχει δεν μπορεί να συνεχίσει σε βάθος χρόνου καθώς ένα κόμμα που γονιδιακά αλλά και στελεχιακά ανήκει στη ριζοσπαστική Αριστερά δεν μπορεί εκ των πραγμάτων να απευθυνθεί πειστικά σε μεγάλα τμήματα του εκλογικού σώματος. Έγκαιρα άλλωστε προσπάθησε να μετατοπίσει τον ΣΥ.ΡΙ.ΖΑ προς το κέντρο και την κεντροαριστερά μέσω του προσεταιρισμού των Ευρωπαίων σοσιαλιστών αλλά και προεκλογικά (προσπάθησε να) ενήργησε ως κληρονόμος της προοδευτικής δημοκρατικής παράταξης προτάσσοντας μία αντιδεξιά ατζέντα και επιστρατεύοντας τον «κίνδυνο της δεξιάς παλινόρθωσης».

Αυτή η ατζέντα μπορεί να συσπειρώσει ένα αρκετά μεγάλο τμήμα του εκλογικού σώματος καθώς έχει ισχυρές πολιτικές ρίζες. Βασίζεται δε στη μεγάλη διαιρετική τομή της Μεταπολίτευσης ( δεξιά – αντιδεξιά) που σχηματοποίησε με περισσή επιτυχία το ΠΑ.ΣΟ.Κ και ο ιδρυτής του, Ανδρέας Παπανδρέου.  Ως εκ τούτου και απουσία κάποια άλλης στρατηγικής επιλέχθηκε αυτή και απέδωσε, δίνοντας στον ΣΥ.ΡΙ.ΖΑ ποσοστό κοντά στο 32% και καθιερώνοντάς τον ως κόμμα εξουσίας στο νέο δικομματισμό. Αυτή όμως η πολιτική και προγραμματική πρόταση έχει συγκεκριμένα όρια και αρκετές προϋποθέσεις, που ιδιαίτερα μετά το 2010 δεν συντρέχουν.

Ο ΣΥ.ΡΙ.ΖΑ καλείται να γίνει κόμμα μαζικό, να αναπτύξει κομματικές οργανώσεις, πανελλαδική διάρθρωση αξιώσεων, να βρεθεί σε μαζικούς χώρους, σε συνδικάτα, στην Τοπική Αυτοδιοίκηση, σε επιμελητήρια. Ο πασοκικός οργανωτικός γιγαντισμός δεν μπορεί να επαναληφθεί, η πολιτική κινητοποίηση – ιδιαίτερα μετά την απομάγευση και την κατάρρευση του αντιμνημονίου – βρίσκεται σε χαμηλά επίπεδα. Οι μεγάλες πολιτικές μέγα-ταυτότητες έχουν υποχωρήσει και έχουν δώσει από χρόνια τη θέση τους σε μία νέα ατομικότητα που κυρίαρχο αίτημα έχει την κατανάλωση. Τα δημοσιονομικά δεδομένα της χώρας είναι απολύτως πεπερασμένα και το κράτος δεν μπορεί να ικανοποιήσει δια της ενσωμάτωσης τα κοινωνικά ή συντεχνιακά αιτήματα, γεγονός που κατά το παρελθόν δημιουργούσε και ενίσχυε δεσμούς εξάρτησης από το κόμμα που έλεγχε το κράτος.

Η ίδια η πολιτική μετεξέλιξη του ΣΥ.ΡΙ.ΖΑ σε ένα κόμμα της σύγχρονης ευρωπαϊκής Αριστεράς – σε σοσιαλδημοκρατικό/σοσιαλιστικό κόμμα δηλαδή – είναι μία διαδικασία αμφίβολη και ιδιαίτερα δύσκολη. Αλλά πέραν αυτού ας συγκρατήσουμε και αυτό. Τη στιγμή που ο ΣΥ.ΡΙ.ΖΑ υποθετικά στοχεύει να μετεξελιχθεί σε ένα κλασικό σοσιαλδημοκρατικό κόμμα – η ίδια η σοσιαλδημοκρατία καλείται να μετασχηματιστεί σε κάτι νέο. Τα ερωτήματα παγκοσμίως είναι νέα και οι απαντήσεις που έχει δώσει ιστορικά δεν επαρκούν. Εν ολίγοις και περιγραφικά τη στιγμή που η χώρα χρειάζεται ένα νέο ΠΑ.ΣΟ.Κ, ο ΣΥ.ΡΙ.ΖΑ στην καλύτερη των περιπτώσεων θα προσπαθήσει να μετεξελιχθεί σε μεταπολιτευτικό ΠΑ.ΣΟ.Κ.