Κυριακή 30 Δεκεμβρίου 2018

ΣΥ.ΡΙ.ΖΑ , το κόμμα χωρίς στελέχη και υποψήφιους, Άρθρο στην ΚΥΡΙΑΚΑΤΙΚΗ ΜΑΚΕΔΟΝΙΑ 30/12/2018



Δεν γνωρίζω άλλη περίπτωση κόμματος εξουσίας που αδυνατεί να υποδείξει υποψήφιους για τις αυτοδιοικητικές εκλογές. Η αδυναμία εύρεσης 5-6 ανθρώπων και στελεχών είναι εκκωφαντική. Η δυστοκία ακόμα και στους δύο μεγάλους Δήμους της χώρας όπου θα περίμενε κανείς να υπάρχει μία δεξαμενή υποψηφιοτήτων μιας και στα αστικά κέντρα το κυβερνών κόμμα διατηρούσε κάποιες δυνάμεις , είναι αποκαρδιωτική. Οι επιλογές που τελικά έγιναν από τον στενό κομματικό πυρήνα επιστράτευσαν νέους ηλικιακά ανθρώπους με ένα κοινό χαρακτηριστικό. Λόγω κομματικής ανέλιξης και ετερόφωτης πολιτικής ύπαρξης δεν μπορούσαν να αρνηθούν.

Η Κατερίνα Νοτοπούλου και ο Νάσος Ηλιόπουλος, 35άρηδες του ΣΥ.ΡΙ.ΖΑ, βρέθηκαν στο κεντρικό πολιτικό σκηνικό μη έχοντας κάτι να επιδείξουν πέραν μίας κομματικής στράτευσης τα χρόνια του αντιμνημονίου. Η ιδιόμορφη κομματική (μη) συγκρότηση και η απουσία αγκύρωσης του κόμματος στους μαζικούς κοινωνικούς χώρους (αυτοδιοίκηση, Πανεπιστήμιο, νεολαία, συνδικαλισμός) τους  οδήγησε μέσα σε 2-3 χρόνια από τους δρόμους της αγανάκτησης  στο υπουργικό συμβούλιο. Η λειψανδρία του ωφέλησε ατομικά καθώς κατέγραψαν μετεωρική άνοδο ωσάν να επρόκειτο για τους νέους Mαρκ Ζουκεμπεργκ της πολιτικής ζωής της χώρας.

Θα πει κανείς πως η ηλικιακή ανανέωση ήταν και παραμένει ένα ζητούμενο για το πολιτικό και κομματικό σύστημα, οπότε ο ΣΥ.ΡΙ.ΖΑ με αυτόν τον τρόπο αφουγκράζεται το αίτημα και απαντά σε αυτό. Προσωπικά εκτιμώ ότι ποιεί την ανάγκη φιλοτιμία και θα το εξηγήσω. Βλέποντας τα χαρακτηριστικά των δύο αυτών υποψηφιοτήτων για την Θεσσαλονίκη και την Αθήνα αντίστοιχα, δεν μπορώ να εντοπίσω τίποτε αυτοδιοικητικό. Ο λόγος των δύο δεν έχει καμία σχέση με την αυτοδιοίκηση αλλά πέραν αυτού δεν έχουν και καμία σχέση με τις πόλεις, πέραν ίσως του να κατοικοεδρεύουν εντός τους. Ο λόγος τους είναι καθαρά κομματικός και αποκομμένος από την πραγματικότητα. Ομιλούν για συνέργειες, συναντιλήψεις, συνανάπτυξη, για αντιφασιστικά μέτωπα, για πλαίσια που όλο οργανώνονται και αλλάζουν σελίδα κ.ο.κ. Αναπαράγουν δηλαδή τον ήδη ρηχό και αποκομμένο από την πραγματικότητα κομματικό λόγο και προσπαθούν να χωρέσουν την πόλη στο κοστούμι του συριζαϊκού λόγου. Κοινοτυπίες, αφόρητα κλισέ, γενικότητες, τιποτολογία.

Αμφιβάλλω εάν έχουν εικόνα των προβλημάτων και των ανοιχτών ζητημάτων των πόλεων, αμφιβάλλω εάν έχουν αντιληφθεί σε βάθος την υπόθεση της Τοπικής Αυτοδιοίκησης. Πιο πολύ προσεγγίζουν το ζήτημα ως μία ακόμα «στάση- υποχρέωση» στην κομματική τους πορεία παρά ως αυθεντικό ενδιαφέρον για τις πόλεις.

Δευτέρα 17 Δεκεμβρίου 2018

Που είναι τα στελέχη της κεντροαριστεράς; Άρθρο στην ΚΥΡΙΑΚΑΤΙΚΗ ΜΑΚΕΔΟΝΙΑ 16/12/2018



Ο χώρος πέραν της Δεξιάς και της κομμουνιστικής Αριστεράς, μεταπολιτευτικά, είχε να επιδείξει πληθώρα πολιτικών στελεχών που διακρίθηκαν σε πολιτικούς, αυτοδιοικητικούς, συνδικαλιστικούς χώρους. Η νέα διαιρετική τομή που διαμορφώθηκε το 1974 και η αντιδεξιά στρατηγική που ακολούθησε το ΠΑ.ΣΟ.Κ σχηματοποίησε μία ευρύτατη πολιτική παράταξη με τεράστια κοινωνική απήχηση που άγγιζε της παρυφές της Αριστεράς, ενσωμάτωνε όλο σχεδόν το προδικτατορικό Κέντρο και έφτανε μέχρι προοδευτικούς Δεξιούς που έβλεπαν την εναλλαγή ως μία αναγκαία δημοκρατική διαδικασία πολιτικής ωρίμανσης και κοινωνικής ειρήνευσης.

Σε μία τέτοια παράταξη, με τόσο ευρεία όρια και μεγάλη κοινωνική απεύθυνση, ήταν αναμενόμενο, εντός του ΠΑ.ΣΟ.Κ, να υπάρχουν πολλά ρεύματα σκέψης, πολλές διαφορετικές στρατηγικές, πολλές υπο-ομάδες και συσπειρώσεις. Μπορεί η ηγετική φυσιογνωμία του Ανδρέα Παπανδρέου να επισκίαζε όλες αυτές τις διαφοροποιήσεις, μπορεί να ένωνε όλες αυτές τις ομάδες αλλά αυτό δεν σημαίνει ότι αυτές δεν υπήρχαν. Η οργανωτική γιγάντωση του κόμματος και η βαθιά του αγκύρωση σε όλα τα πεδία της κοινωνικής και πολιτικής ζωής το μετέτρεψαν σε ένα από τα μεγαλύτερα κόμματα πανευρωπαϊκά.

Στην επόμενη φάση του «εκσυγχρονισμού» αναδείχθηκε μία σειρά νέων στελεχών, με πιο ευρωπαϊκές και σοσιαλδημοκρατικές προσεγγίσεις που πλαισίωσε τον Κώστα Σημίτη. Σε εκείνη τη φάση στελέχη από την ανανεωτική Αριστερά συστρατεύθηκαν, το κόμμα παρά την εσωκομματική αντιπολίτευση, στήριξε όλο το εγχείρημα και πολλοί ψηφοφόροι της κεντροδεξιάς, λόγω της αντιλαϊκιστικής υφολογίας, ψήφισαν ΠΑ.ΣΟ.Κ.

Το λεγόμενο «σύστημα ΠΑ.ΣΟ.Κ» βασιζόταν σε πολιτικές και οικονομικές επιλογές που διαμόρφωσαν ένα τριαντακονταετές μοντέλο εσωστρεφούς κορπορατισμού που ξεκινούσε από έναν διευρυμένο δημόσιο τομέα, περνούσε μέσα από ιδιωτικές εταιρείες που συνεργάζονταν με το κράτος, είχε μεγάλη διείσδυση στα ΜΜΕ, τα πανεπιστήμια και την αυτοδιοίκηση. Το project του εκσυγχρονισμού ήταν μια μεγαλόπνοη προσπάθεια, απαιτούσε χρήματα, πολλούς φορείς, πληθώρα στελεχών σε κάθε επίπεδο και μία, όπως την εφάρμοσε το ΠΑ.ΣΟ.Κ, κεντρική πολιτική διεύθυνση. Χωρίς να μπούμε σε αυτό το άρθρο σε μία αξιολογική αποτίμηση αυτού του μοντέλου που αναμφίβολά είχε θετικές και αρνητικές εκφάνσεις, εστιάζουμε στο γεγονός πως εντός αυτού, αναπτύχθηκε ένα τεράστιο ανθρωποδίκτυο που με τον έναν ή τον άλλο τρόπο κατέληγε να «δουλεύει» και για το ΠΑ.ΣΟ.Κ

Σήμερα όμως, καμία από τις παραπάνω συνθήκες δεν είναι υπαρκτή. Ο πολιτικός χώρος της κεντροαριστεράς δεν έχει την εξουσία, η χώρα δεν έχει τη δυνατότητα να δανείζεται 30 -40 δις ετησίως και το κόμμα έχει υποστεί καθολική καθίζηση εκλογικά για τους λόγους που όλοι γνωρίζουν. Για να μπορέσει να προσελκύσει ξανά δυναμικά στελέχη, για να μπορέσει να ξαναγίνει κόμμα με σημαντική παρουσία στα κοινωνικά πράγματα απαιτείται μία διαφορετική διαδικασία.

Χρειάζεται ξανά πολιτική, διαδικασίες, κομματική διάρθρωση. Η επανασύνδεση με ευρύτερα κοινωνικά στρώματα περνά μέσα από την εμφάνιση νέων στελεχών αλλά και την επανενεργοποίηση όσων παραμένουν ιδεολογικά στο χώρο αλλά για πολλούς λόγους ιδιωτεύουν. Η στελεχιακή υπεροπλία του παρελθόντος έχει αφήσει ακόμη μία δεξαμενή. Πρέπει όμως αυτή όχι μόνο να αξιοποιηθεί αλλά μέσα από την κομματική διαδικασία να αναδειχθεί και μία νέα γενιά.

Κυριακή 9 Δεκεμβρίου 2018

Μπορεί το ΚΙΝ.ΑΛΛ να εξελιχθεί σε βασικό κορμό της προοδευτικής παράταξης; Άρθρο στην ΚΥΡΙΑΚΑΤΙΚΗ ΜΑΚΕΔΟΝΙΑ 9/12/2018



Η απάντηση στο ερώτημα του τίτλου είναι μονολεκτική. Όχι.  Δεν συγκεντρώνει σχεδόν καμία από τις προϋποθέσεις μετεξέλιξης. Η πορεία του και οι ενέργειες που εκπορεύονται από αυτόν  το κομματικό φορέα δεν φανερώνουν μία τέτοια στοχοθεσία. Περισσότερο ως μία προσπάθεια διατήρησης, συντήρησης και επιβίωσης του πολιτικού χώρου παρά ως απαρχή και εναρκτήριο λάκτισμα μίας προσπάθειας για μεγέθυνση και εκπροσώπηση  μεγαλύτερων κοινωνικών στρωμάτων.

Εάν συμφωνήσουμε στο γεγονός, εάν συμφωνήσουμε πως αυτή είναι η πραγματικότητα τότε πρέπει να εξετάσουμε εάν αυτοί οι στόχοι είναι σωστοί. Και σε αυτό το ερώτημα η απάντηση μονολεκτικά είναι όχι. Αυτοί οι στόχοι είναι καταστατικά λανθασμένοι, μικροί και εγκλωβίζουν την παράταξη σε ένα καθεστώς  τριτοτέταρτου πολιτικού παίκτη, που απλά συμπληρώνει την κοινοβουλευτική σύνθεση.

Αρμόζει στην προοδευτική παράταξη των μεγάλων πλειοψηφιών, των ιστορικών αλλαγών και μεταρρυθμίσεων, του εκσυγχρονισμού και των μεγάλων έργων που αναμόρφωσαν τη χώρα και της έδωσαν τη σύγχρονη ευρωπαϊκή της μορφή, η θέση ενός «πρασινοκόκκινου  ΚΚΕ» που απλά επιδιώκει την αναπαραγωγή του και τη διατήρησή του σε ανάλογα ποσοστά επιρροής; Και εδώ η απάντηση είναι μονολεκτική. Όχι.

Αυτοί οι καθόλου φιλόδοξοι στόχοι δεν συγκινούν κανέναν, δεν ελκύουν κανέναν και το σημαντικότερο όλων δεν είναι χρήσιμοι στη χώρα και την ελληνική κοινωνία. Το γεγονός πως το ΠΑΣΟΚ υπέστη καθίζηση της εκλογικής του επιρροής λόγω της χρεοκοπίας της χώρας είναι μία πραγματικότητα αλλά από εκείνη τη χρονική και πολιτική στιγμή αναδιάταξης του πολιτικού συστήματος έχουν παρέλθει 7 χρόνια. Κανείς δεν ελέγχει το ΚΙΝ.ΑΛΛ γιατί δεν έχει καταφέρει να επανέλθει σε αντίστοιχα, προ κρίσης εκλογικά ποσοστά της τάξης του 45% αλλά από την άλλη η παγιωμένη καχεξία και οι χαμηλές έως ελάχιστες προσδοκίες δεν είναι ανεκτές.

Το αμέσως επόμενο ερώτημα που προκύπτει ως λογική συνέχεια των ανωτέρω είναι εάν υπάρχουν οι συνθήκες για την επάνοδό του σε ποσοστά της τάξης του 20% που θα το καταστήσουν κεντρική πολιτική δύναμη; Μην ξεχνάμε πως το 2012 – στο αποκορύφωμα της οικονομικής και πολιτικής κρίσης, ΠΑΣΟΚ και ΔΗΜΑΡ αθροιστικά άγγιξαν το 20%. Αλλά και σε σειρά δημοσκοπήσεων όσοι αυτοτοποθετούνται  στον ευρύτερο ιδεολογικοπολιτικό χώρο αγγίζουν αυτό το ποσοστό.
Τι χρειάζεται το ΚΙΝ.ΑΛΛ;

Χρειάζεται πρώτον μία ιστορική αυτογνωσία. Πρέπει όλοι στο χώρο αυτό να καταλάβουν τι εκπροσωπούν, ποια παράδοση έχουν πίσω τους και ποιος ο ρόλος της πολιτικής οικογένειας αυτής στα εθνικά και ευρωπαϊκά πολιτικά πράγματα. Δεύτερον χρειάζεται εξωστρέφεια που επιτυγχάνεται μέσα από έναν άλλο πολιτικό και προγραμματικό λόγο που τολμά. Παλαιάς κοπής πολιτική πρόταση δεν έχει καμία τύχη – ο ΣΥΡΙΖΑ καλύπτει αυτήν την πολιτική αγορά. Τρίτον, άλλου τύπου κομματική οργάνωση. Δημοκρατικές διαδικασίες, δημοκρατική εκλογή πολιτικών οργάνων. Ανοιχτά, με όλους όσους θέλουν και μπορούν και όχι εσωκομματικές διευθετήσεις κλειστών γραφείων. Η αναζήτηση εκλόγιμων θέσεων από πλευράς στελεχών είναι απωθητική. Μπορεί η σοσιαλδημοκρατία να βρίσκεται πανευρωπαϊκά σε φάση υποχώρησης αλλά μονοψήφια ποσοστά της τάξης του 6%-7% είναι ταφόπλακα.

Κυριακή 2 Δεκεμβρίου 2018

ΣΥΡΙΖΑ και κεντροαριστερά, δύσκολη σχέση - άρθρο στην ΚΥΡΙΑΚΑΤΙΚΗ ΜΑΚΕΔΟΝΙΑ 2/12/2018



Υπάρχουν φωνές που βρίσκονται κοντά στον ΣΥΡΙΖΑ που βλέποντας το μεσοπρόθεσμο μέλλον, επιδιώκουν τη συμμαχία με την κεντροαριστερά. Δεν κυριαρχούν στον κομματικό μηχανισμό, δεν είναι μέλη της κυβέρνησης, είναι κατά κανόνα πιο μετριοπαθείς και εξετάζουν το ζήτημα με κάποια στοιχεία στρατηγικής και όχι εκλογικής τακτικής. Σε αυτήν την προσπάθεια έχουν σύμμαχο τις ευρωπαϊκές σοσιαλδημοκρατικές δυνάμεις που για δικούς τους λόγους έχουν αναδείξει τον Έλληνα πρωθυπουργό σε προνομιακό συνομιλητή τους. Έχουν σύμμαχό τους ορισμένα παραδείγματα πετυχημένα, όπως του Κόρμπιν στην Αγγλία, του Σάντερς στις Η.Π.Α, την πορτογαλική σύγκλιση των δυνάμεων που βρίσκονται δεξιότερα του κέντρου και της Ισπανίας που το PSOE έστριψε προς τα αριστερά με σαφή αντιδεξιά τοποθέτηση.

Αναλύουν τα δεδομένα και θέτουν κεντρικά ερωτήματα, η απάντηση των οποίων οδηγεί στο επιθυμητό για αυτούς αποτέλεσμα. Διαβλέπουν το στρατηγικό αδιέξοδο του κυβερνώντος κόμματος στο ζήτημα των συνεργασιών, διαβλέπουν μία πολιτική και κοινωνική καραντίνα απέναντι στον ΣΥΡΙΖΑ και αντιλαμβάνονται πως η συνεργασία με τους ΑΝΕΛ δεν μπορεί να πάει μακριά καθώς ναρκοθετεί την προσπάθειά τους και απονομιμοποιεί τη συγκεκριμένη στρατηγική.

Ενδεχομένως να έχουν αντιληφθεί το αναπόδραστο της ήττας στις επόμενες εθνικές εκλογές, καθώς δημοσκοπήσεις αλλά και πολιτικές  εκτιμήσεις συνηγορούν προς αυτήν την κατεύθυνση, αλλά η πολιτική δεν σταματά εκεί. Η επόμενη ημέρα είναι ίσως ακόμη πιο σημαντική. Εάν ο ΣΥΡΙΖΑ καταφέρει να διατηρήσει ένα σημαντικό ποσοστό, μοιραία θα είναι πρωταγωνιστής στην υπόθεση της ανασύνταξης της προοδευτικής παράταξης και εκ των πραγμάτων θα τεθούν σημαντικά ζητήματα μετ’ επιτάσεως.

Το εγχείρημά τους στην παρούσα φάση είναι δύσκολο καθώς μέσα στο ίδιο το κόμμα υπάρχουν πυρήνες που προκρίνουν τη διατήρηση της επαφής με κοινά που έλκονται από τον λαϊκιστικό λόγο, τον αντισυστημισμό και την ακραία πόλωση. Ο ίδιος ο Αλέξης Τσίπρας άλλωστε συνεχίζει με έναν διπλό λόγο που στο εξωτερικό τον αναδεικνύει σε μετριοπαθή ηγέτη που δέχεται αδιαμαρτύρητα τις οδηγίες των δανειστών αλλά στο εσωτερικό ξιφουλκεί εναντίων της αντιπολίτευσης με τρόπο χοντροκομμένο και συνεχίζει μία πολιτική εντελώς αντιαναπτυξιακή. Η οργανωμένη επικοινωνιακή επίθεση προς το ΠΑΣΟΚ, τον πρώην πρωθυπουργό και στελέχη προηγούμενων κυβερνήσεων υψώνει τείχη αντί να ρίχνει γέφυρες.

Από την άλλη πλευρά, το ΚΙΝΑΛΛ δεν φαίνεται να επιθυμεί την άλωση της κομματικής και κοινωνικής του βάσης και ορθά αναπτύσσει επιχειρήματα περί του αντιθέτου – μίας αυτόνομης πορείας προς τις εκλογές και μίας διαρκούς προσπάθειας ανασύστασης του ευρύτερου χώρου με κεντρικό όχημα το ίδιο. Οι δημοσκοπικές επιδόσεις του και η αδυναμία εκφοράς ενός προοδευτικού πολιτικού λόγου με απήχηση από την άλλη, προβληματίζει. Όλοι αντιλαμβάνονται ότι εάν το εκλογικό αποτέλεσμα φέρει τον ΣΥΡΙΖΑ με τριπλάσιο ή τετραπλάσιο ποσοστό από αυτό του ΚΙΝΑΛΛ, τότε οι συσχετισμοί στον πέραν της κεντροδεξιάς χώρο θα έχουν παγιωθεί. Για να το πετύχει όμως χρειάζονται μεγάλες πρωτοβουλίες εξωστρέφειας, νέος πολιτικός και προγραμματικός λόγος και επαναπροσέγγιση ενός υπαρκτού στελεχιακού δυναμικού που για πολλούς λόγους έχει απομακρυνθεί. Ο χρόνος δεν είναι σύμμαχος.

Κυριακή 25 Νοεμβρίου 2018

Λογαριασμοί Σημίτη, άρθρο στην ΚΥΡΙΑΚΑΤΙΚΗ ΜΑΚΕΔΟΝΙΑ 25/11/2018



Η κατευθυνόμενη προσπάθεια  αλλαγής πολιτικής ατζέντας από πλευράς κυβέρνησης είναι προφανής. Θα έλεγε κανείς έως αναμενόμενη αφού σε κανένα υπαρκτό πεδίο της διακυβέρνησης δεν καταγράφει νίκες, μόνος δρόμος η αλλαγή γηπέδου. Η οικονομία δεν ανακάμπτει, οι τραπεζικές μετοχές κατρακυλούν, το χρηματιστήριο σε πτωτική πορεία, τα επιτόκια του ελληνικού δεκαετούς ομόλογου πήραν την ανιούσα, η ανεργία επιμένει και η οικονομική ανάπτυξη διαφαίνεται ασθενική. Απομακρύνεται το όνειρο της εξόδου στις αγορές και ως άλλοι ναυαγοί κρατιόμαστε από το κούτσουρο των υπερπλεονασμάτων  και του δημοσιονομικού μαξιλαριού.Ακόμη και αυτός ο δρόμος είναι καταφανώς αντιαναπτυξιακός και ως πολιτική απροκάλυπτα κυνικός καθώς βασίζεται σε μία συλλογιστική που δεν έχει διατηρησιμότητα και αδιαφορεί προκλητικά για το μεσοπρόθεσμο μέλλον.

Σε μια τέτοια γκρίζα πραγματικότητα, η συνταγή είναι γνωστή από αρχαιοτάτων χρόνων. Άρτος δια των εφάπαξ επιδομάτων και θεάματα δια της τιμωρίας και της κάθαρσης των διαπλεκόμενων, του παλιού πολιτικού συστήματος που μας κατέστρεψε. Εξάλλου ο κ. Πολάκης το διατύπωσε με περισσή ενάργεια και αυθεντική αγωνία. «Εάν δεν κλείσουμε κάποιους στη φυλακή εκλογές δεν κερδίζουμε».

Ο ΣΥΡΙΖΑ μπορεί να καμώνεται το σοσιαλδημοκρατικό κόμμα και να επιχειρεί – ανεπιτυχώς- μία στροφή στην κανονικότητα αλλά δεν μπορεί να αποκοπεί από τη μήτρα που τον γέννησε. Την αντιμνημονιακή, αντισυστημική και λαϊκιστική εκείνη μήτρα που τον οδήγησε από κόμμα που πάλευε για την είσοδο στο κοινοβούλιο στην αξιωματική αντιπολίτευση και σε δεύτερο χρόνο στην κυβέρνηση. Το αντιμνημόνιο βέβαια πέθανε και η απομάγευση που προκλήθηκε έσπειρε την κατήφεια – το κενό όμως έπρεπε και πρέπει να πληρωθεί. Μοναδικό όπλα στη φαρέτρα η πόλωση, μία εντελώς άκαιρη αντιδεξιά ρητορεία καθώς δεν έχει κανένα πρόβλημα να περικόψει δημόσιες δαπάνες, να κατακρεουργήσει το κράτος πρόνοιας και τέλος η σκανδαλολογία.

Στην κυβέρνηση πιστεύουν ότι με δύο ψάρια, πέντε ψωμιά και εφτά υποθέσεις διαφθοράς μπορούν να ικανοποιήσουν και να απαντήσουν επαρκώς στο οξύτατο οικονομικό και κοινωνικό πρόβλημα που η πολιτική τους δημιουργεί. Η σύνθεση των δυνάμεων που συνασπίζονται πίσω από την παρούσα κυβερνητική εξουσία, δηλαδή κρατικιστικές παλαιοκομματικές δυνάμεις της Αριστεράς, παλιοπασοκικές φιγούρες και νεοκαραμανλική δεξιά είναι λογικό να βάλει στο στόχαστρο την περίοδο του εκσυγχρονισμού. Με την υπόθεση του ανοίγματος των λογαριασμών του πρώην πρωθυπουργού όμως υπάρχει ενδεχόμενο να καταφέρουν αυτό που δεν κατάφεραν 8 χρόνια κρίσης. Να ενώσουν όλες τις φυλές της κεντροαριστεράς, να τις θυμίσουν πως κάποτε είχαν κομματική οργάνωση, είχαν πρόγραμμα για την Ελλάδα, έχουν παρακαταθήκη μεγάλων έργων και είναι συνδεδεμένοι με τις πιο λαμπρές στιγμές της Μεταπολίτευσης. Αν το καταλάβουν αυτό οι της κεντροαριστεράς και αλλάξουν πολιτική γραμμή, ίσως και προλάβουν να συμμαζέψουν τα ασυμμάζευτα και να πιέσουν δημοσκοπικά τον ΣΥΡΙΖΑ.

Τρίτη 13 Νοεμβρίου 2018

Προς ένα νέο σταθερό δικομματισμό, άρθρο στην Κυριακάτικη ΜΑΚΕΔΟΝΙΑ




Έχουμε μπει αναμφίβολα σε μία προεκλογική περίοδο χωρίς να ξέρουμε την ακριβή ημερομηνία εκλογών. Το κλίμα, οι αντιπαραθέσεις, οι εξαγγελίες και η δραστηριότητα των κομμάτων κινούνται σε ρυθμούς εκλογών. Αυτό θα έχει επιπτώσεις στην οικονομία αλλά εδώ που έχουμε φτάσει ο βρεγμένος τη βροχή δεν την φοβάται. Ούτως ή άλλως δεν υπάρχει κάποια σοβαρή οικονομική δραστηριότητα, ούτε επενδύσεις, ούτε μεταρρυθμίσεις σε εκκρεμότητα. Ασχολούμαστε όλοι με το υπερπλεόνασμα και πως αυτό θα μετατραπεί σε χριστουγεννιάτικο επίδομα, με τις κρύπτες του ΚΕΕΛΠΝΟ, τον δήθεν διαχωρισμό κράτους και εκκλησίας. Πορευόμαστε αμέριμνοι μέχρι την επόμενη κατραπακιά που με μαθηματική ακρίβεια έρχεται.

Σε αυτή την οικονομική συνθήκη θα περίμενε κανείς τα βασικά κόμματα, είτε εξουσίας είτε μικρότερα αλλά σοβαρά, να επιδιώξουν να αρθρώσουν έναν στοιχειώδη προγραμματικό λόγο. Δεν το βλέπουμε προς το παρόν. Η Νέα Δημοκρατία όντας υποχρεωμένη εκ της θέσης της ψελλίζει αραιά και που ορισμένες πτυχές αλλά μέχρις εκεί. Η στρατηγική της δεξιάς στροφής που ακολουθήθηκε από τον Κυριάκο Μητσοτάκη εν όψει του Μακεδονικού αλλά και σειράς άλλων μικρότερης κλίμακας ζητημάτων ήταν μία λογική και αναμενόμενη κίνηση. Θέλησε και πέτυχε την κομματική συσπείρωση, απέτρεψε τη δημιουργία νέου κόμματος στα δεξιά της, εκμηδένισε τα όποια άλλα κομματίδια δραστηριοποιούνται στη γειτονιά της και ενίσχυσε το δημοσκοπικό προβάδισμα.

Η συνέχιση αυτής της στρατηγικής με την ίδια ένταση δεν της προσθέτει πόντους. Αποξενώνει ένα κεντρογενές ακροατήριο που σκέπτεται να την υπερψηφίσει, απομακρύνεται από φιλελεύθερες και μεταρρυθμιστικές φωνές και αποδυναμώνει αυτήν την τάση στο εσωτερικό της και καθιστά δύσκολο το φλερτ του προέδρου της με τον κεντροαριστερό χώρο, που ελλείψει εκσυγχρονιστικής πρότασης παρακολουθούσε τον Κυριάκο Μητσοτάκη με ενδιαφέρον. Το κυριότερο όλων όμως είναι πως κυνηγώντας ένα αμφισβητούμενο όφελος της τάξης του 2% από μία υπερδεξιά και υπερσυντηρητική δεξαμενή ψηφοφόρων μπορεί να οδηγήσει τον ΣΥ.ΡΙ.ΖΑ σε μεγαλύτερη συσπείρωση και να τον παγιώσει σε ποσοστά που μόνος τους δεν θα μπορούσε να συγκεντρώσει λόγω της καταφανώς αποτυχημένης διακυβέρνησής του. Επαναφέρει στη ζωή το ξεπερασμένο αντιδεξιό οπλοστάσιο και δίνει σανίδα σωτηρίας στο κυβερνητικό κόμμα καθώς σε οποιοδήποτε άλλο πεδίο δεν θα μπορούσε να σταθεί με ευκολία.

  Οδηγούμαστε με αυτόν τον τρόπο στη σταθεροποίηση του πολιτικού συστήματος και τη δημιουργία ενός σταθερού δικομματισμού με ευδιάκριτους τους δύο πόλους – τον συντηρητικό/κεντροδεξιό και τον αριστερόστροφο/κεντροαριστερό. Η μετεξέλιξη του ΣΥ.ΡΙ.ΖΑ σε κεντροαριστερά βέβαια θέλει χρόνο και πολλοί μέσα στο κόμμα δεν την επιθυμούν καν. Αυτό όμως είναι το διακύβευμα της επόμενης μέρας και για αυτό πολλοί άλλοι, εντός αλλά και εκτός κόμματος, εργάζονται πυρετωδώς. Θεωρούν ότι οι εκλογές έχουν κριθεί αλλά σωστά εκτιμούν πως το στοίχημα είναι αυτό. Η μετεξέλιξη.

Χαμένη είναι η χώρα διότι δεν έχει την πολυτέλεια του χρόνου και των διδάκτρων και προφανώς οι ενδιάμεσες πολιτικές δυνάμεις Κι.Αλλ. και ΠΟΤΑΜΙ.


Τρίτη 18 Σεπτεμβρίου 2018

Περί μισθών, συντάξεων και προοπτικής της χώρας




Το γεγονός πως στην Ελλάδα η χρεοκοπία του κράτους και ακολούθως τα μνημόνια ως μηχανισμοί σωτηρίας επηρέασαν την καθημερινότητα των ανθρώπων και μετέβαλλαν άρδην καταναλωτικές συνήθειες  και τρόπο ζωής, είναι αναμφισβήτητο.  Αυτό που αμφισβητείται έντονα είναι το κατά ποιο βαθμό έχουν γίνει αντιληπτοί οι λόγοι που οδήγησαν τη χώρα σε αυτό το τραγικό σημείο.

Οι λόγοι της χρεοκοπίας είναι πολλοί – δεν υπάρχει μονολεκτική προσέγγιση. Συμφύονταν κυρίως εσωτερικές αδυναμίες και χρόνιες παθογένειες με προβλήματα δομής της ΟΝΕ. Όμως αξίζει μέσα σε μία τέτοια προσέγγιση να ασχοληθεί κανείς με τα ζητήματα εκείνα που αξιολογεί ως σημαντικότερα και εγγύτερα.

Ένας από τους βασικότερους λόγους χρεοκοπίας της χώρας ήταν το ασφαλιστικό σύστημα. Τα προηγούμενα της κρίσης χρόνια ήταν αδιανόητα γενναιόδωρο και υπερβολικά άδικο. Οι παροχές του αναλογικά πάντα με το ΑΕΠ της χώρας ίσως ήταν οι περισσότερες από κάθε άλλο σύστημα χώρας του ΟΟΣΑ. Το ποσοστό αναπλήρωσης το 2009 ανέρχονταν στο 97% του τελευταίου μισθού. Και βέβαια μια τέτοια γενναιοδωρία  που δεν πατά σε πραγματικές δυνατότητες είναι επόμενο να εγκολπώνει και αδικίες. Ήταν λοιπόν άδικο τόσο στο εσωτερικό μίας γενιάς καθώς ένα μέρος των συνταξιούχων απολάμβανε προκλητικά προνόμια έναντι άλλου, αλλά και καταφανώς άδικο διαγενεακά, με τους σημερινούς εργαζόμενους να πληρώνουν το μάρμαρο.

Βέβαια με το μνημόνιο επιχειρήθηκε μία μείζονα εξισορρόπηση του συστήματος όμως και πάλι αυτό δεν είναι βιώσιμο καθώς η ανεργία, η διάρθρωση της οικονομίας και το δημογραφικό προφίλ της χώρας δεν ευνοούν τη διατήρησή του στα σημερινά επίπεδα – που παραμένουν ως ποσοστιαία δαπάνη τεράστια.

Στο θέμα του κατώτατου μισθού και των ανέξοδων εξαγγελιών της κυβέρνησης είναι απολύτως κρίσιμο να γνωρίζουμε πως το ύψος του εξαρτάται από τους ρυθμούς ανάπτυξης και όχι από τη βούληση των κυβερνώντων. Για να επιστρέψουμε στον κατώτατο μισθό των 750 ευρώ και σε μία ετήσια κατανάλωση 170 δισεκατομμυρίων ευρώ όπως το 2008, θα πρέπει η οικονομία μας να ανακτήσει το απολεσθέν εισόδημα. Θα πρέπει δηλαδή να πετύχει μέσο ετήσιο  όρο πραγματικής ανάπτυξης του ΑΕΠ γύρω στο 2,5%, για περισσότερο από 20 χρόνια με τελικό στόχο ένα επίπεδο ΑΕΠ 310 δισεκατομμυρίων ευρώ. Αλλά πέραν αυτού η κατανάλωση θα πρέπει να αντιστοιχεί στο 55% του ΑΕΠ, όπως συμβαίνει στις χώρες της ευρωζώνης, και όχι στο 75% όπως συνέβαινε εδώ το 2008. Μόνο με αυτόν τον τρόπο μπορεί ένας κατώτατος μισθός των 750 ευρώ να είναι εφικτός και να μην δημιουργεί πρόβλημα ανταγωνιστικότητας.

Όλα αυτά περνάνε μέσα από μεταρρυθμίσεις, εκσυγχρονισμούς και αλλαγές που θα μεταβάλουν ουσιωδώς τη δομή, τη διάρθρωση και την παραγωγικότητα της ελληνικής οικονομίας.

Το παρόν δημοσιεύθηκε στον ιστότοπο makthes

Κυριακή 9 Σεπτεμβρίου 2018

Αναπόδραστες εξελίξεις - άρθρο στην ΚΥΡΙΑΚΑΤΙΚΗ ΜΑΚΕΔΟΝΙΑ 9/9/2018




Εν όψει ΔΕΘ, τα κομματικά επιτελεία εργάζονται πυρετωδώς καθώς το βήμα της είθισται να σηματοδοτεί τη νέα πολιτική χρονιά, που αντιμετωπίζεται ήδη ως προεκλογική. Φέτος ο ίδιος ο πρωθυπουργός σε μια προσπάθεια να χρωματίσει με αισιοδοξία την επίσκεψή του, ανέφερε πως θα είναι η πρώτη χρονιά χωρίς μνημονιακές δεσμεύσεις και καταναγκασμούς, υπονοώντας μία διακριτική ευχέρεια της κυβέρνησής του να δώσει κάτι παραπάνω σε παροχές – κοινωνικές δαπάνες.

Η εμπειρία δείχνει όμως πως όσες παροχές και να ανακοινώσει πρωθυπουργός από το βήμα της ΔΕΘ, δεν μεταβάλουν ουσιωδώς το πολιτικό και δημοσκοπικό κλίμα, καθώς το τελευταίο διαμορφώνεται σταδιακά μέσα στο χρόνο και συμπυκνώνει πολλές εξελίξεις  σε πολλά και διαφορετικά επίπεδα.

Η δραματική καταστροφή στο Μάτι Αττικής, με τον αδιανόητα μεγάλο αριθμό των νεκρών λίγα χιλιόμετρα από την πρωτεύουσα του κράτους, την επικοινωνιακή παρωδία και τον εμφανή κυνισμό της εξουσίας ήταν ένα σημείο καμπής. Η θεωρητική και απόμακρη  διάλυση του κρατικού μηχανισμού, η αποδιάρθρωση των υπηρεσιών, η επιχειρησιακή ανετοιμότητα και ανικανότητα των πολιτικών προϊσταμένων από φιλολογική κουβέντα, πολιτικολογία και αντιπολιτευτική  κατάφαση μετατράπηκε σε αίτιο θανάτου. Η αναφυλαξία της εξουσίας στη λογοδοσία και την ανάληψη ευθύνης την απογύμνωσε από κάθε μανδύα ενσυναίσθησης. «Εδώ δεν ενδιαφέρονται για τους νεκρούς που κάηκαν θα ενδιαφερθούν για τα άλλα ζητήματα», θα μπορούσε να είναι μια σκέψη ενός μέσου ψηφοφόρου και ορθά.

Το ντεμαράζ επικοινωνιακών νικών με την αναγγελία εξόδου από το Μνημόνιο στην Ιθάκη μέχρι την υπογραφή ορισμένων κλαδικών συμβάσεων εργασίας δεν έχει κανέναν απολύτως αντίκτυπο καθώς η ζώσα πραγματικότητα της δραματικής οικονομικής δυσπραγίας είναι συντριπτική. Όσοι προπαγανδιστικοί πόροι και αν κινητοποιηθούν, όσα δωράκια και διευθετήσεις και αν τακτοποιηθούν όσο η οικονομία δεν εκκινεί δεν υπάρχει περίπτωση αλλαγής κλίματος.

Το αναπόδραστο των εξελίξεων βέβαια δεν σηματοδοτεί παραίτηση και νηνεμία.  Μάλλον το αντίθετο σε επίπεδο πολιτικού και κομματικού ανταγωνισμού. Το δυστύχημα είναι πως μια τέτοια ποιότητα ανταγωνισμού δεν θα επιτρέψει την ανάπτυξη ενός στοιχειωδώς γόνιμου διαλόγου για το μεταμνημονιακό μέλλον. Η πόλωση και οι αντεγκλήσεις δεν μπορούν να οδηγήσουν σε καμία σύνθεση, σε κανένα σχέδιο. Μπορούν όμως να συγκρατήσουν κοινωνικές δυνάμεις στην κάλπη και να διασφαλίσουν πως ο ηττημένος θα παραμείνει σε μεγέθη και επιρροή κόμματος εξουσίας.

Η χώρα έχει μπροστά της όλες τις προκλήσεις ανοιχτές, το πολιτικό σύστημα πλην εξαιρετικά περιορισμένου αριθμού ατόμων προχωρά αμέριμνο αναπαράγοντας παθογένειες του παρελθόντος και η κοινωνία φαίνεται εξουθενωμένη από τη διάρκεια της οικονομικής κρίσης.

Το παρόν δημοσιεύθηκε και στον δικτυακό τόπο www.makthes.gr

Τρίτη 4 Σεπτεμβρίου 2018

Ανασχηματίστε την Ελλάδα, όχι απλά την κυβέρνηση

Δημοσίευση στο www.makthes.gr

Λίγες ημέρες μετά τον κυβερνητικό ανασχηματισμό, το τέλος των μνημονίων αλλά και τους αθροιστικά 100 και πλέον νεκρούς στην Αττική ( πυρκαγιές, ιός Δυτ. Νείλου), τα επιτόκια δανεισμού της χώρας βρίσκονται σε σημείο οριακά απαγορευτικό για οποιαδήποτε σκέψη ‘’ εξόδου’’ σε αυτές για άντληση κεφαλαίων. Συνεχόμενα black out βυθίζουν περιοχές στο σκοτάδι, περιοδικές διακοπές υδροδότησης, σκουπίδια απλωμένα μέσα σε αστικά και τουριστικά κέντρα, 35.000 παιδιά εκτός παιδικών σταθμών και ο κατάλογος αποτυχιών δεν έχει τέλος.
Η χώρα εξαντλημένη από την πολυετή κρίση δεν φαίνεται να μπορεί να ορθοποδήσει καθώς απουσιάζει κάθε προϋπόθεση ανάκαμψης.  Στα 9 χρόνια μνημονίων έγιναν αρκετά, όχι όμως όλα. Περιορίστηκαν τα δημοσιονομικά ελλείμματα με τρόπο όμως μη διατηρήσιμο καθώς αντί διαρθρωτικών αλλαγών επιλέχθηκε η φορολογική επιβάρυνση, η μείωση εισοδημάτων και εκμηδένιση δημοσίων επενδύσεων. Κάποιες λίγες μεταρρυθμίσεις που έλαβαν χώρα δεν μπορούν να δημιουργήσουν αντίρροπη δυναμική καθώς πολλές έμειναν ημιτελείς, υπονομεύθηκαν και κάποιες άλλες κεφαλαιώδους σημασίας δεν ξεκίνησαν ποτέ.
Το κράτος και η οικονομία μας παραμένουν εν πολλοίς στην προηγούμενη κατάσταση. Εσωστρεφής κορπορατισμός, υπαλληλία, εισαγωγές, κρατισμός, υπερφορολόγηση, πολιτικές διαμεσολαβήσεις, γραφειοκρατία κοκ. Τη στιγμή που πρέπει να μειωθεί το κράτος, να γίνουν ιδιωτικοποιήσεις, να απελευθερωθούν δημιουργικές δυνάμεις της αγοράς, να ανοίξουν τα κλειστά επαγγέλματα, να λειτουργήσει ο ανταγωνισμός, απαιτείται κρατική παρέμβαση σε νέα πεδία. Ρυθμιστικές αρχές, αναδιάρθρωση του κοινωνικού κράτους, στόχευση, διοικητική μεταρρύθμιση κ.ο.κ.
Δεν αρκεί να λέμε πως 1.000.000 πολίτες πρέπει να αλλάξουν επάγγελμα στρεφόμενοι σε διεθνώς εμπορεύσιμα προϊόντα και υπηρεσίες ( ή σε άλλα που θα υποκαθιστούν τις εισαγωγές) αλλά να δούμε μια ποιο τρόπο μπορεί να υποβοηθηθεί αυτή η μετάβαση. Εδώ το κράτος έχει ρόλο. Φορολογία, κόστος ενέργειας, υποδομές, διασφάλιση κανόνων ανταγωνισμού – αυτά είναι υποθέσεις του κράτους. Αναστροφή της ανεστραμμένης πυραμίδας είναι ο στόχος.
Το κρίσιμο ερώτημα
Μπορεί η κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ – ΑΝΕΛ να υλοποιήσει ένα τέτοιο σχέδιο αλλαγών και μεταρρυθμίσεων; Είναι ικανή να σχεδιάσει και να εφαρμόσει ένα μεταρρυθμιστικό πρόγραμμα που θα δώσει προοπτική στη χώρα; Φαίνεται μήπως να ωριμάζει πολιτικά και προγραμματικά ώστε σε δεύτερο χρόνο  - διεκδικώντας μία νέα κυβερνητική τετραετία – να ασκήσει ανάλογες πολιτικές;
Η απάντηση είναι καταφανώς αρνητική. Οι ΣΥΡΙΖΑ – ΑΝΕΛ σίγουρα δεν μπορούν αλλά και δεν θέλουν. Δεν έχουν τον αξιακό πυρήνα να προωθήσουν τέτοιες δημοκρατικές εκσυγχρονιστικές και ως εκ τούτου προοδευτικές πολιτικές. Δεν αναζήτησαν ποτέ τις απαντήσεις, δεν προσπάθησαν, δε σχεδίασαν. Προχώρησαν μόνο με έναν άκρατο βολονταρισμό. Δεν έχουν και δεν είχαν ποτέ δομημένο προγραμματικό πλαίσιο ή έστω κάποιες βασικές προγραμματικές επεξεργασίες. Τα παραδείγματα που δομούν την σκέψη τους είναι κάποια κρατικιστικά μοντέλα προηγούμενων δεκαετιών που, δυστυχώς για αυτούς, είναι ασύμβατα με το διεθνές και ευρωπαϊκό πλαίσιο που κινείται η χώρα. Εάν μπορούσαν θα κρατικοποιούσαν, θα διόριζαν, θα έλεγχαν ασφυκτικά το τραπεζικό σύστημα, δικαιοσύνη, ΜΜΕ και αγορά. Το πιο σύγχρονο που μπορεί ο ΣΥΡΙΖΑ να προσεγγίσει είναι μία πασοκικη διαχείριση δεκαετίας 80 και αυτή απογυμνωμένη από κάθε προωθητική τότε καινοτομία και εκσυγχρονισμό. Σα να διάλεξε επιμελώς και να υιοθέτησε όλες τις σκοτεινές πτυχές της Μεταπολίτευσης.
Η επόμενη μέρα
Η επόμενη μέρα θα είναι δύσκολη και το απαιτούμενο έργο τιτάνιο. Όσο περνάνε τα χρόνια, χάνεται εθνικό εισόδημα και ευκαιρίες ανάκαμψης. Η χώρα γερνά, οι νέοι μεταναστεύουν. Δεν είναι στασιμότητα – είναι υποχώρηση.  Το δυστύχημα είναι πως μαζί με ένα μεταρρυθμιστικό πρόγραμμα για το κράτος και την οικονομία, σήμερα, πρέπει να σχεδιαστεί και να εφαρμοστεί μία κρατική πολιτική που θα απαντά στα απολύτως βασικά. Ασφάλεια, τροφή, στέγαση, εκπαίδευση, περίθαλψη.
Αυτά που το αντιμνημονιακό μπλοκ ψευδώς κατήγγειλε το 2010 σήμερα είναι πραγματικότητα. Τότε υπήρχε λίπος, υπήρχε μια κάποια διάθεση για αλλαγές, υπήρχε στο δημόσιο λόγο η έννοια της μεταρρύθμισης. Σήμερα όλοι εξουθενωμένοι δεν μπορούμε να δούμε την προοπτική.

Σάββατο 3 Φεβρουαρίου 2018

Για ποια εθνικά θέματα; άρθρο στην ΚΑΡΦΙΤΣΑ της 03/02/2018



Η Ελλάδα έχασε τα χρόνια της κρίσης, αθροιστικά, το 25% του ΑΕΠ της. Στο εξωτερικό έφυγαν εκατοντάδες χιλιάδες εργαζόμενοι, επιστήμονες και επιχειρήσεις. Το ασφαλιστικό σύστημα έχει χρεοκοπήσει. Οι συνταξιούχοι είναι πλέον όσοι και οι εργαζόμενοι με ό,τι αυτό σημαίνει για κάποιον που αντιλαμβάνεται τα μεγέθη. Το δημογραφικό προφίλ της χώρας βοά πως η Ελλάδα γερνά με ταχύτατους ρυθμούς και ο πληθυσμός της βαίνει μειούμενος. Η ανεργία παραμένει δραματικά υψηλή. Οι μισθοί στον ιδιωτικό τομέα, μόνο επί ΣΥΡΙΖΑ – ΑΝΕΛ μειώθηκαν κατά 19% και η μερική απασχόληση έγινε κανόνας έναντι της πλήρους.

Το κοινωνικό κράτος στα πρόθυρα διάλυσης, με νοσοκομεία να υπολειτουργούν, τον ΕΟΠΠΥ να σωρεύει χρέη και να μετακυλύει τα κόστη σε προμηθευτές και πάροχους υπηρεσιών, χειρουργεία να αναβάλλονται και θεραπείες να καθυστερούν. Το αρχικό σχεδιαστικό λάθος του ΕΣΥ, αν και έχουμε φτάσει στο «ως εδώ και μη παρέκει», δεν διορθώνεται καθώς λογής τοπικοί παράγοντες και κοινωνίες απαιτούν νοσοκομειακά κτίρια στα χωριά τους και ας είναι υποστελεχωμένα ως άδεια, αντί ενός νέου αποδοτικότερου σχεδιασμού που θα αναδιάρθρωνε την κατανομή πόρων και προσωπικού. Προνοιακά επιδόματα κόβονται, φόροι εμποδίζουν την κατανάλωση και την επένδυση αλλά το κράτος μεγαλώνει, προσλήψεις γίνονται, το μισθολογικό κόστος αυξάνεται.

Στο μέτωπο του εκπαιδευτικού συστήματος ίδια κατάσταση. Πισωγυρίσμα με την κατάργηση του νόμου Διαμαντοπούλου που στόχευε να εκσυγχρονίσει τα ελληνικά Πανεπιστήμια ακολουθώντας το διεθνές παράδειγμα. Στις υπόλοιπες βαθμίδες, η δημοσιονομική ασφυξία σε συνδυασμό με ιδεοληπτικές προσεγγίσεις και συντεχνιακά αιτήματα διαμορφώνουν μία απελπιστική κατάσταση με τους Έλληνες μαθητές να μην καταγράφουν καλές επιδόσεις σε ανάλογες λίστες κατάταξης.

Η οικονομία της χώρας παρουσιάζει μία κάποια ανάπτυξη σύμφωνα που σύμφωνα με τις προβλέψεις ΔΝΤ και Ευρ. Επιτροπής θα κινηθεί στο 1,6% του ΑΕΠ όταν την ίδια στιγμή Ευρώπη και Ευρωζώνη κινούνται με υψηλά δεκαετίας στο 2,7%. Επιπλέον, η Ελλάδα είναι σήμερα η μόνη χώρα της Ευρώπης που εμφανίζει μεγάλο παραγωγικό κενό (output gap), δηλαδή το πραγματικό ΑΕΠ της κινείται σε πολύ χαμηλότερο επίπεδο έναντι του δυνητικού ΑΕΠ. Ασθενική ανάπτυξη, εύθραυστη, σε μία περίοδο που εμείς οφείλουμε με ένα μπαράζ αναπτυξιακών ετών να ανακτήσουμε τον χαμένο μας πλούτο. Και αν αναρωτηθούμε πιο βαθιά τι σημαίνει αυτό για την Ελλάδα θα καταλήξουμε πως η χώρα παραμένει απολύτως ευάλωτη στις διακυμάνσεις της παγκόσμιας οικονομίας , όπου μία στασιμότητα ή ύφεση στο κοντινό μέλλον θα μας συμπαρασύρει στον πάτο του βαρελιού. Η αχρείαστη ύφεση του 2015 και 2016 που οφείλεται καθαρά στις πολιτικές εξελίξεις και επιλογές  θα πληρωθεί ακριβά καθώς οι τελευταίες επιβάρυναν δημόσιο χρέος, τραπεζικό σύστημα.

Να ιεραρχήσουμε

Στο σημείο που βρίσκεται η χώρα πρέπει πολίτες και πολιτικό σύστημα, πολιτικό προσωπικό να ορίσουν προτεραιότητες, να ιεραρχήσουν ανάγκες και να πράξουν αναλόγως. Υπάρχει μεγαλύτερο εθνικό ζήτημα από την οικονομία αυτή τη στιγμή; Υπάρχει πιο σημαντικό πρόβλημα από την οικονομική καχεξία και αδυναμία της χώρας αυτήν την περίοδο;

Όταν αναφερόμαστε στην οικονομία και κάνουμε λόγο για απολύτως απαραίτητες αλλαγές σε κράτος, για μεταρρυθμίσεις και για λειτουργικούς εκσυγχρονισμούς πολλοί δυσανασχετούν. Οι λέξεις και το περιεχόμενό τους βέβαια έχουν βιαστεί κατ’ επανάληψη αλλά αυτό δεν αποτελεί άλλοθι για κανέναν μας.

Όμως ας αναλογιστούμε λίγο ψύχραιμα. Μέσα από ποιόν δρόμο η Ελλάδα θα πατήσει ξανά στα πόδια της; Πως θα διασφαλίσει την εθνική της ασφάλεια απέναντι σε μία αναθεωρητική δύναμη που παραγγέλνει F35 πολεμικά αεροσκάφη και πυραύλους S400; Πως θα μπορέσει να διατηρήσει τον συσχετισμό ισχύος;

Πως θα προσελκύσει άμεσες ξένες επενδύσεις ώστε να στηθούν επιχειρήσεις και να δημιουργηθούν δουλειές στους τομείς εκείνους που πρέπει και χρειαζόμαστε πραγματικά; Στους διεθνώς δηλαδή εμπορεύσιμους τομείς που είτε είναι εξαγωγικοί είτε υποκαθιστούν μέρος των εισαγωγών;
Πως θα ανακτήσει το απολεσθέν της κύρος, διπλωματικό κεφάλαιο και οικονομική ισχύ ώστε να επηρεάζει προς όφελός της τις εξελίξεις;

Για να απαντήσουμε σε αυτά τα ερωτήματα πρέπει να υπάρξει ένα καλά δομημένο σχέδιο. Με κραυγές και διαμαρτυρίες δεν γίνεται τίποτα. Ποτέ δεν έγινε άλλωστε.


Εθνικά δίκαια ή εθνικά συμφέροντα;

Στο ερώτημα αυτό απάντησε πριν δεκαετίες ο πολιτικός που διπλασίασε εδαφικά την Ελλάδα και την κατέστησε σημαντικό γεωπολιτικό παίκτη βγάζοντάς της από την αφάνεια και την αναξιοπρέπεια της καθυστέρησης και των ταπεινώσεων.

«Δεν υπάρχουν εθνικά δίκαια παρά μόνον εθνικά συμφέροντα» είπε ο Ελευθέριος Βενιζέλος αλλά δυστυχώς έχουμε κατακλιστεί από πολιτικούς που έκαναν καριέρα επί των εθνικών δικαίων. Από ένα πολιτικό προσωπικό που άγεται και φέρεται, δεν μπορεί να ηγηθεί, δεν μπορεί να αντισταθεί σε πρόσκαιρες σειρήνες και επιλέγει να κινηθεί στη φορά του ρεύματος και όχι κόντρα σε αυτό.

Αιτία της ανωτέρω παράθεσης της φράσης του Ελευθερίου Βενιζέλου είναι το γεγονός πως στο «Μακεδονικό ζήτημα» που επανέκαμψε στην επικαιρότητα, πολιτικοί και κόμματα παρά τις ρητές και διατυπωμένες θέσεις τους επί σειρά ετών, θέσεις που ειρήσθω εν παρόδω ήταν και εθνική γραμμή, υπαναχώρησαν μπροστά στο πραγματικά πολυπληθές συλλαλητήριο. Βέβαια όλοι έχουν δικαίωμα στην αλλαγή θέσης, αρκεί αυτό να γίνεται ρητά, συντεταγμένα, φανερά και με επιχειρηματολογία. Αρκεί αυτή η αλλαγή να οδηγεί ρεαλιστικά σε καλύτερα αποτελέσματα και όχι να αφήνει απλά τη λήθη των δεκαετιών να ηρεμίσει τα πνεύματα.

Συνοψίζοντας

Πρώτο -το σημαντικότερο εθνικό θέμα είναι η οικονομία και η ανόρθωσή της. Όλα τα άλλα έπονται, όλα τα άλλα καθορίζονται από τις επιδόσεις μας σε αυτό. Εκεί είναι η πραγματική ισχύς των κρατών κυρίως.

Δεύτερο – για να λυθεί αυτό το εθνικό πλέον ζήτημα χρειάζεται σχέδιο, βούληση για αλλαγές, ιεράρχηση και αποφασιστικότητα. Οι λαοσυνάξεις, τα συλλαλητήρια και οι διαμαρτυρίες παίζουν πάντα κάποιον ρόλο αλλά επουδενί δεν μπορουν και δεν πρέπει να χαράξουν την στρατηγική( για κάθε ζήτημα).

Τρίτο – το πολιτικό προσωπικό που δεν μπορεί να ηγηθεί δεν μπορεί και να βγάλει την χώρα από την κρίση. Πολιτικό προσωπικό που δεν μπορεί να πει την αλήθεια, δεν μπορεί να εναντιωθεί στο θυμικό και δεν μπορεί να εκπονήσει και να ακολουθήσει ένα σχέδιο, δεν είναι κατάλληλο. Οι αποφάσεις θα είναι δύσκολες και οι συγκρούσεις σφοδρές.

Τέταρτο – τα εθνικά συμφέροντα υπηρετούνται καλύτερα και αποδοτικότερα όταν συντρέχουν ορισμένες προϋποθέσεις. Ρεαλισμός, ηγεσία, πολίτες με συναίσθηση και θέληση. 

Σάββατο 20 Ιανουαρίου 2018

Μεσαία τάξη - γιατί ειναι απαραίτητη, άρθρο στην Καρφίτσα της 20/01/2018


Η παρούσα κυβέρνηση το έχει πει επισήμως και με κάθε τρόπο, ακόμη και για όποιον διατηρούσε ακόμη αμφιβολίες. Δεν  είναι σύμμαχος της μεσαίας τάξης, δεν την ενδιαφέρει η τύχη και η πορεία της, δε νομοθετεί και δεν κυβερνά με βάση τα συμφέροντά της. Πράττει, μάλιστα, ακριβώς το αντίθετο. Την βλέπει ως ακάματο σύνηθες υποζύγιο, ως εύκολο και πρόσφορο χρηματοδότη, ως ταξικό εχθρό που πρέπει να πληρώσει τις επιλογές  της.

Το στρατήγημα διακρίνεται από απλότητα, σχεδόν σοφία αλλά και κυνισμό. «Φορολογούμε μέχρι εξαντλήσεως τη μεσαία τάξη , πετυχαίνουμε τους δημοσιονομικούς στόχους, δίνουμε το περίσσευμα στους πιο αδύναμους» - το είπε σχεδόν έτσι ο ΥΠΟΙΚ κ. Τσακαλώτος.

Αυτή η λογική και ακολούθως οικονομική πολιτική βέβαια έχει κοντά ποδάρια καθώς δεν εμφανίζει στοιχεία διατηρησιμότητας. Δεν συνιστά δηλαδή πολιτική που μπορεί να ακολουθηθεί μεσομακροπρόθεσμα καθώς βρισκόμαστε ήδη στον ένατο χρόνο μνημονιακής διαχείρισης, η φοροδοτική δυνατότητα είναι απολύτως περιορισμένη και η ανάπτυξη εντελώς ασθενική – δεν μπορεί να στηρίξει τη συνέχιση, δεν παράγεται ο απαραίτητος πλούτος, δεν υπάρχει κεφαλαιοποίηση και επένδυση.

Παρά τη σωρεία αλλαγών μέσω μνημονιακών επιταγών και προαπαιτούμενων, δεν μπορεί να ισχυριστεί κανείς βάσιμα πως επήλθε κάποιος σημαντικός ανασχηματισμός του παραγωγικού μοντέλου. Αλλαγές σημαντικές υλοποιήθηκαν αλλά η δομή δεν άλλαξε άρδην υπέρ ενός νέου δυναμικού μοντέλου. Το ερώτημα παραμένει, τίθεται έντονα και επιζητεί απάντηση. Ποια θα είναι η θέση της χώρας στον παγκόσμιο καταμερισμό εργασίας; Τι θα παράγει; Θα καταφέρει να ακολουθήσει έστω ασθμαίνοντας τις παγκόσμιες εξελίξεις διατηρώντας τη θέση της στη λίστα με τις πλουσιότερες χώρες του κόσμου ή θα κατρακυλήσει σε χαμηλότερες θέσεις;

Από τις απαντήσεις που θα δώσει το πολιτικό σύστημα και η εκάστοτε κυβέρνηση αντανακλώντας τη συλλογική βούληση του ελληνικού λαού, θα καθοριστεί εν πολλοίς το τοπίο στην οικονομία και στην κοινωνία.

Θα περάσουμε για παράδειγμα μέσα από διαρθρωτικές αλλαγές σε μία εξωστρεφή οικονομία με στροφή σε διεθνώς εμπορεύσιμους κλάδους που θα εξάγουν και θα υποκαθιστούν τις εισαγωγές ή θα συνεχίσουμε έστω με δημοσιονομικούς περιορισμούς το μοντέλο του εσωστρεφούς κορπορατισμού;

Πιο αναλυτικά, ο ιδιόμορφος ελληνικός καπιταλισμός δεν θα μπορούσε να έχει παρά μία ιδιόμορφή μεσαία τάξη, με πολλές διαφορές συγκριτικά με την υπόλοιπη Δυτική Ευρώπη. Μέσα από ποιο πλέγμα πολιτικών θα ενισχυθεί ή θα ξαναδημιουργηθεί μεσαία τάξη, απολύτως απαραίτητη για την αστική δημοκρατία και την επάνοδο στην κανονικότητα και την ανάπτυξη της χώρας; Εσωστρεφής κορπορατισμός σημαίνει συνέχιση προνομίων στους insiders, διατήρηση κλειστών επαγγελμάτων και μερική διασφάλιση από τον ανταγωνισμό, προϊόντα και υπηρεσίες μη εμπορεύσιμα διεθνώς και ικανοποίηση – ενσωμάτωση αιτημάτων στο κράτος.

Προσαρμογή στις νέες συνθήκες σημαίνει προσδιορισμός της θέσης στον παγκόσμιο καταμερισμό εργασίας, κίνητρα για συνέργειες, συμπράξεις, διεθνώς εμπορεύσιμα προϊόντα και υπηρεσίες και άνοιγμα στον ανταγωνισμό με ωφέλειες και κόστη, επενδύσεις ιδιωτικές και δημόσιες με πολλαπλασιαστικά οφέλη, οικονομίες κλίμακας, εξαγωγές κοκ.
Η απολύτως κρίσιμη αυτή τάξη για το παραγωγικό μοντέλο προσδίδει στο τελευταίο χαρακτηριστικά που έχει η ίδια. Αν η μεσαία τάξη της χώρας είναι στελέχη εταιρειών με ιεραρχίες, συναλλαγές, οργανογράμματα, αν δραστηριοποιείται σε τομείς με υπεραξία, αν αμείβεται καλά διότι παράγει προϊόντα και υπηρεσίες αξίας σημαίνει ότι υπάρχει αλλαγή παραδείγματος. Αν παραμείνει μία τάξη ελεύθερων επαγγελματιών και μικροεπιιχειρηματιών, ανώτερης δημοσιοϋπαλληλίας και στελεχών μετρημένων επιχειρήσεων που ευνοούνται από την πολιτική εξουσία σημαίνει ότι παραμείναμε στα ίδια και δεν αλλάξαμε τα κρίσιμα.
Η πρώτη περίπτωση μεσαία τάξης μπορεί να παίξει βαρύνοντα ρόλο υποστηρίζοντας πολιτικές που θα ενισχύσουν την παραγωγικότητα, τον ανταγωνισμό, την ανοικτότητα και την ισχυροποίηση των θεσμών, τους σαφείς κανόνες για όλους. Η δεύτερη περίπτωση μεσαίας τάξης – η παλιά γνώριμη- θα επιζητά την κρατική υπερ-ρύθμιση, την προστασία από τον ανταγωνισμό, την προσοδοθηρία, τον μεταπρατικό χαρακτήρα της οικονομίας θα στέλνει τον λογαριασμό στους outsiders.
Είναι σημαντική η ύπαρξη μιας εύρωστης μεσαίας τάξης;
Η ύπαρξη της μεσαίας τάξης είναι απολύτως σημαντική καθώς είναι ταυτόχρονα προϋπόθεση αλλά και αποτέλεσμα μιας εύρωστης οικονομίας και μιας καλής διακυβέρνησης. Είναι η μεσαία τάξη αυτή που ορίζει εν πολλοίς το καταναλωτικό πρότυπο, τον τρόπο ζωής, που διαμορφώνει και διαχέει σε όλη την κοινωνία βασικές ιδέες και αντιλήψεις. Η ίδια η υπαρξή της είναι απότοκος της ανοδική κοινωνικής κινητικότητας αλλά και βασικός μοχλός διατήρησης σε λειτουργία αυτού του ασανσέρ.
Είναι η μεσαία τάξη που έχοντας ξεφύγει από την ανάγκη μπορεί να συμμετέχει πιο ενεργά και αποφασιστικά στη διακυβέρνηση, να ελέγξει την εξουσία και να εκφράσει και να διεκδικήσει περισσότερα, στον αντίποδα μιας κοινωνίας χαμηλών προσδοκιών. Αν αιτηθεί εκσυγχρονισμό μπορεί να τον επιβάλλει. Στηρίζοντας τον εκσυγχρονισμό και αναλόγως του βαθμού με τον οποίο θα το πράξει θα κριθεί εάν αυτός θα είναι επιδερμικός ή βαθύς, στέρεος ή εύθραυστος.
Πολιτικά, η ύπαρξη της μεσαίας τάξης διασφαλίζει την αποδοκιμασία των άκρων, ενισχύει τις πολιτικές δυνάμεις της συναίνεσης και της συνεννόησης, αφαιρεί εκρηκτική ύλη από την κοινωνική διαπάλη καθώς μπορεί να παίξει και το ρόλο του αμορτισερ, εκτονώνοντας πιέσεις και απαιτεί ως αναγκαία συνθήκη ευημερίας και ανάπτυξης τη σταθερότητα, την ομαλότητα, τη συνέχεια και την πρόοδο – κυρίως ως αύξηση της κατανάλωσης.
Τι κάνει η σημερινή κυβέρνηση;
Η σημερινή κυβέρνηση υλοποιεί έναν σχεδιασμό βασισμένο στο στενό κομματικό συμφέρον χωρίς να εξετάζει τις προοπτικές της χώρας. Μόνο όπου και όταν αυτές διασταυρώνονται με το στενό δικό της συμφέρον υπάρχει πιθανότητα να πράξει ορθά.

Η κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ – ΑΝΕΛ ενεργεί και πολιτεύεται με στόχο την συνέχιση της υποστήριξης από απολύτως συγκεκριμένες ομάδες της κοινωνίας, στην προσπάθειά της να παραμείνει σε θέσεις εξουσίας ή αξιωματικής αντιπολίτευσης.

Στοχεύει όπως είδαμε ρητά στη στήριξη των κατώτερων οικονομικά στρωμάτων μέσα από μία ατελέσφορη επιδοματική πολιτική και στη στήριξη εκείνων των τμημάτων της μεταπολιτευτικής μεσαίας τάξης που ευνοήθηκαν και ευνοούνται από το παρόν status quo, καθώς είτε επλήγησαν λιγότερο είτε καθόλου από την οικονομική κρίση. Φοβικοί insiders και απομεινάρια της άλλοτε μεγάλης μεσαίας τάξης και οικονομικά αδύναμοι διαμορφώνουν την πολιτική και κομματική συμμαχία του σχηματισμού ΣΥΡΙΖΑ – ΑΝΕΛ.

Και αν για τα αδύναμα στρώματα το καρότο είναι τα διάφορα επιδόματα, για τους insiders της μεσαίας τάξης είναι το κλείσιμο του ματιού με ρυθμίσεις στον αντίποδα του μνημονίου. Ρυθμίσεις, εξυπηρετήσεις, προσλήψεις, χάρες, μείωση ωραρίου, αποκήρυξη πραγματικής αξιολόγησης, δέσμευση για μηδενικές απολύσεις, εκπλήρωση συνδικαλιστικών και συντεχνιακών αιτημάτων - κάτω από το ραντάρ - είναι η υπόσχεση της εξουσίας. «Ψηφίστε εμάς που σας εξυπηρετούμε και όσο μπορούμε νοιαζόμαστε για σας και τα συμφερόντά σας γιατί αν έρθουν άλλοι θα χάσετε και αυτά.»

Αυτή όμως δεν είναι μία συμμαχία που μπορεί να οδηγήσει τη χώρα στο επιθυμητό μέλλον. Είναι συμμαχία διατήρησης, είναι συμμαχία τροχοπέδη, είναι συμμαχία και πολιτική υπέρ των λίγων.

Τρίτη 16 Ιανουαρίου 2018

Κόµµα χωρίς σπονδυλική στήλη – εξουσιαστικός κυνισµός – χώρα χωρίς µέλλον - άρθρο για την εφημερίδα Καρφίτσα 30/12/2017


Ο ΣΥΡΙΖΑ είναι ένα κόµµα ευπροσάρµοστο. Χωρίς σπονδυλική στήλη. Χωρίς ισχυρό αξιακό φορτίο, χωρίς αναφορές, χωρίς αναστολές. Σήµερα, στην αυγή του 2018 τίποτα δεν θυµίζει τον αντιµνηµονιακό ΣΥΡΙΖΑ, τις υποσχέσεις του, την ορµή, την ευκολία των λόγων, τον εδαφικοποιηµένο ακτιβισµό του και την προγραµµατική του πρόταση. Η ηγετική οµάδα από το καλοκαίρι του 2015 – ίσως και νωρίτερα, προ δηµοψηφίσµατος – αντιλήφθηκε πως σχεδόν τίποτε από τα υλικά οικοδόµησης εκείνου του κράµατος αντιµνηµονιακής διαµαρτυρίας, µεταπολιτευτικής επαναφοράς και διάχυτης αντιµεταρρύθµισης δεν θα µπορούσε να φανεί χρήσιµο στην πορεία.
Αντιλήφθηκαν πως στον κόσµο των ενηλίκων και των κυβερνήσεων, µαγικές λύσεις δεν υπάρχουν. Σε κοινωνία όπου είναι πλειοψηφικό το φαινόµενο της παρατεταµένης ανηλικότητας, το να ανέλθεις στην εξουσία σε καιρό κρίσης, τάζοντας στους πάντες τα πάντα και εκµεταλλευόµενος τις τραγικές αποτυχίες των προηγούµενων, δεν φαντάζει τόσο δύσκολο. Βέβαια το κόστος αυτής της βίαιης αλλά ρηχής ωρίµανσης είναι τεράστιο. Ως εκ τούτου είναι δύσκολο να γίνει αντιληπτό στο µέσο Έλληνα και ψηφοφόρο στην πλήρη του έκταση. Ιδιαίτερα σε µία κοινωνία που είναι «µαλωµένη» µε τους αριθµούς, τους πίνακες, τα στοιχεία, τις προβλέψεις, τις προβολές και τη στατιστική, οποιαδήποτε προσπάθεια αποτίµησης ή σύγκρισης καταλήγει στο βολικά απλό «έλα µωρέ, όλοι ίδιοι ήταν» ή στο «και αυτοί περικόπτουν και οι άλλοι περιέκοψαν (µισθούς συντάξεις)» ή στο « τουλάχιστον αυτός διαπραγµατεύτηκε».
Η συνολική αποτίµηση του έξαλλου πρώτου εξαµήνου έχει γίνει από ειδήµονες περί της οικονοµίας αλλά η ζηµία είναι σίγουρη και βεβαιωµένη. Επιβάρυνση στο δηµόσιο χρέος, βαρύτατο πλήγµα στο τραπεζικό σύστηµα, επιπλέον υφεσιακά έτη, εικόνα αστάθειας και µετεωρισµού της χώρας κοκ. Από εκείνη όµως την περίοδο, όπως προείπαµε, δεν έχει αποµείνει τίποτε. Με περίσσια ευκολία ο πρωθυπουργός και η οµάδα του έκαναν στροφή 180 µοιρών και αποδέχθηκαν κάθε πιθανό ή απίθανο µέτρο που προτάθηκε στο τρίτο – αµιγώς δικό τους – µνηµόνιο. Από τον µαξιµαλισµό της περήφανης διαπραγµάτευσης στην απρόσκοπτη αποδοχή των πάντων χρειάστηκε πολύ µικρό χρονικό διάστηµα. Η µεταστροφή που έγινε διεθνώς γνωστή ως kolotoumpa και µνηµονεύεται ακόµη από διεθνή ΜΜΕ συµπύκνωσε όλα τα νοήµατα.
Είναι ωρίµανση ή κυνισµός;
Πολλοί χαιρέτισαν αυτή τη µεταστροφή ως µια κοµβική µεταστροφή και χαιρέτισαν και τον Αλέξη Τσίπρα ως έναν νέο ηλικιακά, ρεαλιστή, ευρωπαϊστή πρωθυπουργό που λογικεύεται και στέκεται στο ύψος των ευθυνών και των περιστάσεων. Φωνές και γραφίδες στο εξωτερικό αλλά και στο εσωτερικό προσπαθούν εναγωνίως να πείσουν το εκάστοτε ακροατήριο πως τα πράγµατα στην υπόθεση της Ελλάδας πάνε καλά – η χώρα βρίσκεται στο σωστό δρόµο. Για δικούς τους λόγους ο καθείς. Οι του εξωτερικού για να εδραιώσουν την πεποίθηση πως υπάρχει σταθεροποίηση και πως η χώρα µας περνά σε φάση κανονικότητας, αποκρύπτουν λάθη (τους), καθησυχάζουν κοινοβούλια και κοινή γνώµη άλλων χωρών και µεταθέτουν τα προβλήµατα στο µέλλον. Οι του εσωτερικού µπορεί να αµείβονται από το γκουβέρνο ποικιλοτρόπως ή να γνωρίζουν πως µόνον µε αυτή την κυβέρνηση βρίσκονται εντός παιγνίου. Το ερώτηµα όµως παραµένει. Είναι ωρίµανση ή κυνισµός αυτό που επιδεικνύει η ηγετική οµάδα του ΣΥΡΙΖΑ και το πρωθυπουργικό επιτελείο;
Είναι κυνισµός µεταµφιεσµένος σε ωρίµανση. Έχουν αποδεχθεί τα πάντα, ακόµη και µέτρα που καµία άλλη κυβέρνηση δεν θα αποδεχόταν καθώς βασίζονται σε µία άβουλη κοινοβουλευτική οµάδα που δεν δεσµεύεται από καµία υπόσχεση παρά από την θέληση για παραµονή στην εξουσία και στην κόπωση της κοινωνίας που µετά την διάψευση του αντιµνηµονιακού µύθου δεν έχει κουράγιο να επενδύσει καµία προσδοκία πουθενά, ούτε όµως να διαµαρτυρηθεί. Είναι κυνισµός διότι δεν πιστεύουν αυθεντικά σε κανένα µεταρρυθµιστικό πρόγραµµα. Το αποδέχονται εργαλειακά. Το έχουν ενσωµατώσει σε µία κοµµατική- εκλογική στρατηγική που πιθανολογεί έξοδο στις αγορές το καλοκαίρι του 2018, σχετική ευκολία διορισµών πασπαλισµένων µε εφάπαξ επιδόµατα.Είναι κυνισµός διότι γνωρίζουν πως αυτό που πράττουν δεν έχει στοιχεία διατηρησιµότητας παρά εξυπηρετεί το κοµµατικό αφήγηµα «έξοδος από την κρίση». Υπερφορολογούν τη µεσαία τάξη σε ανυπόφορο βαθµό, δηµιουργούν υπερπλεονάσµατα και ακολούθως τα διαµοιράζουν σε φτωχοποιηµένα στρώµατα εξαγοράζοντας τη στήριξή τους. Προσλήψεις, στο δηµόσιο, επιδόµατα, πόλωση και αµφιλεγόµενη έξοδος στις αγορές. Δίνουν µε λίγα λόγια ψάρι στον πεινασµένο αλλά δεν µαθαίνουν στον κόσµο να ψαρεύει.  Η παραγωγή πλούτου, η ανάπτυξη, η µεγέθυνση είναι µια διαδικασία σύνθετη, µε πολύ συγκεκριµένους περιορισµούς αλλά και πάρα πολλές δυνατότητες, απαιτείται σχέδιο. Απαιτείται σωρεία αλλαγών σε κράτος και οικονοµία, µεταρρυθµίσεις. Απαιτείται εκσυγχρονισµός της διοίκησης, φορολογική σταθερότητα, λογική φορολογία, προσέλκυση επενδύσεων, τραπεζική δραστηριότητα και χρηµατοδότηση της οικονοµίας κλπ. Τη στιγµή που πρέπει να µειωθεί το κράτος, να γίνουν ιδιωτικοποιήσεις, να απελευθερωθούν δηµιουργικές δυνάµεις της αγοράς, να ανοίξουν τα κλειστά επαγγέλµατα, να λειτουργήσει ο ανταγωνισµός, απαιτείται ταυτόχρονα  ισχυρή κρατική παρέµβαση σε νέα πεδία. Ρυθµιστικές αρχές, αναδιάρθρωση του κοινωνικού κράτους, στόχευση, διοικητική µεταρρύθµιση κ.ο.κ. Δεν αρκεί να λέµε πως 1.000.000 πολίτες πρέπει να αλλάξουν επάγγελµα στρεφόµενοι σε διεθνώς εµπορεύσιµα προϊόντα και υπηρεσίες (ή σε άλλα που θα υποκαθιστούν τις εισαγωγές) αλλά να δούµε µε ποιο τρόπο µπορεί να υποβοηθηθεί αυτή η µετάβαση. Εδώ το κράτος έχει ρόλο. Φορολογία, κόστος ενέργειας, υποδοµές, διασφάλιση κανόνων ανταγωνισµού – αυτά είναι υποθέσεις του κράτους. Αναστροφή της ανεστραµµένης πυραµίδας είναι ο στόχος.Αν ασχολούνταν µε αυτά, θα λέγαµε πως ωρίµασε. Στόχος όµως δεν είναι µία αλλαγή σελίδας για τη χώρα και η µετάβαση σε µία κανονικότητα που θα συνδυάζεται µε επαναπροσδιορισµό της θέσης της χώρας στο διεθνή καταµερισµό εργασίας αλλά η επανεκλογή ή τουλάχιστον η διατήρηση του ΣΥΡΙΖΑ ως κόµµα εξουσίας.