Πέμπτη 27 Σεπτεμβρίου 2012

Πώς να γίνεις ηγέτης

Οι ηγέτες γεννιούνται ή γίνονται; Γιατί η δημαγωγία και η κρίση πάνε πάντα μαζί; Ο Ρον Χάιφετζ που διδάσκει το δημοφιλέστερο μάθημα του Χάρβαρντ, τις «Ασκήσεις ηγεσίας», προσπάθησε να συμπυκνώσει ένα σεμινάριο ηγεσίας μέσα σε μία ώρα



Τον Απρίλιο του 2010, λίγο πριν από την προσφυγή της χώρας μας στον μηχανισμό στήριξης, ο τότε πρωθυπουργός Γιώργος Παπανδρέου – και πρώην φοιτητής του στο Χάρβαρντ το 1993 – κάλεσε τον Ρον Χάιφετζ στην Αθήνα για ένα εντατικό σεμινάριο στους υπουργούς της κυβέρνησής του. Μάλλον περισσότερο για συμβολικούς λόγους, για να ενεργοποιήσει δηλαδή τα πολιτικά τους ρεφλέξ, και λιγότερο για ουσιαστικούς. Στο κάλεσμα τελικά ανταποκρίθηκαν οι συνήθεις ύποπτοι εκείνης της εποχής: οι Γερουλάνος, Μπιρμπίλη, Παμπούκης και ορισμένοι άλλοι. Οι υπόλοιποι επικαλέστηκαν φόρτο εργασίας. Ο ίδιος ο Παπανδρέου ήταν παρών σε ολόκληρο το σεμινάριο – ίσως περισσότερο από νοσταλγία για ένα περιβάλλον δημιουργικής πολιτικής σκέψης που απείχε έτη φωτός από την πραγματικότητα που καλούνταν να διαχειριστεί.
Οι παραδόσεις του Χάιφετζ στα αμφιθέατρα του John F. Kennedy School of Government παραπέμπουν σε ένα πειραματικό εργαστήρι σχέσεων εξουσίας. Το μάθημα συνήθως αποκτά τα χαρακτηριστικά μιας προσομοίωσης, όπου οι φοιτητές καλούνται να αντιληφθούν βιωματικά τα βάρη και τα άγχη της ηγεσίας ακόμη και μέσα στον κλειστό χώρο μιας αίθουσας. Κανένας τελικά δεν μένει αλώβητος ψυχολογικά από αυτή τη δοκιμασία.
Ο Χάιφετζ έγινε γνωστός τη δεκαετία του 1980 όταν κλόνισε τις υπάρχουσες θεωρίες που επικρατούσαν στη μελέτη του φαινομένου της ηγεσίας διαχωρίζοντάς το από τη διοίκηση ή την εξουσία και ορίζοντάς το ως τη διαδικασία κινητοποίησης μιας «κοινότητας ανθρώπων» για την αντιμετώπιση κοινών προβλημάτων, τα οποία ονομάζει «προκλήσεις προσαρμογής». Τα βιβλία του στη δεκαετία του 1990 εκτόξευσαν τη φήμη του παγκοσμίως, ενώ ο ίδιος παρέχει συμβουλές σε κυβερνήσεις, πολιτικούς και επιχειρήσεις σε ολόκληρο τον κόσμο. Πριν από το Χάρβαρντ, ο Χάιφετζ, που είναι σήμερα 62 ετών, έζησε τα ταραγμένα 60s ως εθελοντής στην καμπάνια του Ρόμπερτ Κένεντι, σπούδασε Ιατρική στο Πανεπιστήμιο Κολούμπια και εργάστηκε ως ψυχίατρος σε φυλακές – δουλειά που αποτέλεσε το έναυσμα για την εμβάθυνση της μελέτης της ανθρώπινης συμπεριφοράς σε στρεσογόνες καταστάσεις.
Ο Χάιφετζ επισκέφθηκε και πάλι εφέτος τη χώρα μας για λίγες ημέρες στο πλαίσιο του ετήσιου Συμποσίου της Σύμης που διοργανώνει το Ιδρυμα Ανδρέα Γ. Παπανδρέου και μας συνάντησε στο αεροδρόμιο της Αθήνας λίγο πριν από το ταξίδι της επιστροφής στη Βοστώνη, όπου μίλησε, μεταξύ άλλων, για τις προσαρμογές και τις προκλήσεις που πρέπει να διαχειριστεί η ελληνική κοινωνία ώστε να εξέλθει αποτελεσματικά από την κρίση.
Στην Ελλάδα αυτή την εποχή βιώνουμε την απόλυτη διαίρεση ως κοινωνία για θέματα όπως το μνημόνιο, οι αποκρατικοποιήσεις, οι απολύσεις στο Δημόσιο, η ελαστικοποίηση των σχέσεων εργασίας. Τι συμβουλή θα δίνατε στον έλληνα Πρωθυπουργό για να φέρει εις πέρας το δύσκολο έργο της μετάβασης σε μια νέα πραγματικότητα; «Θα του έλεγα ότι οφείλει να καταστήσει την Ελλάδα λιγότερο ευάλωτη στους κινδύνους του υπάρχοντος χρηματοπιστωτικού συστήματος. Για να το καταφέρει αυτό θα πρέπει να κερδίσει χρόνο στο εξωτερικό, για να μπορέσει να πραγματοποιήσει όλες τις απαραίτητες αλλαγές στο εσωτερικό. Πρέπει να συνεχίσει τη δουλειά που ξεκίνησε ο Παπανδρέου με τα πακέτα διάσωσης από τις ευρωπαϊκές χώρες, ώστε να επικεντρωθεί στη δουλειά που πρέπει να γίνει στο εσωτερικό: να επεξηγήσει την αναγκαιότητα των αλλαγών και να δώσει στον κόσμο μια αίσθηση πίστης ότι μπορεί να τα καταφέρει. Οι μεταρρυθμίσεις είναι στο τέλος της ημέρας απαραίτητες ώστε να απελευθερωθεί η οικονομία και να γίνει περισσότερο ανταγωνιστική. Οι αλλαγές θα έχουν πόνο και κάποιοι θα χάσουν τα κεκτημένα τους, όμως η οικονομία θα πρέπει να επαναλειτουργήσει, οι τράπεζες πρέπει να δανείζουν νέες επιχειρήσεις και start-ups. Ολα πρέπει να αλλάξουν στη χώρα σας. Το σημαντικότερο όλων όμως είναι ότι πρέπει να επαναφέρει την εμπιστοσύνη στους κόλπους της κοινωνίας. Η εμπιστοσύνη στους θεσμούς έχει διαρραγεί στη χώρα σας από τον καιρό της τουρκοκρατίας και έχω την αίσθηση ότι δεν επανήλθε ποτέ.
 Η επαναφορά της εμπιστοσύνης είναι σημαντική, διότι χωρίς αυτήν η ηγεσία δεν μπορεί να κινητοποιήσει τη συλλογική ευφυΐα και να δημιουργήσει ευημερία. Για να την αποκαταστήσεις βέβαια χρειάζεται μια σειρά από αλλαγές κυρίως στο δικαστικό σύστημα και κυρίως να πάψει η ατιμωρησία των πολιτικών. Δύο-τρεις συμβολικές κινήσεις από μόνες τους δεν είναι αρκετές για να επαναφέρεις την αξιοπιστία και την εμπιστοσύνη στους κόλπους της κοινωνίας».
Ποιο είναι λοιπόν το μυστικό πίσω από την αποτελεσματική ηγεσία; «Νομίζω υπάρχουν πολλά μυστικά, ανάλογα με τις απαιτήσεις των περιστάσεων. Υπάρχουν βέβαια κοινοί παρονομαστές, εντοπίζονται ωστόσο ουσιώδεις διαφορές ανάλογα με τις ανάγκες της συγκυρίας, της κουλτούρας κάθε κοινωνίας και τους συσχετισμούς μιας κατάστασης. Σε ορισμένες περιπτώσεις χρειαζόμαστε ηγέτες που διαθέτουν την ασυνήθιστη ικανότητα να ακούν και να συνθέτουν πολύπλοκες καταστάσεις, καθώς και να ακούν διαφορετικές αναλύσεις από πολλαπλές πηγές προτού λάβουν μια απόφαση. Ενας άνθρωπος σε θέση ευθύνης μπορεί να υποπέσει σε τεράστια λάθη αν δεν διαθέτει την ικανότητα να ακούει, διότι εξαιρεί και εν τέλει αγνοεί από την ανάλυσή του κρίσιμα στοιχεία ή οπτικές γωνίες ενός θέματος.
Σε άλλες περιπτώσεις χρειαζόμαστε ηγέτες που διαθέτουν σπάνια χαρίσματα στις διαπροσωπικές τους σχέσεις. Που κατανοούν τους ανθρώπους και τις ανάγκες τους και γνωρίζουν πώς να μιλούν σε συγκεκριμένα ακροατήρια, σε συγκεκριμένες στιγμές: ηγέτες δηλαδή με υψηλή συναισθηματική νοημοσύνη, που διαθέτουν αυτή την υπέροχη δυνατότητα να ενώνουν τους ανθρώπους και να δημιουργούν μια αίσθηση ομοψυχίας. Και βέβαια μια άλλη σημαντική ικανότητα είναι η ρητορεία, η δυνατότητα κάποιου να μιλάει όχι απλώς με σαφήνεια, αλλά και με έναν τρόπο που “μιλάει” στις καρδιές των ανθρώπων, στοχεύοντας στο προσωπικό τους αξιακό σύστημα. Το μείγμα λοιπόν των αρετών και δεξιοτήτων που διαθέτει κάποιος είναι που καθορίζει και την ικανότητά του να πλοηγήσει μια χώρα».
Η ηγεσία στον κόσμο των επιχειρήσεων απαιτεί διαφορετικά χαρακτηριστικά; «Η δημιουργία μιας επιχείρησης απαιτεί τη διαχείριση ενός πλέγματος προκλήσεων πολύ διαφορετικού από αυτό που αντιμετωπίζει κάποιος στην ανάπτυξη ή στη συρρίκνωση μιας εταιρείας. Ενας επιχειρηματίας που έχει στήσει μια επιχείρηση συχνά αδυνατεί να τη διοικήσει σε μια δύσκολη οικονομική συγκυρία που ενδεχομένως θα χρειαστεί να απολύσει υπαλλήλους ή να κλείσει τμήματα για να εξασφαλίσει τη βιωσιμότητά της.
 Οι αρχές αυτές ισχύουν και στην πολιτική. Μια κυβέρνηση συχνά καλείται να τονώσει την επιχειρηματικότητα, να δημιουργήσει νέες προϋποθέσεις για ανάπτυξη και για να το καταφέρει αυτό θα πρέπει να οδηγήσει την κοινωνία από το παρελθόν στο μέλλον μέσω μιας διαδικασίας μετάβασης. Αυτή η διαδικασία απαιτεί διαφορετικές ικανότητες, ανάλογα με τη φύση της μετάβασης. Σε διαδικασίες γρήγορης μετάβασης απαιτείται αποφασιστικότητα και ταχύτητα. Υπάρχουν όμως περιπτώσεις που η μεταβατική διαδικασία, καθώς και η προσαρμογή στα νέα δεδομένα, διαρκεί πολύ περισσότερο, πρώτον γιατί οι άνθρωποι πρέπει να απορροφήσουν τις απώλειες που θα υποστούν και δεύτερον γιατί χρειάζεται χρόνος ώσπου οι άνθρωποι να αναπτύξουν νέες δεξιότητες, πρόκειται άλλωστε για μια πειραματική διαδικασία».
Πόσο εύκολο είναι όμως να το εξηγήσεις αυτό σε μια κοινωνία που έχει διαπαιδαγωγηθεί με έναν συγκεκριμένο τρόπο; «Ενας ηγέτης οφείλει να είναι σε θέση να εξηγήσει γιατί μια μεταβατική περίοδος μπορεί να διαρκέσει λίγο ή πολύ. Είναι σημαντικό οι άνθρωποι να κατανοήσουν τους λόγους, αλλά και τους παράγοντες που καθορίζουν τη χρονική διάρκεια μιας μεταβατικής περιόδου. Πέρα όμως από την επεξήγηση, μια άλλη σοβαρότατη πολιτική πράξη είναι η δημιουργία συνθηκών για ανάπτυξη, αλλά και η ικανότητα να αποτρέψεις τον πανικό. Ενας ηγέτης μπορεί να γίνει ιδιαίτερα επικίνδυνος όσο η περίοδος μετάβασης μακραίνει. Κι αυτό γιατί ο πόνος είναι δυσβάσταχτος και οι άνθρωποι θέλουν να απαλλαγούν από αυτόν, ενώ ταυτόχρονα η αβεβαιότητα φοβίζει τους ανθρώπους. Σε εποχές όπως αυτή που περνάει τώρα η χώρα σας, ο πόνος, η αβεβαιότητα, αλλά και η αγωνία των ανθρώπων τούς καθιστά ευάλωτους σε απλοϊκές απαντήσεις και απλουστευτικές αναλύσεις που ακούγονται ελκυστικές, στην πραγματικότητα όμως πρόκειται απλώς για ψευδαισθήσεις».
Εκεί αναλαμβάνουν δράση οι δημαγωγοί, όπως μας δίδαξε η αρχαία Ελλάδα. «Ακριβώς. Και η δημαγωγία δεν έχει καμία σχέση με την άσκηση ηγεσίας».
Δηλαδή; «Η άσκηση ηγεσίας είναι η πράξη της επίτευξης συλλογικής προόδου και επίλυσης κοινών προβλημάτων. Η άσκηση της ηγεσίας σε μια δημοκρατία είναι η τέχνη της κινητοποίησης πόρων, ενέργειας, δημιουργικότητας, αλλά και συλλογικής ευφυΐας για την αντιμετώπιση κοινών προβλημάτων και προκλήσεων. Στην ουσία η ηγεσία καλείται να κάνει τη δημοκρατία να λειτουργήσει. Να δημιουργήσει ευκαιρίες και δυνατότητες για τους πολίτες και όχι εξάρτηση. Ομως σε εποχές κρίσης συναντάται η τάση των ανθρώπων να επιλέγουν την εξάρτηση στην εξουσία, σε εύκολες απαντήσεις και τελικά στη δημαγωγία. Οι δημαγωγοί συχνά υπόσχονται ότι θα οδηγήσουν τους ανθρώπους στη γη της επαγγελίας, όμως αυτό που τελικά πετυχαίνουν είναι να καθυστερήσουν τη λύση. Και σε κάποιες περιπτώσεις φέρνουν την καταστροφή».
Υπάρχει μια διάσημη φράση που αποδίδεται στον Ζαν-Ζακ Ρουσό που λέει ότι «είναι οι σπουδαίες καταστάσεις που αναδεικνύουν τους μεγάλους άνδρες». Αναρωτιέμαι αν συμφωνείτε με την άποψη ότι στις εποχές της κρίσης πρέπει να περιμένουμε τους κατάλληλους ανθρώπους να εμφανιστούν και να ηγηθούν. «Η εποχή της κρίσης είναι ευκαιρία για την ανάδυση εμπνευσμένης ηγεσίας και είναι και ταυτόχρονα μια ιδιαίτερα επικίνδυνη κατάσταση όπου μπορεί να ανθήσει η δημαγωγία. Στατιστικά η αίσθησή μου είναι ότι επικρατεί η δημαγωγία. Ξέρετε, οι δικτατορίες δεν προκύπτουν στις καλές εποχές, αλλά στις ταραγμένες. Ο Αδόλφος Χίτλερ θα ήταν μια καρικατούρα της Ιστορίας, ένας θυμωμένος καλλιτέχνης που θα έβγαζε λόγους σε μπαρ στο Βερολίνο αν δεν υπήρχαν τα οικονομικά προβλήματα της Γερμανίας του Μεσοπολέμου. Εμείς στις Ηνωμένες Πολιτείες ήμασταν αρκετά τυχεροί την ίδια ακριβώς χρονική στιγμή να εκλέξουμε πρόεδρο τον Ρούζβελτ. Η γυναίκα τού Ρούζβελτ, Ελινορ, είχε κάποτε εξομολογηθεί ότι η στιγμή που φοβήθηκε περισσότερο στη ζωή της ήταν την ημέρα της ορκωμοσίας του συζύγου της. Κατά τη διάρκεια της ομιλίας του ο Ρούζβελτ είπε ότι “για να αντιμετωπίσω αυτή την κρίση ίσως χρειαστεί να ζητήσω έξτρα εξουσίες από το Κογκρέσο”. Στο σημείο αυτό εισέπραξε τις μεγαλύτερες επευφημίες από το πλήθος, με ζητωκραυγές και χειροκροτήματα! Προσέξτε, ο κόσμος δεν στάθηκε ιδιαίτερα στη μνημειώδη φράση που εκστόμισε εκείνη την ημέρα και έμεινε στην Ιστορία, πως “Το μόνο πράγμα που πρέπει να φοβόμαστε είναι ο ίδιος ο φόβος”. Αυτό λοιπόν τη φόβισε ιδιαίτερα, διότι ο κόσμος ήταν διατεθειμένος να δώσει στον Ρούζβελτ έξτρα εξουσίες, αλλά εκείνη γνώριζε καλά ότι ο άνδρας της δεν διέθετε ένα συγκεκριμένο σχέδιο!
Τελικά αποδείχτηκε ότι ήμασταν αρκετά τυχεροί να εκλέξουμε έναν πρόεδρο που ακριβώς επειδή πέρασε τεράστιες δυσκολίες σε προσωπικό επίπεδο, με την πολιομυελίτιδα να τον καθηλώνει σε αναπηρικό καροτσάκι σε νεαρή ηλικία, ήταν σε θέση να κατανοήσει τις δυσκολίες μιας μεταβατικής περιόδου και εν τέλει να συνειδητοποιήσει ότι δεν υπάρχουν εύκολες απαντήσεις σε περιόδους οικονομικής κρίσης. Είναι πιο πιθανό λοιπόν σε περιόδους κρίσης να πέσεις σε δημαγωγούς παρά να καταλήξεις σε κάποια χαρισματική ηγεσία».
Σωστά, αλλά εμείς θαυμάζουμε παραδείγματα όπως του Τσόρτσιλ ή του Ρούζβελτ που κατάφεραν να οδηγήσουν τον λαό τους στην έξοδο από την κρίση. «Εχετε δίκιο, αλλά μάλλον τους θυμάστε με τον ίδιο ακριβώς τρόπο που μιλάτε για τον Στιβ Τζομπς ή τον Μπιλ Γκέιτς. Ξεχνάτε δηλαδή τους χιλιάδες επιχειρηματίες που δεν κατάφεραν να βγουν από το γκαράζ του σπιτιού τους. Ετσι και στην πολιτική, θυμόμαστε αυτούς που κατάφεραν να μας βγάλουν από τις δυσκολίες. Αυτό που προσπαθώ να πω είναι ότι ιστορικά οι κρίσεις είναι εποχές που προσφέρουν ταυτόχρονα κινδύνους και ευκαιρίες. Το κινεζικό σύμβολο για την κρίση είναι ένας συνδυασμός των δύο αυτών εννοιών. Είναι λοιπόν σύνηθες να κερδίζουν έδαφος οι δημαγωγοί σε περιόδους κρίσης. Κοιτάξτε τη σημερινή Γερμανία και τον τρόπο με τον οποίο προσπαθεί να επεξηγήσει την ευρωπαϊκή κρίση στην κοινωνία της. Τον τρόπο με τον οποίο ονομάζει αποδιοπομπαίους τράγους τους Ελληνες, τους Ισπανούς, τους Ιταλούς, αποσιωπώντας τα πραγματικά αίτια της κρίσης χρέους».
Η δημαγωγία δεν περιορίζεται μόνο στη Γερμανία βέβαια. Εχουμε και εμείς στην Ελλάδα, αλλά και στον υπόλοιπο ευρωπαϊκό Νότο, διαμορφωτές γνώμης και πολιτικούς που μιλάνε για φθηνό ξεπούλημα της χώρας μας στους Γερμανούς, για προδοσίες και άλλες ιστορίες... «Δεν μπορώ να ισχυριστώ ότι κατανοώ απόλυτα τη χώρα σας. Η αίσθησή μου είναι ότι και στην Ελλάδα επικρατεί ένα αφήγημα που προσπαθεί να χρεώσει τα εγχώρια λάθη στον ξένο παράγοντα, όπως ακριβώς οι Γερμανοί προσπαθούν να παρουσιάσουν εσάς τους Ελληνες τεμπέληδες και σπάταλους. Η μετακίνηση όμως από μια ρητορική κατηγοριών σε μια ρητορική της υπευθυνότητας είναι μια πολύ δύσκολη άσκηση για όλους τους ανθρώπους. Στη Γερμανία, για παράδειγμα, η ηγεσία δεν θέλει να ομολογήσει τη σκληρή πραγματικότητα πως οι γερμανοί φορολογούμενοι δεν είναι ότι πληρώνουν τόσο τους Ελληνες όσο ότι πληρώνουν χρήματα για να διασώσουν τις γερμανικές τράπεζες από την κατάρρευση. Η συμπαιγνία γερμανικής πολιτικής, επιχειρηματικής ελίτ και τραπεζών έχει υπάρξει ιδιαίτερα προβληματική, αφού αποκρύπτει μεγάλες δόσεις αλήθειας στο αφήγημά της».
Τελικά οι ηγέτες γεννιούνται ή υπάρχει τεχνική μέθοδος παραγωγής ηγετών; «Η ζωή είναι γεμάτη παραδείγματα παιδιών με χάρισμα που δεν δούλεψαν ποτέ συστηματικά το ταλέντο τους και δεν κατάφεραν ποτέ να γίνουν μεγάλοι αθλητές, μουσικοί κ.ο.κ. Προφανώς λοιπόν χρειάζεσαι ανθρώπους με ταλέντο και δεξιότητες, αλλά αν πιστεύεις ότι αυτό είναι αρκετό τότε καταλήγεις να είσαι επικίνδυνος. Και όταν μια κοινωνία πιστεύει ότι οι ηγέτες γεννιούνται, τότε στερεί τη δυνατότητα να αναπτύξει το συλλογικό της ταλέντο με πιο συστηματικό τρόπο. Ενα παιδί που γεννιέται με την προδιάθεση να αναπτύξει μια έντονη προσωπικότητα, ειδικά αν μεγαλώσει σε μια οικογένεια με κοινωνικό επίπεδο και πλούτο, λογικά θα αποκτήσει κάποιας μορφής “εξουσία”. Αλλά, προσέξτε, η έννοια της εξουσίας διαφέρει ριζικά από την ηγεσία».
Σε τι διαφέρουν δηλαδή; «Η ικανότητα να αναλύεις μια περίπλοκη κατάσταση, να κατανοείς όλες τις δυναμικές που αναπτύσσονται μέσα σε ένα συγκεκριμένο πλαίσιο και η ικανότητα να σχεδιάζεις μια στρατηγική για την ομαλή μετάβαση της κοινωνίας από ένα στάδιο σε ένα άλλο, είναι η πεμπτουσία της ηγεσίας. Μπορεί να γεννηθείς με κάποιο ταλέντο, αλλά η διαγνωστική ικανότητα, καθώς και η διαδικασία στρατηγικού και τακτικού σχεδιασμού, πρέπει να διδάσκεται συστηματικά».
Και πώς επιτυγχάνεται αυτό; «Στους φοιτητές μου εξηγώ ότι οφείλουν να αντιμετωπίζουν την ηγεσία ως μια δραστηριότητα, μια συνεχή διαδικασία, κατά τη διάρκεια της οποίας πρέπει να μάθεις να ηγείσαι, να εντοπίζεις τα λάθη διάγνωσης, στρατηγικής ή τακτικής στα οποία έχεις υποπέσει, να αυτοσχεδιάζεις και να διορθώνεις τα λάθη ή τις παραλείψεις σου. Οπως ακριβώς ένας μουσικός της τζαζ οφείλει να γνωρίζει όλη την οργανική δομή μιας μουσικής, ώστε να είναι δημιουργικός σε πραγματικό χρόνο όσο η μπάντα συνεχίζει να παίζει. Ετσι κι ένας ηγέτης θα χρειαστεί να αυτοσχεδιάσει κατά τη διάρκεια μιας κρίσης, να αποσυρθεί για λίγο από το προσκήνιο και να επανέλθει δυναμικά, αφού έχει διαγνώσει τα λάθη του και έχει σχεδιάσει διορθωτικές κινήσεις».
Η ηγεσία δηλαδή προϋποθέτει μια διαδικασία συνεχούς προσαρμογής; «Το περιβάλλον γύρω μας μεταλλάσσεται συνεχώς, δεν ζούμε σε έναν στατικό κόσμο. Η ηγεσία οφείλει να κινητοποιεί τους ανθρώπους και να τους οδηγεί στην ευημερία μέσα σε αυτό το συνεχώς μεταβαλλόμενο περιβάλλον. Για να το πετύχεις αυτό πρέπει να μπορείς να προσαρμόζεσαι. Οπως ακριβώς στη φύση, η εξέλιξη ενός οργανισμού περνάει μέσα από το συνεχώς μεταβαλλόμενο περιβάλλον ή οικοσύστημα, αλλιώς ρισκάρει την πιθανότητα να εξαφανιστεί. Το ίδιο ισχύει και με τις ανθρώπινες κοινωνίες, με τις επιχειρηματικές, πολιτικές ή θρησκευτικές κοινότητες. Ο πλανήτης είναι γεμάτος με απολιθώματα οργανισμών που εξαφανίστηκαν γιατί αδυνατούσαν να προσαρμοστούν στο νέο περιβάλλον τους και το ίδιο ισχύει και για κοινωνίες που απέτυχαν να προσαρμοστούν».
Και πώς πετυχαίνεται αυτή η προσαρμογή; «Κάθε κοινωνία έχει τα δικά της μυστικά. Αλλά βασική προϋπόθεση είναι η ικανότητα να αντιμετωπίζεις την πραγματικότητα με καθαρή ματιά, να μην την απαρνείσαι, ούτε να αναζητείς αποδιοπομπαίους τράγους για αυτά που σου συμβαίνουν. Μια αεροπορική εταιρεία δεν μπορεί να κατασκευάσει αεροπλάνα αν διαμαρτύρεται για τη βαρύτητα! Πρέπει να αποδεχθεί τη βαρύτητα ως μέρος της φυσικής πραγματικότητας και να σχεδιάσει τα αεροπλάνα της μέσα σε αυτό το πλαίσιο!».

ΟΙ 8 ΑΡΧΕΣ ΤΟΥ ΣΩΣΤΟΥ ΗΓΕΤΗ
κατά τον Ρον Χάιφετζ
Να ακούει και να συνθέτει διαφορετικές αναλύσεις από πολλαπλές πηγές πρoτού λάβει μια απόφαση.
Να έχει υψηλή συναισθηματική νοημοσύνη, να κατανοεί ανθρώπους και να είναι καλός στις διαπροσωπικές του σχέσεις.
Να είναι ρήτορας, να έχει την ικανότητα κάποιου να μιλάει όχι απλώς με σαφήνεια, αλλά και με έναν τρόπο που «μιλάει» στις καρδιές των ανθρώπων, στοχεύοντας στο προσωπικό τους αξιακό σύστημα.
Να εξηγεί στον κόσμο γιατί μια μεταβατική περίοδος μπορεί να διαρκέσει λίγο ή πολύ.
Να αποτρέπει τον πανικό. Ενας ηγέτης μπορεί να γίνει ιδιαίτερα επικίνδυνος όσο η περίοδος μετάβασης μακραίνει.
Να μην απαρνείται την πραγματικότητα ούτε να αναζητεί αποδιοπομπαίους τράγους· μια αεροπορική εταιρεία δεν μπορεί να κατασκευάσει αεροπλάνα αν διαμαρτύρεται για τη βαρύτητα!
Να προσαρμόζεται στη νέα εποχή. Ο πλανήτης είναι γεμάτος με απολιθώματα οργανισμών που εξαφανίστηκαν γιατί αδυνατούσαν να προσαρμοστούν στο νέο περιβάλλον τους.
Να αυτοσχεδιάζει όπως ακριβώς ένας μουσικός της τζαζ. Κατά τη διάρκεια μιας κρίσης, να αποσυρθεί για λίγο από το προσκήνιο και να επανέλθει δυναμικά, αφού έχει διαγνώσει τα λάθη του και έχει σχεδιάσει διορθωτικές κινήσεις.

ΤΟ ΒΗΜΑ 18/9/2012 ΕΔΩ 

Μπορεί η Ελλάδα να γίνει Silicon Valley;



Τον τελευταίο καιρό, όλο και πιο συχνά με ρωτούν για το πώς θα μπορούσε η Ελλάδα να γίνει η Silicon Valley της Νοτιοανατολικής (και όχι μόνο) Ευρώπης. Η ερώτηση επαναλαμβάνεται μάλιστα τόσο τακτικά, που η ελκυστικότητα της ιδέας δεν είναι αρκετή για να καλύψει εντελώς μια κάποια ενόχληση που μου προκαλεί η ερώτηση. Η ενόχληση με παραξένεψε και άρχισα να σκέφτομαι σοβαρά την προέλευσή της. Σίγουρα η επανάληψη παίζει κάποιο ρόλο, αλλά δεν είναι η μοναδική αιτία.

Μετά από αρκετή σκέψη κατέληξα στο ότι η ενόχληση οφείλεται στο ότι τελικά «Silicon Valley» σημαίνει διαφορετικά πράγματα για καθένα από τους συνομιλητές μου, οπότε μάλλον η απάντηση θα πρέπει να είναι διαφορετική κατά περίπτωση...Στο πλαίσιο της συγκεκριμένης ερώτησης, η Silicon Valley αντιπροσωπεύεται κυρίως από το οικοσύστημα των εταιρειών πληροφορικής που δραστηριοποιούνται στο διαδίκτυο με επίκεντρο την Google, το Facebook, την eBay, αλλά και τις πιο ώριμες Apple, Oracle, HP κ.λπ. Το οικοσύστημα αυτό έχει σαν βλαστοκύτταρα τις νεοφυείς (startup) εταιρείες των οποίων ο κύκλος ζωής είναι το κυρίαρχο στοιχείο της «κοιλάδας».
Από το 1995 και μετά κανένα άλλο μέρος στο κόσμο δεν έχει να δείξει τόση επιχειρηματική δραστηριότητα στο διαδίκτυο όση η Silicon Valley. Το διαδίκτυο ορίζει σήμερα τη Silicon Valley και αυτή με τη σειρά της ορίζει τη διαδικτυακή επιχειρηματικότητα. Για να καταλάβει κανείς τη διαδικτυακή επιχειρηματικότητα θα πρέπει να ξεκινήσει από το ίδιο το διαδίκτυο. Ο σχεδιασμός του και η ανάπτυξή του έγιναν κατά τρόπο ριζικά αντίθετο στις καθιερωμένες πρακτικές ανάπτυξης μεγάλων συστημάτων.
Ο λεπτομερής σχεδιασμός και η προσπάθεια πρόβλεψης κάθε λειτουργικής λεπτομέρειας έδωσε τη θέση του σε ένα απλό σύνολο τηλεπικοινωνιακών κανόνων (ή πρωτοκόλλων, όπως τα αποκαλούμε οι μηχανικοί) και σε μια διαδικασία έντονης ανοιχτής κριτικής η οποία σκόπευε στη συναίνεση επί της αρχής και η οποία εκφραζόταν κυρίως μέσω προγραμμάτων που υλοποιούσαν τις συμφωνημένες λειτουργίες («rough consensus and running code»).
Η έλλειψη κεντρικού ελέγχου και η αγνωστικότητα του διαδικτύου όσον αφορά τις εφαρμογές το έκαναν πολύ γρήγορα μια πλατφόρμα καινοτομίας. Το ότι για να συνδεθεί κανείς πάνω του είχε σαν μοναδική προϋπόθεση το να «μιλάει» κανείς την εύκολα προσβάσιμη γλώσσα του (τα τηλεπικοινωνιακά του πρωτόκολλα), έκανε την εξάπλωσή του ραγδαία. Στα πρώτα χρόνια του διαδικτύου κυρίαρχο αναπτυξιακό συστατικό του ήταν η εμπιστοσύνη μεταξύ των διάφορων υποδικτύων και κόμβων που το απαρτίζουν. Η διακίνηση χρήματος στο διαδίκτυο, που άρχισε ουσιαστικά μετά το 1995, παραμέρισε λίγο την εμπιστοσύνη από το προσκήνιο, αυτή όμως εξακολουθεί να είναι στο DNA του διαδικτύου. Την ενσωματωμένη αυτή εμπιστοσύνη εκμεταλλεύονται συνήθως οι διαδικτυακοί εγκληματίες για τις δραστηριότητές τους σήμερα.
Σε αντίθεση με τη συνήθη πρακτική τότε, το διαδίκτυο σχεδιάστηκε σαν ένας απλός μεταφορέας πληροφορίας μεταξύ δύο σημείων. Το είδος της πληροφορίας καθώς και ο τρόπος παραγωγής της και κατανάλωσής της αφορά αποκλειστικά τα δύο επικοινωνούντα άκρα και όχι το διαδίκτυο. Έτσι, η ποικιλία των εφαρμογών στο διαδίκτυο περιορίζεται μόνο από τη φαντασία των χρηστών του. Σήμερα είναι πολύ πιο απλό να δοκιμάσει κάποιος μια ιδέα για μια νέα εφαρμογή στην πράξη, να τη δει να δουλεύει και να την εξελίξει σταδιακά σε μια επαναληπτική διαδικασία, από το να μπει σε μια διαδικασία λεπτομερούς και μακροχρόνιου σχεδιασμού. Μια επαναληπτική (iterative) διαδικασία εξέλιξης σημαίνει αποδοχή της αποτυχίας σαν αναπόσπαστο συστατικό.
Όταν ασχολείσαι με τη δικτύωση τείνεις να βλέπεις την κοινωνία σαν δίκτυο ανθρώπινης δραστηριότητας, της οποίας η ποιότητα των αποτελεσμάτων εξαρτάται από τη συνδεσιμότητα μεταξύ των κόμβων του δικτύου (των ανθρώπων). Στην πολιτική οικονομία η συνδεσιμότητα αυτή λέγεται αστικό κεφάλαιο (civic capital) και το μέγεθός του σχετίζεται στενά με το οικονομικό προϊόν, όπως πολύ ωραία ανέλυσε πέρυσι στο TEDxAcademy o Ηλίας Παπαϊωάννου. Από αυτή τη σκοπιά το διαδίκτυο διαθέτει πολύ υψηλό αστικό κεφάλαιο. Είναι ανοιχτό, έχει λίγους, απλούς και σταθερούς λειτουργικούς κανόνες, προϋποθέτει ένα βαθμό εμπιστοσύνης μεταξύ των συμμετεχόντων, πολύ ελαφρύ και έμμεσο κεντρικό έλεγχο, επιτρέπει κάθε πειραματισμό που δεν δημιουργεί όχληση στους μη συμμετέχοντες.
Τα τελευταία χρόνια πάρα πολλά έχουν ειπωθεί και γραφτεί για το τι κάνει κάποια μέρη πιο εύφορα για τις νεοφυείς (startup) επιχειρήσεις ή για το πώς θα δημιουργηθεί η επόμενη Silicon Valley. Κάποιος έδωσε μια πολύ απλή συνταγή: Συνδυάζεις ένα εξαιρετικό ερευνητικό πανεπιστήμιο, ιδέες και επιχειρηματικά κεφάλαια (venture capital) και ανακατεύεις πολύ καλά.
Η συνταγή αυτή είναι πολύ ελλιπής γιατί αφήνει απέξω την απαραίτητη κουλτούρα, το αστικό κεφάλαιο, τα οποία στην περίπτωση της Silicon Valley εκφράζονται πολύ καλά από τις αξίες του διαδικτύου. 

Ξαναγυρνώντας τώρα στο αρχικό ερώτημα, βλέπουμε ότι ενώ η Silicon Valley έχει την κουλτούρα του διαδικτύου, η Ελλάδα φαίνεται να κάνει το ακριβώς αντίθετο. Παντελής έλλειψη εμπιστοσύνης, αποφυγή κάθε ρίσκου, θεσμικό πλαίσιο δαιδαλώδες, θολό και ασαφές, ανομία, γραφειοκρατία. Καμιά ανοχή/αποδοχή της αποτυχίας, κάτι που είναι και γενικότερο ευρωπαϊκό πρόβλημα. Ίσως τελικά η αρχική ερώτηση να με ενοχλεί υποσυνείδητα, γιατί δεν μπορώ να βρω μια ακριβή μετάφραση του civic capital στα ελληνικά. Κατέληξα στο «αστικό κεφάλαιο», αποκλείοντας τις μεταφράσεις κοινωνικό κεφάλαιο ή πολιτειακό κεφάλαιο, αλλά χωρίς ο όρος αυτός να με ικανοποιεί απόλυτα...
Πώς αλλάζει όμως η κουλτούρα; Η ασφαλής και αναγκαία απάντηση είναι με τη μόρφωση και με το χρόνο. Επειδή όμως η απάντηση αυτή δεν δημιουργεί ιδιαίτερες ελπίδες στη γενιά τού σήμερα, θα αναφέρω μια χώρα με παρόμοια προβλήματα η οποία κατάφερε να επιταχύνει αρκετά αυτή τη διαδικασία και να γίνει το πιο επιτυχημένο φυτώριο νεοφυών επιχειρήσεων έξω από τη Silicon Valley. To Ισραήλ. Εάν μπόρεσαν να το κάνουν εκεί, είμαι σίγουρος ότι κάτι μπορούμε να καταφέρουμε και εδώ.
Και το πρώτο μάθημα που θα πρέπει να πάρουμε από το διαδίκτυο και τη Silicon Valley είναι ότι αν θέλουμε να καταφέρουμε κάτι, θα πρέπει να σταματήσουμε να μιλάμε γι’ αυτό και να αρχίσουμε να το κάνουμε... 

* Ο Μιχάλης Μπλέτσας είναι διευθυντής Πληροφορικής του Media Lab MIT στη Μασαχουσέτη και αυτά είναι όσα είπε χθες στο TEDxAcademy 2012, στο Μουσείο Μπενάκη.

Δευτέρα 24 Σεπτεμβρίου 2012

Μεταρρυθμιστικός χώρος και κεντροαριστερά ( άρθρο μου για την Θεσσαλονίκη της 24/09/2012)


Το τελευταίο διάστημα έχει αναπτυχθεί μια ευρεία συζήτηση για τον λεγόμενο μεταρρυθμιστικό χώρο ή την κεντροαριστερά στην Ελλάδα. Κινήσεις, πρωτοβουλίες, δράσεις, κόμματα, σύμβολα, παραδόσεις, άνθρωποι με τα δικά τους φορτία ο καθείς, συμμετέχουν σε μία προβληματική που αφορά τον ενδιάμεσο χώρο. Ο χώρος αυτός οριοθετείται. Ανάμεσα στη Νέα Δημοκρατία και το ΚΚΕ βρίσκεται το πεδίο για το οποίο γίνεται λόγος.

Αρχικά πρέπει να απαντηθεί ένα βασικό ερώτημα. Ταυτίζεται η κεντροαριστερά με τον μεταρρυθμιστικό χώρο; Ή διαφορετικά, μεταρρυθμιστικός χώρος και κεντροαριστερά είναι το ίδιο; Άποψή μου είναι πως όχι. Διότι μπορεί μεν η κεντροαριστερά να έχει μέλλον μόνον ως μεταρρυθμιστική δύναμη, δεν σημαίνει όμως πως όποιος έχει μεταρρυθμιστική ατζέντα είναι a priori κεντροαριστερός.

Η ανάγκη της συγκυρίας βέβαια είναι κατανοητή. Όταν ενυπάρχει μία μάχη, μία διαχωριστική γραμμή ανάμεσα σε πολλές άλλες, που φέρνει από την μια πλευρά όσους αντιλαμβάνονται την αδήριτη ανάγκη των μεταρρυθμίσεων και από την άλλη όσους πολεμούν κάθε τέτοια προοπτική, τότε τα πράγματα γίνονται πιο σύνθετα και μοιραία θολώνει το ιδεολογικό στίγμα του καθενός.

Επιπλέον υπάρχει ένα ακόμη ζήτημα  είτε γίνεται λόγος για τον λεγόμενο μεταρρυθμιστικό χώρο, είτε για τη νέα κεντροαριστερά. Παρά την αρτιότητα των επεξεργασιών, παρά την τεχνοκρατική προσέγγιση των ζητημάτων, παρά την επιστημονική επάρκεια των προσώπων, παρά τις καλές προθέσεις απουσιάζει η ευρεία λαϊκή στήριξη. Απουσιάζει η κοινωνία και αυτό είναι μείζον πρόβλημα. Η μάχη σε αυτό το πεδίο φαίνεται προς ώρας άνιση. Η καλύτερη ανάλυση, η καλύτερη πρόταση, το αρτιότερο μεταρρυθμιστικό πρόγραμμα δεν συγκινεί παρά υποπολλαπλάσιο κοινό μιας καφενειακής ατάκας ή ενός πληθωρικά βολονταριστή πολιτικού.

Σε αυτά τα πλαίσια υπάρχει έδαφος για πραγματικές προοδευτικές μεταρρυθμίσεις; Για μεταρρυθμίσεις που θα έχουν στίγμα; Για μεταρρυθμίσεις που θα αποτελέσουν τον βασικό πυρήνα της υπό διαμόρφωση νέας κεντροαριστεράς στην Ελλάδα; Εκτίμησή μου είναι πως υπάρχει, αρκεί να συντρέξει μία προϋπόθεση. Να έχει σωθεί η χώρα, να έχει αποφευχθεί η κατάρρευση, η χρεωκοπία. Άρα υπάρχει μια χρονολογική και λογική σειρά στις προτεραιότητες κάθε ενός που αυτοχαρακτηρίζεται κεντροαριστερός. Πρώτα και πάνω από όλα να σωθεί η χώρα. Ακολούθως η αποκατάσταση των αδικιών της προσπάθειας μέσα από την υλοποίηση του πολιτικού σχεδίου της κεντροαριστεράς.

Μεσοπρόθεσμα όμως αντίπαλος της κεντροαριστεράς δεν είναι τα προβλήματα. Στο βαθμό που είχε την ευθύνη της διακυβέρνησης και την έχει ακόμα λόγω της συμμετοχής κομμάτων στην κυβέρνηση συνεργασίας, η αποτελεσματική διαχείριση είναι εκ των ων ουκ άνευ. Δεν αποτελεί όμως αυτή εχέγγυο επιτυχίας. Αντίπαλος της κεντροαριστεράς είναι οι άλλες πολιτικές οικογένειες που επιδιώκουν την εφαρμογή των δικών τους πολιτικών σχεδίων.  

Τέλος, η νέα κεντροαριστερά πρέπει να κινηθεί υπερβατικά. Να ξεφύγει από το παράδειγμα του εκσυγχρονισμού της περιόδου Σημίτη, όχι διότι αξιολογικά ήταν αποτυχημένο αλλά διότι είναι ριζικά διαφορετικές οι συγκυρίες. Να μην συνθηκολογήσει με την εσωστρέφεια, την κακώς νοούμενη  νοικοκυροσύνη της δεξιάς και να επιδιώξει κάτι περισσότερο από ένα συμβόλαιο στατικής ισορροπίας των κοινωνικών δυνάμεων. Στόχος της ελληνικής κεντροαριστεράς τόσο στην κρίση όσο και μετέπειτα πρέπει να είναι η εντατική κινητοποίηση πόρων – με περισσότερο ή λιγότερο κράτος- σαν σε πολεμική προσπάθεια.

Κυριακή 23 Σεπτεμβρίου 2012

Παμφλέτιο για τον Πασοκικό Εκσυγχρονισμό (αναδρομικό)


Του Αρίστου Δοξιάδη
Δημοσιεύτηκε στο blog του 
http://aristosd.posterous.com/158770398

( Αναδημοσιεύω το κείμενο διότι το βρήκα εξαιρετικά διαφωτιστικό)

Επέτειος σήμερα για το ΠΑΣΟΚ. Ανασύρω από το 'χρονοντούλαπο' ένα κείμενο που έγραψα τον Ιανουάριο 2003 (τελευταία χρονιά της διακυβέρνησης Σημίτη). Κυκλοφόρησε μόνο μέσω email σε φίλους, και δεν θέλησα τότε να το δημοσιεύσω. Σχεδόν δέκα χρόνια μετά, δεν έχω τίποτε να αλλάξω ως προς την αποτίμηση των κυβερνήσεων Σημίτη -- ίσα ίσα νομίζω οτι η εκτίμηση μου αποδείχθηκε σωστή. Λάθος μου, μεγάλο, ήταν οτι πίστευα πώς μια επερχόμενη κυβέρνηση της ΝΔ θα ήταν καλύτερη, έστω και μόνο μέσα από τον μηχανισμό της εναλλαγής.
(Σημείωση: οι εκτενείς αριθμημένες υποσημειώσεις είναι αναπόσπαστο μέρος της ανάλυσης)
Τα τελευταία χρόνια όλο και πιο πολύ διαφωνώ με τους παλιούς φίλους για τις πολιτικές μας επιλογές. Σκέφτηκα λοιπόν, αντί να τα λέμε μεταξύ τυρού και αχλαδιού, συχνά σε υψηλούς τόνους, να κάτσω να γράψω τις απόψεις μου για το εκσυγχρονιστικό ΠΑΣΟΚ, αφού εκεί εστιάζεται η διαφωνία. Με χαρά και ενδιαφέρον θα ακούσω τον όποιο αντίλογο. Το κείμενο αυτό είναι μια ‘κλειστή επιστολή’ και παρακαλώ να μην κυκλοφορήσει ευρύτερα. Ισως αποφασίσω να δημοσιεύσω κάτι αργότερα.
Απευθύνομαι σε φίλους που έχουν ευρεία μόρφωση, είναι ανοιχτοί στον κόσμο, στις διεθνείς εξελίξεις, έχουν αίσθηση της ιστορίας, δεν επιλέγουν την πολιτική τους ένταξη από ιδιοτέλεια, ενδιαφέρονται για το μέλλον περισσότερο από το σήμερα. Εχουμε κοινές πολιτικές και ιδεολογικές καταβολές, παρόμοια μόρφωση, και εν πολλοίς κοινές αξίες: έγνοια για το «δημόσιο συμφέρον», για την θέση της Ελλάδας στον κόσμο, και μια αίσθηση αλληλεγγύης στους αδύναμους και αποκλεισμένους. Δεν αθροίζουμε τα επιμέρους συμφέροντα για να αξιολογήσουμε την πρόοδο, αλλά προσπαθούμε να δούμε τη συνολική κίνηση της κοινωνίας. Και, νομίζω, οτι μπορούμε να διαχωρίζουμε στο μυαλό μας το πολιτικά πετυχημένο – το δημοφιλές – από το προοδευτικό – αυτό που η ανεξάρτητη ανάλυση μας για τη δυναμική της κονωνίας μας οδηγεί να θεωρούμε προτιμότερο.
Γιατί λοιπόν τα τελευταία χρόνια οι πολιτικές μας επιλογές αποκλίνουν; Καμμιά φορά μοιάζει για διαφορά αισθητικής ή για αντίδραση σε πρόσωπα: πόσο μας τη σπάει π.χ. ο Λαλιώτης ή ο Μεϊμαράκης, ο Βενιζέλος ή ο Παυλόπουλος, η επιλογή της Γεννηματά ή του Τζανετάκου. Επειδή όμως έχουμε τα πιο πάνω κοινά χαρακτηριστικά, οι πολιτικές μας επιλογές δεν (θα έπρεπε να) διαμορφώνονται από επιμέρους θέματα ήθους και ύφους.
Νομίζω οτι διαβάζουμε διαφορετικά το σύγχρονο κόσμο, τις αδυναμίες και τις δυνατότητες της Ελλάδας μέσα σε αυτόν, και τις προτεραιότητες που απορρέουν από αυτή τη σύγκριση. Ζητάω λοιπόν από τους φίλους που ασχολήθηκαν τόσα χρόνια με τις κοινωνικές επιστήμες, και ιδίως όσους έχουν μαρξιστικές καταβολές, να δουν αυτό που συμβαίνει σήμερα με όρους πολιτικής οικονομίας. Παραθέτω τη δική μου εκδοχή.
Ο ΕΣΩΣΤΡΕΦΗΣ ΚΟΡΠΟΡΑΤΙΣΜΟΣ
Ολες οι προτεραιότητες και οι παραλείψεις του πασοκικού εκσυγχρονισμού εντάσσονται σε ένα συγκροτημένο πρότυπο ανάπτυξης, που άρχισε να μορφοποιείται στις αρχές της δεκαετίας του 1990, προωθήθηκε πολύ συστηματικά από τις κυβερνήσεις Σημίτη, και θα παγιωθεί για πολλές δεκαετίες αν η κοινωνία δεν αντιδράσει γρηγορα. Ενας καλός χαρακτηρισμός του μοντέλου είναι «εσωστρεφής κορπορατισμός», σε αντιδιαστολή και με την ανταγωνιστική οικονομία της αγοράς (Αμερική, Βρετανία, Ιρλανδία, Ολλανδία κτλ) και με τον εξωστρεφή κορπορατισμό της μεταπολεμικής Γερμανίας ή της Ιαπωνίας.
Το κύριο στοιχείο του μοντέλου είναι:
Συγκέντρωση οικονομικής εξουσίας σε ένα μικρό πλέγμα εταιριών και οργανισμών γύρω από το κράτος (είτε  με ελεγχόμενη διοίκηση, είτε προμηθευτών του δημοσίου). Τα έσοδα και τα κέρδη αυτών δεν στηρίζονται σε ότι κάνει μια επιχείρηση ανταγωνιστική στην αγορά (τιμή, ποιότητα, καινοτομίες, μάρκετιγκ, δίκτυο διανομής,service) αλλά σε προνομιακές σχέσεις με το κράτος, είτε ως ρυθμιστή δικαιωμάτων είτε ως πελάτη. Οι κλάδοι των εταιριών αυτών είναι κυρίως τα δίκτυα υποδομής και οι προμηθευτές αυτών (εργολάβοι κτλ), αλλά και το τραπεζικό σύστημα. Δεν είναι κλάδοι όπου υπάρχει ανταγωνιστική διεθνής αγορά, όπως είναι τα τρόφιμα, τα αυτοκίνητα, τα υλικά συσκευασίας ή οι μηχανές κλωστοϋφαντουργίας. Η πολιτική εξουσία επικεντρώνει πόρους και προσπάθειες κυρίως για την κερδοφορία και  την ανάπτυξη των εταιριών του πλέγματος. Αν τα συμφέροντα των εταιριών αυτών έρχονται σε αντίθεση με τα συμφέροντα των πελατών τους, δηλάδη των υπόλοιπων επιχειρήσεων και των καταναλωτών, υπερισχύουν τα πρώτα.
 Οι εταιρίες αυτές παράγουν προϊόντα ή υπηρεσίες σε μια ποιότητα ίσα ίσα ικανή «για να μη μας κράξουνε», και σε τιμή αποδεκτή, αν πληρώνει ο καταναλωτής, ή σκανδαλωδώς ακριβή αν πληρώνει (με αδιαφάνεια) το κράτος. Επειδή η Ελλάδα είναι μια μικρή και ανοιχτή χώρα, και οι Ελληνες ξέρουν περίπου τι αγαθά έχουν οι Ευρωπαίοι, η ποιότητα των προϊόντων που προσφέρουν οι εταιρίες του πλέγματος δεν μένει στάσιμη. Βελτιώνεται σιγά σιγά, αλλά μένει πάντα και νομοτελειακά πίσω από την Ευρωπαϊκή, γιατί οι εταιρίες του πλέγματος δεν πιέζονται άμεσα από τον ανταγωνισμό. [1]
 Από τη διαπλοκή αυτή έχει άμεσο οικονομικό όφελος:
  • μια μικρή ομάδα επιχειρηματιών
  • ένας σοβαρός αριθμός στελεχών του δημοσίου (που μοιράζουν παιχνίδι και συχνά δωροδοκούνται), και
  • μερικές δεκάδες ή εκατοντάδες χιλιάδες εργαζόμενοι στον ευρύτερο δημόσιο τομέα και στους προμηθευτές του, που πληρώνονται καλύτερα, ή δουλεύουν λιγότερο, από ότι θα συνέβαινε σε μια ανταγωνιστική επιχείρηση.
Αυτές οι τρεις ομάδες αποτελούν και το σκληρό πυρήνα στήριξης του ΠΑΣΟΚ σήμερα – μια άμεση αντανάκλαση της βάσης στο εποικοδόμημα, όπως θα λέγαμε κάποτε. (Μερικοί υποστηρίζουν οτι και οι υπόλοιποι έχουμε έμμεσο όφελος από το καθεστώς αυτό, αφού προσφέρει ένα σταθερό πλαίσιο για να αναπτυχθούν ισχυρές επιχειρήσεις. Εγώ - όπως και οι περισσότεροι οικονομολόγοι, πολιτικοί και επιχειρηματίες του αναπτυγμένου κόσμου - διαφωνώ.[2]
Για να εδραιωθεί το μοντέλο αυτό, μετά τις περιπέτειες της μεταπολίτευσης και της πρώτης περιόδου του ΠΑΣΟΚ, απαιτήθηκαν κατ’ αρχήν ένα θεσμικό και πολιτικό περιβάλλον με τα εξής χαρακτηριστικά:
  • Περιορισμός του λαϊκισμού, κοινωνική νομιμοποίηση του κέρδους.
  • Νομισματική σταθερότητα, αποτροπή μεγάλων κύκλων.
  • Σταθερές διεθνείς σχέσεις, όχι κρίσεις
  • Εμφαση στα δημόσια έργα.
Τα παραπάνω ευνόησε η ένταξη στην ΕΕ και μετά στην ΟΝΕ. Ως εδώ, το περιβάλλον είναι συμβατό και με πιο ανταγωνιστικά ή εξωστρεφή μοντέλα ανάπτυξης. Και ως εδώ, είναι μεγάλη και θετική η ιστορική προσφορά του Κώστα Σημίτη.
 Αλλά το πασοκικό εκσυγχρονιστικό πρότυπο σημαίνει περαιτέρω και τα εξής:
 Α: ΟΙΚΟΝΟΜΙΑ
  • Για τα δημόσια έργα υποδομής, και τις προμήθειες εξοπλισμού: η έμφαση είναι στην ανάθεση της κατασκευής, με διαδικασίες που ευνοούν τους δικτυωμένους. Ο διεθνής ανταγωνισμός αποθαρρύνεται. Τα συμφέροντα του χρήστη της υποδομής υποβαθμίζονται – αν δεν μπορεί να τα  καλύψει η τεχνογνωσία των προμηθευτών του πλέγματος, δεν θα επιλεγεί κάποιος ξένος καλύτερος. Παραμελείται η εκ των υστέρων συντήρηση ή αξιοποίηση του έργου. Ο εργολάβος σπανίως πληρώνει για κακοτεχνίες και καθυστερήσεις. [3]
  • Καλές σχέσεις με τους εργαζόμενους στο κράτος και τις ΔΕΚΟ, δηλαδή εκατέρωθεν ανοχή στα προνόμια, επιχειρηματικά και συντεχνιακά. Κατά συνέπεια, μέτρια ποιότητα, χαμηλή παραγωγικότητα, ψηλό κόστος.
  • Πολιτικο-οικονομική «διείσδυση» στα Βαλκάνια και την πρώην ΕΣΣΔ, με στόχο κυρίως τους δημόσιους πόρους των χωρών αυτών (προμήθειες, αλλά και άδειες μεταλλείων, τζόγου κτλ) – αυτούς δηλαδή τους κλάδους που στοχεύουν οι εταιρίες του πλέγματος. Οι εταιρίες αυτές δεν έχουν να πουλήσουν προϊόντα στη διεθνή ανταγωνιστική αγορά, ούτε μπορούν να γίνουν προμηθευτές του δημοσίου σε αναπτυγμένες χώρες. Αρα οι αναθέσεις από το βουλγάρικο ή το αρμένικο δημόσιο είναι μονόδρομος για την μεγέθυνση τους. [4]
  • Συγκέντρωση (περιορισμός του ανταγωνισμού) του τραπεζικού συστήματος, και μάλιστα σε ελληνικά χέρια, για να διευκολύνεται η χρηματοδότηση του πλέγματος.
 Αντίθετα, σε αυτό το πρότυπο υποβαθμίζονται  (και χειροτερεύουν):
  • Η ανταγωνιστικότητα στις διεθνείς αγορές (σε αντίθεση με τις προνομιακές αναθέσεις) [5]
  • Η παιδεία και η υγεία, που είναι δύσκολα οργανωτικά και θεσμικά ζητήματα, αλλά που η βελτίωση τους δεν είναι απαραίτητη για μια οικονομία με χαμηλή έμφαση στην ανταγωνιστικότητα.
  • Το θεσμικό πλαίσιο λειτουργίας των επιχειρήσεων, με κατεύθυνση την ευελιξία και τη διαφάνεια. Αντίθετα, εντείνεται η υπερρύθμιση με τρόπο που αυξάνει την εξουσία του δημοσίου υπαλλήλου και ενισχύει την ανάγκη για παράνομη συναλλαγή.
  • Η αναμόρφωση του φορολογικού συστήματος με κατεύθυνση την απλότητα και τη διαφάνεια. [6]
  • Η απελευθέρωση σε ωράρια, κλειστά επαγγέλματα κτλ
  • Η ευελιξία στην αγορά εργασίας – την οποία οι προμηθευτές του δημοσίου δεν χρειάζονται ιδιαίτερα, αφού μετακυλύουν το χρόνο παράδοσης και το κόστος
  • Ο ανταγωνισμός στα δίκτυα κοινής ωφέλειας (εκτός αν μπορεί να ελεγχθεί από το πλέγμα – οι ξενοι παίκτες αποθαρρύνονται) [7]
  • Η μέτρηση της παραγωγικότητας και η αξιολόγηση στο δημόσιο τομέα (που μπορεί να θίξει κεκτημένα των συντεχνιών) [8]
 Η υποβάθμιση αυτών είναι νομοτέλεια στον εσωστρεφή κορπορατισμό. Αντίθετα, συντιστούν κύρια στοιχεία του ιρλανδικού μοντέλου, που σαφώς αποκυρήσσει ο Σημίτης.
 Β.            ΙΔΕΟΛΟΓΙΑ ΚΑΙ ΠΟΛΙΤΙΚΗ
Σε ιδεολογικό επίπεδο το ζητούμενο του εσωστρεφούς κορπορατισμού είναι να νομιμοποιηθεί το ιδιωτικό κέρδος αλλά όχι και ο ανταγωνισμός – μια βασική ιδεολογική αντίφαση, που δεν μπορεί να στηρίξει συγκροτημένη θεωρία. Θεμελιώδης νομιμοποίηση του κέρδους στον καπιταλισμό είναι ο ανταγωνισμός: το άνισο εισόδημα προκύπτει από ίσες ευκαιρίες. Οταν το κέρδος, ή ακόμα και οι ψηλές απολαβές, προκύπτουν από προνόμια, απαιτούνται άλλοι μηχανισμοί για να περιοριστούν οι αντιδράσεις.
 Ετσι ο ελληνικός κορπορατισμός χτίζει ένα consensus χωρίς αρχές, που στηρίζεται στα εξής στοιχεία:
  • Ελεγχος των Μέσων Μαζικής Επικοινωνίας, μέσω οικονομικών μηχανισμών (δάνεια, αγγελιόσημο, προσωρινές άδειες, διαπλεκόμενη ιδιοκτησία) [9α]
  • Μια αριστερίζουσα εκσυγχρονιστική ελίτ (εν πολλοίς μέσα στα Πανεπιστήμια) που δεν είναι πολύ εξοικειωμένη με τους θεσμούς της αγοράς, δεν καταλαβαίνει τη σημασία του ανταγωνισμού, και δεν ενοχλείται αν κάποιες αρχές παραβιάζονται (π.χ «διαφθορά υπάρχει σε όλο τον κόσμο» κ.α.)  [9β]
  • Μια σοβαρότητα στο λόγο, ένας αντι-λαϊκισμός, που προσελκύει το «μεσαίο χώρο»
  • Ενσωμάτωση και έλεγχος των ιστορικών στελεχών του αριστερού λαϊκισμού.

Ιδεολογικά αποτελέσματα της βασικής ιδεολογικής αντίφασης (νομιμοποιούμε το επιχειρηματικό κέρδος αλλά όχι τον ανταγωνισμό) είναι :
  • Μια επιμονή στην έννοια του κοινωνικού σχεδιασμού (social engineering) που όμως επειδή συνυπάρχει με την παντελή έλλειψη κυρώσεων για τους σχεδιαστές (είτε από την αγορά είτε από ένα θεσμικό σύστημα με checks and balances) στην πράξη σημαίνει αυθαιρεσία και γραφειοκρατικούς φραγμούς. Και αντίστροφα, ένας φόβος για το καινούργιο και το μη ελεγχόμενο, που δεν υπάρχει στις φιλελεύθερες χώρες.[10]
  • Μια στρεβλή εικόνα για την ευελιξία και την επιχειρηματικότητα στην Ελλάδα. Στα στελέχη του ΠΑΣΟΚ επικρατεί η εντύπωση οτι δεν υπάρχει «κοινωνική δυναμική για την ανάπτυξη» (Χριστοδουλάκης), οτι η ελληνική κοινωνία δεν αντέχει σε γρήγορες αλλαγές, οτι οι Ελληνες δεν μπορούν να δεχτούν την αγορά και τις ανασφάλειες της. Αυτό δεν στηρίζεται ούτε στην ιστορία, ούτε στο σήμερα – η Ελλάδα έχει εξαιρετική επιχειρηματική παράδοση (με την έννοια του εμπόρου ή του entrepreneur), περισσότερη κινητικότητα στην απασχόληση από τις πιο πολλές ευρωπαϊκές χώρες, και πολλούς νέους επιχειρηματίες που ρισκάρουν. Ο φόβος της αγοράς υπάρχει όμως σε αυτούς που είναι πιο κοντά στην πολιτική εξουσία, και αυτοί διαμορφώνουν την εικόνα του «πολιτικού κόστους» για το ΠΑΣΟΚ.
  • Μια βαθεία ριζωμένη και διαβρωτική υποκρισία για την σχέση δημόσιου/ ιδιωτικούσε τομείς όπως η παιδεία, η υγεία, η ασφάλιση, οι μεταφορές -- δηλαδή εκεί όπου η ευρωπαϊκή σοσιαλδημοκρατία έχτισε ένα αξιοθαύμαστο δημόσιο τομέα και στήριξε τη νομιμοποίηση του μεγάλου κράτους. Στην Ελλάδα όλοι καταφεύγουν σε ιδιωτικά μέσα και δαπάνες (αν μπορούν), με πρώτα τα στελέχη του ΠΑΣΟΚ, αλλά το ΠΑΣΟΚ συνεχίζει τη σοσιαλδημοκρατική ρητορεία. Ετσι, ενώ δεν πιέζεται αρκετά να βελτιώσει το δημόσιο σκέλος, εμποδίζει και τη βελτίωση του ιδιωτικού. [11]

Τα παραπάνω οικονομικά, πολιτικά και ιδεολογικά στοιχεία συνιστούν ένα συγκροτημένο σύνολο, με συγκροτημένο εκφραστή τον Κώστα Σημίτη και τους περί αυτόν. Διασφαλίζουν μια τομή από ένα ασταθές και τριτοκοσμικό παρελθόν, αλλά ταυτόχρονα καθηλώνουν νομοτελειακά την Ελλάδα σε μια από τις τελευταίες θέσεις της ΕΕ. [12]  Και, εφόσον διαιωνιστεί, αυτό το κλειστό σύστημα εξουσίας θα είναι όλο και πιο ανήθικο και απεχθές.
Οπως σε όλα τα συγκροτημένα συστήματα, οι εκφραστές του έχουν πολλαπλά προσωπικά χαρακτηριστικά – πολλαπλό «ήθος και ύφος». Ο Σημίτης και μερικοί στενοί του συνεργάτες έχουν ένα ύφος χαμηλών τόνων, ιδιαίτερα συμπαθές σε εμάς, και ένα προσωπικό ήθος υψηλό για πολιτικό: φαίνεται να πορεύεται με βάση τις πεποιθήσεις του για το κοινό καλό, και όχι από αρχομανία ή οικονομική ιδιοτέλεια. Είναι ένας διανοούμενος πολιτικός, και γι΄αυτό συμπαθής στους διανοούμενους.
Αλλά ο εσωστρεφής κορπορατισμός που με τόση επιμονή χτίζει ο Σημίτης είναι ένα σύστημα που στηρίζεται στη αδιαφάνεια και εκτρέφει την διαφθορά και την αλαζονεία, πολύ περισσότερο από ότι μια οικονομία αγοράς. Η αντίληψη οτι τα προνόμια είναι αναπτυξιακός μηχανισμός, η μεγάλη εξουσία του κάθε κρατικού λειτουργού, το μεγάλο κράτος χωρίς checks and balances: αυτά είναι το υπόβαθρο της μίζας, της διαπλοκής και της αλαζονείας. Μπορεί ο Σημίτης να ήθελε να μην είναι έτσι. Αλλά είναι υπευθυνος για τις συνέπειες των επιλογών του, όταν αυτές είναι τόσο προβλέψιμες. Και αν δεν βλέπει τις συνέπειες, είναι υπεύθυνος και για αυτό. Για το λόγο αυτό, δεν καταλαβαίνω την αγανάκτηση αυτών που γνωρίζουν μεν την έκταση της διαπλοκής και της διαφθοράς, αλλά εξανίστανται όταν κατηγορείται για αυτό ο Σημίτης. [13]
Θεωρώ επίσης ότι πλανώνται οικτρά όσοι φίλοι ελπίζουν οτι μπορεί να υπάρξει ένα ΠΑΣΟΚ ισχυρό μεν, αλλά με την νοοτροπία του Λαλιώτη ή του Βενιζέλου στο περιθώριο. Ο πασοκικός εκσυγχρονισμός είναι το καθεστώς των εργολάβων. Και οι εργολάβοι συνεννοούνται μια χαρά με το Λαλιώτη. [14]

Μπορεί να αλλάξει κάτι μια κυβέρνηση της ΝΔ; Δυστυχώς όχι και δυστυχώς ναι. Δυστυχώς οχι, για όλους τους γνωστούς λόγους (ποιότητα αρχηγού, λαϊκισμός, έλλειψη προγραμματικού λόγου). [15]
Δυστυχώς ναι, γιατί αυτό το προβληματικό κόμμα προσφέρει διέξοδο μέσα από αυτό που δεν είναι. Δεν είναι ταγμένο να εξυπηρετήσει κανένα σχέδιο κοινωνικής μηχανικής. Δεν έχει την αλαζονεία και την αυτοπεποίθηση που δίνει η μακριά παραμονή στην εξουσία και η διαπλοκή. Δεν ταυτίζει το δημόσιο συμφέρον ή το «πολιτικό κόστος» με τα ειδικά συμφέροντα του κορπορατισμού, και άρα φοβάται λιγότερο την ανταγωνισμό που μπορεί να τα θίξει. [16]
Για να κάνει διαφορά η Νεα Δημοκρατία δεν χρειάζεται ούτε μεγάλο όραμα, ούτε μεγάλες τεχνοκρατικές ικανότητες, ούτε καν σταθερότητα στην υλοποίηση προγράμματος – αν είχε και αυτά τα στοιχεία, θα ήταν φυσικά καλύτερα. Αλλά αν απλώς περάσουμε τέσσερα χρόνια χωρίς νέες σοσιαλιστικές εμπνεύσεις του τύπου «απαγορεύονται οι υπερωρίες» ή «δεν απολύονται οι ιδιωτικοί εκπαιδευτικοί», αν βάλει λίγο χέρι στους εργολάβους, αν βάλει στις ΔΕΚΟ διοικήσεις που ασχολούνται κυρίως με την παροχή των υπηρεσιών και όχι με «βιομηχανική στρατηγική», αν αφήσει τους δημόσιους πόρους να διαχυθούν ευρύτερα, αν επιτρέψει σε ξένους να συμμετάσχουν στην ιδιωτικοποίηση των υποδομών, τότε οι ζωντανές, εξωστρεφείς και ανταγωνιστικές δυνάμεις της οικονομίας θα μπορέσουν να κάνουν τη δουλειά τους, χωρίς περισσότερη βοήθεια. Η δημοκρατία θα ωφεληθεί από την εναλλαγή. Στην παιδεία και στην υγεία ίσως να αναγνωριστούν τα πραγματικά προβλήματα, με τη βοήθεια και της αντιπολίτευσης. Και το εκσυγχρονιστικό ΠΑΣΟΚ  θα έχει την ευκαιρία να ξεκαθαρίσει την ιδεολογία του. [17]

ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ

1.            Τεχνολογική πρόοδος και συγκριτική υστέρηση
Μερικοί βλέπουν την πρόοδο σε σχέση με το χτες, αλλά όχι την υστέρηση σε σχέση με τους άλλους. Στη χρήση της τεχνολογίας (πληροφορική και τηλεπικοινωνίες) η Ελλάδα μένει όλο και πιο πίσω, παρόλο που προχωράει.
Οταν η τεχνολογία των επικοινωνιών προόδευε αργά, η δική μας βραδυπορεία δεν είχε μεγάλες επιπτώσεις στην ανταγωνιστικότητα. Τα τελευταία είκοσι χρόνια είναι αλλιώς. Αν ο Ολλανδός μείωσε το χρόνο που απαιτείται για κάποιες δουλειές από πέντε ανθρωποώρες σε μία, και εμείς τον μειώσαμε σε τέσσερις, αυτό επιδεινώνει την ανταγωνιστική μας θέση. Ούτε είναι κανένα επίτευγμα οτι κουτσά στραβά αγοράσαμε κάποιο εξοπλισμό και γράψαμε πέντε προγράμματα για μερικές δουλειές.
Σήμερα, το να θεωρείς αναβάθμιση τη γραμμή ISDN, όταν όλη η Ευρώπη έχει δίκτυαDSL, είναι οπισθοχώρηση. Και αν βάλεις ISDN στο κέντρο της Αθήνας, περίπου μια φορά το μήνα μένεις από σύνδεση είτε γιατί τα modem του ΟΤΕ είναι υπερφορτωμένα, είτε γιατί κάποιος έσκαψε τα καλώδια και τα συνεργεία δεν δουλεύουν Σαββατοκύριακο. Ή, ανακαλύπτεις οτι τα Windows XP δεν είναι συμβατά με τις συσκευές της ΙΝΤΡΑΚΟΜ που δίνει ο ΟΤΕ για σύνδεση στο δίκτυο.
Αν ζητήσεις να συνδέσεις επτά σημεία της επικράτειας με ευθείες γραμμές (που είναι μια ακριβή λύση αλλά τι να κάνεις χωρίς DSL), θα δεις οτι χρειάζονται τουλάχιστο τέσσερις μήνες για να το καταφέρεις (τουλάχιστο, και στο τέλος Φεβρουαρίου θα σας πω αν τελειώσαμε...) -- βέβαια ο ΟΤΕ αρχικά σου είπε ένα μήνα, αλλά ποιός μετράει... Και όταν σκέφτηκες να κάνεις τη δουλειά σου με ασύρματη λύση μέσω Vodafone, έμαθες οτι θα ήταν μεν φτηνή και αξιόπιστη, πλην όμως παράνομη, γιατί δεν έχουν δοθεί άδειες για αυτό στη Vodafone, και μπορεί να ξυλωθούν οι κεραίες της!
Καλό είναι που μπορούμε να υποβάλουμε δήλωση φόρου από το Διαδίκτυο, αλλά πολύ χειρότερο το απόλυτο χάος, που διαιωνίζεται, π.χ., στα κεντρικά databases του Υπουργείου Οικονομικών, ή η μεσαιωνική πληροφορική του ΙΚΑ, και των Νοσοκομείων.
Δεν είναι ανάγκη αυτό να είναι έτσι. Τα θέματα αυτά έχουν λυθεί πολλές φορές σε άλλες χώρες, πριν από μας. Αρκεί να δόσουμε προτεραιότητα στη λύση, όχι στην παραγωγή της λύσης. Ας φέρει ο ΟΤΕ εξοπλισμό DSL απ’ έξω αν δεν μπορεί να τον παράγει η ΙΝΤΡΑΚΟΜ. Ας φέρουν τα Νοσοκομεία software και συμβούλους απ’ έξω αν η (πρώην) INTRASOFT δεν μπορεί, που αποδεδειγμένα δεν μπορεί, να δόσει λύση.
Γιατί δεν γίνεται αυτό: για τρείς λόγους που έχουν σχέση με το σύστημα διακυβέρνησης.
 Πρώτον: ο Πασοκικός εκσυγχρονισμός θεωρεί ακόμα οτι είναι αναπτυξιακό να ενισχύεις τον Ελληνα παραγωγό τεχνολογικών προϊόντων σε βάρος του Ελληνα χρήστη – industrial policy της 10ετίας του 1970 που εγκαταλείφθηκε σε όλο το δυτικό κόσμο από την πίεση των ραγδαίων αλλαγών μετά το 1980. Σε μερικά στελέχη, αυτό είναι μια καλοπροαίρετη πλάνη.
Δεύτερον: το ΠΑΣΟΚ αντλεί τα στελέχη του από το δημόσιο τομέα (ΔΕΚΟ, ΑΕΙ, Υπουργεία). Οι παραστάσεις που έχουν περί παραγωγικότητας και περί ποιότητας υπηρεσιών έχουν διαμορφωθεί εκεί, μακριά από τον ανταγωνισμό και την εξουσία του χρήστη, που τον χάνεις από πελάτη όταν δυσαρεστηθεί. Ετσι οι στόχοι μπαίνουν χαμηλά, και όλοι ικανοποιούνται απο μετριότατα αποτελέσματα.
Τρίτο, όμως, και πολύ χειρότερο, η πλάνη και η μετριότητα είναι συνυφασμένη με τη διαπλοκή και τη μίζα που στηρίζει το μηχανισμό του ΠΑΣΟΚ σχεδόν είκοσι χρόνια, και που ενισχύει με πολλούς τρόπους την ιδεολογία του κρατισμού και του κορπορατισμού.
Τα τρία αυτά στοιχεία δεν χαρακτηρίζουν συλλήβδην όλο το πολιτικό φάσμα. Αφορούν ειδκότερα στο ΠΑΣΟΚ, και μάλιστα στο εκσυγχρονιστικό τμήμα του. Τα πρώτα δύο αφορούν δυστυχώς και πολλά στελέχη του Συνασπισμού.
2.            Κορπορατισμός και ανταγωνιστικότητα
Οι απολογητές επικαλούνται τα παραδείγματα της Γαλλίας, της Γερμανίας ή της Ιαπωνίας για να δικαιολογήσουν τον κορπορατισμό. Είναι μεγάλη συζήτηση, που θα την κάνω με όποιον θέλει, αλλά η επιχειρηματολογία δε στέκει. Επιγραμματικά:
·       Οι επιτυχίες εκείνων ανάγονται σε άλλη εποχή, με πιο αργή τεχνολογική πρόοδο και πιο κλειστές αγορές.
·       Οι πρακτικές εκείνες έχουν εν πολλοίς εγακαταλειφθεί (Γερμανία) ή έχουν οδηγήσει σήμερα σε αδιέξοδο (Ιαπωνία).
·       Οι προϋποθέσεις του πετυχημένου κορπορατισμού περιλαμβάνουν μια εργασιακή και κονωνική πειθαρχία που δεν υπάρχουν στην Ελλάδα, και που κανείς  δε θέλει να αναπτύξουμε.
·       Οι οικονομίες τους είχαν και άλλα ισχυρά και μοναδικά πλεονεκτήματα που στήριζαν την ανταγωνιστικότητα των ηγετικών εταιρών (Μittelstand, γαλλική δημόσια διοίκηση)
·       Εταιρίες σαν τη Siemens, τη Mitsubishi και τη Renault στράφηκαν από νωρίς στη διεθνή αγορά και επιδίωξαν να γίνουν διεθνείς ηγέτες στον κλάδο τους με βάση την ποιότητα τους. Εταιρίες σαν την ΑΚΤΩΡ και την ΙΝΤΡΑΚΟΜ δεν έχουν τέτοια δυναμική. Ενώ αντίθετα, τέτοια δυναμική έχουν άλλοι κλάδοι της ελληνικής οικονομίας, που δεν ζουν από το κράτος.

3.            Η ασυδοσία των εργολάβων
Οι υπερβάσεις κόστους και χρόνου και η απόκλιση από τις προδιαγραφές είναι ο κανόνας στα δημόσια έργα, και ο κύριος τροπος που αποκομίζουν κέρδη οι εργολάβοι (δηλαδή και οι πάσης φύσεως προμηθευτές εξοπλισμού, ολοκληρωμένων λύσεων πληροφορικής κτλ). Τίποτα σχεδόν δεν έγινε, από κανένα υπουργό του ΠΑΣΟΚ, για να αλλάξει αυτό. Και δεν είναι τόσο δύσκολο να αλλάξει. Θυμίζω τις συμβάσεις για το Μετρό και το Αεροδρόμιο, όπου τα φαινόμενα αυτά ήταν πολύ περιορισμένα, γιατί η αρχική φιλοσοφία της σύμβασης δεν σχεδιάστηκε από τους επιτελείς του Λαλιώτη και της Βάσως. Είναι τόσο γενική η αδράνεια των υπουργών γύρω από το πρόβλημα, ώστε μόνο σε σαφή πολιτική επιλογή μπορεί να αποδοθεί. Στην καλή περίπτωση, το πρόβλημα θεωρείται άλυτο (= ανικανότητα). Στην κακή, είναι μια κυνική συναλλαγή.

4.            Η επέκταση στην ανατολική Ευρώπη
Είναι ευκαιρία για την Ελλάδα η ανάπτυξη των οικονομικών σχέσεων με την ανατολική Ευρώπη. Αλλά είναι λάθος οι μεγάλες προσδοκίες και η τόσο ψηλή προτεραίοτητα που δίνεται στο στόχο αυτό. Η επέκταση του ΟΤΕ , της Εθνικής Τράπεζας και της ΙΝΤΡΑΚΟΜ δημιουργούν μια πλασματική εικόνα διεθνοποίησης και ανταγωνιστικότητας, ενώ στηρίζονται σε παρόμοιους μηχανισμούς προνομιακών σχέσεων όπως στην Ελλάδα, ή σε ένα παροδικό κενό ανταγωνισμού.
Δυστυχώς ένας οργανισμός που είναι από το γονίδιο του μη ανταγωνιστικός δεν θα γίνει ανταγωνιστικός επειδή μεγάλωσε. Κάθε άλλο. Ετσι για πολλούς, η ευκαιρία των Βαλκανίων λειτουργεί αποπροσανατολιστικά. 
 Αντίθετα, πολλές επιχειρήσεις που αναπτύχθηκαν εξ αρχής σε ανταγωνιστικό περιβάλλον μπορούν να κερδίσουν μακροπρόθεσμα από την ευκαιρία αυτή (π.χ.ChipitaAlumil, Χαρτοποιϊα Θράκης). Οι δραστηριότητες στην αν. Ευρώπη προσθέτουν οικονομίες κλίμακας. Αλλά για αυτές η αγορά της ανατολικής Ευρώπης είναι ένας από τους πολλούς στόχους, όπως είναι και η ΕΕ ή η Αίγυπτος. Το γενικό ζητούμενο της ανταγωνιστικότητας είναι πιο σημαντικό από την ειδική περιφερειακή ευκαιρία.

5.            Η Ελλάδα χάνει σε ανταγωνιστικότητα
Οι διάφοροι δείκτες ανταγωνιστικότητας δίνουν μεικτή εικόνα για την πορεία της Ελλάδας, αλλά σε γενικές γραμμές έδειχναν μια βελτίωση από το 1995 ως το 2000, και μια επιδείνωση έκτοτε. Πρόσφατα κρούει κώδωνα κινδύνου ο Διοικητής της Τράπεζας Ελλάδας και πολλοί άλλοι. Ποιά είναι η δυναμική;
Την ανταγωνιστικότητα την έχουν ενισχύσει σημαντικά ορισμένοι μακροοικονομικοί παράγοντες, όπως τα χαμηλά επιτόκια και ο χαμηλός πληθωρισμός, που οφείλονται στην ένταξη μας στην ζώνη του Ευρώ, και στις αλλαγές πολιτικής που έγιναν για να πετύχουμε αυτό το στόχο. Επίσης, η μαζική εισροή μεταναστών τα τελευταία δέκα χρόνια. Την δε μεγέθυνση του ΑΕΠ, που δεν υποδηλώνει πάντα ανταγωνιστικότητα, την ενισχύει επίσης το fiscal stimulus του ΚΠΣ και των Ολυμπιακών Αγώνων. Οι παράγοντες αυτοί είτε αποτελούν πλέον κεκτημένο, είτε έχουν ημερομηνία λήξης.
Αντίθετα, στο μικροοικονομικό επίπεδο, τα πράγματα επιδεινώνονται σταθερά. Οι στρεβλώσεις στον ανταγωνισμό που δημιουργεί η διαπλοκή εντείνονται αντί να μειώνονται. Και όσο, λόγω του ΚΠΣ, το δημόσιο εξακολουθεί να καθορίζει σε πολλούς κλάδους τους νικητές και τους ηττημένους (πληροφορική, εξοπλισμός τηλεπικονωνωνιών, κατασκευαστές, οικοδομικά υλικά, ηλεκτρολογικά, εργολαβίες ΥΠΕΘΑ κ.α.) τόσο η νοοτροπία των επιχειρήσεων στρεβλώνεται: στον ιδιώτη πελάτη κερδίζεις όταν παραδώσεις το έργο στην ώρα του, εντός προδιαγραφών, και χωρίς υπερβάσεις κόστους. Στο δημόσιο, κερδίζεις αν κάνεις ακριβώς το αντίθετο.
Αποτέλεσμα: όσες επιχειρήσεις ζουν από έργα και προμήθειες του δημοσίου δεν μπορούν να ανταγωνιστούν διεθνώς. Οι κατασκευαστικές εταιρίες που άλλοτε δέσποζαν στη Μέση Ανατολή τώρα έχουν περιχαρακωθεί στο εσωτερικό. Η ΙΝΤΡΑΚΟΜ, που έχει ενισχυθεί με εκατοντάδες δισεκατομμύρια από τον ΟΤΕ και το δημόσιο, που έχει προσλάβει χιλιάδες επιστήμονες με καλές σπουδές, που ξοδεύει σεβαστά ποσά σε «Ερευνα και Ανάπτυξη» δεν έχει καταφέρει να καταξιωθεί ως αξιόπιστος προμηθευτής  στις δυτικές αγορές με ένα έστω εξάρτημα ή λογισμικό που να είναι διεθνώς ανταγωνιστικό (οι μικροδουλίτσες δεν μετράν για τέτοια μεγέθη). Σαν τον Ολυμπιακό, που είναι πάντα πρώτος στην Ελλάδα και πάτος στην Ευρώπη, οι προστατευμένοι προμηθευτές και εργολάβοι δεν μπορούν να γίνουν ανταγωνιστικοί σε πεδία όπου δεν τους παραχωρούνται προνόμια. Και ίσως δεν ενδιαφέρονται. Τα περιθώρια κέρδους σε βάρος του Ελληνα φορολογούμενου δεν μπορούν να τα βρουν αλλού.
Στους υπόλοιπους κλάδους η καθυστέρηση των υποδομών (ακόμα διπλής κατεύθυνσης η Εθνική Οδός Κόρινθος – Πάτρα), η γραφειοκρατία που όλο περιορίζεται και όλο ξεπροβάλλει από αλλού (τώρα θέλουμε και ενημερότητα ΙΚΑ για να αγοράσουμε οικόπεδο!), οι νέοι περιορισμοί (απαγορεύτηκαν οι υπερωρίες – από την εποχή του νόμου Γιαννίτση όλες οι επιχειρήσεις λογισμικού στην Ελλάδα λειτουργούν παράνομα) και η διαφθορά κάνουν το έργο των επιχειρήσεων πολύ δύσκολο.

6.            Η προβλέψιμη έκτακτη φορολόγηση
Οσο καθαρά και τακτοποιημένα βιβλία και αν έχει, μια εμπορική επιχείρηση θα υποχρεωθεί κατά κανόνα να πληρώσει περίπου 1% του τζίρου της εκ των υστέρων, για φορολογικές διαφορές και πρόστιμα. Εκτός αν έχει ιδιαίτερα καλές σχέσεις με τον έφορο. Η επιβάρυνση αυτή ισοδυναμεί με αύξηση του φορολογικού συντελεστή επί των κερδών από 35% σε 45% και βάλε.

7.            Ο φόβος των ξένων και των ιδιωτών
Σκεφτείτε τι θα γινόταν αν η κινητή τηλεφωνία είχε φτάσει εδώ επί εκσυγχρονιστικού ΠΑΣΟΚ, και χειριζόταν την ανάθεση ο Χριστοδουλάκης και ο Βερελής. Θα είχαμε δύο ανάδοχες κοινοπραξίες, την πρώτη υπό τον έλεγχο του ΟΤΕ και την άλλη υπό την την Εθνική Τράπεζα, με ξένους συνεταίρους τέταρτης κατηγορίας, και με επίπεδο υπηρεσιών εφάμιλλο του ΟΤΕ και της Εθνικής. Η απόφαση της ΝΔ να δόσει τις άδειες σε μεγάλους ξένους παίκτες θα εθεωρείτο πολύ τολμηρή αφού «η Ελληνική κοινωνία δεν αντέχει σε σοκ» (διάβαζε: θα αντιδράσει ο ΟΤΕ). Χάσαμε λοιπόν που ήρθε ηVodafone στην Ελλάδα; Θα ήταν τόσο καλός ο Cosmote (που είναι εξαίρεση για δημόσια επιχείρηση), αν δεν ήταν αναγκασμένος να ανταγωνιστεί με ισχυρούς ξένους ιδιώτες;
Αφού καταφέραμε στην κινητή τηλεφωνία να έχουμε ισάξια υποδομή και υπηρεσίες με τους Αγγλους και τους Γερμανούς (και καλύτερες από τους Γάλλους, όπου κυριαρχεί η France Telecom!), είναι ανεύθυνο και ηττοπαθές να δεχόμαστε την υστέρηση σε τόσα άλλα: σταθερή τηλεφωνία, λιμάνια και τρένα, ύδρευση, μετρό Θεσσαλονίκης, πληροφορική του δημοσίου.
Προσωπικά ο καθένας μας μπορεί να βολεύεται με κάτι χειρότερο, γιατί είμαστε σε μια ηλικία όπου το επάγγελμα μας έχει παγιωθεί, η νέα τεχνολογία μας αφήνει λίγο αδιάφορους, και κάθε μικρή βελτίωση στις υποδομές μας κάνει εντύπωση μετά από δεκαετίες ταλαιπωρίας. Αλλά για τις επιχειρήσεις, που ανταγωνίζονται τους ξένους με τις καλές υποδομές, και για τα παιδιά μας, που θελουν να είναι ισότιμοι πολιτες του νέου κόσμου της πληροφορίας και της παγκόσμιας αγοράς, αυτή η υστέρηση είναι καταδίκη.
Κάθε μήνα έχουμε και νέες αποδείξεις οτι για το ΠΑΣΟΚ οι διαρθρωτικές αλλαγές στην οικονομία έχουν τελειώσει. Πρόσφατα ο Χριστοδουλάκης δήλωσε οτι ποτέ δεν θα δοθεί το μάνατζμεντ των ΔΕΚΟ, ούτε ο μετοχικός έλεγχος, σε ιδιώτες. Μέχρι τώρα, μερικοί εκσυγχρονιστές ψιθύριζαν οτι οι «μετοχοποιήσεις» ήταν ένα πρώτο βήμα για την ιδιωτικοποίηση των ΔΕΚΟ. Τώρα μαθαίνουμε από τον πιο εκσυγχρονιστή οτι ως εδώ ήταν η μεταρρύθμιση. Είναι λοιπόν ικανοποιημένοι από την κατάσταση; Μήπως ο ΟΤΕ έφτασε τη  British Telecom και δεν το έχω καταλάβει; Μήπως ο ταχυδρόμος άρχισε να φέρνει τις επιστολές την εβδομάδα που ταχυδρομήθηκαν; Μήπως μετρήσαμε την συμβολή του ΟΣΕ στην ανταγωνιστκότητα και τη βρήκαμε θετική; Η μήπως θυμηθήκαμε πάλι τους «στρατηγικούς κλάδους» που πρέπει να περιφρουρηθούν για να μην μας υπονομεύσουν οι ξένοι;
Δεν υπάρχει οικονομική ή επιχειρηματική λογική σε όλα αυτά. Είναι ένας συμβιβασμός με τη μετριότητα, και παράλληλα μια πολιτική επιλογή για ένα μέτωπο προμηθευτών, συνδικαλιστών και πολιτικού προσωπικού που πρέπει παση θυσία να μείνει αρραγές για να διατηρηθεί η εξουσία.
8.            Η ασυλία των δημοσίων οργανισμών
Η αξιολόγηση του έργου των οργανισμών, ίδιως η απλή μέτρηση, είναι από τα πιο εύκολα μέτρα που μπορεί να λάβει μια μεταρρυθμιστική κυβέρνηση – εύκολο από τεχνική και δημοσιονομική άποψη. Πολιτικά όμως πολυ δύσκολο, αν τα τα στελέχη αυτών των οργανισμών είναι ένας από τους πυλώνες της εξουσίας.
Σήμερα λοιπόν, εν έτει 2003, στα ΑΕΙ συζητάν ακόμα όχι για το πώς πρέπει να γίνεται αξιολόγηση των πανεπιστημαικών τμημάτων, αλλά άν πρέπει. Τα δε Νοσοκομεία αντιδρούν με βδελυγμία στην απλή κοστολόγηση, πόσο μάλλον στην τεχνική της σύνδεσης των δαπανών με το του casemix που εφαρμόζεται σε όλο τον πολιτισμένο κόσμο, από την συγκεντρωτική Γαλλία μέχρι τη (θου κύριε φυλακή τω στοματί μου) ασύδοτη Ιρλανδία.
Αλλά η αξιόπιστη μέτρηση δεν είναι το φόρτε του εκσυγχρονισμού. Ακόμα είναι στη θέση του ο Γενικός Γραμματέας της ΕΣΥΕ κ. Κραβαρίτης, που πέρυσι κατηγορήθηκε εκ των εσω, και περίπου παραδέχτηκε, ότι μαγείρεψε τα στοιχεία της απασχόλησης.
9 α.            Τα ημι-δυτικά media
Τα ΜΜΕ μας έχουν αναπτυχθεί κατά τον ένα άξονα όπως στη δύση: προβάλλουνcelebrities, πλούτο, reality shows. Είναι σύμπτωμα της ανόδου των εισοδημάτων και του απογαλακτισμού από τις παραδοσιακές αξίες της οικογένειας και του χωριού. Αλλά παραμένει τελείως ατροφικός ο άλλος άξονας των δυτικών ΜΜΕ: η ανεξάρτητη και σοβαρή δημοσιογραφία, που στηρίζει τη νομιμότητα και το ήθος του καπιταλισμού, και ελέγχει την οικονομική και την πολιτική εξουσία. Εχουμε το ύφος, αλλά όχι το ήθος, τον πλούτο χωρίς τον ανταγωνισμό.
β.            Η μεροληψία των opinion leaders
Αυτή η ελιτ ελαστικών αρχών μαζί με τα ελεγχόμενα ΜΜΕ επιφέρουν μια ιδιαίτερη στρέβλωση στην ατζέντα του δημόσιου διαλόγου. Ολισθήματα που θα ξεσήκωναν μεγάλη κατακραυγή αν τα διέπραττε η ΝΔ περνάν στα ψιλά για το ΠΑΣΟΚ.
Μικρό παράδειγμα: στις δημοτικές εκλογές οι εθνικές ομάδες άρσης βαρών και ρυθμικής γυμναστικής επισκέφτηκαν τους υποψήφιους του ΠΑΣΟΚ στη Νίκαια και την Πάτρα αντίστοιχα, και εκφάσανε την υποστήριξή τους! Οχι ένας ή δύο αθλητές ιδιωτικά, αλλά όλη η ομάδα με επικεφαλής τον προπονητή. Τσαουσεσκικό, τριτοκοσμικό ή όχι; Πόσο κατακρίθηκε; Τι θα γινόταν αν αυτό συνέβαινε επί ΝΔ;
Μεσαίο παράδειγμα: πόσο συζητήθηκε στα ΜΜΕ η περίπτωση του ακροδεξιού Ψωμιάδη της ΝΔ, και πόσο η ακόμα πιο ακραία περίπτωση του Βουνάτσου του ΠΑΣΟΚ;
Μεγάλο παράδειγμα: η χειραγώγηση του Χρηματιστηρίου από τους δημόσιους οργανισμούς και τις τράπεζες πριν τις εκλογές του 2000, γεγονός πασίγνωστο στους χρηματιστές. Χάθηκαν πολλά δισεκατομμύρια από το δημόσιο και από μικροεπενδυτές για να εξυπηρετηθούν οι εκλογικοί στόχοι. Μόνο ο Εβερτ, με τη γνωστή προχειρότητα, προσπάθησε να δημιουργήσει ζήτημα, και η υπόθεση κουκουλώθηκε. Η ΝΔ ως κόμμα ούτε τόλμησε να το αγγίξει, γιατί οι ποινικές ευθύνες είναι τόσο μεγάλες που θα έπρεπε να δόσει μάχη μέχρι τέλους, με όλο το μηχανισμό του κράτους και της διαπλοκής εναντίον της. Αλλά οι opinion leaders του κορπορατισμού, κατά βάθος πεπεισμένοι για την ανηθικότητα του καπιταλισμού, ουδόλως ενοχλήθηκαν – «παντού γίνονται αυτά, δεν βλέπεις και την Enron;» (μόνο που εκεί κάποιοι μπήκαν φυλακή, και μια εταιρία κολοσσός διαλύθηκε εξαιτίας του σκανδάλου)
10.            Η απαγόρευση των ΑΕΙ
Ο Κ. Σημίτης έχει την κύρια ευθύνη που δεν αναθεωρήθηκε το Σύνταγμα και σήμερα ακόμα απαγορεύονται τα μη κρατικά ΑΕΙ. Δεν μπορώ να σκεφτώ μεγαλύτερο σκοταδισμό σε μια δημοκρατία από το να απαγορεύεται η πανεπιστημιακή διδασκαλία έξω από τα ασφυκτικά πλαίσια του δημοσίου. Αγανακτούμε όταν κάποιοι καίνε βιβλία, αλλά ευτυχώς κανένας απ΄αυτούς δεν κατάφερε ακόμα να απαγορεύσει τη κυκλοφορία τους. Αντίθετα, το κρατικιστικό κατεστημένο απαγορεύει την ίδρυση Ανώτατων Σχολών, μια πραγματική και όχι συμβολική στέρηση δικαιώματος, και όμως πολλοί απο μας το θεωρούν φυσικό ή ασήμαντο. Ετσι η πανεπιστημιακή διδασκαλία εξομοιώνεται με τη χορήγηση μεθαδόνης: είναι οι μόνες δραστηριότητες που μπορώ να σκεφτώ που επιτρέπονται σε κρατικούς λειτουργούς και όχι σε ιδιώτες.
Εδώ δεν ισχύει καμμία από τις συνήθεις δικαιολογίες που δεν έγινε η αναθεώρηση (δημοσιονομικό κόστος, πολιτικό κόστος, αδράνεια της γραφειοκρατίας): η μόνη εξήγηση είναι ο πατερναλισμός της ηγεσίας του ΠΑΣΟΚ, που θεωρεί οτι ξέρει καλύτερα από εμάς τους πληβείους πώς πρέπει να σπουδάσουν τα παιδιά.. Και είναι ξεφτίλα η παθητική απολογία του τύπου «ε, δεν πειράζει και πολύ, αφού δεν θα μπορούσαν να γίνουν πολλές σχολές με ιδιωτική χρηματοδότηση» -- ή, όπως το διατύπωσε ο Ευάγγελος Βενιζέλος «οταν βρεθεί ο μεγάλος χορηγός θα το επανεξετάσουμε» (αυτός ο άνθρωπος είναι υπουργός Πολιτισμού και Επιστημών). Είναι ξεφτίλα για πολλούς λόγους, και σημειώνω μόνο έναν: σήμερα οι κοινωνίες πάνε μπροστά όταν αφήνουν τους ιδιώτες να δημιουργήσουν αυτά που δεν μπορεί να φανταστεί ο κάθε κυριος Βενιζέλος ή Σημίτης. Οποιος δεν ενστερνίζεται αυτή την απλή αλήθεια δεν μπορεί να λέγεται εκσυγχρονιστής. Είναι κολλημένος στην ξεπερασμένη νοοτροπία του social engineering. Και δυστυχώς αυτή είναι η κυρίαρχη τάση στην κυβέρνηση.
Και μια εύθυμη(;) νότα: ο Πέτρος Ευθυμίου (γέννημα θρέμμα του εκσυγχρονιστικού ΔΟΛ),  δηλώνει πως και το Χάρβαρντ δημόσιο είναι, αφού δεν είναι κερδοσκοπικό!
11.            Η υποκρισία για τη δημόσια παιδεία
Οταν προτιμάμε το ιδιωτικό αλλά παινεύουμε το δημόσιο για να μη χαλάσουμε το σοσιαλδημοκρατικό προφίλ, μεταρρυθμίζουμε άλλα αντ άλλων.
Ολοι οι Υπουργοί Παιδείας του ΠΑΣΟΚ στέλνουν τα παιδιά τους σε ιδιωτικά σχολεία. Αν τα παιδιά είναι καλοί μαθητές, θα επιδιώξουν μετά να τα στείλουν για σπουδές στο Λονδίνο ή τη Βοστώνη. Ο Γιώργος Παπανδρέου, όντας Υπουργός, είχε το παιδί του στοStCatherines, που δεν ανήκει καν στο ελληνικό εκπαιδευτικό σύστημα και όπου απαγορεύεται να πάει το κοινό ελληνόπουλο. Το Κολλέγιο Αθηνών έχει ένα αριθμό θέσεων κάθε χρόνο διαθέσιμο για τα ρουσφέτια των υπουργών («policy cases»).
Αυτά θα ήταν αποδεκτά, αν η πολιτική που εφαρμόζουν ως Υπουργοί δεν ερχόταν σε τόσο κραυγαλέα αντίθεση με τις ιδιωτικές τους επιλογές. Αυτό που κάνει τα ιδιωτικά και τα ξένα σχολεία προτιμητέα είναι οτι διαφέρουν από το δημόσιο λύκειο: αν έχουν καλύτερους καθηγητές προφανώς αυτό οφείλεται στις διαφορετικές εργασιακές σχέσεις. Αν προετοιμάζουν καλύτερα για το ξένο Πανεπιστήμιο ή εξοικειώνουν με την τεχνολογία ή καλλιεργούν τα καλλιτεχνικά ενδιαφέροντα, είναι γιατί έχουν ενμέρει διαφορετικό πρόγραμμα. Αντί λοιπόν να ενισχύσουν τη διαφορετικότητα του ιδιωτικού, και αντί να μπολιάσουν και το δημόσιο σύστημα με ψήγματα πλουραλισμού, επιμένουν στον κεντρικό σχεδιασμό και στον ασφυκτικό έλεγχο και επί των ιδιωτικών. Γι αυτό τα καλά σχολεία είναι συνήθως αυτά που οχυρώνονται πίσω από μια σχέση με ξένα συστήματα για να έχουν κάποιους βαθμούς ελευθερίας. Και φυσικά οι Υπουργοί, για τα δικά τους παιδιά, αυτά θα προτιμήσουν.
Υπάρχει εδώ ένα βαθύτερο και ευρύτερο ζήτημα. Η φτωχή Ελλάδα έχει το μεγαλύτερο ποσοστό ιδιωτικών δαπανών για παιδεία και υγεία από όλες (σχεδόν;) τις Ευρωπαϊκές χώρες. Αλλά το μεγαλύτερο μέρος από αυτά τα χρήματα πάει χαμένο σε μη αποδοτικές χρήσεις: φροντιστήρια, έξοδα διαβίωσης στο εξωτερικό, φακελάκι στο ΕΣΥ, πολλαπλές άχρηστες εργαστηριακές εξετάσεις. Αντί να αναγνωρίσουν τη σημασία των ιδιωτικών δαπανών και να ενισχύσουν την ποιοτική ανάπτυξη του ιδιωτικού τομέα, επιμένουν σε  πολιτικές που εδραιώνουν μια παρασιτική σχέση με το δημόσιο.

12.            25οι  στους 25; 
Πόσοι πιστεύουμε οτι το 2010 θα είμαστε μπροστά από τα νέα μέλη της ΕΕ σε ανταγωνιστικότητα, σε εισόδημα, σε ποιότητα υπηρεσιών και σε παιδεία; Νομίζω οτι όλοι βλέπουμε το συγκριτικό δυναμισμό  των νέων μελών, και ξέρουμε οτι αν συνεχίσουμε έτσι θα είμαστε στην καλύτερη περίπτωση 22οι  στους 25 (ή στους 27). Αρκετά νέα μέλη της ΕΕ θα μας ξεπεράσουν μέσα σε πέντε χρόνια. Ηδη η Τσεχία, η Ουγγαρία, η Σλοβενία και η Κύπρος ίσως είναι μπροστά. Μας νοιάζει αυτό; Θα έπρεπε – όχι από κάποια εθνική περηφάνεια, αλλά επειδή η πορεία των άλλων δείχνει τι μπορούμε να πετύχουμε και εμείς, που στο κάτω κάτω ευτυχήσαμε να είμαστε στη σωστή όχθη της ιστορίας τα τελευταία πενήντα χρόνια.
Αυτό που με στεναχωρεί περισσότερο προσωπικά είναι να βλέπω φίλους που αποδέχονται τη φιλοσοφία του «αυτή είναι η Ελλάδα, δεν μπορούμε να κάνουμε τίποτα καλύτερο». Και φυσικά αυτοί που πάσχουν περισσότερο σε μια καθυστερημένη και περιθωριακή χώρα είναι οι φτωχότεροι.
13.            Η επιθετική διαφθορά
Δεν υπάρχουν στατιστικά δεδομένα για τη διαφθορά. Αλλά όσοι συναλλάσσονται με το δημόσιο συμφωνούν οτι η κατάσταση χειροτερεύει με τα χρόνια. Η μίζα στις επιδοτήσεις έχει ανέβει από το 2 ή 3% στο τουλάχιστο 5% και συχνά 10%. Το σύστημα λειτουργεί όλο και πιο ανοιχτά. Οι εργολάβοι καταθέτουν ποσά απ ευθείας στο τραπεζικό λογαριασμό του υπαλλήλου της πολεδοδομίας. Τα γραφεία συμβούλων που διοχετεύουν τις μίζες είναι μια καλά εδραιωμένη και γνωστή σε όλους βιομηχανία. Οταν ο ενδιαφερόμενος προμηθευτής δεν μπεί στο νόημα, υπάρχει πάντα κάποιος σύμβουλος του Προέδρου του Οργανισμού να του εξηγήσει ξεκάθαρα το ζητούμενο («θα πάνε στο κόμμα»). Κυνικά μπορεί να πει κάποιος οτι καλύτερα έτσι, αφού ο καθένας μπορεί να κάνει τη δουλειά του --- είναι πιο εύκολο στον αδαή να βρεί τον τρόπο, όταν το σύστημα είναι σχεδόν θεσμοθετημένο. Αλλά αν για μια πολεοδομική άδεια ισχύει αυτό (με όλες τις επιπτωσεις στο περιβάλλον), στα μεγάλα έργα και προμήθειες δεν υπάρχει καμμία ισότητα ευκαιριών για λάδωμα.
Εκεί οι σχέσεις διαπλοκής είναι σύνθετες, μακροχρόνιες και στρατηγικές. Εκεί το παράνομο χρήμα δημιουργεί μια αλληλεξάρτηση. Ο ιδιώτης πετυχαίνει μια μόνιμη προνομιακή μεταχείριση, και το κόμμα αγοράζει την εύνοια των ΜΜΕ, την επαγγελματική εξασφάλιση στελεχών και τη δυνατότητα να κάνει ακριβούς εκλογικούς αγώνες.  Αυτό στρεβλώνει μόνιμα τη δημοκρατία, αφού αναπαράγει το ένα φυσικό κόμμα εξουσίας, με την αντιπολίτευση σταθερά σε μειονεκτική θέση.
Χρόνια έχουμε να ακούσουμε από την κυβέρνηση κάτι για τη διαφθορά στο κεντρικό κράτος και στις ΔΕΚΟ. Γιατί; Στον γενικά ανερμάτιστο λόγο της ΝΔ, αυτό είναι ένα από τα λίγα σταθερά μοτίβα. Η απάντηση της κυβέρνησης ποιά είναι; Ο Σημίτης, που οι περισσότεροι τον θεωρούμε ατομικά έντιμο, γιατί δεν τολμά ούτε να θίξει το θέμα;
14.            Σημίτης και συμβιβασμοί
Ακούω φίλους να λένε συχνά: «ο Σημίτης έχει μεταρρυθμιστικό όραμα, αλλά δε μπορεί να ανατρέψει όλες τις ισορροπίες μέσα στο ΠΑΣΟΚ, γι’ αυτό συμβιβάζεται στα μικρά για να πετύχει τα μείζονα». Ωραία λοιπόν ποιός είναι ο μείζων στόχος της τρέχουσας τετραετίας, αφού για χάρη του θυσιάζονται: η ανταγωνιστικότητα, η ευελιξία στην αγορά εργασίας, οι ιδιωτικοποιήσεις, το ασφαλιστικό, η παιδεία, η εξυγίανση των δημοσίων έργων, ο πολεδομικός σχεδιασμός. Ποιός; Εκτός από τα Ελληνοτουρκικά, ποιά είναι μία μεγάλη διαρθρωτική αλλαγή που προχωράει με συνέπεια αυτή την τετραετία;
15.            Ο μπαμπούλας της ακροδεξιάς
Δεν περιλαμβάνω στα μεγάλα προβλήματα του κόμματος της ΝΔ την ύπαρξη δυνάμεων ακροδεξιών/ εθνικιστικών/ εκκλησιαστικών. Παρόμοιες υπάρχουν σε πολλές χώρες κοντά ή μέσα στο κόμμα εξουσίας, χωρίς να ακυρώνουν ούτε την ανοιχτή κοινωνία, ουτε την αγορά και την ανάπτυξη, ούτε το κοινωνικό κράτος. Είναι επικίνδυνες πιο πολύ μέσω της κοινωνίας των πολιτών, παρά μέσω της κρατικής εξουσίας. Και θα παραμείνουν στο περιθώριο μόνο μέσα από πολιτικές ανοιχτής κοινωνίας, δηλαδή φιλελεύθερες. Αντίθετα, θα γιγαντωθούν κάποτε, αν ο αντίπαλος τους παραμένει ένα συμπαγές συντεχνιακό κλειστό σύστημα, με κυρίαρχη ιδεολογία το social engineering, δηλαδή σε ελεύθερη μετάφραση το κράτος πατερούλη.
 16.            Κρατισμός παροχών και κορπορατισμός
Η ΝΔ απέχει πολύ από του να είναι ένα φιλελεύθερο κόμμα αρχών. Εχει ισχυρά αντανακλαστικά ενός κρατισμού παροχών, που όμως διαφέρει ποιοτικά από τον κορπορατισμό. Σε σχέση με τις μεγάλες επιχειρήσεις, τους οργανισμούς, και την παιδεία η ΝΔ παρουσιάζεται σαφώς πιο φιλελεύθερη από το ΠΑΣΟΚ. Αναφέρεται όμως πολύ σε παροχές και ελαφρύνσεις για λαϊκά στρώματα, με τρόπο ίσως ανεύθυνο. Ευτυχώς η πειθαρχία της ΟΝΕ δεν αφήνει πολλά περιθώρια για δημοσιονομική χαλάρωση.
17.            Το πρόγραμμα της ΝΔ
Το κείμενο αυτό είχε σχεδόν τελειώσει όταν είδα στην Καθημερινή της 5 Ιαν. 03 μια περίληψη κυβερνητικού προγράμματος της ΝΔ. Ενισχύει την ανάλυση μου. Εχει σαφώς φιλελεύθερες τοποθετήσεις σε κρισιμα ζητήματα, αλλά και παροχολογία, κυρίως προς τους αγρότες. Μοιάζει να θέλει να λύσει το πλέγμα του κορπορατισμού, και να χτίσει  μια αντίπαλη κοινωνική συμμαχία ανταγωνιστικών επιχειρήσεων, μικρομεσαίων και αγροτών. Φυσικά είναι τεράστια η απόσταση από ένα προγραμματικό κείμενο σε ένα κόμμα με σαφή προσανατολισμό. Οψόμεθα