Κυριακή 21 Φεβρουαρίου 2021

Πως μπορεί να αναστηθεί ένα κόμμα σε μία πόλη; Το ΠΑ.ΣΟ.Κ στη Θεσσαλονίκη, άρθρο στη ΜΑΚΕΔΟΝΙΑ ΤΗΣ ΚΥΡΙΑΚΗΣ 21/2/2020

 


Το ΠΑΣΟΚ ( ή ΚΙΝ.ΑΛ) βρίσκεται εδώ και καιρό σε ένα ιδιότυπο τέλμα. Θέλει αλλά δεν μπορεί, μπορεί αλλά δεν θέλει – μικρή σημασία έχει. Είναι πασιφανές ότι ως έχουν τα πράγματα δεν υπάρχει περίπτωση να ανακάμψει καθώς δεν κινείται. Στην εκκωφαντική ανυμποριά του ΣΥ.ΡΙ.ΖΑ να μετεξελιχθει, το ΠΑ.ΣΟ.Κ απαντά με ακόμα πιο εκκωφαντική απουσία από το γήπεδο. Οι αντίπαλοι είναι αδύναμοι ή έχουν τρωτά σημεία αλλά το ΠΑ.ΣΟ.Κ δεν κατεβαίνει να παίξει στον αγώνα.

Αναφέρομαι κυρίως σε τοπικό επίπεδο – απολύτως ενδεικτικό όμως αναλογιών πανελλαδικά. Όταν στη Θεσσαλονίκη, τη δεύτερη μεγαλύτερη πόλη της χώρας σε ένα πολεοδομικό συγκρότημα πλέον του 1 εκατ. κατοίκων δεν έχει απολύτως καμία παρέμβαση, τί να περιμένει κανείς για άλλες πρωτεύουσες νομών και περιοχές.
Αναφέρομαι στη Θεσσαλονίκη διότι είναι μία περίπτωση με ειδική αξία και βαρύτητα. Δεν είναι η πρωτεύουσα αλλά δεν είναι και επαρχία. Είναι ένα αστικό κέντρο με συγκεκριμένες προκλήσεις, προβλήματα, είναι μια περιοχή όπου υπάρχει δυνατότητα ανάπτυξης και κάλυψης του παραγωγικού χάσματος και ταυτόχρονα περιοχή που υστερεί.

Και είναι σημαντικό για το ΠΑ.ΣΟ.Κ να έχει μια παρουσία στη Θεσσαλονίκη καθώς οφείλει να στραφεί και στους πληθυσμούς των αστικών κέντρων και στις παραγωγικές ηλικίες εάν δεν θέλει να εξελιχθεί σε κόμμα γερόντων και περιφέρειας. Είναι σημαντικό να μπορέσει μέσα από πολιτικές διεργασίες να αναδείξει νέα στελέχη, να εντρυφήσει στην ατζέντα θεμάτων της περιοχής, να διαμορφώσει ένα πρόπλασμα προγραμματικού λόγου με κάποιες λύσεις βασισμένες σε αρχές και δομημένες γύρω από έναν αξιακό πυρήνα.


Το τρίτο κόμμα του ελληνικού κοινοβουλίου, με θεσμική μνήμη και κυβερνητική πορεία 25 ετών κατά την Γ’ Ελληνική Δημοκρατία εμφανίζεται εδώ και χρόνια σαν ένα κόμμα – παρέα που στην καλύτερη περίπτωση κόβει ετήσιες βασιλόπιτες. Αδυνατεί να βγάλει ένα δελτίο τύπου για τα 5 – 7 βασικά ζητήματα της πόλης. Απουσιάζει από κάθε ενεργό μέτωπο και όχι μόνο δεν διατυπώνει άποψη – πρόταση – λύση αλλά ο καλόπιστος παρατηρητής αναρωτιέται εάν πλέον γνωρίζει τα θέματα. Και από θέματα η Θεσσαλονίκη είναι πλήρης -υποδομές, συγκοινωνίες, κράτος πρόνοιας, πανεπιστήμια, βιομηχανικές περιοχές, περιβαλλοντικά ζητήματα, ανεργία – εισοδήματα κοκ.

Οι λόγοι αυτής της πολιτικής κατάπτωσης είναι πολλοί και σύνθετοι. Εν πολλοίς, θα μπορούσε να ισχυριστεί κανείς ότι αυτή ήταν η πορεία του κόμματος πανελλαδικά. Ειδικά όμως στη Θεσσαλονίκη το πρόβλημα είναι ακόμα πιο οξύ καθώς εσωτερικοί συσχετισμοί της προ κρίσης εποχής συντέλεσαν την παντελή αποδιάρθρωση των κομματικών δυνάμεων μετά την έλευσή της. Βουλευτικοί ανταγωνισμοί, φατριασμοί και ανακωχές μηδενικού αθροίσματος αποδυνάμωσαν κάθε ενεργό κύτταρο.

Στο ερώτημα «τι μπορεί να κάνει σήμερα» υπάρχουν πολλά να ειπωθούν. Πρακτικά και συμβολικά ζητήματα οργάνωσης, πολιτικές διαδικασίες και επικοινωνιακή ανασυγκρότηση βρίσκονται στην προμετωπίδα. Το ΠΑ.ΣΟ.Κ πρέπει μέσα από πολιτικές διαδικασίες να αναδείξει μια σειρά νέων προσώπων που θα διεκδικήσουν το χώρο και τον χρόνο που αναλογεί στο τρίτο σε μέγεθος κόμμα της ελληνικής πολιτικής σκηνής. Στελέχη που θα επαναλαμβάνουν με εκνευριστική συχνότητα την ίδια δέσμη προτάσεων του κόμματος για τα 4-5 πιο σημαντικά ζητήματα. Πρέπει να αλλάξει γραφεία και να νοικιάσει έναν νέο χώρο, αξιοπρεπή, καθαρό, πιο φτηνό, προσβάσιμο και εμφανή. Εκεί να τα στελεχώσει με υπαλλήλους και άρτιες υποδομές. Να δημιουργήσει τοπικό γραφείο Τύπου  και να αναλάβει την αυτοδέσμευση έκδοσης Δελτίων Τύπου, εβδομαδιαίως, για κάθε ζήτημα της Κεντρικής Μακεδονίας.

Προοδευτική πολιτική για τους πολλούς, πραγματική πολιτική για πραγματικούς  ανθρώπους – αυτή είναι η κεντρική ιδέα. Λιγότερα κείμενα για τη σοσιαλδημοκρατία και τον ευρωκομμουνισμό και περισσότερες θέσεις για τις συγκοινωνίες, τον ΟΑΣΘ και το Μετρό. Λιγότερη εσωκομματική πρεμούρα και περισσότερη εδαφικοποιημένη παρουσία σε σημεία αιχμής - στα εγκαταλελειμμένα στρατόπεδα, στην αποστεωμένη βιομηχανική περιοχή της Σίνδου, στα χαλάσματα βιομηχανικών κτιρίων, έξω από τις υποδομές του Ε.Σ.Υ που υποδέχεται ασθενείς.  Εκεί είναι η πραγματική ζωή και τα πραγματικά προβλήματα – εκεί οφείλει ένα κόμμα προοδευτικό να βρίσκεται. Όχι στη βάση ενός άκριτου ακτιβισμού ούτε με προτάσεις τύπου «καλύτερα πλούσιος και υγιής παρά φτωχός και άρρωστος» - με προτάσεις ρεαλιστικές, κοστολογημένες και εφαρμόσιμες.

Ακόμη και σήμερα, ακόμη και τώρα, το ΠΑ.ΣΟ.Κ υπερτερεί σε στελεχιακό δυναμικό του ΣΥ.ΡΙ.ΖΑ. Ακόμη και τώρα εάν αποφασίσει να καλέσει ανοιχτά και αυθεντικά τον κόσμο που ιδιωτεύει για μία σοβαρή πολιτική προσπάθεια, μπορεί να ανατρέψει την κατάσταση. Ειδικά στη Θεσσαλονίκη.

 

 

Σάββατο 13 Φεβρουαρίου 2021

H κρίσιμη καμπή του ΚΙΝ.ΑΛ και η προοπτική του πολιτικού χώρου, άρθρο στην εφημερίδα ΡΗΞΗ

 


Ένα κόμμα για να είναι επίκαιρο πρέπει να μπορεί πολιτικά να αντιληφθεί σε βάθος τις προκλήσεις της χώρας, με τη δράση του να τις ιεραρχήσει και με τον προγραμματικό του λόγο να απαντήσει σε αυτές. Πρέπει να μπορεί να διαμορφώσει τις εθνικές προτεραιότητες και να τις μετουσιώσει σε πρόταση. Το ΚΙΝ.ΑΛ υπό προϋποθέσεις θα μπορούσε να πετύχει την ολική του επαναφορά – όχι στα μεγέθη του οργανωτικού γιγαντισμού του ΠΑ.ΣΟ.Κ – και να μετατραπεί σε βασικό πολιτικό υποκείμενο.

Ø Είναι εφικτή η ανάταξη του χώρου της σοσιαλδημοκρατίας στην Ελλάδα; Ναι, είναι για τρεις κυρίως λόγους. Πρώτος, η δραματική έως εκκωφαντική αδυναμία του ΣΥ.ΡΙ.ΖΑ να μετεξελιχθεί, να απομακρυνθεί από την αντιμνημονιακή πολιτική μήτρα που τον γέννησε και τον γιγάντωσε, να προσχωρήσει σε οργανωτική αναδιάρθρωση και νέα προγραμματική προσέγγιση. Δεύτερος, τα απολύτως ορατά πολιτικά, προγραμματικά αλλά και κοινωνικάόρια της Νέας Δημοκρατίας. Προωθείται σε αρκετά πεδία ένας λειτουργικός εκσυγχρονισμός δομών και υποδομών όμως οι επιδόσεις δεν μπορούν να καλύψουν τις απαιτήσεις της χώρας. Τρίτος, η ιδεολογική επάνοδος του κράτους, της έννοιας της «ρύθμισης», της παρέμβασης, η νέα οικονομική ορθοδοξία που φαίνεται να αποζητά πολιτική καθοδήγηση επί μιας φρενήρους παγκοσμιοποιητικής διαδικασίας. Αυτή είναι μία εξέλιξη απολύτως συμβατή με τον ιδεολογικό οπλοστάσιο της σοσιαλδημοκρατίας, στην οποία έγκειται η σημαντική υποχρέωση «υπερεθνικοποίησης» των εργαλείων της παράλληλα με την οργάνωση της επαναφοράς του κράτους σε εθνικό επίπεδο.

Ø Πρόταση για το κράτος. Το ελληνικό κράτος πρέπει να αλλάξει. Τη στιγμή που πρέπει να μικρύνει, καθώς κρίνεται δαπανηρό, βραδυκίνητο, ανελαστικό και αναποτελεσματικό, απαιτείται κρατική παρέμβαση σε νέα πεδία. Ρυθμιστικές αρχές, αναδιάρθρωση του κοινωνικού κράτους – ενίσχυση της υγείας, στόχευση, διοικητική μεταρρύθμιση, φορολογία, κόστος ενέργειας, υποδομές, διασφάλιση κανόνων ανταγωνισμού – αυτά είναι δικές του υποθέσεις. Από τη μία δηλαδή πρέπει να μειωθεί το κόστος, να καταργηθούν ολόκληρες  αντιπαραγωγικές και αναποτελεσματικές δομές, να απομακρυνθεί πλεονάζον προσωπικό, να εξαλειφθούν  πολυτελείς και πληθωριστικές διαδικασίες στην απονομή της δικαιοσύνης και να μειωθεί η  γραφειοκρατία και από την άλλη πρέπει να ρυθμιστούν νέα πεδία, να προσληφθεί προσωπικό με δεξιότητες και άρα καλές αμοιβές και να στηριχθεί το αναπτυξιακό εγχείρημα με κάθε τρόπο. Για την ελληνική κεντροαριστερά δύσκολο εγχείρημα διότι κατά το μεταπολιτευτικό παρελθόν ταυτίστηκε στη συνείδηση του Έλληνα με την επέκταση του κράτους.

Ø Πρόταση για την οικονομία και τη μεσαία τάξη. Ο ιδιόμορφος ελληνικός καπιταλισμός δεν θα μπορούσε να έχει παρά μία ιδιόμορφή μεσαία τάξη, με πολλές διαφορές συγκριτικά με την υπόλοιπη Δυτική Ευρώπη. Μέσα από ποιο πλέγμα πολιτικών θα ενισχυθεί ή θα ξαναδημιουργηθεί μεσαία τάξη, απολύτως απαραίτητη για την αστική δημοκρατία, την επάνοδο στην κανονικότητα και την ανάπτυξη της χώρας; Εσωστρεφής κορπορατισμός, συνέχιση προνομίων στους insiders, διατήρηση κλειστών επαγγελμάτων και μερική διασφάλιση από τον ανταγωνισμό, προϊόντα και υπηρεσίες μη εμπορεύσιμα διεθνώς ή προσδιορισμός της θέσης στον παγκόσμιο καταμερισμό εργασίας, κίνητρα για συνέργειες, διεθνώς εμπορεύσιμα προϊόντα, υπηρεσίες και άνοιγμα στον ανταγωνισμό; Η απολύτως κρίσιμη αυτή τάξη για το παραγωγικό μοντέλο προσδίδει στο τελευταίο χαρακτηριστικά που έχει η ίδια. Νέα μεσαία τάξη σημαίνει ενίσχυση πολιτικών που θα ενισχύσουν την παραγωγικότητα, τον ανταγωνισμό, την ανοικτότητα και την ισχυροποίηση των θεσμών, τους σαφείς κανόνες για όλους. Γνώριμη μεσαία τάξη της κρατικής υπερ-ρύθμισης, της προστασίας από τον ανταγωνισμό, της προσοδοθηρίας, του μεταπρατικού χαρακτήρα της οικονομίας θα στέλνει τον λογαριασμό στους outsiders.

Ø Διαγενεακή αλληλεγγύη μέσω του ασφαλιστικού. Η κατανομή των πόρων και οι ρυθμίσεις είναι καταφανώς προβληματικές, δεν εξασφαλίζουν βιωσιμότητα στο σύστημα, ψαλιδίζουν την όποια δυνατότητα ανάπτυξης και είναι άδικες για τη νέα γενιά. Δυστυχώς οι παραγωγικές σήμερα γενιές είναι outsiders και οι babyboomers προνομιακά παιδιά του συστήματος. Το ηλικιακό γκρίζο status quo πρέπει να ανατραπεί.  Άμεση μεταφορά πόρων από το ασφαλιστικό στην παραγωγή, από την κατανάλωση στην επένδυση.

Ø Δημογραφικό. Όλα τα ανωτέρω έχουν επίπτωση στο  δημογραφικό προφίλ της χώρας με ορισμένες προβολές στο μέλλον να δείχνουν δραματική συρρίκνωση πληθυσμού σε λίγες δεκαετίες. Γνωρίζοντας ότι η δημογραφική παρακμή προοιωνίζεται κατάρρευση ή γεωπολιτική υποβάθμιση, είναι απαραίτητη η συμπερίληψη αυτής της προβληματικής σε κάθε προοδευτική πρόταση για το μέλλον της χώρας. Τυχόν δημογραφική κατάρρευση συμπαρασύρει μία σειρά δεδομένων και ακυρώνει κάθε δυνατότητα προγραμματισμού – πλήττει δε στον πυρήνα του το ευρωπαϊκό κοινωνικό μοντέλο καθώς το καθιστά ουσιαστικά ανεφάρμοστο.

Ø Επένδυση στις υποδομές. H Ελλάδα βρίσκεται στην 37η θέση παγκοσμίως και στην 18η θέση μεταξύ των χωρών της Ε.Ε. στην ποιότητα των συνολικών υποδομών. Το επενδυτικό κενό σε έργα υποδομών κυμαίνεται μεταξύ 0,8% του ΑΕΠ (έναντι του Ευρωπαϊκού μέσου όρου) το οποίο μεταφράζεται σε σχεδόν € 1,5δισ. ετησίως. Οι επενδύσεις σε έργα υποδομών έχουν σημαντικό οικονομικό πολλαπλασιαστή της τάξης του 1,8x. Στην Ελλάδα ο μέσος όρος των επενδύσεων για υποδομές το 2009-2019, αντιστοιχεί μόλις στο 14% του ΑΕΠ, το χαμηλότερο της Ε.Ε., υποσκάπτοντας την μελλοντική ποιότητα των υποδομών της χώρας. Άρα μία πολιτική προτεραιότητα σε αυτές θα ήταν μια διακριτή θέση που θα προσέδιδε στίγμα στον ευρύτερο πολιτικό χώρο.

Αυτή θα μπορούσε να ισχυριστεί κανείς πως είναι μία ατζέντα για ένα σύγχρονο πατριωτικό προοδευτικό χώρο, ενταγμένο στην πολιτική παράδοση της σοσιαλδημοκρατίας και κληρονόμο της μεγάλης δημοκρατικής προοδευτικής παράταξης του 20ου αιώνα στην Ελλάδα. Κλείνοντας, θα ήταν προτιμότερη μια επαναφορά στο ιστορικό όνομα ΠΑ.ΣΟ.Κ καθώς με αυτόν τον τρόπο θα σηματοδοτούνταν μια βούληση του συλλογικού υποκειμένου να «παίξει» και πάλι στο μεγάλο γήπεδο.

Παρασκευή 5 Φεβρουαρίου 2021

Αλλαγές στον εκλογικό νόμο της τοπικής αυτοδιοίκησης και εθνικές προτεραιότητες,


Οι προτεραιότητες της χώρας είναι λίγο πολύ αντιληπτές και αφορούν στην επόμενη της πανδημίας ημέρα. Η Ελλάδα βγαίνοντας από μία υπερδεκαετή οικονομική κρίση είχε την ευκαιρία μέσα από μεγάλες και μικρότερες αλλαγές σε κράτος και οικονομία να καλύψει το χαμένο έδαφος και με συντεταγμένο τρόπο να προσπαθήσει εντός δεκαετίας να ανακτήσει το απολεσθέν εθνικό εισόδημα.

Η πανδημία όμως ανέτρεψε αυτή τη γραμμική – αν και όχι τόσο σίγουρη- εξέλιξη και μας αναγκάζει να εξετάσουμε τα δεδομένα και τις προτεραιότητες ξανά από τη αρχή. Οι επιπτώσεις της πανδημίας στην οικονομία είναι γεγονός. Οι βραχυπρόθεσμες πρέπει να αντιμετωπιστούν σε πρώτο χρόνο διότι αφορούν την επιβίωση εργαζομένων και επιχειρήσεων. Όμως οι μέσο-μακροπρόθεσμες είναι εξίσου σημαντικές και απαιτείται σχεδιασμός. Μια εύθραυστη, ασθενική ανάπτυξη που θα βασίζεται μόνον στην κατανάλωση και σε δαπάνες του δημοσίου δεν είναι αποδεκτή ούτε θα μας πάει μακριά.Για να είμαστε δε απόλυτα ειλικρινείς η υπέρβαση της οικονομικής κρίσης είναι μία προσχηματική παραδοχή καθώς όλες οι δομικές αιτίες που οδήγησαν στη χρεοκοπία είναι εδώ παρούσες και η ροπή πολιτικού συστήματος αλλά και κοινωνίας προς τις λάθος κατευθύνσεις δεδομένη -εξαιρουμένων μικρών θυλάκων σε κόμματα και κοινωνία.

Παρόλα αυτά, ακόμα και στο δυσκίνητο και γραφειοκρατικό ευρωπαϊκό πλαίσιο υπάρχει μία ακόμη ιστορική ευκαιρία για την Ελλάδα. Εντός του πλαισίου δημοσιονομικής χαλάρωσης και αφειδούς χρηματοδότησης λόγω συνεπειών της πανδημίας, έχουμε τη δυνατότητα να αξιοποιήσουμε τη συνθήκη και να πετύχουμε διπλό όφελος. Από τη μία να στηρίξουμε οικονομία και κοινωνία αλλά ταυτόχρονα να προχωρήσουμε μεταρρυθμίσεις και αλλαγές που δεν υλοποιήσαμε την προηγούμενη δεκαετία.

Σε αυτήν την πραγματικότητα έρχεται ο νέος εκλογικός νόμος της Ελληνικής Κυβέρνησης για την Τοπική Αυτοδιοίκηση και αλλάζει βασικές παραμέτρους από τον προηγούμενο του ΣΥ.ΡΙ.ΖΑ. Η κατεύθυνση που δίνει είναι συγκεκριμένη και ενδεχομένως αντανακλά σε εθνικές προτεραιότητες. Εξηγούμαι. Σε όλον τον ανεπτυγμένο κόσμο ο ρόλος των πόλεων διευρύνεται συνεχώς. Αποτελούν πόλους ανάπτυξης του τριτογενούς τομέα και παραγωγής καινοτομίας και μπορούν να συμβάλουν καθοριστικά στην κοινωνική και οικονομική ανάπτυξη. Υποδέχονται προνομιακά πλέον επιχειρηματικές δραστηριότητες και επενδυτικές πρωτοβουλίες κυρίως του τριτογενούς τομέα.

Για να πετύχουμε αυτούς τους στόχους χρειαζόμαστε συμπαγείς διοικήσεις στο τιμόνι των δήμων, που θα διακρίνονται από προγραμματική συνοχή – όχι κατ’ ανάγκη κομματική, αυτό είναι ξεπερασμένο – από κοινές αντιλήψεις για τις προτεραιότητες και τις ιεραρχήσεις κάθε τόπου και μία όσο το δυνατόν πιο συγκεκριμένη ατζέντα πόλης. Η ύπαρξη πλαφόν εισόδου στο Δημοτικό Συμβούλιο αποτρέπει τη μοναχική κάθοδο στις εκλογές, την πολυδιάσπαση και την κακώς νοούμενη πολυφωνία που ισοδυναμεί με αδυναμία άρθρωσης και παρακολούθησης πολιτικού λόγου. Αποφεύγεται επίσης το φαινόμενο πληθώρας εκλεγμένων μονάδων και μιας εικόνας συνονθυλεύματος στα συμβούλια. Απομειώνεται ο ρόλος των προσωπικών στρατηγικών και στοχεύσεων υπέρ τη πολιτικής και προγραμματικής συγκρότησης. Παύει ο δήμαρχος και ο περιφερειάρχης να είναι δέσμιος ορισμένων vetoplayersκαι με τρόπο λειτουργικό και σαφή ανακτά τη δυνατότητα λειτουργικής «διακυβέρνησης».

Η επαναφορά της πενταετούς θητείας που είχε εφαρμοστεί το 2010 κατά τη διοικητική μεταρρύθμιση του Καλλικράτη είναι επίσης μία σωστή ρύθμιση καθώς δίνει τη δυνατότητα στις διοικήσεις τόσο να σχεδιάσουν αλλά και να υλοποιήσουν πολιτικές εντός ενός εκλογικού κύκλου. Εναρμονίζει κατά κάποιο τρόπο τον πραγματικό και αναγκαίο χρόνο για μια διοίκηση με τον πολιτικό και εκλογικό χρόνο.

Τέλος, η εκλογή από την πρώτη Κυριακή με 43% δίνει την πολιτική νομιμοποίηση σε μία εμφανή εκλογική πλειοψηφία να αναδείξει αφενός νέα διοίκηση αλλά να στηρίξει αφετέρου στη συνέχεια τις επιλογές της. Δημιουργεί δηλαδή μία κρίσιμη πολιτική και εκλογική μάζα με διακριτά πολιτικά χαρακτηριστικά η οποία μπορεί να αποτελέσει τον κορμό των όποιων αλλαγών και πρωτοβουλιών.

Συμπερασματικά μπορεί κανείς να ισχυριστεί ότι η Τοπική Αυτοδιοίκηση αποκτά επιχειρησιακή δυνατότητα καθώς λύνονται τα χέρια και πριμοδοτείται η πολιτική συνοχή με στόχο τις καλύτερες επιδόσεις. Πρέπει τα επόμενα χρόνια να αξιοποιηθούν με τον καλύτερο δυνατό τρόπο οι ευρ. πόροι, να κλείσει το παραγωγικό χάσμα, να ενισχυθούν οι υποδομές – πεδίο στο οποίο υπολειπόμαστε σημαντικά και να μετεξελίξουμε τον τόπο μας με τεχνολογικά έξυπνες και περιβαλλοντικά ισόρροπες δημόσιες πολιτικές. Δεν μπορούμε να αναλώσουμε χρόνο και χρήμα σε ατέρμονες, διαδικαστικές και διοικητικές αβελτηρίες.

το παρόν άρθρο δημοσιεύτηκε στο site OTA365.gr