Κυριακή 30 Δεκεμβρίου 2018

ΣΥ.ΡΙ.ΖΑ , το κόμμα χωρίς στελέχη και υποψήφιους, Άρθρο στην ΚΥΡΙΑΚΑΤΙΚΗ ΜΑΚΕΔΟΝΙΑ 30/12/2018



Δεν γνωρίζω άλλη περίπτωση κόμματος εξουσίας που αδυνατεί να υποδείξει υποψήφιους για τις αυτοδιοικητικές εκλογές. Η αδυναμία εύρεσης 5-6 ανθρώπων και στελεχών είναι εκκωφαντική. Η δυστοκία ακόμα και στους δύο μεγάλους Δήμους της χώρας όπου θα περίμενε κανείς να υπάρχει μία δεξαμενή υποψηφιοτήτων μιας και στα αστικά κέντρα το κυβερνών κόμμα διατηρούσε κάποιες δυνάμεις , είναι αποκαρδιωτική. Οι επιλογές που τελικά έγιναν από τον στενό κομματικό πυρήνα επιστράτευσαν νέους ηλικιακά ανθρώπους με ένα κοινό χαρακτηριστικό. Λόγω κομματικής ανέλιξης και ετερόφωτης πολιτικής ύπαρξης δεν μπορούσαν να αρνηθούν.

Η Κατερίνα Νοτοπούλου και ο Νάσος Ηλιόπουλος, 35άρηδες του ΣΥ.ΡΙ.ΖΑ, βρέθηκαν στο κεντρικό πολιτικό σκηνικό μη έχοντας κάτι να επιδείξουν πέραν μίας κομματικής στράτευσης τα χρόνια του αντιμνημονίου. Η ιδιόμορφη κομματική (μη) συγκρότηση και η απουσία αγκύρωσης του κόμματος στους μαζικούς κοινωνικούς χώρους (αυτοδιοίκηση, Πανεπιστήμιο, νεολαία, συνδικαλισμός) τους  οδήγησε μέσα σε 2-3 χρόνια από τους δρόμους της αγανάκτησης  στο υπουργικό συμβούλιο. Η λειψανδρία του ωφέλησε ατομικά καθώς κατέγραψαν μετεωρική άνοδο ωσάν να επρόκειτο για τους νέους Mαρκ Ζουκεμπεργκ της πολιτικής ζωής της χώρας.

Θα πει κανείς πως η ηλικιακή ανανέωση ήταν και παραμένει ένα ζητούμενο για το πολιτικό και κομματικό σύστημα, οπότε ο ΣΥ.ΡΙ.ΖΑ με αυτόν τον τρόπο αφουγκράζεται το αίτημα και απαντά σε αυτό. Προσωπικά εκτιμώ ότι ποιεί την ανάγκη φιλοτιμία και θα το εξηγήσω. Βλέποντας τα χαρακτηριστικά των δύο αυτών υποψηφιοτήτων για την Θεσσαλονίκη και την Αθήνα αντίστοιχα, δεν μπορώ να εντοπίσω τίποτε αυτοδιοικητικό. Ο λόγος των δύο δεν έχει καμία σχέση με την αυτοδιοίκηση αλλά πέραν αυτού δεν έχουν και καμία σχέση με τις πόλεις, πέραν ίσως του να κατοικοεδρεύουν εντός τους. Ο λόγος τους είναι καθαρά κομματικός και αποκομμένος από την πραγματικότητα. Ομιλούν για συνέργειες, συναντιλήψεις, συνανάπτυξη, για αντιφασιστικά μέτωπα, για πλαίσια που όλο οργανώνονται και αλλάζουν σελίδα κ.ο.κ. Αναπαράγουν δηλαδή τον ήδη ρηχό και αποκομμένο από την πραγματικότητα κομματικό λόγο και προσπαθούν να χωρέσουν την πόλη στο κοστούμι του συριζαϊκού λόγου. Κοινοτυπίες, αφόρητα κλισέ, γενικότητες, τιποτολογία.

Αμφιβάλλω εάν έχουν εικόνα των προβλημάτων και των ανοιχτών ζητημάτων των πόλεων, αμφιβάλλω εάν έχουν αντιληφθεί σε βάθος την υπόθεση της Τοπικής Αυτοδιοίκησης. Πιο πολύ προσεγγίζουν το ζήτημα ως μία ακόμα «στάση- υποχρέωση» στην κομματική τους πορεία παρά ως αυθεντικό ενδιαφέρον για τις πόλεις.

Δευτέρα 17 Δεκεμβρίου 2018

Που είναι τα στελέχη της κεντροαριστεράς; Άρθρο στην ΚΥΡΙΑΚΑΤΙΚΗ ΜΑΚΕΔΟΝΙΑ 16/12/2018



Ο χώρος πέραν της Δεξιάς και της κομμουνιστικής Αριστεράς, μεταπολιτευτικά, είχε να επιδείξει πληθώρα πολιτικών στελεχών που διακρίθηκαν σε πολιτικούς, αυτοδιοικητικούς, συνδικαλιστικούς χώρους. Η νέα διαιρετική τομή που διαμορφώθηκε το 1974 και η αντιδεξιά στρατηγική που ακολούθησε το ΠΑ.ΣΟ.Κ σχηματοποίησε μία ευρύτατη πολιτική παράταξη με τεράστια κοινωνική απήχηση που άγγιζε της παρυφές της Αριστεράς, ενσωμάτωνε όλο σχεδόν το προδικτατορικό Κέντρο και έφτανε μέχρι προοδευτικούς Δεξιούς που έβλεπαν την εναλλαγή ως μία αναγκαία δημοκρατική διαδικασία πολιτικής ωρίμανσης και κοινωνικής ειρήνευσης.

Σε μία τέτοια παράταξη, με τόσο ευρεία όρια και μεγάλη κοινωνική απεύθυνση, ήταν αναμενόμενο, εντός του ΠΑ.ΣΟ.Κ, να υπάρχουν πολλά ρεύματα σκέψης, πολλές διαφορετικές στρατηγικές, πολλές υπο-ομάδες και συσπειρώσεις. Μπορεί η ηγετική φυσιογνωμία του Ανδρέα Παπανδρέου να επισκίαζε όλες αυτές τις διαφοροποιήσεις, μπορεί να ένωνε όλες αυτές τις ομάδες αλλά αυτό δεν σημαίνει ότι αυτές δεν υπήρχαν. Η οργανωτική γιγάντωση του κόμματος και η βαθιά του αγκύρωση σε όλα τα πεδία της κοινωνικής και πολιτικής ζωής το μετέτρεψαν σε ένα από τα μεγαλύτερα κόμματα πανευρωπαϊκά.

Στην επόμενη φάση του «εκσυγχρονισμού» αναδείχθηκε μία σειρά νέων στελεχών, με πιο ευρωπαϊκές και σοσιαλδημοκρατικές προσεγγίσεις που πλαισίωσε τον Κώστα Σημίτη. Σε εκείνη τη φάση στελέχη από την ανανεωτική Αριστερά συστρατεύθηκαν, το κόμμα παρά την εσωκομματική αντιπολίτευση, στήριξε όλο το εγχείρημα και πολλοί ψηφοφόροι της κεντροδεξιάς, λόγω της αντιλαϊκιστικής υφολογίας, ψήφισαν ΠΑ.ΣΟ.Κ.

Το λεγόμενο «σύστημα ΠΑ.ΣΟ.Κ» βασιζόταν σε πολιτικές και οικονομικές επιλογές που διαμόρφωσαν ένα τριαντακονταετές μοντέλο εσωστρεφούς κορπορατισμού που ξεκινούσε από έναν διευρυμένο δημόσιο τομέα, περνούσε μέσα από ιδιωτικές εταιρείες που συνεργάζονταν με το κράτος, είχε μεγάλη διείσδυση στα ΜΜΕ, τα πανεπιστήμια και την αυτοδιοίκηση. Το project του εκσυγχρονισμού ήταν μια μεγαλόπνοη προσπάθεια, απαιτούσε χρήματα, πολλούς φορείς, πληθώρα στελεχών σε κάθε επίπεδο και μία, όπως την εφάρμοσε το ΠΑ.ΣΟ.Κ, κεντρική πολιτική διεύθυνση. Χωρίς να μπούμε σε αυτό το άρθρο σε μία αξιολογική αποτίμηση αυτού του μοντέλου που αναμφίβολά είχε θετικές και αρνητικές εκφάνσεις, εστιάζουμε στο γεγονός πως εντός αυτού, αναπτύχθηκε ένα τεράστιο ανθρωποδίκτυο που με τον έναν ή τον άλλο τρόπο κατέληγε να «δουλεύει» και για το ΠΑ.ΣΟ.Κ

Σήμερα όμως, καμία από τις παραπάνω συνθήκες δεν είναι υπαρκτή. Ο πολιτικός χώρος της κεντροαριστεράς δεν έχει την εξουσία, η χώρα δεν έχει τη δυνατότητα να δανείζεται 30 -40 δις ετησίως και το κόμμα έχει υποστεί καθολική καθίζηση εκλογικά για τους λόγους που όλοι γνωρίζουν. Για να μπορέσει να προσελκύσει ξανά δυναμικά στελέχη, για να μπορέσει να ξαναγίνει κόμμα με σημαντική παρουσία στα κοινωνικά πράγματα απαιτείται μία διαφορετική διαδικασία.

Χρειάζεται ξανά πολιτική, διαδικασίες, κομματική διάρθρωση. Η επανασύνδεση με ευρύτερα κοινωνικά στρώματα περνά μέσα από την εμφάνιση νέων στελεχών αλλά και την επανενεργοποίηση όσων παραμένουν ιδεολογικά στο χώρο αλλά για πολλούς λόγους ιδιωτεύουν. Η στελεχιακή υπεροπλία του παρελθόντος έχει αφήσει ακόμη μία δεξαμενή. Πρέπει όμως αυτή όχι μόνο να αξιοποιηθεί αλλά μέσα από την κομματική διαδικασία να αναδειχθεί και μία νέα γενιά.

Κυριακή 9 Δεκεμβρίου 2018

Μπορεί το ΚΙΝ.ΑΛΛ να εξελιχθεί σε βασικό κορμό της προοδευτικής παράταξης; Άρθρο στην ΚΥΡΙΑΚΑΤΙΚΗ ΜΑΚΕΔΟΝΙΑ 9/12/2018



Η απάντηση στο ερώτημα του τίτλου είναι μονολεκτική. Όχι.  Δεν συγκεντρώνει σχεδόν καμία από τις προϋποθέσεις μετεξέλιξης. Η πορεία του και οι ενέργειες που εκπορεύονται από αυτόν  το κομματικό φορέα δεν φανερώνουν μία τέτοια στοχοθεσία. Περισσότερο ως μία προσπάθεια διατήρησης, συντήρησης και επιβίωσης του πολιτικού χώρου παρά ως απαρχή και εναρκτήριο λάκτισμα μίας προσπάθειας για μεγέθυνση και εκπροσώπηση  μεγαλύτερων κοινωνικών στρωμάτων.

Εάν συμφωνήσουμε στο γεγονός, εάν συμφωνήσουμε πως αυτή είναι η πραγματικότητα τότε πρέπει να εξετάσουμε εάν αυτοί οι στόχοι είναι σωστοί. Και σε αυτό το ερώτημα η απάντηση μονολεκτικά είναι όχι. Αυτοί οι στόχοι είναι καταστατικά λανθασμένοι, μικροί και εγκλωβίζουν την παράταξη σε ένα καθεστώς  τριτοτέταρτου πολιτικού παίκτη, που απλά συμπληρώνει την κοινοβουλευτική σύνθεση.

Αρμόζει στην προοδευτική παράταξη των μεγάλων πλειοψηφιών, των ιστορικών αλλαγών και μεταρρυθμίσεων, του εκσυγχρονισμού και των μεγάλων έργων που αναμόρφωσαν τη χώρα και της έδωσαν τη σύγχρονη ευρωπαϊκή της μορφή, η θέση ενός «πρασινοκόκκινου  ΚΚΕ» που απλά επιδιώκει την αναπαραγωγή του και τη διατήρησή του σε ανάλογα ποσοστά επιρροής; Και εδώ η απάντηση είναι μονολεκτική. Όχι.

Αυτοί οι καθόλου φιλόδοξοι στόχοι δεν συγκινούν κανέναν, δεν ελκύουν κανέναν και το σημαντικότερο όλων δεν είναι χρήσιμοι στη χώρα και την ελληνική κοινωνία. Το γεγονός πως το ΠΑΣΟΚ υπέστη καθίζηση της εκλογικής του επιρροής λόγω της χρεοκοπίας της χώρας είναι μία πραγματικότητα αλλά από εκείνη τη χρονική και πολιτική στιγμή αναδιάταξης του πολιτικού συστήματος έχουν παρέλθει 7 χρόνια. Κανείς δεν ελέγχει το ΚΙΝ.ΑΛΛ γιατί δεν έχει καταφέρει να επανέλθει σε αντίστοιχα, προ κρίσης εκλογικά ποσοστά της τάξης του 45% αλλά από την άλλη η παγιωμένη καχεξία και οι χαμηλές έως ελάχιστες προσδοκίες δεν είναι ανεκτές.

Το αμέσως επόμενο ερώτημα που προκύπτει ως λογική συνέχεια των ανωτέρω είναι εάν υπάρχουν οι συνθήκες για την επάνοδό του σε ποσοστά της τάξης του 20% που θα το καταστήσουν κεντρική πολιτική δύναμη; Μην ξεχνάμε πως το 2012 – στο αποκορύφωμα της οικονομικής και πολιτικής κρίσης, ΠΑΣΟΚ και ΔΗΜΑΡ αθροιστικά άγγιξαν το 20%. Αλλά και σε σειρά δημοσκοπήσεων όσοι αυτοτοποθετούνται  στον ευρύτερο ιδεολογικοπολιτικό χώρο αγγίζουν αυτό το ποσοστό.
Τι χρειάζεται το ΚΙΝ.ΑΛΛ;

Χρειάζεται πρώτον μία ιστορική αυτογνωσία. Πρέπει όλοι στο χώρο αυτό να καταλάβουν τι εκπροσωπούν, ποια παράδοση έχουν πίσω τους και ποιος ο ρόλος της πολιτικής οικογένειας αυτής στα εθνικά και ευρωπαϊκά πολιτικά πράγματα. Δεύτερον χρειάζεται εξωστρέφεια που επιτυγχάνεται μέσα από έναν άλλο πολιτικό και προγραμματικό λόγο που τολμά. Παλαιάς κοπής πολιτική πρόταση δεν έχει καμία τύχη – ο ΣΥΡΙΖΑ καλύπτει αυτήν την πολιτική αγορά. Τρίτον, άλλου τύπου κομματική οργάνωση. Δημοκρατικές διαδικασίες, δημοκρατική εκλογή πολιτικών οργάνων. Ανοιχτά, με όλους όσους θέλουν και μπορούν και όχι εσωκομματικές διευθετήσεις κλειστών γραφείων. Η αναζήτηση εκλόγιμων θέσεων από πλευράς στελεχών είναι απωθητική. Μπορεί η σοσιαλδημοκρατία να βρίσκεται πανευρωπαϊκά σε φάση υποχώρησης αλλά μονοψήφια ποσοστά της τάξης του 6%-7% είναι ταφόπλακα.

Κυριακή 2 Δεκεμβρίου 2018

ΣΥΡΙΖΑ και κεντροαριστερά, δύσκολη σχέση - άρθρο στην ΚΥΡΙΑΚΑΤΙΚΗ ΜΑΚΕΔΟΝΙΑ 2/12/2018



Υπάρχουν φωνές που βρίσκονται κοντά στον ΣΥΡΙΖΑ που βλέποντας το μεσοπρόθεσμο μέλλον, επιδιώκουν τη συμμαχία με την κεντροαριστερά. Δεν κυριαρχούν στον κομματικό μηχανισμό, δεν είναι μέλη της κυβέρνησης, είναι κατά κανόνα πιο μετριοπαθείς και εξετάζουν το ζήτημα με κάποια στοιχεία στρατηγικής και όχι εκλογικής τακτικής. Σε αυτήν την προσπάθεια έχουν σύμμαχο τις ευρωπαϊκές σοσιαλδημοκρατικές δυνάμεις που για δικούς τους λόγους έχουν αναδείξει τον Έλληνα πρωθυπουργό σε προνομιακό συνομιλητή τους. Έχουν σύμμαχό τους ορισμένα παραδείγματα πετυχημένα, όπως του Κόρμπιν στην Αγγλία, του Σάντερς στις Η.Π.Α, την πορτογαλική σύγκλιση των δυνάμεων που βρίσκονται δεξιότερα του κέντρου και της Ισπανίας που το PSOE έστριψε προς τα αριστερά με σαφή αντιδεξιά τοποθέτηση.

Αναλύουν τα δεδομένα και θέτουν κεντρικά ερωτήματα, η απάντηση των οποίων οδηγεί στο επιθυμητό για αυτούς αποτέλεσμα. Διαβλέπουν το στρατηγικό αδιέξοδο του κυβερνώντος κόμματος στο ζήτημα των συνεργασιών, διαβλέπουν μία πολιτική και κοινωνική καραντίνα απέναντι στον ΣΥΡΙΖΑ και αντιλαμβάνονται πως η συνεργασία με τους ΑΝΕΛ δεν μπορεί να πάει μακριά καθώς ναρκοθετεί την προσπάθειά τους και απονομιμοποιεί τη συγκεκριμένη στρατηγική.

Ενδεχομένως να έχουν αντιληφθεί το αναπόδραστο της ήττας στις επόμενες εθνικές εκλογές, καθώς δημοσκοπήσεις αλλά και πολιτικές  εκτιμήσεις συνηγορούν προς αυτήν την κατεύθυνση, αλλά η πολιτική δεν σταματά εκεί. Η επόμενη ημέρα είναι ίσως ακόμη πιο σημαντική. Εάν ο ΣΥΡΙΖΑ καταφέρει να διατηρήσει ένα σημαντικό ποσοστό, μοιραία θα είναι πρωταγωνιστής στην υπόθεση της ανασύνταξης της προοδευτικής παράταξης και εκ των πραγμάτων θα τεθούν σημαντικά ζητήματα μετ’ επιτάσεως.

Το εγχείρημά τους στην παρούσα φάση είναι δύσκολο καθώς μέσα στο ίδιο το κόμμα υπάρχουν πυρήνες που προκρίνουν τη διατήρηση της επαφής με κοινά που έλκονται από τον λαϊκιστικό λόγο, τον αντισυστημισμό και την ακραία πόλωση. Ο ίδιος ο Αλέξης Τσίπρας άλλωστε συνεχίζει με έναν διπλό λόγο που στο εξωτερικό τον αναδεικνύει σε μετριοπαθή ηγέτη που δέχεται αδιαμαρτύρητα τις οδηγίες των δανειστών αλλά στο εσωτερικό ξιφουλκεί εναντίων της αντιπολίτευσης με τρόπο χοντροκομμένο και συνεχίζει μία πολιτική εντελώς αντιαναπτυξιακή. Η οργανωμένη επικοινωνιακή επίθεση προς το ΠΑΣΟΚ, τον πρώην πρωθυπουργό και στελέχη προηγούμενων κυβερνήσεων υψώνει τείχη αντί να ρίχνει γέφυρες.

Από την άλλη πλευρά, το ΚΙΝΑΛΛ δεν φαίνεται να επιθυμεί την άλωση της κομματικής και κοινωνικής του βάσης και ορθά αναπτύσσει επιχειρήματα περί του αντιθέτου – μίας αυτόνομης πορείας προς τις εκλογές και μίας διαρκούς προσπάθειας ανασύστασης του ευρύτερου χώρου με κεντρικό όχημα το ίδιο. Οι δημοσκοπικές επιδόσεις του και η αδυναμία εκφοράς ενός προοδευτικού πολιτικού λόγου με απήχηση από την άλλη, προβληματίζει. Όλοι αντιλαμβάνονται ότι εάν το εκλογικό αποτέλεσμα φέρει τον ΣΥΡΙΖΑ με τριπλάσιο ή τετραπλάσιο ποσοστό από αυτό του ΚΙΝΑΛΛ, τότε οι συσχετισμοί στον πέραν της κεντροδεξιάς χώρο θα έχουν παγιωθεί. Για να το πετύχει όμως χρειάζονται μεγάλες πρωτοβουλίες εξωστρέφειας, νέος πολιτικός και προγραμματικός λόγος και επαναπροσέγγιση ενός υπαρκτού στελεχιακού δυναμικού που για πολλούς λόγους έχει απομακρυνθεί. Ο χρόνος δεν είναι σύμμαχος.