Δευτέρα 15 Ιουνίου 2015

Εκ του αποτελέσματος και όχι μόνο

Από τις εθνικές εκλογές του Ιανουαρίου είμαστε παρατηρητές της κυβερνητικής προσπάθειας σύναψης μιας συμφωνίας με τους εταίρους και δανειστές που θα εξασφαλίζει τη χρηματοδότηση της χώρας. Ανεξαρτήτως της γνώμης που έχει σχηματίσει κανείς για αυτήν την προσπάθεια επαναδιαπραγμάτευσης, υπάρχουν ορισμένα σημεία της που είναι δύσκολο να αμφισβητηθούν. Οριστική αποτίμηση για αυτήν την προσπάθεια δεν μπορεί ακόμα να σχηματιστεί καθώς δεν υπάρχει γραπτή συμφωνία με τις υπογραφές των εμπλεκομένων Όμως ταυτόχρονα δεν μπορούν να αποσιωπηθούν ορισμένα παράπλευρα αλλά σημαντικά αποτελέσματα.

Η μεγάλη χρονική διάρκεια της διαπραγμάτευσης, σχεδόν πέντε μήνες,  έχει επιδεινώσει την κατάσταση σε πολλά πεδία της οικονομίας. Η εκροή κεφαλαίων από τις ελληνικές τράπεζες ενισχύθηκε και συνεχίζεται μέχρι σήμερα. Επιπλέον η κυβέρνηση για να στηρίξει αυτήν της την προσπάθεια χρησιμοποίησε όλους τους πόρους, όλα τα αποθεματικά δημοσίων οργανισμών με το αποτέλεσμα σε ορισμένες περιπτώσεις να αντανακλάται στις παρεχόμενες υπηρεσίες. Η οικονομία απώλεσε εκείνα τα έστω ασθενικά σημάδια ανάπτυξης και ξανακύλησε στην ύφεση. Η ανεργία που είχε μία ανεπαίσθητη καθοδική τάση ανακοινώθηκε μόλις πρόσφατα ότι αυξήθηκε κατά μισή μονάδα. Η υστέρηση των φορολογικών εσόδων έχει ήδη επιφέρει δημοσιονομική ανισσοροπία  που για αντιστραφεί απαιτούνται άμεσα μέτρα εξισορρόπησης.

Στο μέτωπο της συμφωνίας αυτής καθ’ αυτής, ακόμη και η αποδοχή εκ μέρους των εταίρων του ώριμου αιτήματος μείωσης των υψηλών προβλεπόμενων πρωτογενών πλεονασμάτων δεν οδηγεί σε ανακούφιση και ηπιότερα δημοσιονομικά μέτρα όπως θα περίμενε κανείς. Το χαμένο έδαφος του πενταμήνου στην οικονομία είναι αυτό που οδηγεί σε δημοσιονομικά μέτρα περίπου 5-6 δισεκατομμυρίων ευρώ ώστε να επιτευχθεί πρωτογενές πλεόνασμα περίπου 1%. Δεν είναι τυχαίες άλλωστε οι δηλώσεις κορυφαίων υπουργών της κυβέρνησης όπου με πρωτοφανή σαφήνεια υποστηρίζουν πως το λεγόμενο «email Χαρδούβελη» ήταν ηπιότερο εν συγκρίσει με τις παρούσες εκδοχές της συμφωνίας καθώς προέβλεπε δημοσιονομικά μέτρα 1 δις ευρώ για στόχο 3% πρωτογενούς πλεονάσματος ( ακόμη και αν αυτή ήταν η κυβερνητική πρόταση και όχι η τελική συμφωνία).

Επιπλέον υπάρχει και το ζήτημα των επιμέρους επιλογών εντός του πλαισίου που διαμορφώθηκε από τις μακρές διαπραγματεύσεις. Ακόμη και εάν υποθέσουμε ότι υπάρχει σύγκλιση και συμφωνία στους δημοσιονομικούς στόχους αποκλείεται οι εταίροι να επιβάλλουν τον τρόπο επίτευξής τους. Είναι δηλαδή ζήτημα της ελληνικής κυβέρνησης εάν θα επιλέξει για παράδειγμα μείωση δαπανών ή αύξηση του ΦΠΑ. Είναι ζήτημα της κυβέρνησης εάν θα εξορθολογήσει το ασφαλιστικό σύστημα με τις σκανδαλώδεις πρόωρες συντάξεις ή εάν θα τις μειώσει οριζόντια όλες. Για να γίνει αντιληπτό το μέγεθος του ανορθολογισμού, της ανισότητας και της διαγενεακής αδικίας αναφέρουμε μόνον πως 125 εκ. ευρώ μηνιαίως δίνονται σε συνταξιούχους κάτω των 55 ετών τη στιγμή που η αντιμετώπιση της ανθρωπιστικής κρίσης κοστολογήθηκε 200 εκ. ευρώ τη διετία.

Το πολιτικό ερώτημα που γεννάται είναι το εξής. Έχει την ικανότητα, τη θέληση και τη δυνατότητα αυτή η κυβέρνηση του ΣΥΡΙΖΑ και των ΑΝΕΛ να οδηγήσει τη χώρα εκτός κρίσης; Μπορεί αυτή η κυβέρνηση να διαχειριστεί την κατάσταση έτσι όπως οι πράξεις της και οι παραλείψεις της την έχουν διαμορφώσει; Η μονοσήμαντη καταγγελτική αντιπολιτευτική στρατηγική μπορεί να μετεξελιχθεί σε πολιτική διαχείριση στόχων, ιεραρχήσεων, επώδυνων επιλογών; Η γαλούχηση μέρους του ελληνικού λαού με μανιχαϊστικές λογικές της δίνει τα απαραίτητα περιθώρια ευελιξίας; Με ποια επιχειρήματα και με ποιους λογικούς συλλογισμούς θα απευθυνθεί προς αυτούς τείνοντάς τους ένα νέο πολύ σκληρό μνημόνιο; Η αντιμνημονιακή πλατφόρμα που συνένωσε ετερόκλητα αιτήματα, κοινωνικές τάξεις και προσδοκίες δεν ήταν προωθητική. Τα καύσιμά της έφταναν μέχρι το σημείο μιας εκλογικής νίκης. Καμία προετοιμασία, κανένα σχέδιο, καμία ιεράρχηση δεν μπορούσε να εγγραφεί στο αντιμνημονιακό πλαίσιο. Αλλά ακόμη και στην περίπτωση που ο εξουσιαστικός κυνισμός των κυβερνώντων υπερκεράσει τα πιθανά κοινοβουλευτικά και κοινωνικά εμπόδια και διαμαρτυρίες σε μία ( ευκταία) περίπτωση συμφωνίας, το ερώτημα παραμένει. Μπορεί αυτή η κυβέρνηση να εφαρμόσει προωθημένα μεταρρυθμιστικά προγράμματα σε καθεστώς δημοσιονομικής στενότητας με στόχο την υπέρβαση; Το πραγματικό πρόγραμμα Θεσσαλονίκης θα ανακοινωθεί το ερχόμενο φθινόπωρο.