Κυριακή 17 Δεκεμβρίου 2017

Άβολες αλήθειες και βολικά ψέματα, άρθρο στην εφημερίδα ΚΑΡΦΙΤΣΑ της 16/12/2017


Στα οκτώ χρόνια μνημονιακής καθοδήγησης και διαχείρισης των πραγμάτων, έχουν γίνει αρκετές αλλαγές. Σίγουρα όμως δεν έχουν γίνει όλες, σίγουρα δεν έχουν υλοποιηθεί οι μεταρρυθμίσεις και απολύτως βέβαιη είναι η συνολική απροθυμία μας – κοινωνίας και πολιτικού συστήματος – να υιοθετήσουμε ένα τέτοιο πρόγραμμα αλλαγών, να το θεωρήσουμε επιλογή και όχι υποχρέωση.

Η χρονική διάρκεια των μνημονίων είναι επαρκές αποδεικτικό πως δεν θέλουμε να αλλάξουμε παρά μόνο ελάχιστα και επιδερμικά. Οι υπόλοιπες χώρες που υπάχθηκαν σε ανάλογα προγράμματα οικονομικής στήριξης και μεταρρύθμισης, με τον έναν ή τον άλλο τρόπο έχουν καταφέρει να απεμπλακούν με καλές μάλιστα προοπτικές. Ανακτούν τάχιστα μέρος του απολεσθέντος ΑΕΠ τους, συνοδεύουν τις επιλογές τους από ένα κύμα καλόν ειδήσεων που επηρεάζουν τόσο τις λεγόμενες «αγορές» όσο όμως και την εσωτερική ψυχολογία ενισχύοντας τις ενδογενείς δυνάμεις να τραβήξουν μπροστά.

Γιατί όμως συμβαίνει αυτό και η Ελλάδα, είτε σε φάση ανόδου και ανάπτυξης, είτε καθόδου, παραμένει ένα παράδειγμα κατ’ εξαίρεση; Γιατί δεν μπορούμε να συγχρονιστούμε και να προδιαγράψουμε μία λίγο πολύ κοινή μοίρα με τους υπόλοιπους ευρωπαϊκούς λαούς;

Οι λόγοι του ελληνικού εξαιρετισμού είναι πολλοί και αγγίζουν ακόμη και πολιτισμικά αίτια, ίσως θρησκευτικά, σίγουρα ιστορικά. Όμως αν ανατρέξουμε τόσο πίσω και τόσο βαθιά θα αποκοπούμε από τις ανάγκες του παρόντος.

Αρχικά, η μη κατανόηση της κρίσης, η αδυναμία αντίληψης των βασικών αιτιών της ελληνικής χρεοκοπίας, η ανάπτυξη καταφανώς βλακωδών επιχειρημάτων στο δημόσιο διάλογο, ο αρνητισμός, η συνωμοσιολογία, ο άκρατος λαϊκισμός εδραίωσαν την πεποίθηση πως «το μνημόνιο έφερε την κρίση και όχι η κρίση το μνημόνιο». Με ευθύνη κομμάτων και πολιτικών συσκοτίστηκε η αλήθεια και ο συνασπισμός  πολιτικών και κοινωνικών συμφερόντων που βρίσκεται πίσω από την κατάρρευση κατάφερε να επιβιώσει μέχρι σήμερα, αλλάζοντας κόμματα, κυβερνήσεις, ρητορική.

Αναπτύχθηκαν τόσα πολλά βολικά ψέματα που η διατύπωση αληθειών κατέστη το λιγότερο άβολη. Για παράδειγμα, ακόμη και σήμερα που η αντιμνημονιακή πλατφόρμα έχει καταρρεύσει, πόσοι Έλληνες δέχονται ότι μία βασική αιτία της χρεοκοπίας ήταν η πλουσιοπάροχη, πέραν κάθε φαντασίας και δυνατότητας επιδότηση του ασφαλιστικού συστήματος;

Πόσοι γνωρίζουν ότι η δαπάνη για το ασφαλιστικό, μετά το 2010 διευρύνθηκε, ασχέτως αν μειώθηκε η δαπάνη κατ' άτομο διότι δεν έγιναν ουσιαστικές αλλαγές, εισήλθαν 800.000 νέοι συνταξιούχοι και μειώθηκαν τα εισοδήματα από εργασία με τις περικοπές των μισθών και την ανεργία; Πόσοι αποδέχονται ότι το μισθολογικό κόστος του δημοσίου διπλασιάστηκε την τεευταί πενταετία προ κρίσης; Πόσοι δέχονται ότι οι δαπάνες υγείας εκτινάχθηκαν, ότι το ελληνικό κοινωνικό κράτος ήταν από τα πιο γενναιόδωρα στις αρχές της δεκαετίας του 2000 άσχετα αν η γενναιοδωρία του αυτή δεν κατευθύνονταν σε όσους είχαν πραγματικά ανάγκη λόγω αστοχίας; Πόσοι αντιλαμβάνονται ότι δεν μπορεί να στηριχθεί επ’ άπειρο ένα βορειοαμερικάνικο μοντέλο κατανάλωσης και διαβίωσης πάνω σε ένα βαλκανικό μοντέλο παραγωγής; Πόσοι προβληματίστηκαν για τη θέση της χώρας στον παγκόσμιο καταμερισμό εργασίας, για την συνεχή, επί σειρά ετών, απώλεια θέσεων στην ανταγωνιστικότητα, για τα συνεχόμενα θηριώδη ελλειμματικά εμπορικά ισοζύγια, για τη συντεχνιακή δομή της οικονομίας, για τον ισχυρό ρόλο των ομάδων πίεσης και των ομάδων συμφερόντων, για την αδυναμία χάραξης δημόσιων πολιτικών, για το διαρκώς αυξανόμενο έλλειμμα;

Ο κατάλογος των λαθών και των παραλείψεων δεν έχει τελειωμό και αν σκεφτεί κανείς ότι όλα αυτά αθροιστικά ήρθαν στην επιφάνεια μαζί λόγω της παγκόσμιας οικονομικής κρίσης – όπου επαναξιολογήθηκαν εκ νέου χώρες και δυνατότητες – φτάνουμε στο λογικό συμπέρασμα ότι κάποιο πακέτο διάσωσης που θα συμπεριλάμβανε δραστικές περικοπές και υποχρεώσεις αλλαγών ήταν μονόδρομος.

Όλη η ευθύνη ήταν ενδογενής; Όχι, ευθύνη έχει και η αρχιτεκτονική της ΟΝΕ αλλά και σε δεύτερη φάση η τρόικα καθώς σειρά μέτρων ήταν καταφανώς ατελέσφορά, με μεγάλο κοινωνικό κόστος και ταυτόχρονα προϊόντα ιδεολογικών εμμονών.

Εάν όμως για αυτές τις βασικές πρωταρχικές παραδοχές χρειαζόμαστε 7 – 8 χρόνια ( και αυτό αμφίβολο διότι δεν είμαστε σίγουροι πως σήμερα συγκεντρώνουν την πλειοψηφία αυτές) πόσο χρόνο θα χρειαστούμε για να σχεδιάσουμε και να υλοποιήσουμε τα απαραίτητα;

Ποια θα είναι η κρίσιμη μάζα πολιτών που θα πάρει πάνω της την υπόθεση της υπέρβασης της κρίσης; Ποιες θα είναι οι πολιτικές δυνάμεις που θα δράσουν στοχοπροσυλωμένα προς αυτή την κατεύθυνση;

Το καθοδικό σπιράλ στο οποίο είμαστε εγκλωβισμένοι δεν έχει τέλος. Η ψευδαίσθηση σταθεροποίησης αφαιρεί από τη δημόσια σφαίρα το καθεστώς του επείγοντος και μπορεί να οδηγήσει σε αδικαιολόγητο εφησυχασμό. Οι ασθενικοί ρυθμοί ανάπτυξης που ίσως επιτευχθούν δεν είναι αρκετοί. Η χώρα για να ορθοποδήσει στοιχειωδώς και να καλύψει μέρος του χαμένου εισοδήματος χρειάζεται μπαράζ πετυχημένων αναπτυξιακά ετών ώστε να ενισχυθούν εισοδήματα και απασχόληση.

Από την άλλη, ακόμη και ο τρόπος όμως με τον οποίο επιτυγχάνεται αυτή η ασθενική ανάπτυξη δεν είναι βιώσιμος. Η ανάπτυξη αυτή δεν έχει στοιχεία διατηρισιμότητας καθώς βασίζεται στην εξάντληση της φοροδοτικής ικανότητας και σε περιοριστικά μέτρα ασταθή. Πλαισιώνεται δε από κυβέρνηση που είναι επιρρεπής στην αύξηση δαπανών και λάτρης του προηγούμενου «μεταπολιτευτικού μοντέλου».

Συνοψίζοντας, ο κίνδυνος υποβιβασμού της χώρας είναι μεγάλος. Ο κίνδυνος παγίωσης τεράστιων ανισοτήτων μέσα από θεσμοποίηση αδικιών υπαρκτός. Η κοινωνία έχει μετατραπεί σε κοινωνία χαμηλών προσδοκιών και απουσιάζει η δύναμη που θα επιφέρει τον ριζικό αναπροσανατολισμό, μια γενναία στροφή.