Σάββατο 21 Σεπτεμβρίου 2013

Η Κεντροαριστερά δεν είναι Κέντρο, αλλά Σοσιαλδημοκρατία

Γιώργος Σιακαντάρης

Αναδημοσίευση από την ΜΕΤΑΡΡΥΘΜΙΣΗ








Στο δημόσιο διάλογο για το μέλλον της ελληνικής Σοσιαλδημοκρατίας έχω πολλές φορές χρησιμοποιήσει τον όρο Κεντροαριστερά. Το έχω κάνει μόνο και μόνο για την οικονομία του διαλόγου, μια που αυτός ο όρος έχει πλέον καθιερωθεί στην πολιτική μας συζήτηση. Προσωπικά με αυτόν τον όρο δεν εννοώ τίποτα άλλο πέρα από την αναγκαιότητα του σοσιαλδημοκρατικού εγχειρήματός. Ουσιαστικά όμως ο όρος Κεντροαριστερά οδηγεί σ’ απολίτικες υπεραπλουστεύσεις.

Δεν είναι όμως αυτό το μείζον πρόβλημα με τη χρήση του όρου Κεντροαριστερά. Πολλοί με αυτόν τον όρο αντιλαμβάνονται μια δύναμη πολιτικής μετριοπάθειας, μια συσπείρωση των «περίφημων δυνάμεων της λογικής». Εδώ χρησιμοποιώ εισαγωγικά όχι γιατί υποτιμώ την αναγκαιότητα της συμμαχίας αυτών των δυνάμεων, αυτή χρειάζεται και παραχρειάζεται, αλλά γιατί δυστυχώς πίσω απ’ αυτές τις λέξεις κρύβεται μια οργανωτίστικη αντίληψη, η οποία οδηγεί στη δημιουργία ενός απολίτικου μείγματος. Αυτή η αντίληψη αφενός υποτιμά τις πραγματικές ανάγκες της κοινωνίας και αφετέρου ερμηνεύει μόνο με όρους ηθικούς (μετριοπάθεια, συναίνεση, συνεννόηση, αλληλοσεβασμό, διαβούλευση) τις πολιτικές διαδικασίες. Σ΄ αυτή την ηθικολογική και απολίτικη προσέγγιση τα βαθύτερα ταξικά προβλήματα, που ταλανίζουν μια κοινωνία, μάλλον αντιμετωπίζονται με όρους ελιτίστικους.

Δεν είναι τυχαίο, που οπαδοί του όρου Κεντροαριστερά ως υποκατάστατου του ορθού που είναι ο όρος Σοσιαλδημοκρατία, είναι από τη μια οι δυνάμεις όσων ποτέ δεν αναγνώρισαν ότι η Σοσιαλδημοκρατία είναι Αριστερά και από την άλλη πλευρά οι δυνάμεις αυτών που ταυτίζουν την Κεντροαριστερά με κάποιον ασπόνδυλο ταξικά μεσαίο χώρο ή με κάποιον απροσδιόριστο ενδιάμεσο πόλο. Θα τρίζουν τα κόκκαλα των ηγετών του σοσιαλδημοκρατικού κινήματος, αν μάθουν ότι όταν συγκρούονταν με τον σταλινισμό το έκαναν για να τους τοποθετούν σήμερα στον «ενδιάμεσο πόλο».

Εργαλείο σ’ αυτή την προσπάθεια απο-αριστεροποίησης της Σοσιαλδημοκρατίας είναι η θεωρία της ταύτισης των άκρων. Εδώ έχουμε τρεις υποπεριπτώσεις. Η πρώτη υποπερίπτωση αφορά όλους όσοι λόγω της ρηχής πολιτικής και θεωρητικής τους κατάρτισης δεν αντιλαμβάνονται ότι αυτή η θεωρία είναι το όχημα για την κατάργηση της διάκρισης Αριστερά- Δεξιά. Η δεύτερη αφορά όλους όσοι το αντιλαμβάνονται και την υποστηρίζουν ακριβώς γι’ αυτούς τους λόγους. Και η τρίτη όλους όσοι είναι γενικώς πολιτικά αγράμματοι και μπερδεύουν τα φύκια με τα μπρίκια ή αλλιώς τον ναζισμό με τον αριστερό πολιτικό εξτρεμισμό. Στην τελευταία υποπερίπτωση η επιστήμη σηκώνει τα χέρια, εκτός και αν θεωρήσουμε τη ψυχανάλυση ως μια αυστηρή επιστήμη.

Έχω ακούσει και αυτό το επιχείρημα της τελευταίας υποπερίπτωσης υπέρ της ταύτισης του ΣΥΡΙΖΑ με τη Χρυσή Αυγή. «Μα οι νεκροί δεν ενδιαφέρονται για το ποιος τους σκότωσε», υποστηρίζουν οι πολιτικώς αγράμματοι. Με αυτή τους τη θέση θέλουν να ισχυριστούν ότι όπως η Χ.Α υπερασπίζεται τις ναζιστικές θηριωδίες, έτσι και ο ΣΥΡΙΖΑ είναι ένα κόμμα που υπερασπίζεται θηριωδίες. Αν και η χρήση του όρου ανιστόρητος για να χαρακτηριστεί η θεωρία της εξομοίωσης των δυο άκρων είναι ένα ανεπαρκές θεωρητικό εργαλείο, η συγκεκριμένη άποψη που εξισώνει το ολοκαύτωμα με τα γιαουρτώματα και την Κερατέα (γιατί δεν νομίζω να κατηγορούν σοβαρά τον όλο ΣΥΡΙΖΑ για την υπεράσπιση των σταλινικών θηριωδιών) είναι «ολοκληρωτικά» ανιστόρητη. Και φυσικά λειτουργεί προς όφελος της ναζιστικής υπεράσπισης.

Επιστρέφω όμως στο κυρίως θέμα μου. Εδώ ισχυρίζομαι ότι όσοι θεωρούν ότι η Σοσιαλδημοκρατία δεν είναι Αριστερά, επικαλούνται τον κρατικίστικο σοσιαλισμό για να θεμελιώσουν την άποψή τους και όσοι επικαλούνται τον ψευδο-φιλελευθερισμό (τους) για να την μετατρέψουν σε ασπόνδυλο κόμμα του μεσαίου χώρου ή του κέντρου, το κάνουν γιατί αδιαφορούν για την ανάλυση των ταξικών αντιθέσεων σε μια κοινωνία. Και αδιαφορούν ακριβώς επειδή αυτές οι αντιθέσεις λειτουργούν υπέρ τους.

Οι δόσεις ηθικολογίας, οργανωτικισμού, ρηχού- ρηχότατου και αποξηραμένου Φιλελευθερισμού, η αδιαφορία για την ταξική σύνθεση της πολιτικής αντιπαλότητας ουσιαστικά οδηγούν στην υποκατάσταση του αιτήματος για μια Σοσιαλδημοκρατική «Κεντροαριστερά» με το αίτημα της διεκδίκησης του απολίτικου μεσαίου χώρου ή του ξεπερασμένου πολιτικά Κέντρου.

Γιατί όταν λέμε Σοσιαλδημοκρατία, ή έστω και Κεντροαριστερά, εννοούμε Αριστερά και όχι Κέντρο. Εννοούμε πρόταση ταξικού συμβιβασμού υπέρ της αναδιανομής και όχι πρόταση συναινετικής αναπαραγωγής των ανισοτήτων. Αναπαραγωγή που κρύβεται πίσω από το αίτημα μονομερών μεταρρυθμίσεων, οι οποίες θίγουν μόνο τον κρατισμό, αλλά αδιαφορεί για εκείνες τις μεταρρυθμίσεις που αφορούν το ανθρωποφαγικό τοπίο των εργασιακών σχέσεων και εκείνες τις αναγκαίες διαρθρωτικές αλλαγές που οδηγούν στη διαμόρφωση κράτους παροχής υπηρεσιών.

Η αδιαφορία για την κοινωνία δεν είναι σοσιαλδημοκρατική, ούτε καν κεντροαριστερή πρόταση. Η κοινωνία όμως με τη σειρά της αδιαφορεί για τους «κεντροαριστερούς», όταν αυτοί αδιαφορούν γι’ αυτήν. Δεν είναι τυχαίο που παρόλο που ένα ιδιαίτερα υψηλό ποσοστό πολιτών δηλώνει ότι ανήκει στην Κεντροαριστερά, ελάχιστοι απ’ αυτούς δηλώνουν ότι θα ψηφίσουν τα υπάρχοντα κόμματα της Κεντροαριστεράς, αλλά και ελάχιστοι απ’ αυτούς συγκινούνται από τις όποιες εκ των άνω κινήσεις, οι οποίες υποτιμούν τις αγωνίες και τους προβληματισμούς των «από κάτω».

Δεν υπάρχει καμία Σοσιαλδημοκρατία εκεί όπου απουσιάζει το αίτημα για μια κοινωνία χωρίς μεγάλες ανισότητες και δεν υπάρχει ασφαλής Δημοκρατία, εκεί όπου η κοινωνία τίθεται στο περιθώριο- στο όνομα μάλιστα της συμμαχίας των δημοκρατών έναντι των «κακών ακραίων». Η Δημοκρατία και η Σοσιαλδημοκρατία έχουν δυο σκέλη• το ένα είναι αυτό της ελευθερίας και το άλλο της ισότητας, όταν εγκαταλείπεται ένα από τα δυο ή και τα δυο, αυτή γκρεμοτσακίζεται στο έλεος των ακραίων.

Βεβαίως και χρειάζεται σήμερα να απαντήσουν στη ναζιστική πρόκληση όλες οι δυνάμεις του συνταγματικού τόξου, αλλά αυτή η κίνηση θα πετύχει μόνο όταν ο αγώνας για την ελευθερία από το ναζιστικό μίσος συνδυαστεί με τον αγώνα για την υπεράσπιση της ισότητας στο πλαίσιο του κοινωνικού κράτους. Θα πετύχει αν τα σχεδιαζόμενα συλλαλητήρια στηριχτούν και με ενέργειες- κυρίως εντός του Κοινοβουλίου- οι οποίες θα διεκδικούν ένα νέο κράτος πρόνοιας και όχι ψίχουλα αλά ΕΣΠΑ. Αν πάλι δεν μπορούν, λόγω τρόικας, να το διεκδικήσουν σήμερα, ας το ομολογήσουν καθαρά και ας μη κρύβονται πίσω από φρούδες υποσχέσεις. Αν δεν γίνουν όλα αυτά, τότε τα «συλλαλητήρια» μάλλον διευκολύνουν, παρά δυσκολεύουν τους χρυσαυγίτες. Αν ήμουν ΚΚΕ θα έλεγα ότι «ρίχνουν νερό στο μύλο της αντίδρασης».

Η επιτυχία του όποιου σοσιαλδημοκρατικού νέου πόλου εξαρτάται από το αν αυτός θα στηριχτεί και θα στηρίξει την ίδια την κοινωνία. Αυτή η κοινωνία είναι η αυτονομημένη από τις κρατικές παραγγελίες και επιδοτήσεις επιχειρηματική τάξη, αλλά και η Ελλάδα των παραγωγικών αγροτών και των χειρωνακτών εργατών. Αυτή η κοινωνία είναι εκείνοι οι δημόσιοι υπάλληλοι, οι οποίοι αγωνίζονται και προσφέρουν μέσα σε συνθήκες κυριαρχίας ανορθολογικών ιεραρχικών δομών, απουσίας κινήτρων και κομματισμού. Είναι οι νέοι με πτυχία, γνώσεις, δεξιότητες υψηλού επιπέδου, αλλά και με θέληση για καινοτομία και κοινωνική προσφορά, οι οποίοι αναγκάζονται είτε να υποαπασχολούνται, είτε να ξενιτεύονται. Και βεβαίως είναι και τα ασθενή κοινωνικά στρώματα, τα οποία χρειάζονται ένα κράτος παροχής υπηρεσιών και όχι ένα παράλυτο πλέον κράτος εμβαλωματικών πολιτικών.

Το κράτος παροχής υπηρεσιών, που λειτουργεί όχι απλά ως δίκτυ ασφαλείας, αλλά ως αναπτυξιακός μοχλός, να η μεγάλη σοσιαλδημοκρατική Μεταρρύθμιση, για την οποία δεν μιλούν οι οπαδοί της «κεντρώας» Κεντροαριστεράς, οι οπαδοί των χωρίς κοινωνική λογική δυνάμεων της «κοινής λογικής».

Ας μιλήσουν γι’ αυτή τη Μεταρρύθμιση, όλοι όσοι πραγματικά ενδιαφέρονται για τη δημιουργία της Σοσιαλδημοκρατίας και όχι μόνο για την ανασυγκρότηση του «ενδιάμεσου πόλου» ή του Κέντρου.
Ο Γιώργος Σιακαντάρης είναι κοινωνιολόγος, συγγραφέας

Κυριακή 1 Σεπτεμβρίου 2013

Όχι άλλο ένα κείμενο για την κεντροαριστερά (άρθρο μου για την Μακεδονία της 1/9/2013)

Αναμφίβολα η συζήτηση για την κεντροαριστερά έχει ενδιαφέρον. Τοποθετούνται πολλοί και αξιόλογοι. Προτείνουν, προβληματίζονται, αναθεωρούν, αμφισβητούν παγιωμένες αντιλήψεις του χώρου και εμπλουτίζουν το δημόσιο διάλογο με οπτικές λιγότερο διαδεδομένες αλλά ταυτόχρονα ενδιαφέρουσες και γόνιμες. Παρά όμως την θετική αρχική εικόνα ελλοχεύουν ορισμένοι κίνδυνοι.

Πρώτος κίνδυνος ο πληθωριστικός λόγος. Χωρίς να διεκδικώ εξαίρεση, μιας και εγώ καταπιάνομαι με το θέμα, πιστεύω πως από ένα σημείο και μετά η συζήτηση για το μέλλον της κεντροαριστεράς δεν είναι προωθητική αλλά εμπόδιο καθώς οι άνθρωποί της τοποθετούνται περισσότερο παρά δρουν. Στοχεύουν σε ένα καλό αναλυτικό κείμενο- τοποθέτηση παρά στην εύρεση κοινού τόπου με τον διπλανό που αυτοπροσδιορίζεται κεντροαριστερός. Αν περιμένουμε να συμφωνήσουμε όλοι σε όλα τότε το εγχείρημα είναι καταδικασμένο.

Δεύτερος κίνδυνος είναι η συζήτηση, ο λόγος και ο διάλογος να αποκτήσουν χαρακτηριστικά αυτοαναφορικότητας και να αποκοπούν από την συγκυρία. Συγκυρία που είναι δύσκολη για τον πολίτη και απαιτητική για τη χώρα. Θα ήταν εντελώς διαφορετικά τα πράγματα αν η συζήτηση για το μέλλον του χώρου διεξάγονταν σε συνθήκες κανονικότητας, αλλά η πραγματικότητα είναι αμείλικτη. Οποιαδήποτε συζήτηση και ενέργεια για την κεντροαριστερά πρέπει να απαντά σε δύο επίπεδα. Τι πρέπει να κάνουμε για να βγούμε από την κρίση και τι θα κάνουμε αφού βγούμε; Διαχείριση κρίσης αλλά και μεταμνημονιακή Ελλάδα στην ατζέντα. Βαρύ φορτίο.

Τρίτος κίνδυνος είναι ένας λανθάνων ελιτισμός σε συνδυασμό με έναν ιδιότυπο ηλικιακό διαχωρισμό. Συζητούν και δρουν  για την κεντροαριστερά, ακόμη και σε ανταγωνιστικά σχέδια, άνθρωποι καθόλα αξιόλογοι. Όμως το προφίλ των ανθρώπων αυτών είναι συγκεκριμένο και εμένα με προβληματίζει. Καθηγητές πανεπιστημίων κυρίως, ενταγμένοι στο πολιτικό σύστημα της προηγούμενης φάσης (δεν είναι κατακριτέο), τεχνοκράτες διαφόρων τομέων, κομματικοί με πορεία στις αποσκευές τους και το βασικότερο όλων άνθρωποι μιας συγκεκριμένης ηλικίας και γενιάς. Η παρατήρηση αυτή δεν συνιστά ηλικιακό ρατσισμό αλλά ειλικρινή αγωνία. Μπορούν άνθρωποι με συγκεκριμένες προσλαμβάνουσες, με συγκεκριμένες αντιλήψεις, ενταγμένοι αρμονικά στο σχήμα του εσωστρεφούς κορπορατισμού και μάλιστα σε προνομιακές θέσεις να γίνουν εμβρυουλκός των εξελίξεων; Μπορούν με τον λόγο τους και με το σχέδιό τους να πείσουν και να γοητεύσουν τον σημερινό εικοσάχρονο; Μπορούν να κινητοποιήσουν τις νέες παραγωγικές ηλικίες όταν αυτές καλώς ή κακώς τους θεωρούν συνυπεύθυνους της σημερινής κατάστασης; Μπορούν άραγε οι της κεντροαριστεράς να κατανοήσουν το αίτημα για ριζοσπαστικές αλλαγές που υπάρχει στην κοινωνία ή είναι πλέον αμιγώς συστημικοί; Η νέα κεντροαριστερά θα προκύψει μόνο σε εστιατόρια, ξενοδοχεία και συζητήσεις μεταξύ τυρού και αχλαδίου ή και στις καφετέριες και τα στέκια των νέων; Τι σόι κεντροαριστερά θα είναι αυτή που δεν θα ακούει ισότιμα τις γενιές;

Η κεντροαριστερά που θα ήθελα είναι μια νεανική κεντροαριστερά, που μπορεί να ενσωματώσει αιτήματα ακόμη και αν είναι ανώριμα. Κεντροαριστερά που δεν θα τα φοβάται αυτά τα αιτήματα. Που δεν βλέπει σε αυτά στοιχεία αποσταθεροποίησης. Που αντιλαμβάνεται πως αν δεν ανατραπεί το γκρίζο ηλικιακό status quo δεν πάμε πουθενά. Κεντροαριστερά που θα μπορεί να μιλήσει λαϊκά για τους πολλούς και ας χάσει πόντους από την αρτιότητα του σχεδίου της για τη χώρα – αν υποθέσουμε ότι υπάρχει τέτοιο.


Το επόμενο διάστημα θα είναι κρίσιμο. Το δίλλημα Σαμαράς ή Τσίπρας είναι μια καλή αρχή για να καταλάβουν όλοι πως κάτι πρέπει να γίνει. Αναμένουμε με αγωνία τις πρωτοβουλίες.