Τετάρτη 29 Νοεμβρίου 2023

ΣΥ.ΡΙ.ΖΑ: δομική αδυναμία, σταδιακή αποσάρθρωση, άρθρο στο The Opinion.gr στις 21/11/2023

 

Η τελευταία ευκαιρία του ΣΥ.ΡΙ.ΖΑ να μετεξελιχθεί και να μετατραπεί σε κόμμα - παράταξη πυλώνα του δικομματισμού και σταθερή εναλλακτική διακυβέρνησης σε συνθήκες κανονικότητας χάθηκε πολύ πριν την ανάδειξη του νέου αρχηγού. Ο Στέφανος Κασσελάκης δεν είναι η "πηγή των προβλημάτων" του πολιτικού χώρου, δεν είναι καν η αιτία αυτών. Είναι άλλη μία στάση στην καθοδική πορεία του κόμματος, με την υποσημείωση ότι όσο πιο χαμηλά κινείται αυτό, τόσο ενισχύονται τα διαλυτικά φαινόμενα αποσάρθρωσης. Ας πιάσουμε όμως το νήμα από πιο πίσω. Το πως και το γιατί κατάφερε ο ΣΥ.ΡΙ.ΖΑ, ένα αριστερίστικο κόμμα του 3 -5% να γίνει κυβέρνηση στην Ελλάδα το γνωρίζουν όλοι. Η χρεοκοπία και οι συνέπειες αυτής αποτυπώθηκαν στον εκλογικό σεισμό του 2012 και ακολούθως το 2015. Ο ΣΥ.ΡΙ.ΖΑ όμως από εκεί και πέρα δεν κατάφερε να εξελιχθεί - ή για να είμαστε πιο δίκαιοι δεν το κατάφερε με τους ρυθμούς που απαιτούσε η συγκυρία. Η όποια εξέλιξη- μετεξέλιξη- μετατόπιση όφειλε να γίνει εν κινήσει, γεγονός που καθιστά το διακύβευμα δύσκολο, παρόλα αυτά ευκαιρίες και χρόνος υπήρξαν. Η εκλογική ήττα του 2019 ήταν αναμενόμενη, όχι όμως το σχετικά υψηλό ποσοστό που συγκέντρωσε ο ΣΥ.ΡΙ.ΖΑ εμφανίζοντας μια αξιοσημείωτη εκλογική αντοχή που προϊδέαζε για συγκεκριμένη πορεία στο άμεσο μέλλον. Φάνηκε δηλαδή ότι η εκλογική επιρροή αλλά και η αγκύρωση του κόμματος στην ελληνική κοινωνία δυνητικά ξεπερνούσε την έκτακτη συνθήκη που το γιγάντωσε τα προηγούμενα μνημονιακά χρόνια. Με άλλα λόγια ήταν μια έμμεση εντολή του ελληνικού λαού προς τον ΣΥ.ΡΙ.ΖΑ "γίνετε κόμμα της νέας μεταμνημονιακής εποχής, της κανονικότητας - αλλάξτε ό,τι πρέπει να αλλάξετε γιατί η χώρα χρειάζεται μια προοδευτική εναλλακτική''.

Το εκλογικό αποτέλεσμα του 2019 το υποδείκνυε - το θέμα είναι όμως τι κατάλαβαν οι βασικοί πρωταγωνιστές και από εκεί και πέρα τί ήταν σε θέση να σχεδιάσουν και να υλοποιήσουν. Εκ του αποτελέσματος και τέσσερα χρόνια μετά μάλλον δεν το διάβασαν σωστά, δεν το αξιοποίησαν και πιθανότερο όλων δεν μπορούσαν. Με μια ανερμάτιστη τετραετία στην αντιπολίτευση και τη φανερή αδυναμία επανεφεύρεσης του εαυτού του, ο ΣΥ.ΡΙ.ΖΑ οδηγήθηκε στη διπλή ήττα του 2023 με ποσοστά που συνιστούν πρωτοφανή εκλογική αποδοκιμασία. Για τέσσερα χρόνια δεν έγινε καμία συντεταγμένη προσπάθεια αναβάθμισης του πολιτικού και προγραμματικού λόγου, δεν έγινε καμία προσπάθεια για νέο ύφος, δεν έγινε καμία προσπάθεια συγχρονισμού του κομματικού ρολογιού με αυτό της ελληνικής κοινωνίας. Η τελευταία μετά από 10 χρόνια οικονομικής κρίσης και πρωτοφανή - σχεδόν πολεμική - απώλεια ΑΕΠ ήθελε και θέλει μια στοιχειώδη κανονικότητα, μια καλώς εννοούμενη σταθερότητα, ανάπτυξη και ανάκτηση εισοδημάτων. Αυτό φαίνεται δεν το κατάλαβαν στον ΣΥ.ΡΙ.ΖΑ και συνέχισαν με λογικές και συνθήματα μιας φάσης πίσω. Όταν στην πανδημία για παράδειγμα πολιτεύτηκαν με το ''θα λογαριαστούμε'', τη στιγμή που όλοι αγωνιούσαμε για τη ζωή και την υγεία μας μετέτρεψαν τον Μητσοτάκη και την ελλιπή σε πολλά σημεία διαχείρισή του σε φάρο σοβαρότητας και σταθερότητας αντί να αναδείξουν τα λάθη και τις παραλείψεις. Που να πάμε και στα πεδία της οικονομίας, της ψηφιοποίησης του κράτους και της εκπαίδευσης ή της εξωτερικής πολιτικής.

Αποδείχθηκε με δυο λόγια στην πράξη ότι ο ΣΥ.ΡΙ.ΖΑ δεν είχε τις ενδογενείς δυνάμεις για μια στρατηγική πολιτική επανατοποθέτηση, αναγκαία ήδη από το 2015. Αποδείχθηκε ότι δεν μπόρεσε να απομακρυνθεί από την αντιμνημονιακή μήτρα που τον ''γέννησε και τον γιγάντωσε'' και ότι το στελεχιακό του δυναμικό δεν μπορεί να ''τρέξει'' ένα σοσιαλδημοκρατικό project γιατί είναι καθολικά γαλουχημένο μέσα σε άλλες πολιτικές παραδόσεις. Αυτές ακριβώς και τα στελέχη που τις εκφράζουν  θεωρεί βαρίδι η νέα ηγεσία και το περιβάλλον αυτής και τις ωθούν σε απομάκρυνση. 

Θα αναρωτηθεί κανείς ''δηλαδή ο Κασσελάκης υλοποιεί αυτό που δεν μπόρεσε να κάνει ο Τσίπρας''; Μια πρόχειρη και ρηχή ματιά θα δικαιώσει αυτήν την άποψη. Ο νέος πρόεδρος διώχνει μέρος του στελεχιακού δυναμικού που πράγματι δεν ήταν συμβατό - όχι μόνο ως εικόνα αλλά και ως πολιτική τοποθέτηση-  με ένα σύγχρονο προοδευτικό κόμμα. Είναι όμως έτσι; Και μέχρι που φτάνει αυτό το στελεχιακό ξεκαθάρισμα με όρους εταιρικού human resources; Είναι όλοι οι πραγματικοί ή δυνητικοί εσωκομματικοί αντίπαλοι του Κασσ
ελάκη βαρίδια που πρέπει να εξοβελιστούν; Εδώ μπαίνει το ζήτημα του πολιτικού προσωπικού, της εμπειρίας και της ανανέωσης που αυτό κουβαλάει. Η ομάδα Αχτσιόγλου, οι 40άρηδες του ΣΥ.ΡΙ.ΖΑ δηλαδή που έχουν πλέον μια κομματική αλλά και κυβερνητική εμπειρία μπορεί να μην είναι τεράστια πολιτικά μεγέθη, όμως για το κόμμα που λέγεται ΣΥ.ΡΙ.ΖΑ είναι ο μόνος βασικός πολιτικός κορμός. Χωρίς αυτούς το εγχείρημα του νέου προέδρου μετατρέπεται σε προσπάθεια όχι μετεξέλιξης του ΣΥ.ΡΙ.ΖΑ αλλά αντικατάστασής του με κάτι εντελώς διαφορετικό. 

Λένε πολλοί ότι η νέα ηγεσία θέλει να δημιουργήσει ένα Δημοκρατικό Κόμμα των Η.Π.Α α λα ελληνικά - αδιανόητος μικρομεγαλισμός και απουσία σοβαρής αναλυτικής σκέψης. Το Δημοκρατικό Κόμμα των Η.Π.Α είναι ένα μεγάλο ιστορικό κόμμα, με σοβαρή οργάνωση, τεράστια δίκτυα, ικανότητα κινητοποίησης εκατομμυρίων ανθρώπων και σημαντικό αριθμό εκλεγμένων προέδρων. Εδώ μιλάμε για τη δημιουργία ενός κεντρογενούς καθαρά λαϊκιστικού κόμματος που θα επενδύσει στον αντιμητσοτακισμό ως νέο αντιδεξιό πρόταγμα, σε έναν light αντισυστημισμό, χωρίς σοβαρές προγραμματικές επεξεργασίες και χωρίς ιδεολογικές αναφορές. Ο ίδιος ο νέος πρόεδρος όταν μιλάει και εκφωνεί τις ομιλίες του φαίνεται δια γυμνού οφθαλμού ότι δεν νιώθει και δεν έχει καμία σχέση με τις ίδιες τις λέξεις που εκστομίζει. Η εικόνα αγγίζει τα όρια της παρωδίας καθώς ο άνθρωπος είναι εμφανώς σε ένα περιβάλλον που δεν κατανοεί, δεν γνωρίζει και πιθανά δεν τον εκφράζει. Τώρα όλο αυτό πως μπορεί να μετατραπεί σε κόμμα εξουσίας μένει να το απαντήσουν οι ίδιοι οι πολίτες. Δημοσκοπικά το απαντούν προτιμώντας το ΠΑ.ΣΟ.Κ και αναδεικνύοντάς το  δεύτερο κόμμα. Ένα ΠΑ.ΣΟ.Κ που ανεβαίνει σταθερά, χωρίς άλματα (βλέπε ΣΥ.ΡΙ.ΖΑ 2012) όμως για να είμαστε ειλικρινείς κάτι τέτοιο θα ήταν ανέφικτο. Το ΠΑ.ΣΟ.Κ είναι το κεντρικό κόμμα της Μεταπολίτευσης και αναγκαστικά προχωρά βήμα βήμα, το γνωρίζουν και γνωρίζει, το θυμούνται και θυμάται, το ξέρουν και μας ξέρει. Δεν είναι κόμμα διαμαρτυρίας, δεν είναι κόμμα ανερμάτιστο, ανήκει στη σοσιαλιστική πολιτική οικογένεια, έχει θεσμική μνήμη και σταθερό προγραμματικό λόγο. 

 Δημοσιεύτηκε ΕΔΩ

Κυριακή 12 Νοεμβρίου 2023

Αναγκαιότητα η εθνική στρατηγική περιφερειακής ανάπτυξης, ή αλλιώς «Ελλάδα δεν είναι μόνο η Αθήνα», άρθρο για την εφημερίδα ΠΟΛΙΤΙΚΗ της 11/11/2023


Μια γρήγορη ματιά σε πληθώρα χωρών της Ευρώπης και της Δύσης – και όχι μόνο – θα φανερώσει πως σε κάθε μία υπάρχουν τουλάχιστον δύο μεγάλα αστικά κέντρα, με διαφορετικά χαρακτηριστικά που παίζουν έναν άτυπο ρόλο πόλου ανάπτυξης. Ενδεικτικά Βαρκελώνη – Μαδρίτη, Ρώμη – Μιλάνο, Λισαβώνα – Πόρτο, Άγκυρα – Κωνσταντινούπολη, Βερολίνο – Μόναχο, Παρίσι – Μασσαλία κ.α. Πολλές χώρες μάλιστα δεν περιορίζονται σε δύο πόλους ανάπτυξης καθώς το δημογραφικό τους προφίλ επιτρέπει την ύπαρξη πολλών περισσότερων. Στην Ελλάδα ιστορικοί, γεωμορφολογικοί πολιτικοί και οικονομικοί παράγοντες έχουν συντελέσει σε μια σημαντική περιφερειακή ανισότητα και ανισορροπία. Ανά περιόδους αυτές μειώνονται και άλλοτε αυξάνονται. Η ανισοκατανομή πόρων, επενδύσεων, πληθυσμού, οικονομικής δραστηριότητας, δημοσίων έργων κ.α όμως παραμένει σε τέτοιο βαθμό που θα έλεγε κανείς ότι υπονομεύεται η υπόθεση της περιφερειακής ανάπτυξης αλλά η βιωσιμότητα του ίδιου του εθνικού κέντρου – της Αθήνας και της Αττικής.

Παρά τις θεσμικές παρεμβάσεις αποκέντρωσης και αποσυγκέντρωσης της εξουσίας από το κέντρο στην περιφέρεια και τη δημιουργία αυτοτελών θεσμικών μηχανισμών και αυτοτελών πόρων για την ενδυνάμωση των τοπικών κοινωνιών, το μητροπολιτικό κέντρο της Αθήνας συγκεντρώνει τις κυριότερες δυνάμεις ανάπτυξης και τους μηχανισμούς εξουσίας της χώρας. Η μετάβαση σε ένα πολυπολικό σύστημα απαιτεί πολλά περισσότερα. Η οικονομική κρίση της προηγούμενης 15ετίας μείωσε δραματικά το ΑΕΠ αλλά δεν έπληξε κατά τον ίδιο τρόπο όλες τις περιφέρειες. Οι μεγαλύτερες μειώσεις στην παραγωγικότητα σημειώθηκαν στα απομακρυσμένα νησιά, στη Δυτική Ελλάδα και την Αττική. Αποτέλεσμα αυτής της πτώσης είναι να παρατηρηθεί σύγκλιση, όμως αυτού του είδους η περιφερειακή σύγκλιση δεν είναι θετική. 

Η Ελλάδα το 2020 εμφάνιζε το 9 ο υψηλότερο επίπεδο περιφερειακών ανισοτήτων ως προς το κατά κεφαλήν ΑΕΠ μεταξύ των 30 χωρών του ΟΟΣΑ. Τα τελευταία χρόνια που παρατηρείται μεγέθυνση της οικονομίας η γενικότερη αίσθηση είναι πως και πάλι η Αττική και η Αθήνα ανοίγουν την ψαλίδα – με εξαίρεση κάποιες τουριστικές περιοχές. Πιθανά να χάνεται δηλαδή η ευκαιρία – και πάλι- της ισόρροπης περιφερειακής ανάπτυξης. Έχουμε όμως και αυτήν την φορά μια τέτοια πολυτέλεια; Η άποψή μου είναι πως στον 21 ο αιώνα η ποικιλία και η σφοδρότητα των «κρίσεων» που θα αντιμετωπίσουμε μετά βεβαιότητας πρέπει να μας οδηγήσει στην εφαρμογή πιο φιλόδοξων και αποτελεσματικών πολιτικών. Η δημογραφία, οι γεωπολιτικές ανακατατάξεις, η κλιματική κρίση, η ενεργειακή κρίση και η άμβλυνση του κοινωνικού ζητήματος καθιστούν την υπόθεση δημιουργίας ενός ανταγωνιστικού παραγωγικού μοντέλου πρόκληση.

Μέχρι εδώ οι διαπιστώσεις. Για να πετύχει μια εθνική στρατηγική τους στόχους της χρειάζεται -μεταξύ άλλων- και ένα success story. Μια επιτυχία που θα της προσδώσει εγκυρότητα, αποδοχή και κοινωνική στήριξη, πολιτική συναίνεση και ορατά κοινωνικά και οικονομικά αποτελέσματα, απτά και μετρήσιμα. Ισχυρίζομαι ότι αν η χώρα επενδύσει εμφατικά στην περίπτωση της Θεσσαλονίκης και της Κεντρικής Μακεδονίας μπορεί να το πετύχει. Μια πετυχημένη Θεσσαλονίκη μπορεί να ξεκλειδώσει πολλές επιλογές και να πυροδοτήσει σειρά θετικών εξελίξεων. Μπορεί να δώσει βάθος στο ελληνικό ΑΕΠ, να προσελκύσει επενδύσεις σε κρίσιμους τομείς που θα προσδώσουν υπεραξία σε όλη την παραγωγική αλυσίδα και να συμβάλει στη διάχυση θετικών αποτελεσμάτων σε γειτονικές περιοχές (βλ. αγροδιατροφή, εκσυγχρονισμός βιομηχανίας και βιοτεχνίας, τουρισμός). 

Με κέντρο τη Θεσσαλονίκη μπορούμε να κοιτάξουμε με μεγαλύτερη αυτοπεποίθηση όχι μόνο στα Βαλκάνια αλλά σε όλη την Νοτιανατολική Ευρώπη με ταυτόχρονη παραγωγική βάση, εξωστρέφεια και συμβολική ισχύ. Ένας δεύτερος πόλος ανάπτυξης που θα συμπαρασύρει σε θετική κατεύθυνση ΑΕΠ και δημογραφία – αυτός δεν μπορεί να είναι άλλος από τη Θεσσαλονίκη. Αρκεί αυτό να γίνει αντιληπτό και στην Αθήνα.

Κυριακή 29 Οκτωβρίου 2023

Tα σταθερά ανοδικά βήματα του ΠΑ.ΣΟ.Κ, άρθρο στην ΚΥΡΙΑΚΑΤΙΚΗ ΜΑΚΕΔΟΝΙΑ της 28ης Οκτωβρίου 2023

 



Μετά την καταβαράθρωση, δίκαιη ή άδικη, του ΠΑ.ΣΟ.Κ στις αρχές της προηγούμενης δεκαετίας, μια μόνιμη σταθερά στο δημόσιο λόγο ήταν η προοπτική ανάκαμψης τους λεγόμενου κεντροαριστερού χώρου. Γράφτηκαν τόμοι, έγιναν πολλές προσπάθειες με διαφορετικές συνισταμένες και διαφορετικές ποιότητες, καμία όμως δεν τελεσφόρησε και δεν οδήγησε στην πλήρωση του κενού που άφησε πίσω το κραταιό μεταπολιτευτικό ΠΑ.ΣΟ.Κ.

Η πλήρης αποτυχία του ΣΥ.ΡΙ.ΖΑ, κυβερνητικού και αντιπολιτευόμενου, πιστοποιήθηκε με το αποτέλεσμα των διπλών εθνικών εκλογών και τα απόνερα αυτής επιβεβαιώνονται με τα επόμενα στάδια εκλογής νέου προέδρου και δομικής αδυναμίας στοιχειώδους συγκροτητικής πολιτικής. Εξέλιξη σχεδόν νομοτελειακή από την επομένη της ήττας του 2019 για αυτόν τον χώρο που έχασε την ευκαιρία να μετεξελιχθεί εν κινήσει από τότε.

Από την άλλη το ΠΑ.ΣΟ.Κ επέδειξε μια εξαιρετική ανθεκτικότητα δια πυρός και σιδήρου όλα αυτά τα χρόνια, ανέδειξε νέα ηγεσία με μεγάλη συμμετοχή στις κομματικές διαδικασίες και πέτυχε την αύξηση της εκλογικής του επιρροής. Δεν πέτυχε την αντιστροφή του εκλογικού σεισμού του 2012, όπως μπορεί να προσδοκούσαν ορισμένοι, όμως έχει δημιουργήσει στέρεες προϋποθέσεις για να το πετύχει το αμέσως επόμενο διάστημα και να υποκαταστήσει τον ΣΥ.ΡΙ.ΖΑ στον ρόλο της ουσιαστικής αντιπολίτευσης στο πολιτικό σκηνικό των επόμενων ετών.

Ποιες είναι αυτές; Ας δούμε τα δεδομένα ένα προς ένα. Το ΠΑ.ΣΟ.Κ τα δύο τελευταία χρόνια έχει πετύχει μια στρατηγική πολιτική και ιδεολογική επανατοποθέτηση στην πολιτική κλίμακα. Πολιτικά αλλά και προγραμματικά ανήκει στις  δυνάμεις της ευρωπαϊκής σοσιαλδημοκρατίας και αυτό δεν είναι αποτέλεσμα αυτοπροσδιορισμού αλλά προκύπτει από σειρά θέσεων σε μείζονα ζητήματα της νέας εποχής. Υπό την ηγεσία του Νίκου Ανδρουλάκη έχει διευρύνει την πολιτική ατζέντα εισάγοντας θεματικές στο δημόσιο διάλογο που συγχρονίζουν την πολιτική σκηνή με αυτήν της υπόλοιπης Ευρώπης. Η συζήτηση για το στεγαστικό ζήτημα – ένα πρόβλημα που έρχεται με φόρα από το μέλλον και αφορά όλη την ήπειρο -- είναι ίσως το πιο χαρακτηριστικό παράδειγμα αυτής της προγραμματικής διεύρυνσης. Όπως επίσης η κριτική για τη φορολογία, για την ακρίβεια και τον πληθωρισμό κερδών που χαρακτηρίζουν την ελληνική αγορά, για το ενεργειακό κόστος, για την κατανομή των πόρων του Ταμείου Ανθεκτικότητας και Ανάκαμψης, για την αναδιάρθρωση του Ε.Σ.Υ – είναι όλα θεματικές στις οποίες το ΠΑ.ΣΟ.Κ πήρε έγκαιρα ξεκάθαρες θέσεις και διατύπωσε προτάσεις εντός πάντοτε του ευρωπαϊκού πλαισίου. Ένα ακόμη σημείο που αξίζει να τονιστεί είναι η ανάδειξη ενός νέου πολιτικού προσωπικού – διαδικασία απαιτητική και χρονοβόρα – που όμως έχει φέρει τα πρώτα θετικά αποτελέσματα.

Αν μένει να απαντήσει σε ένα ερώτημα ακόμη, αυτό είναι γιατί ενώ είναι η ουσιαστική αντιπολίτευση στη χώρα αυτό δεν αποτυπώνεται στη δημόσια σφαίρα – αλλά εδώ η ευθύνη δεν βαραίνει το ίδιο αλλά εν πολλοίς το μιντιακό σκηνικό και τις επιλογές του όπως αυτό έχει διαμορφωθεί τα τελευταία χρόνια.

Στην μεγάλη συζήτηση που αναπόφευκτα θα γίνει το επόμενο διάστημα και θα αφορά στην ανασυγκρότηση του ευρύτερου προοδευτικού χώρου, το ΠΑ.ΣΟ.Κ όχι μόνο έχει ρόλο αλλά θα έχει τον κεντρικό. Μέρα με τη μέρα χτίζει την πολιτική και προγραμματική αξιοπιστία του, ασκεί καθήκοντα οιονεί αξιωματικής αντιπολίτευσης, δεν στερείται σοβαρότητας, έχει πανελλαδική διάρθρωση με υπαρκτές κοινωνικές δυνάμεις στην πέραν της Αττικής Ελλάδα και μπορεί να δώσει και την μάχη των ( μεγάλων) πόλεων με εμφανώς καλύτερους όρους σε σχέση με το πρόσφατο παρελθόν. Από κόμμα στόχος είναι να γίνει και πάλι παράταξη.

Οι κυβερνητικές αστοχίες κάνουν ορατό το πολιτικό ταβάνι της Νέας Δημοκρατίας και η ζήτηση για μια εναλλακτική μέρα με τη μέρα αυξάνει. Πολλά σοσιαλιστικά κόμματα κατά το παρελθόν υπέστησαν συντριπτικές ήττες – κάποια εξαερώθηκαν άλλα όμως επανέκαμψαν και αποτέλεσαν τη ραχοκοκαλιά πετυχημένων κυβερνήσεων. Προ πενταετίας όλοι θα κατέτασσαν το ΠΑ.ΣΟ.Κ στην πρώτη κατηγορία – σήμερα όμως είναι στον προθάλαμο της δεύτερης.