Σάββατο 6 Φεβρουαρίου 2016

Επιχείρηση ‘’Φανατισμός’’, άρθρο μου στην εφημερίδα Καρφίτσα της 6/2/2016

Παρακολουθούμε από τις εθνικές εκλογές του Σεπτεμβρίου μια διαρκή προσπάθεια της κυβέρνησης να ονοματίσει το μαύρο – άσπρο, να διαστρεβλώσει γεγονότα, αριθμούς, δεδομένα. Προσπαθεί εναγωνίως να κρατηθεί από κάπου εφόσον η πραγματικότητα δείχνει πως όλα γύρω της καταρρέουν. Όλα τα σχέδιά της , όλες της οι υποσχέσεις προς του πολίτες, όλες της οι διεκδικήσεις – όλα διαψεύδονται με τρόπο δραματικό, άμεσο, τελεσίδικο. Και δεν αναφερόμαστε στις υποσχέσεις της πρώιμης φάσης της διακυβέρνησης, δεν αναφερόμαστε στις αντιμνημονιακές υποσχέσεις του 2014 και του πρώτου εξαμήνου του 2015 αλλά σε πιο πρόσφατες.

Η απομάγευση της αντιμνημονιακής στράτευσης, η διάψευση των προσδοκιών, η σκληρή πραγματικότητα και η κραυγαλέα ανεπάρκεια του ΣΥΡΙΖΑ είναι πλέον δεδομένα που δεν μπορεί να αντιστρέψει καμία επικοινωνιακή προσπάθεια. Τα χαρακτηριστικά εκείνα που έδωσαν μια σημαντική ώθηση στο κόμμα αυτό από το 2012 έχουν εξαντληθεί. Δεν μπορεί να κινητοποιήσει, δεν μπορεί να υποσχεθεί, δεν μπορεί να συναρπάσει, δεν μπορεί να ‘’πουλήσει’’ αντίσταση και πατριωτισμό, δεν μπορεί να λογίζεται ως νέο πλέον.

Τι μένει να κάνει; Τι μπορεί να κάνει;

Αυτό που μπορεί να κάνει και εκτιμώ ότι πλέον σε αυτό στοχεύει, είναι να διατηρηθεί με κάθε κόστος σε πρώτη φάση στην κυβέρνηση και ακολούθως να παραμείνει ο ένας πόλος του πολιτικού συστήματος. Στον ΣΥΡΙΖΑ απομένει αυτή τη στιγμή ο στόχος να παραμείνει ‘’μεγάλο κόμμα’’ που δυνητικά θα διεκδικεί την εξουσία. Να αποφευχθεί με κάθε δυνατό τρόπο μια ραγδαία αποσάρθρωση όπως εκείνη του ΠΑΣΟΚ το 2012. Για το λόγο αυτό δύσκολα θα παραιτηθεί από την κυβέρνηση για χάρη μιας άλλης κυβέρνησης συνεργασίας ή οικουμενική καθώς θρέφεται από την αντιπαλότητα και την κομματική διαπάλη. Επίσης, το θέμα των διορισμών και των επιμέρους εξυπηρετήσεων φίλων και συγγενών πρέπει να ειδωθεί μέσα από αυτό το πρίσμα. Είναι μια προσπάθεια να εδραιωθεί ένας διευρυμένος κομματικοδίαιτος/ κρατικοδίαιτος μηχανισμός που θα γίνει βαθμιαία η ραχοκοκαλιά του ΣΥΡΙΖΑ και θα τον στηρίζει άσχετα με την πορεία των πραγμάτων στη χώρα. Είναι μια προσπάθεια δημιουργίας μιας εκλογικής βάσης με συγκεκριμένα χαρακτηριστικά.
Επιπλέον, όλο το τελευταίο διάστημα βλέπουμε πως μεταχειρίζεται τη στρατηγική της έντασης με εξίσου σημαντικό στόχο την πόλωση δια της οξύτητας, τον διχασμό, τη συνεχή πολεμική. Δεν είναι τυχαίο το βίντεο που προβλήθηκε στην γιορτή για τον ένα χρόνο εξουσίας. Κατασκευή εχθρών, πολεμική, ηρωική αντίσταση, θυματοποίηση. Ο ΣΥΡΙΖΑ γεννήθηκε μέσα σε τέτοιες συνθήκες και εντός αυτών ζει και αναπνέει άνετα. Η όποια μετεξέλιξή του σε ένα κόμμα – ας πούμε- κεντροαριστερό προϋποθέτει την εγκατάλειψη των ιδρυτικών και γενεσιουργών του χαρακτηριστικών, εξέλιξη δύσκολη. Στο κοινοβούλιο τα ίδια, η ίδια στρατηγική. Αντιπολιτεύεται την αντιπολίτευση, εφαρμόζει το «δεν δικαιούστε δια να ομιλείτε», κινείται στα όρια και πολλές φορές πέραν αυτών σε ότι αφορά θεσμικά ζητήματα και κυρίως με το ύφος προσπαθεί να επενδύσει στον φανατισμό. Προσπαθεί να συγκρατήσει τον κόσμο του.

Είναι αυτό πρόβλημα για τη χώρα;

Είναι τεράστιο πρόβλημα σε δύο επίπεδα. Πρώτο, προσπαθεί και εν μέρει καταφέρνει να κρύψει το τεραστίων διαστάσεων έλλειμμα διαχειριστικής ικανότητας και επάρκειας στα ζητήματα διακυβέρνησης ( πάμπολλα τα παραδείγματα : προσφυγικό, ασφαλιστικό, εκπαίδευση, κοινωνικές διαμαρτυρίες, αξιολόγηση προγράμματος). Δεύτερο, εθίζει το εκλογικό σώμα και την κοινωνία σε τέτοιου είδους πολιτικές στρατηγικές, εγκαθιστά το διχασμό και τη διχόνοια, υποβιβάζει την πολιτική αντιπαράθεση σε πολεμική και άρα αφαιρεί πόντους από την πιθανότητα δημιουργίας κλίματος στοιχειώδους συναίνεσης, συνεργασίας σε πολιτικό επίπεδο αλλά και εμπιστοσύνης στο κοινωνικό.

Τι σημαίνουν όλα αυτά;


Σημαίνουν ότι χάνει ή θα χάσει τις εκλογές, σημαίνει ότι υποχωρεί το αφήγημά του στην κοινωνία, σημαίνει ότι αντιλαμβάνεται πως αν θέλει να υπάρχει ως κόμμα πρώτης γραμμής πρέπει να μετεξελιχθεί αλλά ταυτόχρονα αντιλαμβάνεται ότι δεν μπορεί.

Είναι ο Ρέντσι μοντέλο ηγεσίας για την ευρωπαϊκή κεντροαριστερά;


Αναδημοσίευση από το Νotepaper
Ο Ματέο Ρέντσι είναι ο 56ος πρωθυπουργός της Ιταλίας  από το Φεβρουάριο του 2014. Έχει εκλεγεί, επίσης, δήμαρχος της Φλωρεντίας το 2009 και Γραμματέας του Δημοκρατικού Κόμματος στις 15 Δεκεμβρίου του 2013. Γεννήθηκε στη Φλωρεντία το 1975 και σπούδασε εκεί Νομική. Τον Σεπτέμβριο του 2012 ανακοίνωσε την υποψηφιότητά του στις επερχόμενες προκριματικές εκλογές για τη θέση του Γραμματέα του Δημοκρατικού Κόμματος. Στις εσωκομματικές εκλογές του Νοεμβρίου του 2012 κατέλαβε τη δεύτερη θέση πίσω από τον Πιέρ Λουίτζι Μπερσάνι. Μετά από πολύμηνες και μακρόσυρτες διεργασίες που κατέδειξαν αδυναμία σχηματισμού κυβέρνησης από τον Μπερσάνι και την ανάδειξη του ίδιου ως γραμματέα του Δημοκρατικού κόμματος έλαβε εντολή σχηματισμού κυβέρνησης από τον Τζόρτζιο Ναπολιτάνο στις 17 Φεβρουαρίου 2014, αντικαθιστώντας τον Λέτα στην πρωθυπουργία.
Il Rottamatore τον αποκαλούσαν παλαιότερα διότι ήταν αυτός που καλούσε σε υπέρβαση του παλαιού πολιτικού προσωπικού που θεωρούσε – και δικαίως – κατεστημένο στην ιταλική πολιτική ζωή. Αναξιοπιστία, διαφθορά, αστάθεια, σκάνδαλα είχαν κουράσει την ιταλική κοινωνία. Η ευρεία αποδοχή του αλλά κυρίως η άνοδός του στα υψηλότερα κομματικά και θεσμικά αξιώματα απέδειξε πως και η ηλικιακή ανανέωση είναι κρίσιμη παράμετρος στα πλαίσια μιας σημαντικής προσπάθειας ανανέωσης. Ο τρόπος με τον οποίο αντικατέστησε τον Ενρίκο Λέτα, ανώτερο στέλεχος του Δημοκρατικού Κόμματος, στην πρωθυπουργία δημιούργησε δυσαρέσκεια αλλά από την άλλη απέδειξε πως ο Ματέο Ρέντσι ήταν αποφασισμένος για το επόμενο και μεγάλο βήμα.
Χαρισματικός, σύγχρονος, με ομιλίες απλές, κατανοητές, για τους πολλούς, χωρίς ιδιαίτερα δύσκολες και περίτεχνες εκφράσεις σκοπίμως επιτηδευμένες ώστε να δημιουργούν απόσταση, δεν φοβήθηκε ποτέ να δηλώσει υπερβολικά φιλόδοξος. Πριν ακόμη αναλάβει την πρωθυπουργία δήλωνε πως έχει πίστη στην Πολιτική, ότι η Πολιτική μπορεί να γίνει αλλιώς και να φέρει διαφορετικά και καλύτερα αποτελέσματα.
Στην πρωθυπουργία προσπάθησε και υλοποίησε αρκετές και μεγάλες μεταρρυθμίσεις. Στάθηκε στο πλευρό της Ελλάδας μαζί με τη Γαλλία και προσπάθησε να στηρίξει τον Έλληνα πρωθυπουργό όταν αυτός απομονωνόταν στις Συνόδους Κορυφής. Άσκησε και ασκεί κριτική στη de facto ηγεσία της Ευρωπαϊκής Ένωσης από την Άνγκελα Μέρκελ και προσπαθεί μέσω των τοποθετήσεών του να ανυψώσει το ηθικό της Ιταλίας επαναδιεκδικώντας μια ηγετική θέση στην Ένωση. «Άνγκελα, μην μας λέτε ότι δίνετε το αίμα σας για την Ευρωπαϊκή Ένωση» . Πρόσφατα προέκυψε διάσταση ανάμεσα σε Ρώμη και Βερολίνο για το θέμα της τραπεζικής ένωσης με την πρώτη να επιθυμεί άμεση και οριστική διευθέτηση ενώ το δεύτερο να προτιμά αργές διαδικασίες. Ο Ρέντσι ζήτησε εξηγήσεις από τη Μέρκελ, θυμίζοντας ότι η Ευρώπη, τα τελευταία χρόνια, έχασε θέσεις εργασίας και ανταγωνιστικότητα εν συγκρίσει με την Αμερική.
Από τα βέλη του δεν ξεφεύγει ούτε η Ευρωπαϊκή Επιστροπή. «Η Ιταλία είναι όλο και πιο ανοικτή και ελκυστική για τις διεθνείς επενδύσεις. Με μεγάλες, παγκόσμιες επιχειρήσεις που δεν εμφανίζονται μόνον περιστασιακά, όπως συνέβαινε στο παρελθόν, αλλά αποφάσισαν να ποντάρουν στην χώρα μας, να στοιχηματίσουν στο μέλλον της. Aς το πάρουν απόφαση, η Ιταλία επέστρεψε, πιο ισχυρή και φιλόδοξη. Τέλειωσε η εποχή που οι Βρυξέλλες έλεγχαν την Ιταλία με τηλεχειριστήριο».
Σε όλη τη φάση της ευρωπαϊκής κρίσης εμφανίζεται ως υπερασπιστής του ευρωπαϊκού οράματος – όχι της στεγνής, στενής και άκαμπτης γερμανικής version. «Η Ευρώπη δεν μπορεί να είναι μόνο ένα πακέτο κανόνων που πρέπει να τηρούμε, είναι είτε ένα μεγάλο ιδανικό είτε δεν υπάρχει καθόλου». Ως κεντροαριστερός προοδευτικός δημοκράτης ανησύχησε για την άνοδο της ακροδεξιάς και ιδιαίτερα της Λεπέν και τοποθετήθηκε. «Η Ευρώπη πρέπει να αλλάξει. Πιστεύω ότι ήρθε η στιγμή για τους ευρωπαϊκούς θεσμούς να κοιτάξουν την πραγματικότητα κατάματα: μόνο με τακτική, πεθαίνεις. Χωρίς ένα στρατηγικό σχέδιο, ιδίως για την οικονομία και την ανάπτυξη, οι λαϊκιστές, αργά ή γρήγορα, θα κερδίσουν και κάποιες εθνικές βουλευτικές εκλογές. «Αν η Ευρώπη δεν αλλάξει κατεύθυνση αμέσως, οι ευρωπαϊκοί θεσμοί κινδυνεύουν να γίνουν (με περισσότερη η λιγότερη επίγνωση) οι καλύτεροι σύμμαχοι της Μαρίν Λε Πεν και όσων προσπαθούν να την μιμηθούν». Διακριτή η στάση του και στο προσφυγικό όπου εμφανίζεται ως κληρονόμος της ανθρωπιστικής παράδοσης της ηπείρου.
Καταφέρνει να συνδυάσει, όχι εύκολα είναι η αλήθεια, την υλοποίηση μιας σημαντικής μεταρρυθμιστικής ατζέντας που κρατά την Ιταλία εντός στόχων και ταυτόχρονα όμως διατηρήσει μία προοδευτική ατζέντα, διακριτή τόσο από τις δυνάμεις του στα αριστερά όσο και από δεξιά.