Σάββατο 18 Ιουνίου 2022

Δύο προκλήσεις και ένας κίνδυνος για τον Νίκο Ανδρουλάκη και το ΠΑ.ΣΟ.Κ


Μετά την εμπειρία της οικονομικής κρίσης, περισσότεροι Έλληνες κατάλαβαν ότι οι πόροι δεν είναι απεριόριστοι – όχι οι περισσότεροι, αλλά σίγουρα περισσότεροι από όσοι πριν. Η αδυναμία του υπό χρεωκοπία ελληνικού κράτους να ενσωματώσει όλα τα αιτήματα στην οικονομική του πολιτική και να στηρίξει γενναιόδωρα την κατανάλωση περιορίστηκε δραματικά. Η σπάνη λοιπόν των πόρων δημιουργεί μια συνθήκη απολύτως συγκεκριμένη στην οποία η πραγματική πολιτική οφείλει να δώσει την απάντηση. Η μαγική λέξη είναι μία – προτεραιότητες. Χωρίς ιεράρχηση προτεραιοτήτων και ανάλογη κατανομή των πόρων δεν θα μπορέσουμε ποτέ να ξεφύγουμε από την μέγγενη μιας επόμενης χρεοκοπίας. Επένδυση και παραγωγή αντί κατανάλωσης, εισοδήματα έναντι φόρων, εργαζόμενοι και άνεργοι πρώτα και μετά ασφαλιστικό κ.ο.κ

Αυτή η θεμελιώδης παραδοχή πρέπει να συνέχει όλα τα πολιτικά κόμματα και να γίνεται διακριτή στον προγραμματικό και πολιτικό τους λόγο – τουλάχιστον σε εκείνα που φιλοδοξούν να ασκήσουν κυβερνητική εξουσία. Ο νέος πρόεδρος του ΠΑ.ΣΟ.Κ φαίνεται να αντιλαμβάνεται αυτήν την αναγκαιότητα καθώς έχει καταφέρει να δώσει ένα πρώτο στίγμα των προθέσεών του. Ορίζει προτεραιότητες και αγγίζει θεματικές που πιο πριν δεν ήταν στο επίκεντρο του δημοσίου διαλόγου – ενέργεια, κοινωνική κατοικία, δημογραφικό, πολιτική ασφάλειας και άμυνας κοκ. Επιχειρεί μάλιστα να τις συνδέσει με την ευρωπαϊκή πραγματικότητα και να καταστήσει ευδιάκριτες τις διαφορές των πολιτικών οικογενειών. Δίνει με τον τρόπο αυτό στο ΠΑ.ΣΟ.Κ στίγμα, προγραμματικό βάθος και ευρωπαϊκό αέρα – στοιχεία που του επιτρέπουν να μιλά για σοσιαλδημοκρατική διακυβέρνηση της Ελλάδας και να μην εγκλωβίζεται σε ερωτήματα του στυλ «με ποιόν θα πάτε μετά τις εκλογές».

Ποιες είναι οι δύο προκλήσεις για τον νέο αρχηγό του ΠΑ.ΣΟ.Κ;

Το ΠΑ.ΣΟ.Κ ως ένας από του βασικούς πυλώνες της μεταπολίτευσης και κόμμα που κυβέρνησε περισσότερα από 20 χρόνια τη χώρα πρέπει να έχει πρόταση για το κράτος και για την οικονομία και τη μεσαία τάξη. Το ελληνικό κράτος πρέπει να αλλάξει, να μην είναι σπάταλο, βραδυκίνητο και αναποτελεσματικό. Πρέπει να μειωθεί το μέγεθος, το κόστος, η γραφειοκρατία του αλλά από την άλλη απαιτείται κρατική παρέμβαση σε νέα πεδία. Ρυθμιστικές αρχές, αναδιάρθρωση του κοινωνικού κράτους με στόχευση, ενίσχυση της υγείας, διοικητική μεταρρύθμιση, φορολογία, κόστος ενέργειας, υποδομές, διασφάλιση κανόνων ανταγωνισμού, νέο προσωπικό με δεξιότητες και άρα καλές αμοιβές και στήριξη του αναπτυξιακού εγχειρήματος με κάθε τρόπο. Το ΠΑ.ΣΟ.Κ πρέπει να εμφανίσει μια ολοκληρωμένη πρόταση για ένα σύγχρονο, σοσιαλδημοκρατικό κράτος, μακριά από τις παθογένειες όμως του παρελθόντος – είναι κομβικό για ένα κεντροαριστερό κόμμα.

Στα της οικονομίας το ερώτημα για το ΠΑ.ΣΟ.Κ είναι πως και με ποιο πλέγμα πολιτικών θα ενισχυθεί ή θα ξαναδημιουργηθεί μεσαία τάξη, απολύτως απαραίτητη για την επάνοδο στην κανονικότητα.  Εσωστρεφής κορπορατισμός, συνέχιση προνομίων στους insiders, διατήρηση κλειστών επαγγελμάτων, προϊόντα και υπηρεσίες μη εμπορεύσιμα διεθνώς σημαίνει γνώριμη μεσαία τάξη της κρατικής υπερ-ρύθμισης, της προστασίας από τον ανταγωνισμό, της προσοδοθηρίας, του μεταπρατικού χαρακτήρα της οικονομίας που στέλνει τον λογαριασμό στους outsiders. Προσδιορισμός της θέσης στον παγκόσμιο καταμερισμό εργασίας, διεθνώς εμπορεύσιμα προϊόντα και υπηρεσίες, άνοιγμα στον ανταγωνισμό, ισχυροποίηση των θεσμών, σαφείς κανόνες για όλους σημαίνει διαφορετική οικονομία και νέα μεσαία τάξη – που ας μην ξεχνάμε ότι είναι αυτή που δίνει τα χαρακτηριστικά της στο παραγωγικό μοντέλο.

Ο κίνδυνος

Τα ανωτέρω είναι πολύ ωραία σχέδια επί χάρτου, χρειάζονται, αλλά η πολιτική είναι πιο σκληρή και έχει καθημερινές απαιτήσεις. Ο κίνδυνος που υπάρχει για το ΠΑ.ΣΟ.Κ του Νίκου Ανδρουλάκη είναι να εμφανιστεί με πλήρη προγραμματικό λόγο αλλά να μην καταφέρει να πιάσει τον κοινωνικό παλμό, να μην είναι δηλαδή «παίκτης» υπολογίσιμος στον πολιτικό ανταγωνισμό. Το ΠΑ.ΣΟ.Κ ως κόμμα έχει ξεχάσει να κάνει εφ’ όλης της ύλης αντιπολίτευση και η νέα γενιά του είναι άνθρωποι κυρίως μετριοπαθείς που τους διακρίνει ο ρεαλισμός και η προσέγγιση των πραγμάτων με υπευθυνότητα. Για να απευθυνθεί όμως πειστικά σε κοινωνικά στρώματα που κάποτε το στήριζαν χρειάζεται ανάλογη κωδικοποίηση των μηνυμάτων του. Η πολιτική μάχη για τρεις είναι σκληρή, ιδιαίτερα για τον τρίτο. Είναι ανταγωνιστική, θέλει πάθος, εγρήγορση, αντανακλαστικά, συνθήματα, ευστοχία παρεμβάσεων, ομάδα με όρεξη και -για το ΠΑ.ΣΟ.Κ ιδιαίτερα-  ιστορικοπολιτικό ορίζοντα εάν θέλει να υποκαταστήσει τον ΣΥ.ΡΙ.ΖΑ ως εκφραστής της ιστορικής δημοκρατικής προοδευτικής παράταξης. Η δημοσκοπική εκτίναξη ανακάτεψε την τράπουλα, έδωσε ώθηση, έκανε το δημόσιο λόγο του ΠΑ.ΣΟ.Κ ορατό και υπολογίσιμο. Τώρα απαιτείται όμως πανελλαδική διάρθρωση, συστηματική προσπάθεια παντού και «πολιτικότητα». Το άλμα από ένα διόλου ευκαταφρόνητο 13-15% στο 20% περνά μέσα από μια αυθεντική λαϊκότητα - όχι λαϊκισμό- από καθαρές απαντήσεις, αποφασιστικότητα και σταθερή προάσπιση της πολιτικής αυτονομίας. Ο νέος πρόεδρος του ΠΑ.ΣΟ.Κ έχει μια ιστορική ευκαιρία και την ικανότητα να εξελίσσεται ο ίδιος. Αν ενώσει αυτές τις κουκίδες θα βρει την έξοδο προς την εκλογική ισχυροποίηση.

Το παρόν άρθρο δημοσιεύτηκε στην Ηuffingtonpost ΕΔΩ

Η ιστορική ευκαιρία της Θεσσαλονίκης: Μετεξέλιξη, Εξωστρέφεια, Ανάπτυξη



Οι παγκόσμιες εξελίξεις φέρνουν ανακατατάξεις. Οι βίαιες εξελίξεις, όπως ο πόλεμος στην Ουκρανία, φέρνουν δυναμικές αλλαγές, επιταχύνουν αργόσυρτες διαδικασίες και δημιουργούν νέες δυναμικές. Τα Βαλκάνια μετά την τραυματική εμπειρία των αρχών των 90s εμφανίζουν ξανά γεωπολιτικό ενδιαφέρον καθώς η εγγύτητά τους με το πεδίο της σύγκρουσης, η γειτνίασή τους με αναθεωρητικές δυνάμεις, η ιστορική, πολιτισμική και φυλετική συγγένεια με τους αντιμαχόμενους (σλάβοι) και η διαρκής εκκρεμότητα ένταξή τους στις ευρωπαϊκές (και εύρω-ατλαντικές δομές) τα καθιστούν σημείο αυξημένου ενδιαφέροντος. Η δημιουργία ενός περιφερειακού συστήματος ασφάλειας την επομένη της σύγκρουσης απαιτεί διευθετήσεις, νέες συμμαχίες, υπερβάσεις και συνεκτικούς δεσμούς, άρα τα ζητήματα των Βαλκανίων πρέπει να κλείσουν.

Σε αυτό το περιβάλλον η Ελλάδα μπορεί να παίξει σημαίνοντα ρόλο καθώς παρά την υπερδεκαετή οικονομική και κοινωνική κρίση έχει ακόμη το ειδικό βάρος μιας χώρας μέλους της Ε.Ε, του ευρώ, του ΝΑΤΟ, με εξαιρετικά ισχυρή δύναμη αποτροπής και στρατιωτική ισχύ για τα ευρωπαϊκά δεδομένα. Οι συμμαχίες με Ισραήλ, Αίγυπτο, Γαλλία αλλά και η αναβάθμιση των σχέσεών με τις ΗΠΑ αναστηλώνουν τη διεθνή εικόνα μας και εμπεδώνουν έναν ρόλο που ήταν ζητούμενο για εμάς. Η Ελλάδα αν δεν υποστεί κάποιο πλήγμα, αν δεν ηττηθεί σε κάποιο θερμό επεισόδιο με τη γείτονα –πόσο δε μάλλον αν επικρατήσει- μπορεί να «αλλάξει πίστα» και να εμφανιστεί ως ένας πολύ σοβαρός παίκτης του διεθνούς συστήματος, εγγυητής της σταθερότητας και της ασφάλειας, προσανατολισμένος σε αξίες και συμμαχίες.

Ο ρόλος όμως της Ελλάδας δεν περιορίζεται μόνο στο αποτρεπτικό – στρατιωτικό επίπεδο. Αυτό είναι η απαραίτητη προϋπόθεση που εξασφαλίζει ότι δεν θα υποταχθούμε στο νέο-οθωμανικό αναθεωρητικό σχέδιο που ιδανικά θα ήθελε αναβίωση της επιρροής της οθωμανικής αυτοκρατορίας ακυρώνοντας ιστορία και αποτελέσματα 200 ετών – από την ελληνική επανάσταση. Ο ρόλος μας μπορεί και πρέπει να είναι σημαντικός σε σειρά άλλων πεδίων με άξονα την οικονομία.

Επενδύσεις, υποδομές, εμπόριο, μεταφορές, εκπαίδευση, τουρισμός, συμπράξεις ελληνικών με βαλκανικές εταιρείες, συνεργασία στην ενέργεια, στον αγροδιατροφικό τομέα, στην τραπεζική είναι δυνητικά ευκαιρίες συνεργασίας με την Ελλάδα να έχει κεντρικό ρόλο. Αυτός είναι ο τρόπος να μετατρέψουμε τη γεωγραφική μας θέση σε γεωπολιτικό πλεονέκτημα.

Σε μια τέτοια θετική (και ακόμα υποθετική) εξέλιξη, αν μία πόλη έχει σημαίνοντα ρόλο είναι η Θεσσαλονίκη. Η Θεσσαλονίκη είναι η πόλη που μπορεί να παίξει τον ρόλο του κέντρου, της πύλης εισόδου, του κόμβου. Μπορεί να αναδειχθεί σε φιλόδοξο αστικό κέντρο που σε ουσιαστικό αλλά συμβολικό επίπεδο θα αποτυπώνει και θα σχηματοποιεί αυτήν την ελληνική στρατηγική – θα της δίνει εικόνα και υλική υπόσταση.

Εάν στη Θεσσαλονίκη συνεχίσουν να εγκαθίστανται μεγάλες πολυεθνικές επιχειρήσεις, εάν συνεχιστεί η πορεία ανάδειξής της σε κέντρο καινοτομίας και ο μετασχηματισμός της σε smart city, με ολοκληρωμένες τις μεγάλες υποδομές και τις σημαντικές αναπλάσεις του δημοσίου χώρου τότε η πόλη θα έχει καταφέρει να κατακτήσει αυτόν τον ηγετικό ρόλο στη Βαλκανική. Ήδη τις δίνονται κάποιες σημαντικές ψήφοι εμπιστοσύνης – ο τουρισμός ανακάμπτει, η κρουαζιέρα εμφανίζει ανοδικές τάσεις και πολλά γκρουπ τουριστών κάνουν εμφανή την παρουσία τους στο κέντρο της πόλης. Χτίζονται συνεχώς ξενοδοχεία υψηλών προδιαγραφών ενώ το ενδιαφέρον στο real estate είναι αμείωτο.

Στο μέτωπο των αναπλάσεων, για πρώτη ίσως φορά μετά από χρόνια υπάρχουν στο τραπέζι ώριμα σχέδια, μελέτες και εξασφαλισμένες χρηματοδοτήσεις. Σκεφτείτε την εικόνα της πόλης με ολοκληρωμένο δυτικά το Μουσείο Ολοκαυτώματος, με νέες πλατείες Διοικητηρίου και Ελευθερίας, με έναν ανανεωμένο άξονα Αριστοτέλους και με το ντεκ επέκτασης της παλιάς Παραλίας. Οι αναβαθμισμένες αγορές Μοδιάνο και Καπάνι δεν θα έχουν τίποτε να ζηλέψουν από τις ανοιχτές αγορές της Ευρώπης και η ανάπλαση της ΔΕΘ θα δώσει τεράστια ανάσα αλλάζοντας όλο το κέντρο. Μετρό, αστικές συγκοινωνίες και ποδηλατόδρομοι θα συμβάλλουν στην λύση του κυκλοφοριακού ενώ το νέο γήπεδο της Τούμπας και οι παρεμβάσεις στη γύρω περιοχή θα αναβαθμίσουν συνολικά το αστικό περιβάλλον. Το ίδιο και οι νέοι «Στάβλοι Παπάφη» - ένα κτηριακό συγκρότημα υψηλών προδιαγραφών στο κέντρο του αστικού ιστού.  Παράλληλα η συντήρηση και οι παρεμβάσεις στις γειτονιές εξασφαλίζουν τη βιωσιμότητα των δικτύων και συμβάλλουν στη διατήρηση της συνοχής της πόλης, ενώ οι προσπάθειες ανάταξης και ανάκτησης της χαμένης εμπορικότητας των δρόμων θα συμβάλλουν στη διατήρηση της επιχειρηματικότητας μικρού και μεσαίου επιπέδου με ό,τι αυτό συνεπάγεται για την κοινωνική διαστρωμάτωση και τα εισοδήματα.

Η Θεσσαλονίκη μπορεί – αυτό δεν το αμφισβητεί κανείς. Ανατάσσεται στο εσωτερικό της – διαδικασία επίμονη και απαιτητική, επενδύει, καλύπτει το χαμένο έδαφος στις υποδομές. Το κεντρικό κράτος οφείλει να αναγνωρίσει αυτή τη δυναμική, να μην την υποσκάψει και ακολούθως να σχεδιάσει για την Ελλάδα έναν νέο δυναμικό και εξωστρεφή ρόλο στη Νοτιοανατολική Ευρώπη. Η Θεσσαλονίκη μπορεί να παίξει τον ρόλο του «κέντρου» αυτής της προσπάθειας – προετοιμάζεται. Μια τέτοια εξέλιξη θα είναι μάλιστα ευεργετική για την ολόκληρη τη χώρα. Ένας δεύτερος αστικός πόλος ανάπτυξης μπορεί να δώσει ιδιαίτερη δυναμική στο ΑΕΠ και στη δομή της οικονομίας.

Η προσπάθεια έχει ξεκινήσει, είναι σε εξέλιξη - όσοι βλέπουν τη μεγάλη εικόνα δίνουν ήδη αυτή τη μάχη.

Το άρθρο δημοσιεύτηκε στη Voria.gr ΕΔΩ

Σάββατο 22 Ιανουαρίου 2022

Η νέα κανονικότητα δεν μπορεί να είναι μεταπολιτευτική, άρθρο στην Ηuffingtonpost



Η κόπωση της ελληνικής κοινωνίας είναι δεδομένη. Και αν επρόκειτο μόνον για κόπωση, θα ήταν όλοι ευτυχισμένοι, όμως εδώ έχουμε μια σχεδόν δεκαπενταετία - σχηματικά από το 2007- που ανατράπηκε η μεταπολιτευτική κανονικότητα.

Η περιδίνηση της ελληνικής οικονομίας συμπαρέσυρε όπως ήταν αναμενόμενο την κοινωνία σε ένα καθοδικό σπιράλ με μεγάλο κόστος. Η αδυναμία του πολιτικού συστήματος να διαγνώσει και να υπερβεί άμεσα και αποφασιστικά τις δομικές αδυναμίες που οδήγησαν στη χρεοκοπία επέτεινε χρονικά την κρίση και πολλαπλασίασε το κόστος. Βέβαια για να είμαστε δίκαιοι υπήρξαν κυβερνήσεις και περίοδοι που τα πράγματα συμμαζεύτηκαν ή διορθώθηκαν, όχι όμως σε τέτοιο βαθμό ώστε να ισχυριστούμε σήμερα πως αφήσαμε πίσω μας οριστικά και αμετάκλητα τις εγγενείς παθογένειες.

Η εμφάνιση της πανδημίας ήρθε σωρευτικά να προσθέσει νέα βάρη και νέες προκλήσεις σε έναν αδύναμο και γραφειοκρατικό κρατικό μηχανισμό, έφερε νέες οικονομικές επιβαρύνσεις και κατέστησε ορισμένα ζητήματα που χρόνιζαν επιτακτικά. Σε αυτή τη συγκυρία – για να είμαστε επίσης δίκαιοι με τις καταβληθείσες προσπάθειες – έγιναν σημαντικά βήματα λειτουργικού εκσυγχρονισμού του ελληνικού κράτους όμως δεν κατέστη δυνατό να ξεπεραστεί η μόνιμη οργανωσιακή υστέρηση και οι χρόνιες ανεπάρκειες. Η φέρουσα ικανότητα του κράτους είναι συγκεκριμένη ακόμη και αν αποδεχθούμε ότι κινηθήκαμε στα άνω όριά της για να ανταπεξέλθουμε στην υγειονομική κρίση.

Σε αυτήν την δεύτερη χρονικά υγειονομική κρίση, σημαντική παράμετρος που έχει συγκρατήσει σε διαχειρίσιμο για την ώρα επίπεδο την κατάσταση είναι η διαφορετική αντιμετώπιση του ζητήματος από την Ευρωπαϊκή Ένωση και η δυνατότητα χρηματοδότησης ελλειμμάτων κάθε κράτους μέλους – συνθήκη όμως που έχει έναν απολύτως ορατό χρονικό ορίζοντα πέραν του οποίου κάθε κοινωνία θα αναμετρηθεί με τις δικές της πραγματικότητες και αδυναμίες.

Το μόνιμο αίτημα της ελληνικής κοινωνίας από το 2010 και μετά είναι να η επαναφορά της κανονικότητας. Να βγούμε επιτέλους από την αέναη κρίση και να πάρουμε τις ζωές μας πίσω. Είτε αυτή είναι η οικονομική και κοινωνική ζωή μέχρι το 2010 είτε αυτή είναι η ζωή προ πανδημίας. Εύλογο αίτημα απολύτως λογικό για μια κοινωνία που απώλεσε 30% του ΑΕΠ και για 2 χρόνια τώρα μετρά απώλειες ζωών και ζει υπό περιορισμούς.

Εδώ όμως κρύβεται ο τεράστιος κίνδυνος. Για την Ελλάδα επιστροφή σε αυτό που εκτιμάται και ονοματίζεται κανονικότητα δεν υπάρχει. Δεν μπορούμε να επιστρέψουμε στην προ του 2010 κατάσταση με κανένα υπαρκτό σενάριο – ακόμα και αν επιχειρηθεί μια τέτοια επιστροφή στο τέλος του δρόμου θα μας περιμένει μια νέα χρεοκοπία. Επίσης πρέπει να συνηθίσουμε πως το μέλλον που μας επιφυλάσσει ο 21ος αιώνας είναι γεμάτος κρίσεις και όχι κανονικότητες όπως το τελευταίο τέταρτο του 20ου.

Ειδικά εμείς έχουμε μπροστά μας πληθώρα κρίσεων.

Πρώτα και κύρια την οικονομική έως ότου ξεπεράσουμε την οικονομική υστέρηση μέσα από ένα πλέγμα αλλαγών σε κράτος και οικονομία. Ελλείμματα, δημόσιο χρέος και ασθενική ανάπτυξη δεν είναι συνταγή επιτυχίας.

Η δημογραφική κρίση είναι ο ελέφαντας στο δωμάτιο και συμπαρασύρει όλα τα πεδία κράτους και οικονομίας – ακόμη και αυτά της ασφάλειας και την άμυνας. Λιγοστεύουμε και γερνάμε τάχιστα.

Περιβαλλοντική κρίση καθώς φαίνεται να βρισκόμαστε στην πρώτη ζώνη χωρών που τις επόμενες δεκαετίες θα κληθούμε να πληρώσουμε τεράστιο κόστος λόγω κλιματικής αλλαγής.

Ενεργειακή κρίση καθώς η αλλαγή του ενεργειακού μείγματος αποδεικνύεται εν τοις πράγμασι κολοσσιαίο project άμεσα συνδεδεμένο με παγκόσμιες εξελίξεις και δυνατότητες κάθε χώρας να εντάξει την τεχνολογική εξέλιξη στην δική της παραγωγή ενέργειας.

Γεωπολιτική κρίση καθώς γειτνιάζουμε με μια αναθεωρητική δύναμη που διάκειται εχθρικά προς εμάς σε ένα παγκόσμιο περιβάλλον που μεταβάλλεται και απουσιάζουν οι μεταπολεμικές σταθερές.

Άρα λοιπόν τι μένει; Τι μπορούμε να κάνουμε; Είμαστε χαμένοι από χέρι; Είναι το μέλλον μας δυσοίωνο; Η απάντηση εδώ εξαρτάται από πολλές παραμέτρους.

Πρώτη παράμετρος είναι να αναλύσουμε σε βάθος και ρεαλιστικά το σημείο που βρισκόμαστε. Δεν θα λύσουμε και δεν θα απαντήσουμε πειστικά σε καμία πρόκληση εάν δεν την αναγνωρίσουμε ως τέτοια. Αν ο δημόσιος διάλογος συνεχίσει να περιστρέφεται γύρω από επιδόματα, συντάξεις και μεταπολιτευτικές διευθετήσεις, έξεις και δομές δεν έχουμε μέλλον. Η νέα κανονικότητα είναι η αποτελεσματική διαχείριση κρίσεων από το κράτος όχι η ένταξη και ικανοποίηση συντεχνιακών αιτημάτων και χαριστικών ρυθμίσεων σε ομάδες πίεσης στο κράτος.

Δεύτερο, ας ξεχάσουμε την μεταπολιτευτική κανονικότητα και ας αναζητήσουμε ιστορικά ανάλογα σε άλλες ιστορικές περιόδους. Η ήττα, η υποχώρηση, η υστέρηση δεν είναι νομοτέλεια αρκεί να προετοιμαστούμε. Υπάρχουν περίοδοι που η χώρα προόδευσε αισθητά. Πώς το πέτυχε; Με ποιες ελίτ; Με πιο πολιτικό πρόγραμμα; Με ποια ανάλυση διεθνών συγκυριών; Μια συνοπτική ματιά στη νεοελληνική ιστορία έχει αξιόλογα παραδείγματα.

Τρίτομεταφορά πόρων σε άλλα πεδία – αν συνεχίσουμε να χρηματοδοτούμε άπατα βαρέλια χωρίς καμία μετρήσιμη ανταπόδοση επειδή συγκυριακά έχουμε πρόσβαση σε φθηνό χρήμα δίνουμε παράταση ζωής σε ένα νεκρό μοντέλο και σε 10 με 15 χρόνια θα βρεθούμε σε ακόμη πιο δυσμενή θέση. Αυτή η μεταφορά πόρων θα συναντήσει αντιστάσεις από την κοινωνία είναι όμως μονόδρομος.

Κάθε κόμμα που κυβερνά είτε φιλοδοξεί να κυβερνήσει τη χώρα οφείλει να τοποθετηθεί σε αυτά τα ζητήματα γιατί αυτά συγκροτούν την ατζέντα της επόμενης πενηντακονταετίας. Εάν θέλουμε η Ελλάδα του 2060 να είναι χώρα εύρωστη, πληθυσμιακά μετρήσιμη, οικονομικά δυνατή, ενταγμένη σε όλα τα δίκτυα ισχύος, προσαρμοσμένη στις νέες συνθήκες πρέπει να δράσουμε σήμερα.

Το μέλλον σίγουρα δεν θα είναι γραμμικό – ίσως υπάρξουν περίοδοι που η παλίρροια θα μας σηκώσει και άλλες που η άμπωτη μπορεί να μας τσακίσει. Αυτό που πρέπει να αποφύγουμε με κάθε τρόπο είναι να είμαστε καρυδότσουφλο όπως στο ξέσπασμα της παγκόσμιας οικονομικής κρίσης. Είναι απολύτως εφικτό να μην είμαστε εμείς εκ νέου ο αδύναμος κρίκος αλλά παράγοντας σταθερότητας.


Το άρθρο δημοσιεύτηκε ΕΔΩ