Κυριακή 29 Ιανουαρίου 2017

Ενιαίος κομματικός φορέας - αρθρο στην Thessnews της 28/1/2017




Οι προοδευτικές δυνάμεις που συμβατικά αποκαλούμε κεντροαριστερά πρέπει να παίξουν μπάλα και να σκοράρουν κόντρα στη ροή του αγώνα. Παγκοσμίως αλλά και πανευρωπαϊκώς βλέπουμε να επικρατούν ιδέες συντηρητικές, ιδέες αναδίπλωσης στο εθνικό κράτος, στροφή υπέρ κλειστών συστημάτων, δαιμονοποίηση της παγκοσμιοποίησης και των υπερεθνικών οντοτήτων. Βλέπουμε άνοδο του λαϊκισμού, του ρατσισμού, της ξενοφοβίας και όλα αυτά στο όνομα του λαού, της προστασίας του αδυνάμου, της πρόνοιας για τον οικείο, τον γνωστό. 

Αυτό συμβαίνει διότι εμείς δεν έχουμε καταφέρει να απαντήσουμε επαρκώς στους πραγματικούς και υπαρκτούς προβληματισμούς των κοινωνικών στρωμάτων που μας στήριζαν. Το σχέδιο για μια παγκόσμια προοδευτική διακυβέρνηση που θα ρυθμίζει τις ανισορροπίες της παγκοσμιοποίησης πρέπει να ενισχυθεί.

Στην Ελλάδα, όπου οι δυνάμεις αυτές χρεώθηκαν όλα τα κακώς κείμενα, έχουμε περισσότερο δρόμο να διανύσουμε. Σε πρώτη φάση η συσπείρωση κομμάτων, κινήσεων, προσώπων είναι θετική αλλά αν δεν ακολουθήσει η δεύτερη δεν θα πάμε μακριά. Δεύτερο και ουσιαστικό βήμα η δημιουργία ΕΝΟΣ ΕΝΙΑΙΟΥ ΚΟΜΜΑΤΙΚΟΥ ΦΟΡΕΑ, με όργανα, διαδικασίες, μητρώο μελών, αποφασιστική δυνατότητα λήψης αποφάσεων, δικαιώματα και υποχρεώσεις, συνδρομές που θα είναι σε θέση να συναρθρώσει πολιτικές και προτάσεις και να αρθρώσει εν τέλει έναν σύγχρονο προοδευτικό λόγο.

Το χειρότερο πιάτο της μεταπολίτευσης - άρθρο στην Καρφίτσα της 28/1/2017


Αν και νεότατος ο πρωθυπουργός όπως και αρκετοί εκ των συνεργατών του, από το 2012 και την εκτίναξη του κόμματός τους στη θέση της αξιωματικής αντιπολίτευσης δεν έχουν συνδεθεί με μία κεντρική ιδέα. Θα περίμενε κανείς πως το άθροισμα της ηλικιακής νεότητας, του διαφαινόμενου τότε ριζοσπαστισμού και της βούλησης αν μη τι άλλο θα κόμιζε κάποιες νέες ιδέες στη δημόσια σφαίρα και στην πολιτική της χώρας. Μιας χώρας και μιας κοινωνίας που στο σοκ της πτώχευσης και των συνεπειών της ήταν – όπως αποδείχθηκε – έτοιμη να πιστέψει σχεδόν τα πάντα.

Κανείς εχέφρων δεν ανέμενε από τη δυνάμει τότε κυβερνητική ομάδα εμπειρία, διαχειριστική ικανότητα, μετριοπάθεια και ωριμότητα. Αντίθετα πολλοί ανέμεναν ορμή, θέληση για αλλαγές, φρεσκάδα, νέες ιδέες και γενικότερα έναν άλλο αέρα στο κυβερνάν. Άλλες προσεγγίσεις, άλλο ύφος, άλλη κουλτούρα. Ο συνδυασμός νεότητας και Αριστεράς φάνταζε έως και ιδανικός για την αναθρεμένη στα μεταπολιτευτικά νάματα ελληνική κοινωνία. Σχηματικά ίσως πολλοί ανέμεναν εκ νέου ένα ΠΑΣΟΚ της νιότης τους απαλλαγμένο από τα βάρη της πολυετούς διακυβέρνησης  τη φθορά και τον ρεαλισμό της διαχείρισης. Ένα κόμμα και ένα νέο πολιτικό προσωπικό που με ορμή θα άλλαζε τα πράγματα έστω και αν αυτό που η ελληνική κοινωνία ονοματοδοτούσε ως αλλαγή ήταν στην πραγματικότητα σφοδρή επιθυμία συνέχισης του ίδιου μοντέλου.

Επιστρέφοντας όμως στον πρωθυπουργό και την ομάδα του διαπιστώνουμε πως όχι μόνο δεν κόμισαν απολύτως καμία νέα ιδέα, όχι μόνο δεν ήταν το φρέσκο και διαφορετικό αλλά αντίθετα συμπυκνώνουν ό,τι παλαιό υπήρχε στην πολιτική ζωή του τόπου. Κυνισμός, παρεοκρατία, πελατειασμός, κρατισμός, εξουσιομανία και υφέρπουσες τάσεις αυταρχισμού. Αναφυλαξία στην σε βάρους τους διαμαρτυρία, στον έλεγχο, στους ισχυρούς θεσμούς και αγάπη για την εξουσία, την κυριαρχία, την αδιαμεσολάβητη και ανέλεγκτη δύναμη.

Διένυσαν μία υφολογική απόσταση εντός 5 ετών και έφτασαν σε σημεία που άλλοι, παλαιότεροι δεν προσέγγισαν σε εικοσαετείς σταδιοδρομίες και καριέρες στα πολιτικά πράγματα. Αντί να εμφανιστούν ως ώριμα τέκνα ενός κοινωνικοπολιτικού συστήματος με συναίσθηση της ιστορικής ευθύνης και της ευκαιρίας που είχαν, επίλεξαν να ενεργήσουν ως κακομαθημένα κακέκτυπα των πιο σκοτεινών σημείων των «γονέων» τους – χωρίς μάλιστα τις αναλογίες με τα θετικά των τελευταίων.

Αδιάβαστοι, ρηχοί, αγνώμονες, χωρίς γνώση και κατανόηση του κόσμου, των συνθηκών, των αναγκών, των συσχετισμών και των δυνατοτήτων βυθίζουν τη χώρα σε αδιανόητα επίπεδα χωρίς αιδώ. Ακόμη και σε πεδία που λογίζονταν ως προνομιακά για τον πολιτικό χώρο από τον οποίο προέρχονται δεν μπορούν να επιτύχουν ένα σοβαρό μετρήσιμο αποτέλεσμα.

Στην κοινωνική πολιτική αποτυγχάνουν διότι δεν μπορούν ούτε να σχεδιάσουν ούτε να εξασφαλίσουν πόρους, ούτε επιθυμούν να βοηθήσουν τους έχοντες πραγματική ανάγκη. Στα δικαιώματα εμφανίζονται φοβικοί διότι ο φυσικός τους και κυβερνητικός τους σύμμαχος είναι ένα συντηρητικό λαϊκιστικό κόμμα. Στη δημόσια διοίκηση και εν γένει στο κράτος δεν μπορούν αλλά και δεν θέλουν να κάνουν μεταρρυθμίσεις. Στη παιδεία απομακρύνονται από το διεθνές παράδειγμα. Αν λοιπόν στα ανωτέρω τα αποτέλεσμα είναι αποκαρδιωτικά τότε τι να περιμένει κανείς για την πραγματική οικονομία, τις ιδιωτικοποιήσεις, το επιχειρείν, την απελευθέρωση επαγγελμάτων, τη φορολογία κλπ.

Συμπερασματικά λοιπόν όχι μόνο δεν κόμισαν μία νέα ιδέα – μικρή η μεγάλη- αλλά πίσω από το προσωπείο της νεότητας μας σέρβιραν το χειρότερο πιάτο της Μεταπολίτευσης. Καμία ιδέα πίσω από την οποία μπορεί να συνταχθεί και να ανασυνταχθεί ο ελληνισμός. Μόνο παλιά τετρίπια σε μια συγκυρία που θέτει εν αμφιβόλω την ιστορική μας συνέχεια ως έθνος.

Τρίτη 10 Ιανουαρίου 2017

Δισεκατομμύρια άνδρα δείκνυσι (άρθρο στην Εφημερίδα Θεσσαλονίκη της 9/1/2017)

Έστω ότι η χώρα δύναται να βγει στις αγορές και να αντλήσει πόρους ύψους 10 δισεκατομμυρίων ευρώ στα τέλη Ιανουαρίου, όπως έκανε προ κρίσης. Έστω ότι τα επιτόκια δανεισμού είναι παρεμφερή με της Γερμανίας, όπως ήταν λίγα χρόνια προ κρίσης. Έστω ότι η βοήθεια των εταίρων –δανειστών δεν σταματά. Μας δανείζουν κανονικά, εφαρμόζουμε το μνημόνιο, αξιολογείται το πρόγραμμα ανά τακτά χρονικά διαστήματα αλλά παράλληλα η χώρα αντλεί 10 δισεκατομμύρια ευρώ από τις αγορές και μπορεί να τα αξιοποιήσει όπως αυτή θέλει. Δεν υπάγονται δηλαδή σε κάποια δέσμευση ή υποχρέωση, ούτε κατευθύνονται για την αποπληρωμή τοκοχρεολυσίων. Σε αυτή την υπόθεση εργασίας ποια νομίζετε ότι θα ήταν η τύχη αυτών των δισεκατομμυρίων; Προς τα πού θα κατευθύνονταν αυτοί οι πόροι;

Το υπάρχον πολιτικό προσωπικό της χώρας πιστεύει στον ίδιο Θεό, το μεγάλο δαπανηρό κράτος. Έχει κοινές προσλαμβάνουσες, είναι εθισμένο στις δαπάνες, αγνοεί τις αναδιαρθρώσεις, σχεδιάζει πρόχειρα, ο ορίζοντάς του είναι χαμηλός, μέλημά του ο πολιτικός και κομματικός προσεταιρισμός επιμέρους ομάδων συμφερόντων, ομάδων πίεσης, συντεχνιών.

Επιστρέφουμε λοιπόν στην υπόθεση εργασίας όπου ο πρωθυπουργός Αλέξης Τσίπρας έχει στη διάθεσή του πόρους ύψους 10 δισεκατομμυρίων ευρώ χωρίς περιορισμούς. Διαφωνεί κανείς πως θα προχωρούσε άμεσα σε προσλήψεις στον δημόσιο τομέα; Διαφωνεί κανείς πως θα εφεύρισκε μάλιστα παραλλήλους τρόπους - a la stage – και εκτός ΑΣΕΠ για να προσλάβει γρηγορότερα και αμεσότερα στον ευρύτερο δημόσιο τομέα, σε υπηρεσίες, δήμους, σε κάτι ευφάνταστους οργανισμούς άνευ αντικειμένου που είναι μονίμως «υποστελεχωμένοι» θαρρείς και προσφέρουν κάποιο έργο; Αμφιβάλει κανείς ότι θα έδινε αυξήσεις σε συντάξεις άκριτα και σε δυνατόν περισσότερους; Αμφισβητεί κανείς ότι πακτωλός χρημάτων θα κατευθύνονταν προς φίλια ΜΜΕ, ιστοσελίδες, δημοσιογραφίσκους, κανάλια και εφημερίδες;

Και στο πεδίο των επενδύσεων αμφισβητεί κανείς πως θα επιλέγονταν και πάλι  η οδός των μεγάλων και ακριβών δημοσίων έργων στον τομέα των υποδομών; Πιστεύει κανείς πως δεν θα ιδρύονταν νέες γραμματείες, διευθύνσεις, επιτροπές αμειβόμενων μελών και διάφορες έμμισθες θέσεις συμβούλων και παρατρεχάμενων;

Εκτιμά κανείς πως θα προχωρούσε κάποια αναδιάρθρωση στην οικονομία, κάποια υποβοήθηση της στροφής σε διεθνώς εμπορεύσιμα προϊόντα και υπηρεσίες ή θα ενισχύονταν η κατανάλωση εισαγόμενων προϊόντων με επίπτωση στο εμπορικό ισοζύγιο; Πιστεύει κανείς πως η δημόσια διοίκηση θα εκσυγχρονίζονταν ξεκινώντας με ορισμένους απαραίτητους λειτουργικούς εκσυγχρονισμούς και περνώντας σε πιο προωθημένες αναβαθμίσεις ή το δαιδαλώδες θα μεγεθύνονταν;

Το κοινωνικό κράτος, έχοντας πλέον κάποιους πόρους παραπάνω θα γινόταν αποδοτικότερο μέσω στόχευσης; Θα απεγκλώβιζε από τη φτώχεια ποσοστιαία περισσότερους; Θα βοηθούσε τους πραγματικά έχοντες ανάγκη, τους outsiders της Μεταπολίτευσης ή θα συνέχιζε στην πεπατημένη; Θα ενισχύονταν οι κοινωνικές υπηρεσίες ή θα δαπανιόνταν  πόροι επιδοματικά και άναρχα;

Πέραν του ΕΝΦΙΑ που ίσως καταργούνταν ( αν και θα ήταν μεγάλο μέρος των υποθετικών πόρων) πιστεύετε ότι θα μειώνονταν δραστικά η φορολογία και θα αναδιοργανώνονταν η φορολογική διοίκηση ή απλά θα επανέρχονταν ένα υψηλότερο αφορολόγητο όπως παλιά;

Τι πιστεύετε και πως απαντάτε στα ανωτέρω ερωτήματα;

Και αν απαντάτε όπως θα απαντούσε κάθε στοιχειωδώς ενημερωμένος πολίτης αυτής της χώρας, ποια πιστεύετε ότι είναι τα περιθώρια σωτηρίας της Ελλάδας – όπου σωτηρία δεν νοούμε την παρούσα στασιμότητα και τις μειωμένες προσδοκίες αλλά την επανάκαμψη σε καθεστώς ευρωπαϊκής κανονικότητας.

Η τραγωδία όμως που δεν βρίσκει εύκολα λύτρωση είναι πως λίγο πολύ με τον ίδιο τρόπο θα κινούνταν όλα τα ελληνικά κόμματα – μνημονιακά και αντιμνημονιακά, αριστερόστροφα και δεξιόστροφα, ευρωπαϊστικά ή ευρωσκεπτιστικά. Όχι στον ίδιο βαθμό βέβαια και ούτε με την ίδια ζέση αλλά αυτό δεν είναι αρκετό για την υπόθεση σωτηρίας της χώρας. Ο τρόπος που το πολιτικό προσωπικό αντιλαμβάνεται την πολιτική είναι παρεμφερής. Στον πυρήνα του είναι παρόμοιος. Ο χρόνιος εθισμός σε αλόγιστες δαπάνες, η ανυπαρξία αυθεντικών μεταρρυθμιστικών θυλάκων που θα μπόλιαζαν κόμματα και κοινωνία, η ογκώδης άγνοια και ο πελατειασμός, η ανυπαρξία «θεσμικών κομμάτων» με διαδικασίες και τριβή με την πραγματικότητα μας έχουν οδηγήσει σε αυτό το σημείο. Και το σημείο είναι απολύτως οριακό.

Πέμπτη 5 Ιανουαρίου 2017

«Μα εμείς τα… πληρώσαμε»(άρθρο μου στην Εφημερίδα Καρφίτσα της 24/12/2016)


Όσο πολυπαραγοντικό ζήτημα και εάν είναι η ελληνική κρίση, μιας και για το ξέσπασμα αυτής συμφύονται πληθώρα παραμέτρων και αιτιών, κάποια πράγματα πρέπει να ειπωθούν με το όνομά τους. Τουλάχιστον τα βασικότερα εκ των αιτιών της κρίσης έπρεπε και πρέπει ακόμα και σήμερα –7 χρόνια μετά– να ειπωθούν ωμά.
Μια σκληρή γλώσσα πρέπει να παρουσιάσει τις σκληρές αλήθειες στο ευρύ κοινωνικό σώμα. Η παρουσίαση της αλήθειας δεν είναι η ικανή συνθήκη υπέρβασης της κρίσης είναι όμως απαραίτητη. Χωρίς αυτή δεν μπορούν να θεμελιωθούν σε ισχυρό βάθρο οι προσπάθειες υπέρβασής της.  Οι βασικές αιτίες της κρίσης έπρεπε και πρέπει να παρουσιαστούν και για έναν ακόμη λόγο. Μόνον μέσα από αυτήν την παρουσίαση μπορεί να γίνει και ιεράρχηση μέτρων και προτεραιοτήτων. Λοιπόν, χωρίς περιστροφές και μισόλογα, μία μεγάλη αλήθεια είναι πως στον πυρήνα της ελληνικής κρίσης και χρεοκοπίας βρίσκεται το ασφαλιστικό σύστημα. Εάν δεν είναι ο βασικός λόγος αυτής , είναι σίγουρα εντός των τριών κορυφαίων. Το ασφαλιστικό σύστημα της Ελλάδας και ο τρόπος προσέγγισης αυτού από πλευράς του πολιτικού συστήματος βρίσκεται στον πυρήνα της χρεοκοπίας και της κρίσης. Το ελληνικό ασφαλιστικό σύστημα μέσω της τριμερούς συγχρηματοδότησής του επιδοτήθηκε την δεκαπενταετία 2000-2015 με αστρονομικά  ποσά. Η γενναιοδωρία προ κρίσης ήταν ασύλληπτη με τα σημερινά δεδομένα.
Ας δούμε μερικά δεδομένα :
1. Σύμφωνα με τον Οργανισμό Οικονομικής Συνεργασίας και Ανάπτυξης (ΟΟΣΑ), το 2009 η Ελλάδα είχε το υψηλότερο ποσοστό αναπλήρωσης, δηλαδή το πιο γενναιόδωρο σύστημα και από τις 30 χώρες του ΟΟΣΑ.
2. Το 1975 η αναλογία εργαζόμενων ανά συνταξιούχο ήταν 3,66:1 ενώ το 2009 1,7:1, σήμερα το 2016 καλύτερα να μην γνωρίζουμε.
3. Μόνο τη 10ετία 2000-2009, ο Κρατικός Προϋπολογισμός πρόσφερε στα Ταμεία 98 δισ., Για την τετραετία 2010 -2014 συνεισέφερε 71 δις. Συνολικά για τη 15ετία 2000-2014, το ποσό της επιχορήγησης των Ταμείων ανέρχεται σε 169 δισ.
4. Παρά τις μειώσεις των συντάξεων η δαπάνη δεν μειώνεται καθώς ωθούνται χιλιάδες εργαζόμενοι σε πρόωρες συνταξιοδοτήσεις. Δαπανούμε όσα το 2008 με το ΑΕΠ σε σχέση με τότε να είναι -25%
Γιατί λοιπόν αυτές οι παγκοίνως αποδεκτές αλήθειες, βασισμένες σε έρευνες, μελέτες, αριθμούς και στατιστικά στοιχεία δεν βρίσκονται στο επίκεντρο του δημοσίου διαλόγου; Γιατί αντί να ασχοληθούμε με το μείζον, ψάχνουμε υδρογονάνθρακες , πολύτιμους λίθους στο υπέδαφος και σκοτεινά κέντρα που κατατρέχουν τον Ελληνισμό επιδιώκοντας δήθεν την υποταγή του; Μα γιατί έχουμε το πολιτικό σύστημα που μας αξίζει. Εκλέγουμε αυτούς που θα συνεχίσουν να δανείζονται πόρους από το μέλλον για να ικανοποιήσουν το παρόν. Γιατί έχουμε πολιτικούς που απέναντι στο «μα εμείς τα πληρώσαμε» των συνταξιούχων δεν έχουν το πολιτικό και ηθικό ανάστημα, την ηγετική δύναμη και συγκρότηση, την συναίσθηση της εθνικής ιστορικής ευθύνης να πουν «ΟΧΙ , ΔΕΝ ΤΑ ΠΛΗΡΩΣΑΤΕ» .
Και εν πάση περιπτώσει ποιο το μέλλον της χώρας αν οι νέοι φύγουν στο εξωτερικό, αν δεν μπορούν να κάνουν οικογένειες, αν δεν εργαστούν και δεν παράγουν νέο πλούτο που μέσα από μία νέα και δίκαιη αυτή τη φορά συμφωνία γενεών θα αναδιανεμηθεί προς τους μεγαλύτερους; Βέβαια κάποιο έκαναν καριέρες τάζοντας 13η σύνταξη και δεν είναι μόνον ο Τσίπρας. Πολλοί ενδιαφέρονται για το πώς θα αντικρύσουν τους γέροντες στα καφενεία χωρίς όμως να ιδρώνουν από το άγχος για το τι θα πούνε στους νέους. Το θυμικό όλων μας στην ελληνική κοινωνία αυτόματα μας υποδεικνύει πως ένας φτωχός γέροντας έχει ανάγκη. Είναι η συλλογική μας μνήμη που έχει καταχωρήσει τα γηρατειά ως την πρώτη κοινωνική ομάδα που δικαιούται στήριξης. Αυτή όμως είναι η εικόνα της Μεταπολίτευσης όπου οι γονείς της γενιάς του Πολυτεχνείου ήταν όντως η γενιά των πολέμων, της φτώχειας, των κατατρεγμών και της ανυπαρξίας κοινωνικών δομών.  Κλείνοντας παραθέτω πως ο μέσος όρος συνταξιοδότησης το 2015 στο δημόσιο ήταν τα 55έτη. Είμαστε χαμένοι από χέρι.