Πέμπτη 27 Σεπτεμβρίου 2012

Μπορεί η Ελλάδα να γίνει Silicon Valley;



Τον τελευταίο καιρό, όλο και πιο συχνά με ρωτούν για το πώς θα μπορούσε η Ελλάδα να γίνει η Silicon Valley της Νοτιοανατολικής (και όχι μόνο) Ευρώπης. Η ερώτηση επαναλαμβάνεται μάλιστα τόσο τακτικά, που η ελκυστικότητα της ιδέας δεν είναι αρκετή για να καλύψει εντελώς μια κάποια ενόχληση που μου προκαλεί η ερώτηση. Η ενόχληση με παραξένεψε και άρχισα να σκέφτομαι σοβαρά την προέλευσή της. Σίγουρα η επανάληψη παίζει κάποιο ρόλο, αλλά δεν είναι η μοναδική αιτία.

Μετά από αρκετή σκέψη κατέληξα στο ότι η ενόχληση οφείλεται στο ότι τελικά «Silicon Valley» σημαίνει διαφορετικά πράγματα για καθένα από τους συνομιλητές μου, οπότε μάλλον η απάντηση θα πρέπει να είναι διαφορετική κατά περίπτωση...Στο πλαίσιο της συγκεκριμένης ερώτησης, η Silicon Valley αντιπροσωπεύεται κυρίως από το οικοσύστημα των εταιρειών πληροφορικής που δραστηριοποιούνται στο διαδίκτυο με επίκεντρο την Google, το Facebook, την eBay, αλλά και τις πιο ώριμες Apple, Oracle, HP κ.λπ. Το οικοσύστημα αυτό έχει σαν βλαστοκύτταρα τις νεοφυείς (startup) εταιρείες των οποίων ο κύκλος ζωής είναι το κυρίαρχο στοιχείο της «κοιλάδας».
Από το 1995 και μετά κανένα άλλο μέρος στο κόσμο δεν έχει να δείξει τόση επιχειρηματική δραστηριότητα στο διαδίκτυο όση η Silicon Valley. Το διαδίκτυο ορίζει σήμερα τη Silicon Valley και αυτή με τη σειρά της ορίζει τη διαδικτυακή επιχειρηματικότητα. Για να καταλάβει κανείς τη διαδικτυακή επιχειρηματικότητα θα πρέπει να ξεκινήσει από το ίδιο το διαδίκτυο. Ο σχεδιασμός του και η ανάπτυξή του έγιναν κατά τρόπο ριζικά αντίθετο στις καθιερωμένες πρακτικές ανάπτυξης μεγάλων συστημάτων.
Ο λεπτομερής σχεδιασμός και η προσπάθεια πρόβλεψης κάθε λειτουργικής λεπτομέρειας έδωσε τη θέση του σε ένα απλό σύνολο τηλεπικοινωνιακών κανόνων (ή πρωτοκόλλων, όπως τα αποκαλούμε οι μηχανικοί) και σε μια διαδικασία έντονης ανοιχτής κριτικής η οποία σκόπευε στη συναίνεση επί της αρχής και η οποία εκφραζόταν κυρίως μέσω προγραμμάτων που υλοποιούσαν τις συμφωνημένες λειτουργίες («rough consensus and running code»).
Η έλλειψη κεντρικού ελέγχου και η αγνωστικότητα του διαδικτύου όσον αφορά τις εφαρμογές το έκαναν πολύ γρήγορα μια πλατφόρμα καινοτομίας. Το ότι για να συνδεθεί κανείς πάνω του είχε σαν μοναδική προϋπόθεση το να «μιλάει» κανείς την εύκολα προσβάσιμη γλώσσα του (τα τηλεπικοινωνιακά του πρωτόκολλα), έκανε την εξάπλωσή του ραγδαία. Στα πρώτα χρόνια του διαδικτύου κυρίαρχο αναπτυξιακό συστατικό του ήταν η εμπιστοσύνη μεταξύ των διάφορων υποδικτύων και κόμβων που το απαρτίζουν. Η διακίνηση χρήματος στο διαδίκτυο, που άρχισε ουσιαστικά μετά το 1995, παραμέρισε λίγο την εμπιστοσύνη από το προσκήνιο, αυτή όμως εξακολουθεί να είναι στο DNA του διαδικτύου. Την ενσωματωμένη αυτή εμπιστοσύνη εκμεταλλεύονται συνήθως οι διαδικτυακοί εγκληματίες για τις δραστηριότητές τους σήμερα.
Σε αντίθεση με τη συνήθη πρακτική τότε, το διαδίκτυο σχεδιάστηκε σαν ένας απλός μεταφορέας πληροφορίας μεταξύ δύο σημείων. Το είδος της πληροφορίας καθώς και ο τρόπος παραγωγής της και κατανάλωσής της αφορά αποκλειστικά τα δύο επικοινωνούντα άκρα και όχι το διαδίκτυο. Έτσι, η ποικιλία των εφαρμογών στο διαδίκτυο περιορίζεται μόνο από τη φαντασία των χρηστών του. Σήμερα είναι πολύ πιο απλό να δοκιμάσει κάποιος μια ιδέα για μια νέα εφαρμογή στην πράξη, να τη δει να δουλεύει και να την εξελίξει σταδιακά σε μια επαναληπτική διαδικασία, από το να μπει σε μια διαδικασία λεπτομερούς και μακροχρόνιου σχεδιασμού. Μια επαναληπτική (iterative) διαδικασία εξέλιξης σημαίνει αποδοχή της αποτυχίας σαν αναπόσπαστο συστατικό.
Όταν ασχολείσαι με τη δικτύωση τείνεις να βλέπεις την κοινωνία σαν δίκτυο ανθρώπινης δραστηριότητας, της οποίας η ποιότητα των αποτελεσμάτων εξαρτάται από τη συνδεσιμότητα μεταξύ των κόμβων του δικτύου (των ανθρώπων). Στην πολιτική οικονομία η συνδεσιμότητα αυτή λέγεται αστικό κεφάλαιο (civic capital) και το μέγεθός του σχετίζεται στενά με το οικονομικό προϊόν, όπως πολύ ωραία ανέλυσε πέρυσι στο TEDxAcademy o Ηλίας Παπαϊωάννου. Από αυτή τη σκοπιά το διαδίκτυο διαθέτει πολύ υψηλό αστικό κεφάλαιο. Είναι ανοιχτό, έχει λίγους, απλούς και σταθερούς λειτουργικούς κανόνες, προϋποθέτει ένα βαθμό εμπιστοσύνης μεταξύ των συμμετεχόντων, πολύ ελαφρύ και έμμεσο κεντρικό έλεγχο, επιτρέπει κάθε πειραματισμό που δεν δημιουργεί όχληση στους μη συμμετέχοντες.
Τα τελευταία χρόνια πάρα πολλά έχουν ειπωθεί και γραφτεί για το τι κάνει κάποια μέρη πιο εύφορα για τις νεοφυείς (startup) επιχειρήσεις ή για το πώς θα δημιουργηθεί η επόμενη Silicon Valley. Κάποιος έδωσε μια πολύ απλή συνταγή: Συνδυάζεις ένα εξαιρετικό ερευνητικό πανεπιστήμιο, ιδέες και επιχειρηματικά κεφάλαια (venture capital) και ανακατεύεις πολύ καλά.
Η συνταγή αυτή είναι πολύ ελλιπής γιατί αφήνει απέξω την απαραίτητη κουλτούρα, το αστικό κεφάλαιο, τα οποία στην περίπτωση της Silicon Valley εκφράζονται πολύ καλά από τις αξίες του διαδικτύου. 

Ξαναγυρνώντας τώρα στο αρχικό ερώτημα, βλέπουμε ότι ενώ η Silicon Valley έχει την κουλτούρα του διαδικτύου, η Ελλάδα φαίνεται να κάνει το ακριβώς αντίθετο. Παντελής έλλειψη εμπιστοσύνης, αποφυγή κάθε ρίσκου, θεσμικό πλαίσιο δαιδαλώδες, θολό και ασαφές, ανομία, γραφειοκρατία. Καμιά ανοχή/αποδοχή της αποτυχίας, κάτι που είναι και γενικότερο ευρωπαϊκό πρόβλημα. Ίσως τελικά η αρχική ερώτηση να με ενοχλεί υποσυνείδητα, γιατί δεν μπορώ να βρω μια ακριβή μετάφραση του civic capital στα ελληνικά. Κατέληξα στο «αστικό κεφάλαιο», αποκλείοντας τις μεταφράσεις κοινωνικό κεφάλαιο ή πολιτειακό κεφάλαιο, αλλά χωρίς ο όρος αυτός να με ικανοποιεί απόλυτα...
Πώς αλλάζει όμως η κουλτούρα; Η ασφαλής και αναγκαία απάντηση είναι με τη μόρφωση και με το χρόνο. Επειδή όμως η απάντηση αυτή δεν δημιουργεί ιδιαίτερες ελπίδες στη γενιά τού σήμερα, θα αναφέρω μια χώρα με παρόμοια προβλήματα η οποία κατάφερε να επιταχύνει αρκετά αυτή τη διαδικασία και να γίνει το πιο επιτυχημένο φυτώριο νεοφυών επιχειρήσεων έξω από τη Silicon Valley. To Ισραήλ. Εάν μπόρεσαν να το κάνουν εκεί, είμαι σίγουρος ότι κάτι μπορούμε να καταφέρουμε και εδώ.
Και το πρώτο μάθημα που θα πρέπει να πάρουμε από το διαδίκτυο και τη Silicon Valley είναι ότι αν θέλουμε να καταφέρουμε κάτι, θα πρέπει να σταματήσουμε να μιλάμε γι’ αυτό και να αρχίσουμε να το κάνουμε... 

* Ο Μιχάλης Μπλέτσας είναι διευθυντής Πληροφορικής του Media Lab MIT στη Μασαχουσέτη και αυτά είναι όσα είπε χθες στο TEDxAcademy 2012, στο Μουσείο Μπενάκη.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου