Κυριακή 12 Νοεμβρίου 2023

Αναγκαιότητα η εθνική στρατηγική περιφερειακής ανάπτυξης, ή αλλιώς «Ελλάδα δεν είναι μόνο η Αθήνα», άρθρο για την εφημερίδα ΠΟΛΙΤΙΚΗ της 11/11/2023


Μια γρήγορη ματιά σε πληθώρα χωρών της Ευρώπης και της Δύσης – και όχι μόνο – θα φανερώσει πως σε κάθε μία υπάρχουν τουλάχιστον δύο μεγάλα αστικά κέντρα, με διαφορετικά χαρακτηριστικά που παίζουν έναν άτυπο ρόλο πόλου ανάπτυξης. Ενδεικτικά Βαρκελώνη – Μαδρίτη, Ρώμη – Μιλάνο, Λισαβώνα – Πόρτο, Άγκυρα – Κωνσταντινούπολη, Βερολίνο – Μόναχο, Παρίσι – Μασσαλία κ.α. Πολλές χώρες μάλιστα δεν περιορίζονται σε δύο πόλους ανάπτυξης καθώς το δημογραφικό τους προφίλ επιτρέπει την ύπαρξη πολλών περισσότερων. Στην Ελλάδα ιστορικοί, γεωμορφολογικοί πολιτικοί και οικονομικοί παράγοντες έχουν συντελέσει σε μια σημαντική περιφερειακή ανισότητα και ανισορροπία. Ανά περιόδους αυτές μειώνονται και άλλοτε αυξάνονται. Η ανισοκατανομή πόρων, επενδύσεων, πληθυσμού, οικονομικής δραστηριότητας, δημοσίων έργων κ.α όμως παραμένει σε τέτοιο βαθμό που θα έλεγε κανείς ότι υπονομεύεται η υπόθεση της περιφερειακής ανάπτυξης αλλά η βιωσιμότητα του ίδιου του εθνικού κέντρου – της Αθήνας και της Αττικής.

Παρά τις θεσμικές παρεμβάσεις αποκέντρωσης και αποσυγκέντρωσης της εξουσίας από το κέντρο στην περιφέρεια και τη δημιουργία αυτοτελών θεσμικών μηχανισμών και αυτοτελών πόρων για την ενδυνάμωση των τοπικών κοινωνιών, το μητροπολιτικό κέντρο της Αθήνας συγκεντρώνει τις κυριότερες δυνάμεις ανάπτυξης και τους μηχανισμούς εξουσίας της χώρας. Η μετάβαση σε ένα πολυπολικό σύστημα απαιτεί πολλά περισσότερα. Η οικονομική κρίση της προηγούμενης 15ετίας μείωσε δραματικά το ΑΕΠ αλλά δεν έπληξε κατά τον ίδιο τρόπο όλες τις περιφέρειες. Οι μεγαλύτερες μειώσεις στην παραγωγικότητα σημειώθηκαν στα απομακρυσμένα νησιά, στη Δυτική Ελλάδα και την Αττική. Αποτέλεσμα αυτής της πτώσης είναι να παρατηρηθεί σύγκλιση, όμως αυτού του είδους η περιφερειακή σύγκλιση δεν είναι θετική. 

Η Ελλάδα το 2020 εμφάνιζε το 9 ο υψηλότερο επίπεδο περιφερειακών ανισοτήτων ως προς το κατά κεφαλήν ΑΕΠ μεταξύ των 30 χωρών του ΟΟΣΑ. Τα τελευταία χρόνια που παρατηρείται μεγέθυνση της οικονομίας η γενικότερη αίσθηση είναι πως και πάλι η Αττική και η Αθήνα ανοίγουν την ψαλίδα – με εξαίρεση κάποιες τουριστικές περιοχές. Πιθανά να χάνεται δηλαδή η ευκαιρία – και πάλι- της ισόρροπης περιφερειακής ανάπτυξης. Έχουμε όμως και αυτήν την φορά μια τέτοια πολυτέλεια; Η άποψή μου είναι πως στον 21 ο αιώνα η ποικιλία και η σφοδρότητα των «κρίσεων» που θα αντιμετωπίσουμε μετά βεβαιότητας πρέπει να μας οδηγήσει στην εφαρμογή πιο φιλόδοξων και αποτελεσματικών πολιτικών. Η δημογραφία, οι γεωπολιτικές ανακατατάξεις, η κλιματική κρίση, η ενεργειακή κρίση και η άμβλυνση του κοινωνικού ζητήματος καθιστούν την υπόθεση δημιουργίας ενός ανταγωνιστικού παραγωγικού μοντέλου πρόκληση.

Μέχρι εδώ οι διαπιστώσεις. Για να πετύχει μια εθνική στρατηγική τους στόχους της χρειάζεται -μεταξύ άλλων- και ένα success story. Μια επιτυχία που θα της προσδώσει εγκυρότητα, αποδοχή και κοινωνική στήριξη, πολιτική συναίνεση και ορατά κοινωνικά και οικονομικά αποτελέσματα, απτά και μετρήσιμα. Ισχυρίζομαι ότι αν η χώρα επενδύσει εμφατικά στην περίπτωση της Θεσσαλονίκης και της Κεντρικής Μακεδονίας μπορεί να το πετύχει. Μια πετυχημένη Θεσσαλονίκη μπορεί να ξεκλειδώσει πολλές επιλογές και να πυροδοτήσει σειρά θετικών εξελίξεων. Μπορεί να δώσει βάθος στο ελληνικό ΑΕΠ, να προσελκύσει επενδύσεις σε κρίσιμους τομείς που θα προσδώσουν υπεραξία σε όλη την παραγωγική αλυσίδα και να συμβάλει στη διάχυση θετικών αποτελεσμάτων σε γειτονικές περιοχές (βλ. αγροδιατροφή, εκσυγχρονισμός βιομηχανίας και βιοτεχνίας, τουρισμός). 

Με κέντρο τη Θεσσαλονίκη μπορούμε να κοιτάξουμε με μεγαλύτερη αυτοπεποίθηση όχι μόνο στα Βαλκάνια αλλά σε όλη την Νοτιανατολική Ευρώπη με ταυτόχρονη παραγωγική βάση, εξωστρέφεια και συμβολική ισχύ. Ένας δεύτερος πόλος ανάπτυξης που θα συμπαρασύρει σε θετική κατεύθυνση ΑΕΠ και δημογραφία – αυτός δεν μπορεί να είναι άλλος από τη Θεσσαλονίκη. Αρκεί αυτό να γίνει αντιληπτό και στην Αθήνα.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου