Παρασκευή 4 Σεπτεμβρίου 2015

Εκκίνηση και όχι τερματισμός. Δημοκρατική Συμπαράταξη.


Μία βασική παράμετρος της σημερινής προσπάθειάς μας είναι πως την αντιμετωπίζουμε ως ένα σημείο εκκίνησης και όχι ως σημείο τερματισμού. Ο ευρύτερος πολιτικός χώρος, η παράταξη, δεν χωρά όλη μέσα στα σημερινά όρια των κομμάτων και των συλλογικοτήτων που απαρτίζουν τη Δημοκρατική Συμπαράταξη - αυτό είναι δεδομένο. Το αντίθετο θα σήμαινε ηττοπάθεια και χαμηλό πήχη.

Αν και η βίαιη απομάγευση του αντιμνημονιακού ψεύδους και η οργανωτική αποδιάρθρωση των εκφραστών του δικαιώνει τις βασικές κεντρικές επιλογές του χώρου, εντούτοις υπάρχουν πολλά ακόμη εμπόδια που οφείλουμε να ξεπεράσουμε ώστε να επέλθει συσπείρωση και επαναπροσέγγιση με μεγάλα τμήματα της κοινωνίας αλλά και με τμήματα της παράταξης που σήμερα επιλέγουν διαφορετικά.

Το νόημα της Δημοκρατικής Συμπαράταξης στα ζητήματα πέραν της συγκυρίας και της διακυβέρνησης είναι και αυτό. Να μετατραπεί σε ένα σημείο εκκίνησης για μια διαδρομή που θα καταλήξει σε έναν προοδευτικό πόλο, ενώνοντας τις δυνάμεις της σοσιαλδημοκρατίας, της ανανεωτικής αριστεράς, του προοδευτικού κέντρου σε ένα κόμμα των μελών, με δημοκρατικές ανοιχτές διαδικασίες και ιδεολογικά ρεύματα στο εσωτερικό του. Να διατηρήσει τις καλύτερες των παραδόσεων από τις δυνάμεις που την συναπαρτίζουν και να μετασχηματιστεί γρήγορα σε πολιτικό υποκείμενο με αξιώσεις πλειοψηφίας.

Τι πρέπει να γίνει σήμερα;
Τι πρέπει να κάνει ο χώρος; 
Που πρέπει να δώσει έμφαση;

Να ξαναχτίσει την σχέση του με τη νέα γενιά που τον εγκατέλειψε μαζικά. Η εγκατάλειψη αυτή οφείλεται στο γεγονός πως το ΠΑ.ΣΟ.Κ αλλά και μέρος της Αριστεράς (ανανεωτική), ταυτίστηκε με τα συμφέροντα της γενιάς του Πολυτεχνείου, των insiders της Μεταπολίτευσης. Αυτή η ταύτιση τους εμπόδισε να διαχειριστούν την κρίση διαφορετικά. Προσπάθησε ο χώρος να καθυστερήσει κάποιες μεταρρυθμίσεις που θα έθιγαν την κομματική του πελατεία, μη αντιλαμβανόμενος πως με αυτόν τον τρόπο επιβάρυνει δυσανάλογα τους « εκτός συστήματος» κυρίαρχη μερίδα των οποίων είναι οι νέοι. Τελικά τον εγκατέλειψαν και οι μεν και οι δε. Με αυτή την τακτική επιλογή διαχείρισης της κρίσης έχασε τους παλιούς του συμμάχους και δεν κατάφερε μια νέα κοινωνική συμμαχία.

Να υπάρξει μία σοβαρή προσπάθεια οργανωτικής ανασυγκρότησης μακριά από το φάντασμα του παρελθοντικού οργανωτικού γιγαντισμού των μεταπολιτευτικών κομμάτων εξουσίας – με τοπικές οργανώσεις σε κάθε ραχούλα και κάμπο. Η οργανωτική ανασυγκρότηση μπορεί να αποφέρει και πολιτικούς καρπούς εάν γίνει με όρους σύγχρονους. Εάν οι οργανωτικοί πυρήνες γίνουν κυψέλες παρέμβασης ή παραγωγής ιδεών και πολιτικών.

Να στοχεύσει στη βασική παθογένεια της προ κρίσης εποχή που εντοπίζεται στο πολιτικό σύστημα και στον τρόπο διακυβέρνησης της χώρας. Η επικράτηση της μερικότητας, είτε αυτή είχε τη μορφή εξυπηρέτησης ιδιωτικών συμφερόντων, είτε είχε τη μορφή διευθέτησης και ικανοποίησης συντεχνιακών αιτημάτων έναντι του γενικού συλλογικού συμφέροντος σωρευτικά οδήγησε στην κρίση. Το περίεργο όμως είναι πως παρά το τεράστιο οικονομικό και κοινωνικό κόστος που πλήρωσε και πληρώνει η ελληνική κοινωνία, ο πυρήνας αυτού του συστήματος μένει ανέπαφος γεγονός που πολλαπλασιάζει τα βάρη που καλούνται να σηκώσουν οι υπόλοιποι. Πολιτικές για παράδειγμα που υποτίθεται πως ενισχύουν την ανάπτυξη και άρα τη δημιουργία θέσεων εργασίας επί της ουσίας διαιωνίζουν ένα καθεστώς ευνοιοκρατίας προς συγκεκριμένους επιχειρηματίες. Η αντίληψη για την ανάπτυξη παραμένει η ίδια.

Να παρουσιάσει το δικό του μεταρρυθμιστικό σχέδιο εξόδου από την κρίση αλλά και την δική μας πρόταση για την μεταμνημονιακή Ελλάδα αφού πρώτα εντοπίσουμε τους λόγους για τους οποίους οι μεταρρυθμίσεις δεν υλοποιούνται. Το μνημόνιο όσο δεσμευτικό και αν είναι διασφαλίζει τη σταθερότητα. Τα επιπλέον πρέπει να τα σχεδιάσουμε και να τα υλοποιήσουμε εμείς. Έχει αξία όμως να ειπωθεί γιατί οι μεταρρυθμίσεις - μνημονιακές ή μη- συνεχώς αναβάλλονται, ακυρώνονται, μετατίθενται για το μέλλον, αποσιωπούνται ή εκφυλίζονται. Δύο είναι κατά τη γνώμη μου οι αιτίες αυτής της αέναης ελληνικής πραγματικότητας και αυτής της κακοδαιμονίας. Πρώτη, ο κεντρικός ρόλος που  έπαιξαν οι ομάδες συμφερόντων και οι ομάδες πίεσης  που σχεδόν καθόριζαν την οικονομική και κοινωνική λειτουργία του κράτους όλα τα προηγούμενα χρόνια. Η αυξημένη ισχύς των ομάδων συμφερόντων πέρα από γενεσιουργός αιτία κοινωνικών αδικιών και ανισοτήτων είναι ταυτόχρονα και βασικός παράγοντας αδυναμίας προσαρμογής της χώρας μας στα νέα δεδομένα. Δεύτερη αιτία είναι αυξημένη δυνατότητα δανεισμού που απήλαυσε η εκάστοτε ελληνική κυβέρνηση και δια αυτού ικανοποιούσε κάθε ανάγκη, κάθε απαίτηση, κάθε αναγκαίο βήμα εκσυγχρονισμού. Η πρόσβαση σε φθηνό χρήμα κατέστησε την ανάγκη ων μεταρρυθμίσεων βραχυπρόθεσμα περιττή. Ελλείψει εξωτερικών καταναγκασμών και πληθώρα εσωτερικών εναλλακτικών διαρκούς χρηματοδότησης ελλειμμάτων, οι μεταρρυθμίσεις κατέστησαν φιλολογική συζήτηση. Η μη έγκαιρη υλοποίησή τους δεν είχε άμεσα ορατά αποτελέσματα. Άλλοτε το πολιτικό κόστος και οι κοινωνικές κινητοποιήσεις, άλλοτε ο μετεωρισμός ανάμεσα σε μεταρρυθμιστική βούληση και πελατειακές εξαρτήσεις και άλλοτε η επικράτηση ενός αλόγιστου κυβερνάν ματαίωσαν την υλοποίηση τέτοιων παρεμβάσεων.

Είναι πολλά ακόμη που πρέπει να γίνουν. Η Δημοκρατική Συμπαράταξη οφείλει να τα αναδείξει.
Μέχρι το δικό μας Epinay δεν μπορούμε και δεν πρέπει να καθόμαστε άπραγοι.

Εpinay και Bad Godesberg για τους σοσιαλιστές


Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου