Πάμε να δούμε τα στοιχεία για να μιλάμε πάντοτε με βάση τα δεδομένα και όχι εικασίες. Ας δούμε τι λέει η Eurostat: Το 2024, το 27,0% του πληθυσμού της Ευρωπαϊκής Ένωσης ηλικίας 16 ετών και άνω δεν μπορούσε να αντέξει οικονομικά μία εβδομάδα ετήσιων διακοπών μακριά από τον τόπο διαμονής του. Το ποσοστό αυτό μειώθηκε κατά 1,5 ποσοστιαία μονάδα σε σχέση με το 2023 και είναι σημαντικά χαμηλότερο (κατά 10,6 ποσοστιαίες μονάδες) σε σύγκριση με το 2014. Οι χώρες με τα υψηλότερα ποσοστά ανθρώπων που δεν μπορούσαν να αντέξουν οικονομικά μια εβδομάδα διακοπών ήταν: Ρουμανία: 58,6%, Ελλάδα: 46%, Βουλγαρία: 41,4%. Αντίθετα, οι χώρες με το χαμηλότερο ποσοστό ήταν: Λουξεμβούργο: 8,9%, Σουηδία: 11,6%, Ολλανδία: 13%. Σημειώνουμε εδώ ότι η Ελλάδα βρίσκεται σε χειρότερη θέση από το 2023, καθώς από την 4η «σκαρφάλωσε» στη δεύτερη χειρότερη θέση. Γιατί όμως συμβαίνει αυτό; Ποιες είναι εκείνες οι αλλαγές σε οικονομία, κοινωνία, εργασία και εισόδημα που έχουν καταστήσει την παραθέριση όνειρο θερινής νυκτός.
Πρώτη και κυρίαρχη αιτία είναι η χαμηλή αγοραστική δύναμη των Ελλήνων. Μετά την υπερδεκαετή κρίση – χρεωκοπία για να λέμε τα πράγματα με το όνομά τους – και την απώλεια σχεδόν 30% του ΑΕΠ είμαστε φτωχοί. Αυτό δεν αλλάζει ούτε εύκολα ούτε γρήγορα. Μάλιστα είμαστε στις τελευταίες θέσεις της ΕΕ – ασήμαντο αν είμαστε τελευταίοι, προτελευταίοι ή τρίτοι από το τέλος.
Δεύτερη αιτία είναι ο πληθωρισμός – αυτό που λέμε και καταλαβαίνουμε ως ακρίβεια. Τα πάντα είναι ακριβά. Διαμονή, βενζίνη, διόδια, ακτοπλοϊκά, αεροπορικά, εστίαση, διασκέδαση – όλα κινούνται τα τελευταία χρόνια δυσανάλογα ανοδικά σε σχέση με το εισόδημα. Αυτό οφείλεται σε πολλούς παράγοντες. Η διάρθρωση της ελληνικής οικονομίας, η υπερβολικά και σταθερά υψηλή έμμεση φορολογία, η δομική αβεβαιότητα του επιχειρείν που οδηγεί σε λογικές «εδώ και τώρα κέρδος» γιατί ποιος ξέρει του χρόνου πού και πώς θα είμαστε, έχουν μετατρέψει την Ελλάδα σε έναν σχετικά ακριβό προορισμό. Παράλληλα όμως αυτό επιδρά και στους πολίτες – η έλλειψη οικονομικής ασφάλειας αποτρέπει ακόμη και εκείνον που πιθανά θα μπορούσε να κάνει διακοπές καθώς προτεραιοποιεί την ικανοποίηση άλλων αναγκών. Και αυτός όμως που τελικά θα πάει διακοπές δεν μπορεί να δαπανήσει πολλά – και αυτό αποτυπώνεται στα στοιχεία αλλά και εμπειρικά. «Έχουν χαθεί οι Έλληνες από ταβέρνες και ξενοδοχεία» είναι η νέα επωδός των επαγγελματιών τουρισμού. Γιατί άραγε;
Μια τέταρτη πιθανά αιτία είναι η αλλαγή στην κατοικία. Παλαιότερα ένα σημαντικό ποσοστό Ελλήνων είχε μια εξοχική κατοικία, πατρικό κ.ο.κ για ιδία χρήση. Πολλές από αυτές τις κατοικίες στα χρόνια της κρίσης είτε πωλήθηκαν είτε μετατράπηκαν σε κατοικίες βραχυχρόνιας μίσθωσης στερώντας τη δυνατότητα αξιοποίησης από τους κύριους των ακινήτων. Αλλά και συμπληρωματικά αυτού, έχει επέλθει και μια άλλη αλλαγή – ποιοτικής φύσης. Τα δημόσια αγαθά περιορίζονται, εμπορευματοποιούνται και η πρόσβαση σε αυτά δυσκολεύει. Αιγιαλοί και παραλίες έχουν γίνει πεδίο επιχειρηματικής δραστηριότητας που κατά περιπτώσεις υπερβαίνει τα συμφωνηθέντα. Αυτό είναι ένας ακόμη αποτρεπτικός παράγοντας.
Σε κάθε περίπτωση, αυτό που ακροθιγώς αναλύουμε στο παρόν, είναι ένα ευρύτερο ζήτημα και αφορά κυρίαρχα την κατάληξη μιας σταδιακής αλλαγής της ελληνικής οικονομίας που αγγίζει πολλά περισσότερα πεδία από τις διακοπές στην Ελλάδα. Γιατί μετά τις διακοπές, υπάρχει μια σειρά άλλων ζητημάτων – στέγη, πόλη και δημόσιος χώρος, φυσικό περιβάλλον, υποδομές, ανθεκτικότητα και βέβαια κατανάλωση και κοινωνική συνοχή.
Το άρθρο δημοσιεύτηκε στη Voria.gr
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου