Σάββατο 29 Φεβρουαρίου 2020

Ελληνοτουρκικά : Μετατόπιση, μετεξέλιξη, ρεαλισμός και σχέδιο





Σε πολλά θέματα η χώρα προχωράει με ορισμένες σταθερές εδώ και δεκαετίες. Αυτό δεν είναι κατ΄ ανάγκη ούτε καλό, ούτε κακό. Ας πούμε η εθνική στρατηγική επιλογή για πρόσδεση της χώρας στις ευρωατλαντικές δομές – ΝΑΤΟ και ΕΕ – είναι το δίχως άλλο μία θετική παρακαταθήκη της μεταπολεμικής περιόδου.

Η ένταξη στη ζώνη του ευρώ – παρά τις όποιες ενστάσεις για διαδικασίες και χειρισμούς – συνιστά επίσης μία κορυφαία επιλογή στρατηγικού χαρακτήρα, άσχετα αν στη συνέχεια δεν αξιοποιήσαμε τις ωφέλειές της.  Δυνητικά ήταν ένα χρήσιμο εργαλείο εκσυγχρονισμού δομών και υποδομών, μία ''πιστωτική κάρτα'' στα χέρια μας για να γίνουμε Ευρώπη. Αν εμείς τη χρησιμοποιήσαμε αλόγιστα ή ορθολογικά είναι άλλη συζήτηση.

Η επιλογή ένταξης της Κύπρου στην Ε.Ε επίσης ήταν μία μεγάλη εθνική επιτυχία που ενίσχυσε τη θέση της σε σχέση με το αντικειμενικό πρόβλημα διχοτόμησης της νήσου.

Σε ό,τι αφορά τις ελληνοτουρκικές σχέσεις, υπήρξαν περίοδοι που ήταν έντονες, με γεγονότα και συμβάντα που τις δοκίμαζαν. Σε αυτό το πεδίο λοιπόν υπήρχε μία εθνική στρατηγική που αντιμετώπιζε τις ελληνοτουρκικές σχέσεις υπό το πρίσμα της πορείας ένταξης της γείτονος στην Ε.Ε.
Δεν είναι της στιγμής να αξιολογηθεί αυτή η εθνική στρατηγική – είχε αρχή μέση και τέλος, είχε ένα κάποιο σκεπτικό που διαρθρώνονταν στο χρόνο. Σήμερα όμως, ορθότερα εδώ και χρόνια, η Τουρκία δείχνει πως δεν ενδιαφέρεται να διεκδικήσει την ένταξή της στην Ε.Ε. Άρα ένας βασικός πυλώνας της στρατηγικής αυτής που ακολουθούσαμε, έχει καταρρεύσει. Η ένταξη στην Ένωση ως μοχλός πίεσης εξευρωπαϊσμού της Τουρκίας έχει πάψει να υφίσταται. Αυτό συνεπάγεται μία άλλη στρατηγική, ουσιωδώς διαφοροποιημένη.

Χωρίς το παρόν άρθρο να διεκδικεί δάφνες πρωτοτυπίας, σε επίπεδο κοινής αντίληψης γίνεται ευκρινώς ορατή η νέα αναγκαιότητα χάραξης μιας διαφοροποιημένης εθνικής στρατηγικής.
Και όταν μιλάμε για στρατηγική εννοούμε ένα πλαίσιο το οποίο θα καθορίζει την πολιτική του κράτους σε πολλά επίπεδα. Από εξωτερική πολιτική και διπλωματία, Εθνική Άμυνα και στρατιωτική ισχύ μέχρι την οικονομία και το δημογραφικό ζήτημα. Άρα γίνεται αντιληπτό πως θα πρέπει να είναι ένα σχέδιο με αντοχή στο χρόνο – στρατηγική και όχι τακτική- βασισμένο σε παραδοχές, σε εξέταση των δυναμικών, με προβολές στο μέλλον και σοβαρές επεξεργασίες.

Η υπερδεκαετής οικονομική κρίση αποδυνάμωσε τη χώρα ποικιλοτρόπως. Η δημοσιονομική στενότητα ανατρέπει την εξοπλιστική ισορροπία δυνάμεων στην Ανατολική Μεσόγειο, η Ελλάδα στηρίζεται εν πολλοίς στην ευρωπαϊκή οικονομική συνδρομή και το όποιο διπλωματικό της κεφάλαιο έχει απομειωθεί.

Μπορούμε να ανακάμψουμε;

Εκτιμώ ότι μπορούμε να ανακάμψουμε μέσα από συντονισμένες ενέργειες. Ήδη η από δεκαετίας οιωνεί συμμαχία με το Ισραήλ, την Κύπρο, την Αίγυπτο του Σίσυ, τη Γαλλία και τις Η.Π.Α είναι ένας άξονας ανάσχεσης του τουρκικού αναθεωρητισμού – που ας μην ξεχνάμε ότι και αυτός έχει αντικειμενικά πολιτικά και στρατιωτικά όρια.

Η βούλησή μας να έχουμε ρόλο και φωνή στο ζήτημα της Λιβύης, η στρατιωτική μας ετοιμότητα και οι – έστω και περιορισμένοι το τελευταίο διάστημα – στρατιωτικοί εξοπλισμοί, το γεγονός ότι παραμένουμε μία πλούσια και σταθερή χώρα στην ευρύτερη περιοχή, μέλος του ΝΑΤΟ και της Ε.Ε, συνιστούν μερικές σοβαρές σταθερές.

Από εκεί και πέρα – για να πιάσω το νήμα με τα προηγούμενα – νομίζω ότι κάτι πρέπει να αλλάξει στη στρατηγική μας. Δεν μπορούμε με τις ίδιες παραδοχές διαμορφωμένες προς 25ετίας να προχωρήσουμε στα ελληνοτουρκικά.

Είμαστε έτοιμοι να υπερασπιστούμε ή να υποχωρήσουμε; Είμαστε έτοιμοι να αντιπαρατεθούμε ή να κατευνάσουμε; Είμαστε ψύχραιμοι ή φοβόμαστε ή ; Μπορούμε ή αδυνατούμε; Εάν η στάση μας, η στάση της ηγεσίας μας είναι η πρώτη ( μπορούμε, είμαστε έτοιμοι, είμαστε ψύχραιμοι και δεν φοβόμαστε), τότε δίνεται μία μοναδική ευκαιρία συσπείρωσης του κοινωνικού παράγοντα γύρω από μία νέα ''μεγάλη ιδέα'' ανάταξης του κράτους. 

Κλείνοντας, θα πω για μία ακόμη φορά ότι το μεγαλύτερο ίσως εθνικό ζήτημα είναι η οικονομία – εξ’ ου και το πάγιο ενδιαφέρον για αυτήν. Όχι λόγω στενού οικονομισμού αλλά διότι μόνον μέσα από μία ακμάζουσα οικονομία μπορούμε να στηρίξουμε το κοινωνικό κράτος και να βελτιώσουμε την κοινωνική συνοχή. Μόνον μέσα από μία ακμάζουσα οικονομία μπορούμε να αγοράσουμε μαχητικά αεροσκάφη τελευταίας γενιάς ή να εκσυγχρονίσουμε τα υπάρχοντα, να αγοράσουμε υποβρύχια και φρεγάτες κοκ.

Ακόμα και στο ζήτημα των μεταναστών – προσφύγων, μία οικονομία που τρέχει με 3-4% ανάπτυξη μπορεί ευκολότερα να απορροφήσει κραδασμούς και να εντάξει ένα μέρος αυτών στην οικονομική διαδικασία. Μία οικονομία όμως του 0,5% και του 1% ανάπτυξη μετά από σωρρευτικές απώλειες του 25% του ΑΕΠ είναι έως αδύνατο να τα καταφέρει. 





Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου