Η συζήτηση είναι μεγάλη, ξεκινά από πολλά χρόνια πίσω και από καιρού εις καιρόν επανέρχεται με μεγαλύτερη ή μικρότερη σφοδρότητα στον δημόσιο διάλογο. Σε ποιον δημόσιο διάλογο όμως; Μα της Θεσσαλονίκης φυσικά καθώς μια τέτοια θεματική δεν απασχολεί το πολιτικό – οικονομικό και μιντιακό οικοσύστημα της πρωτεύουσας. Για το οικοσύστημα αυτό, η Θεσσαλονίκη είναι μια μεγαλύτερη Κοζάνη ή ένα Κιλκίς με θάλασσα. Μπορεί - δικαίως- να φαίνεται και να αντιμετωπίζεται με αυτόν τον τρόπο η Θεσσαλονίκη. Αν δει κανείς τους αριθμούς, τις δυναμικές, την εξωστρέφεια και τα δεδομένα, πράγματι, δεν μπορεί εύκολα να θεμελιώσει την αναγκαιότητα μιας διαφορετικής αντιμετώπισης της πόλης σε σχέση με τις υπόλοιπες της περιφέρειας. Θα πρέπει με ευρύτητα πνεύματος, γνώση του ιστορικού αποτυπώματος, εμπεδωμένη αντίληψη περιφερειακής συνοχής και ισόρροπης ανάπτυξης αλλά και με μια εμπνευσμένη οικονομική και αναπτυξιακή ματιά να δει κανείς την περίπτωση «Θεσσαλονίκη» για να αντιληφθεί ότι τυχόν δική της θετική πορεία επιδρά θετικά στην εθνική υπόθεση. Με άλλα λόγια, αν τα πάει καλά η Θεσσαλονίκη, θα τα πάει καλά και η Ελλάδα γιατί θα δημιουργηθεί ένας δεύτερος αστικός πόλος ανάπτυξης που θα δίνει βάθος στο ελληνικό ΑΕΠ, σε πεδία που είναι συμπληρωματικά της Αττικής και των Κυκλάδων και σε μια περιοχή με ιδιαίτερη εθνική σημασία.
Πριν συνεχίσω την ανάλυση θέλω να τονίσω και κάτι ακόμη. Η πορεία αυτή της συγκέντρωσης ανθρώπων – πόρων – υποδομών – χρηματοδοτήσεων – επενδύσεων κ.ο.κ. μπορεί να είναι μια μεταπολεμική σταθερά, αλλά απέκτησε δομικά χαρακτηριστικά από το 1996 και μετά. Με τον έναν ή τον άλλο τρόπο, πολλές διαδοχικές κυβερνήσεις ή την ακολούθησαν ή και την ενίσχυσαν.
Πάμε στο σήμερα. Άκουσα με προσοχή τον δήμαρχο Θεσσαλονίκης σε μια πρόσφατη συνέντευξή του να θέλει να ξορκίσει αυτά τα φαντάσματα. Στερεοτυπικές απόψεις που μας κρατάνε πίσω και χρησιμοποιούνται ως προκάλυμμα αδυναμιών – αυτή ήταν λίγο πολύ η τοποθέτησή του, συνδυασμένη βέβαια με την αναγκαιότητα αναλογικής κατανομής πόρων. Δηλαδή; Ή είναι στερεοτυπική η αντίληψη περί αθηνοκεντρισμού και οι πόροι κατανέμονται δίκαια ή δεν κατανέμονται δίκαια λόγω αθηνοκεντρισμού. Δεν μπορούν να ισχύουν και τα δύο ταυτόχρονα. «Δεν είδα το Μιλάνο να ασχολείται με τη Ρώμη, ούτε τη Βαρκελώνη με τη Μαδρίτη» υποστηρίζει. Προφανώς! Γιατί σε αυτές τις περιπτώσεις δεν υπάρχει ούτε ρωμαϊοκεντρισμός, ούτε μαδριτοκεντρισμός και οι δύο αυτές δεύτερες τη τάξει πόλεις απολαμβάνουν μια αναπτυξιακή πορεία δεκαετιών, απολαμβάνουν υψηλό επίπεδο ζωής και συμβάλλουν καθοριστικά στην οικονομική – πολιτική – κοινωνική πραγματικότητα των χωρών τους. Αυτό που απαντάται στην Ελλάδα είναι μοναδικά αρνητικό και κατά την άποψή μου βρίσκεται στον πυρήνα όχι μόνον της δικής μας σαλονικιώτικης μουρμούρας, αλλά της υποχώρησης της ελληνικής περιφέρειας.
Συναντώ και συναναστρέφομαι με φίλους και συνεργάτες από την Αθήνα. Ομολογουμένως καλοπροαίρετους και με ευρύτητα γνώσεων, δεξιοτήτων – πολλοί όμως εξ’ αυτών αδυνατούν να καταλάβουν γιατί οι Θεσσαλονικείς γκρινιάζουμε. «Μα γίνονται τόσα έργα, δείτε το ένα, το άλλο, είστε όμορφη πόλη, ιδανική», μου λένε και το πιστεύουν αυθεντικά. Δεν υπερασπίζονται κάποια ατζέντα ούτε κάποια πολιτική ή κομματική στρατηγική. Είναι η αντίληψη που έχουν για τα πράγματα και αυτό είναι αναλυτικά σημαντικό να το κατανοήσουμε εδώ στο Βορρά. Θα μου πουν και κάτι άλλο, εξίσου σημαντικό. Μήπως, λένε, χρησιμοποιείτε αυτό το σχήμα του αθηνοκεντρισμού για να καλύψετε και δικές σας ευθύνες και υστερήσεις; Αν θέλουμε να είμαστε δίκαιοι είναι και αυτό σωστό. Πιθανά να έχει γίνει κατάχρηση αυτού του επιχειρήματος από την πλευρά μας – να το συζητήσουμε. Εάν όμως σε κάτι γίνεται κατάχρηση – δεν σημαίνει ότι απουσιάζει ο πυρήνας του προβλήματος. Το πρόβλημα είναι εκεί, είναι υπαρκτό, παράγει αποτελέσματα αρνητικά. Άρα δικαιούμαστε να κάνουμε «χρήση» του επιχειρήματος και του σχήματος αυτού και μπορούμε να συζητήσουμε εάν γίνεται «κατάχρηση».
Πάμε τώρα να δούμε μερικά δεδομένα – να περάσουμε δηλαδή στο excel και να φύγουμε από το word της έκθεσης ιδεών και της πολιτικολογίας. Πρώτα από όλα ο πληθυσμός – με ποια λογική και βάση ποιου σχεδίου έχουμε το μοναδικό φαινόμενο συγκέντρωσης του μισού σχεδόν πληθυσμού της χώρας σε μία (ευρύτερη) περιοχή ή το 36% σε μία μόνο περιφέρεια; Παλαιότερα, έστω και διακηρυκτικά, αναφερόμασταν στην ανάγκη και πληθυσμιακής αποκέντρωσης. Σήμερα με το παρόν δημογραφικό προφίλ ούτε που το συζητάμε. Είναι αυτή η συγκέντρωση βιώσιμη; Μπορεί να στηρίξει κάποιον αναπτυξιακό σχεδιασμό; Απαντά στις όποιες πιθανές εθνικές προκλήσεις;
Αλλά και πέραν αυτού, ας δούμε από τη Eurostat το ακαθάριστο εγχώριο προϊόν (ΑΕΠ) ανά κάτοικο στην Ευρωπαϊκή Ένωση (παραθέτω και το link για μια οπτικοποιημένη αποτύπωση https://ec.europa.eu/eurostat/web/products-eurostat-news/w/ddn-20251020-1?utm_source=chatgpt.com). Τι μας δείχνει χονδρικά; ‘Ότι μόνον η Αττική προσεγγίζει τον Μ.Ο της ΕΕ (96), όλες οι υπόλοιπες περιφέρειες κινούνται 40–70. Αυτό αποτυπώνει τη συγκέντρωση παραγωγής και εισοδημάτων στο μητροπολιτικό κέντρο.
Αλλά ας δούμε τι λέει και ο ΟΟΣΑ στο Regional Policy for Greece Post-2020 - REGIONAL PROFILES. Παραθέτω τα επίσημα κείμενα:
- Η ανάλυση της περιφερειακής δομής της ελληνικής οικονομίας αποκαλύπτει εμμένουσες ανισορροπίες ως προς το ΑΕΠ ανά κάτοικο, τον πληθυσμό και το επίπεδο ευημερίας.
- Ο ελληνικός οικονομικός χώρος κυριαρχείται από τη μητροπολιτική περιοχή της Αθήνας, η οποία αποτελεί τμήμα της Περιφέρειας Αττικής, αλλά λειτουργικά εκτείνεται πέρα από τα διοικητικά της όρια, περιλαμβάνοντας συστάδες σημαντικής βιομηχανικής δραστηριότητας που βρίσκονται σε μικρή απόσταση, στις γειτονικές περιφέρειες.
- Η μητροπολιτική περιοχή της Αττικής, που συγκεντρώνει το 36% του πληθυσμού και το 48% του εθνικού ΑΕΠ (ή πάνω από 50% αν υπολογιστούν και οι «δορυφορικές» βιομηχανικές εγκαταστάσεις των όμορων περιοχών), διαθέτει ΑΕΠ ανά κάτοικο ίσο με το 136% του εθνικού μέσου όρου.
- Πρόκειται, επίσης, για μία από τις μεγαλύτερες και πιο πυκνοκατοικημένες πόλεις της Ευρώπης, με 990 κατοίκους ανά τετραγωνικό χιλιόμετρο — αριθμό δώδεκα φορές υψηλότερο από τον εθνικό μέσο όρο.
- Η Αθήνα έχει σχεδόν διπλασιάσει τον πληθυσμό της, γνωρίζοντας ισχυρές μεταναστευτικές ροές τις δεκαετίες του 1960, 1970 και 1980 από τις περιφερειακές περιοχές, γεγονός που συνέβαλε ουσιαστικά σε έντονη και διαρκή ανάπτυξη, αλλά ταυτόχρονα και στη δημιουργία περιβαλλοντικών και κοινωνικών προβλημάτων για τη μητρόπολη.
- Παρότι η Αττική έχει ΑΕΠ ανά κάτοικο σχεδόν διπλάσιο από εκείνο της ασθενέστερης περιφέρειας, της Ανατολικής Μακεδονίας και Θράκης, το σοβαρότερο πρόβλημα για την ισόρροπη ανάπτυξη δεν είναι τόσο το ίδιο το αναπτυξιακό χάσμα, όσο το γεγονός ότι η μητροπολιτική περιοχή της Αττικής συγκεντρώνει σχεδόν το ήμισυ της οικονομικής δραστηριότητας της χώρας.
- Ο συνδυασμός οικονομιών συγκέντρωσης, μεγέθους αγοράς και πρωτεύουσας θέσης (όλες οι ανώτερες διοικητικές λειτουργίες και το 50% των δημοσίων υπαλλήλων βρίσκονται στην Αθήνα) ασκεί ισχυρές ελκτικές δυνάμεις προς την υπόλοιπη χώρα, περιορίζοντας τις αναπτυξιακές δυνατότητες των μικρότερων, περιφερειακών πόλεων.
Χρειαζόμασταν τους επίσημους Οργανισμούς για να καταλάβουμε αυτό που συμβαίνει και είναι κοινά παραδεκτό; Υποστηρίζω πως όχι – αυτή είναι η κοινή αίσθηση των πραγμάτων. Μια αίσθηση που δεν μπορεί να ανατραπεί από οποιαδήποτε καλοπροαίρετο διαφορετικό αφήγημα.
Και πάμε στα δύσκολα τώρα.
Πρέπει αυτή η δυναμική να ανατραπεί υπέρ της ελληνικής περιφέρειας; Το θεωρώ αυτονόητο. Είναι εύκολη μια τέτοια υπόθεση; Εκτιμώ ότι είναι δύσκολη. Το γεγονός ότι είναι δύσκολη σημαίνει ότι δεν πρέπει να ειπωθεί ρητά και δεν πρέπει να τεθεί στο επίκεντρο του δημοσίου διαλόγου; Σημαίνει ακριβώς το αντίθετο. Πώς φανταζόμαστε ότι θα προκύψει αυτή αλλαγή του αναπτυξιακού μοντέλου ή ορθότερα η αλλαγή του παραγωγικού υποδείγματος; Με επενδύσεις στην Αττική και στη Βοιωτία ή με έναν σχεδιασμό για τη Δράμα, την Καβάλα, τις Σέρρες, την Κοζάνη και τη Θεσσαλονίκη;
Τι πρέπει να κάνουμε;
Πρώτα από όλα να παραδεχθούμε το πρόβλημα και να το τοποθετήσουμε στον πυρήνα της ανάλυσής μας. Υπάρχει αθηνοκεντρισμός και πρέπει να περιοριστεί. Είναι ζήτημα ζωτικό. Υπερβάσεις του στιλ «εμείς εδώ να δούμε τα του οίκου μας» είναι έωλες, θνησιγενείς και δεν βρίσκουν ευήκοα ώτα ούτε στους Μακεδόνες, ούτε στους Θρακιώτες. Όταν εξαρτάσαι καθοριστικά και απόλυτα από την κεντρική κατανομή πόρων που λαμβάνει χώρα αλλού, εκεί στο «αλλού» πρέπει να επικεντρώσεις.
Δεύτερο, να αλλάξουμε τον τρόπο διεκδίκησης. Ό,τι διεκδικούμε δεν πρέπει να γίνεται στο όνομα της ερωτικής πόλης που αδικήθηκε. Αυτό ακόμη και αν ισχύει, δεν το ακούει κανένας. Πρέπει να εντάξουμε τις τοπικές διεκδικήσεις στην εθνική στρατηγική ανάπτυξης, στο γενικότερο πλαίσιο γεωπολιτικών ανακατατάξεων και να φωτίσουμε τις θετικές προοπτικές για τη χώρα.
Τρίτο, να έχουμε αίσθηση της υστέρησης του τόπου μας. Υστέρηση που δεν αναπληρώνεται με 3-4 μεγάλα έργα. Χρειαζόμαστε 14. Ούτε μπορούμε να εφησυχάσουμε γιατί κάπου εκεί μετά το 2035 θα έχει ολοκληρωθεί η ατζέντα των έργων της δεκαετίας του 1980-1990.
Τέταρτο, πρέπει και εμείς να δείξουμε μια επιχειρησιακή - διαχειριστική επάρκεια και να διαμορφώσουμε μέσα από έναν τοπικό αλλά ανοιχτό δημόσιο διάλογο κάποιες προτεραιότητες. Αν η εκάστοτε κυβέρνηση έρχεται και σχεδιάζει ένα μεγάλο έργο πρέπει να μπορούμε να εξετάσουμε αν αυτό είναι στην κορυφή των προτεραιοτήτων μας ή είναι στην τριτοτέταρτη θέση. Εμείς σήμερα προσεγγίζουμε τα ζητήματα αυτά με τη λογική «έργο να ναι και ό,τι να ναι» ή «μάζευε και ας είν’ και ρώγες». Μα μπορεί να μην είναι ρώγες, να μας δίνεται ολόκληρο τσαμπί με σταφύλια – αν αυτό δεν απαντά σε ό,τι έχουμε ορίσει εμείς ως προτεραιότητα, πάλι δεν κάνουμε τίποτα.
Και για να κλείσουμε …
Δεν είναι ζήτημα συναισθηματικής αδικίας, αλλά αναπτυξιακής στρέβλωσης που επηρεάζει την ίδια τη βιωσιμότητα της χώρας. Η Θεσσαλονίκη δεν είναι θύμα, είναι δυνητικός εθνικός πόλος και η ενδυνάμωσή της ωφελεί συνολικά το ελληνικό σύστημα. Η λύση θα προέλθει μέσα από περιφερειακή συνείδηση χωρίς επαρχιωτισμό. Δεν κραυγάζουμε, δεν εκλιπαρούμε, δεν αυτοθυματοποιούμαστε. Περιγράφουμε μια ανισότητα που δεν είναι ταξική ή κομματική, αλλά γεωοικονομική. Και το κάνουμε μέσα από μια πολιτική κουλτούρα αυτογνωσίας.
Πρέπει να πιέσουμε τα κόμματά μας, να εντάξουν αυτήν την προβληματική στον συλλογισμό τους. Είτε κυβερνούν είτε αντιπολιτεύονται, οφείλουν να συνυπολογίζουν και αυτές τις διαστάσεις. Άλλωστε τα κόμματά μας είναι εθνικά – μέσα από μια τέτοια διεργασία μπορούν και αυτά να αναζωογονηθούν.

Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου