Τετάρτη 5 Νοεμβρίου 2025

Τι θα απαντήσεις αν ένας τουρίστας σε ρωτήσει «τι να δω στη Θεσσαλονίκη»; άρθρο στη VORIA στις 25/10/2025


Πέντε ταξίδια να έχει κάνει κανείς στο εξωτερικό, θα έχει παρατηρήσει ότι όλες οι πόλεις προσπαθούν να «πακετάρουν» και να σου «πουλήσουν» ό,τι διαθέτουν ως σημαντικό και άξιο προσοχής -και πολλές φορές και εισιτηρίου. Βλέπετε, αυτό που ονομάζουμε ανταγωνισμός των πόλεων επιβάλλει την κινητοποίηση κάθε διαθέσιμου πόρου στη συλλογική προσπάθεια προσπορισμού κερδών και αξιοποίησης κάθε δυνατής και πιθανής δυνατότητας. Λογικό, ορθολογικό και εν πολλοίς αυτονόητο. 

Στη Θεσσαλονίκη, όμως, για έναν περίεργο λόγο, αισθάνομαι ότι αυτό δεν συμβαίνει. Και δεν συμβαίνει εδώ και πολλές δεκαετίες. Και όχι, δεν θέλω να φτάσουμε στις δεκαετίες του 1950 και του 1960 για να εντοπίσουμε στην αντιπαροχή, την αρχή του κακού. Τότε, μια συγκεκριμένη πιεστική ανάγκη δημιουργίας κατοικιών λόγω εσωτερικής μετανάστευσης, μαζί με μια κάπως στενόμυαλη αντίληψη για το αστικό περιβάλλον, μας οδήγησε στις γνωστές επιλογές. Τα τελευταία όμως 30 χρόνια αυτό που (δεν) συμβαίνει είναι αδιανόητο. 

Ξεκίνησα να γράφω αυτό το σημείωμα με δύο αφορμές. Η μία είναι οι εικόνες από την πλατεία Ναυρίνου και τη σιδερόφρακτη περίφραξη του Γαλεριανού ανακτόρου. Μιλάμε για μια σχεδόν εργοταξιακής αισθητικής επιλογή, που εμφανίστηκε εν μία νυκτί και εν αγνοία όλων ημών, ως μόνη λειτουργική επιλογή φύλαξης. Η άλλη αφορμή είναι ψηφιακή και έρχεται από το TikTok όπου εμπνευσμένοι επιστήμονες, ιστορικοί, παιδαγωγοί, γυρνούν σύντομα videos με ιστορικές και μνημειακές γωνιές της πόλης και μέσα σε 45 δευτερόλεπτα μας μαθαίνουν ό,τι δεν μας δίδαξε κανείς σε 15 χρόνια σχολικής πορείας και 41 χρόνια καθημερινής ζωής στην πόλη. Και βλέποντάς τα απορείς «μα είναι δυνατόν να μη γνωρίζω τίποτε για αυτό (το μνημείο) αν και περνώ δίπλα του δύο δεκαετίες τώρα»; Απαντώ στον εαυτό μου «Ναι είναι δυνατόν – και είναι και λογικό» παρά το εμφανές του παραλόγου. Τα περισσότερα από αυτά είναι επί σειρά ετών όχι απλά εγκαταλειμμένα και αφανή, αλλά αποκομμένα από τον αστικό ιστό με λαμαρίνες, περιτριγυρισμένα από σκουπιδαριό, χωρίς φωτισμό, χωρίς μία ταμπέλα πληροφόρησης –χωρίς τίποτα απολύτως. Λίγο λοιπόν η κατάσταση αυτή και λίγο ο μνημειακός πληθωρισμός της χώρας μας (και της πόλης μας), δεν δίνει κανείς την πρέπουσα σημασία. 

Είναι όμως και αυτό λογικό; Όχι είναι παραλογισμός μεγατόνων. Και θα μιλήσω με παραδείγματα ξεκαθαρίζοντας ότι δεν κάνω ρεπορτάζ, δεν με ενδιαφέρει καμία επίσημη αιτιολόγηση, καμία εν εξελίξει πρωτοβουλία και καμία παγιωμένη δικαιολογία. Είναι δυνατόν τα τείχη της πόλης να μην είναι αποκατεστημένα, να μην είναι περιποιημένα, να μην είναι φωτισμένα, να μην είναι επισκέψιμα, να μην είναι ενοποιημένα με διαδρομές, να μην είναι επαρκώς διαφημισμένα και να μην πλαισιώνονται από πληροφοριακό υλικό; Είναι δυνατόν ο Λευκός Πύργος να λειτουργεί μερικώς και όχι αδιαλείπτως; Είναι δυνατόν το φρούριο και το τείχος εκεί πίσω από το Δικαστικό Μέγαρο να μην είναι φωτισμένο, να μην υπάρχει μια ταμπέλα και να έχει μετατραπεί σε mini χωματερή και αποχωρητήριο; Το Αλκαζάρ –νιος ήμουν και γέρασα. Το Μπέη Χαμάμ δεν το θυμάμαι ποτέ ανοιχτό και επισκέψιμο. Καμιά δεκαριά βυζαντινές εκκλησίες στα χαμένα –ουδείς ξέρει τι γίνεται. Σε πολλές εκκλησίες βλέπουμε τον περιβάλλοντα χώρο να μετατρέπεται σε parking πολυτελών λιμουζινών ή φορτηγών που εξυπηρετούν λειτουργικές ανάγκες. Όλα ψηφίδες μιας αδιανόητης αδιαφορίας. 

Σκέφτομαι πολλές φορές ότι αν με σταματήσει ένας τουρίστας στον δρόμο και με ρωτήσει τι του προτείνω να επισκεφτεί θα δυσκολευτώ. Αλλά ακόμη και αν απαντήσω, το πρόγραμμα που θα του υποδείξω θα είναι της μιας ημέρας. Αυτή είναι η αλήθεια και όλοι μέσα μας την ξέρουμε. Με αυτήν την αλήθεια όμως δεν πάμε πολύ παρακάτω.



Και από την άλλη ακούς για μια πανίσχυρη εφορεία αρχαιοτήτων, για κονδύλια στον πολιτισμό, για αναπλάσεις και λαμπρές εποχές που έρχονται αλλά ποτέ δεν φτάνουν. Κάτι πρέπει να αλλάξει. Αν δεν μπορούμε με τρόπο γραμμικό να εντοπίσουμε, να αναδείξουμε και να αξιοποιήσουμε όλον αυτόν τον πλούτο, ας το κάνουμε βολονταριστικά. Αν δεν μπορούμε με έναν κοινό κώδικα, ένα πρωτόκολλο ενεργειών, να συμφωνήσουμε σε ένα μεγάλο και φιλόδοξο σχέδιο, ας βρεθούμε όσοι θέλουμε, όσοι το αντιλαμβανόμαστε, όσοι το επιθυμούμε και ας πιέσουμε την πολιτική ηγεσία σε κάθε βαθμίδα. Διάβασα πρόσφατα για μια πρωτοβουλία ενοποίησης των αρχαιολογικών χώρων και χάρηκα. Θα μου πεις αυτά στην Αθήνα συζητήθηκαν και εφαρμόστηκαν στα τέλη της δεκαετίας του 1980 –είμαστε μόνο 40 χρόνια πίσω, αλλά ας ξεκινήσουμε από κάπου. Προσπάθειες κατά καιρούς έχουμε δει –το γιατί δεν υπάρχει μια συμπαγής και στέρεη στρατηγική για αυτά τα ζητήματα είναι το πρόβλημα.

Από την άλλη στερεύουν και οι δικαιολογίες. Την προηγούμενη Δευτέρα παραβρέθηκα σε μια εκδήλωση του μέσου που φιλοξενεί τις απόψεις μου –στην παρουσίαση του βιβλίου «Ιστορίες της Παλιάς Θεσσαλονίκης». Εκτός του εξαιρετικού περιεχομένου, στάθηκα και σε μια ακόμη πτυχή που συναντώ πλέον και στο διαδίκτυο και σχετίζεται με τις δυνατότητες του AI. Είμαστε σε θέση να αναδημιουργήσουμε εικόνες μέσα από περιγραφές -να ζωντανέψουμε φωτογραφίες και να τις μετατρέψουμε σε video- να δώσουμε εικόνα στη σκέψη και στην ιστορική πηγή. Αντιλαμβάνεστε το περιθώριο προβολής που γεννιέται μπροστά μας; Τις τεραστίων διαστάσεων δυνατότητες οπτικοποίησης κάθε ιστορικής αφήγησης; 

Φανταστείτε λοιπόν πόσες ιστορίες μπορεί να κρύβει μια πόλη με 23 αιώνες Ιστορίας. Μάχες, εξεγέρσεις, ανεγέρσεις, κατακτητές, μνημεία –η λίστα τείνει εις το άπειρο. Αλλά αν δεν μπορούμε να περιποιηθούμε και να αναδείξουμε το υπαρκτό, την υλική διάσταση που μας περιβάλλει, έχει νόημα να αναζητήσουμε την ψηφιακή και τεχνολογική αναπαράστασή της; Ίσως και να έχει νόημα, αν την δει κανείς ως μια ακόμη ευκαιρία, ως έναυσμα, ως στοιχείο που μπορεί να ανανεώσει το ενδιαφέρον. Να κάνουμε δηλαδή το σωστό και το αυτονόητο διά του ερεθισμού και της έξαψης που προκαλεί το τεχνολογικά νέο.

Υπαίθριο μουσείοφιλόδοξος αλλά και ρεαλιστικός στόχος

Στην πραγματικότητα, όταν μιλάμε για μια πόλη–υπαίθριο μουσείο, δεν εννοούμε έναν απλό περίπατο ανάμεσα σε πέτρες και μάρμαρα. Μιλάμε για τη δημιουργία μιας ενιαίας αφήγησης· για την ικανότητα μιας πόλης να «διηγείται» τον εαυτό της μέσα από τα ίχνη του χρόνου. Το υπαίθριο μουσείο δεν είναι μόνο η αποκατάσταση των μνημείων. Την προϋποθέτει αλλά δεν αρκείται σε αυτό. Είναι η σύνδεσή τους –φυσικά, αισθητικά και νοηματικά. Είναι η εμπειρία του κατοίκου και του επισκέπτη που μετατρέπεται σε ζωντανή εκπαίδευση, σε πολιτιστικό βίωμα. Όταν μια πόλη καταφέρει να πει την ιστορία της με συνοχή, τότε αποκτά όχι μόνο τουριστικό αλλά και παιδευτικό, ταυτοτικό πλούτο.

Ξαναδιαβάζω ό,τι έγραψα μέχρι εδώ. Σκόρπιες σκέψεις υπό μορφή απορίας με μια essence αγανάκτησης. Το γράφω ξανά –το κείμενο δεν διεκδικεί δάφνες επιστημονικής προσέγγισης, ούτε αντικειμενικής καταγραφής των δεδομένων. Είναι περισσότερο μια κοινή αίσθηση των πραγμάτων (αλλά αυτή η αίσθηση είναι η συνάμα και η δύναμη και η αξία της δημοκρατίας).

Για να το κλείσω όμως κάπως πιο οργανωμένα θα καταφύγω και πάλι στην ανάγκη της πολιτικής. Και εδώ, όπως και σε πολλά άλλα πεδία, χρειαζόμαστε πολιτική με το π κεφαλαίο. Για να φτάσουμε όμως εκεί πρέπει να αντιληφθούμε το πρόβλημα. Και αφού το αντιληφθούμε να το καταστήσουμε αίτημα. Και αφού υποθετικά καταφέρουμε να το καταστήσουμε αίτημα -όχι υποχρεωτικά πλειοψηφικό αλλά διακριτό και συμπαγές- τότε θα μπορέσουμε να πιέσουμε τις ηγεσίες. 

Από την άλλη οι ηγεσίες πρέπει να επιδείξουν μια ευρύτητα σκέψης και δράσης. Πρέπει να σταθούν στην πόλη με όρους ιστορικούς και όχι διεκπεραιωτικούς. Ναι, το ξέρουμε, μαζεύτηκαν πολλά, αλλά κάπως πρέπει να τα βάλουμε σε μία σειρά. Η ανάδειξη των μνημείων της πόλης δεν είναι μόνο πολιτιστικό, ηθικό και εθνικό καθήκον. Μπορεί να επιδράσει θετικά και σε άλλα πεδία –πιο πεζά και υλιστικά. Μπορεί να γίνει μοχλός οικονομικής ανάπτυξης, εξωστρέφειας, θέσεων εργασίας. Οι παλιές συνταγές βλέπουμε ότι μήνα με τον μήνα σβήνουν. Το κέντρο εμπορικά απονεκρώνεται –κάπως πρέπει να το αντιστρέψουμε. Οι βιοτεχνίες έκλεισαν από χρόνια, η εστίαση δεν μπορεί επουδενί να σηκώσει αναπτυξιακά την πόλη. Ούτε ο τουρισμός μόνος του. Όμως στην περίπτωση αυτήν δεν μιλάμε μόνο για τουρισμό αλλά για ένα οικοσύστημα δραστηριοτήτων που θα εμπλουτίσουν την οικονομία της πόλης.

Η Θεσσαλονίκη δεν χρειάζεται να εφεύρει τον εαυτό της από την αρχή· χρειάζεται να τον αναγνωρίσει. Να κοιτάξει γύρω της με τα μάτια ανοιχτά και να δει ότι το μέλλον της είναι γραμμένο ήδη στις πέτρες, στους τοίχους και στα απομεινάρια της. Κάθε πόλη έχει τη μοίρα που αντέχει να φανταστεί. Αν η δική μας μπορέσει να φανταστεί τον εαυτό της ως ζωντανό μουσείο, ανοιχτό εργαστήριο ιστορίας και πολιτισμού, τότε μπορεί να ξανακερδίσει αυτό που σήμερα της λείπει περισσότερο. Τη συνείδηση της αξίας της. Και αυτή είναι ίσως η πιο ελπιδοφόρα μορφή ανάπτυξης που μπορούμε να ονειρευτούμε.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου