Το μπάσκετ αφορά την πόλη;
Ξεκινώ με μια παραδοχή – δεν γνωρίζω τις εξελίξεις από πρώτο χέρι, ούτε παρακολουθώ τα διοικητικά ζητήματα των ομάδων της πόλης στενά. Γράφω περισσότερο ως φίλαθλος που αγαπά το μπάσκετ και ως Θεσσαλονικιός που θέλω η πόλη να έχει όλα όσα είχε – όλα όσα της αξίζουν και όλα όσα αντικειμενικά μπορεί να αποκτήσει. Άρα στις παρακάτω γραμμές δεν θα βρείτε ρεπορτάζ και είδηση.
Αφορμή για αυτό το σημείωμα είναι οι θετικές εξελίξεις που πληροφορούμαστε, στα θέματα του Άρη, του ΠΑΟΚ και του Ηρακλή. Μετά από μια μακρά περίοδο ανομβρίας – πέτρινα χρόνια τα χαρακτηρίζει η αθλητική ιδιόλεκτος – φαίνεται πως δημιουργούνται οι προϋποθέσεις μιας αναγέννησης. Το ευτυχές γεγονός είναι πως θετικές εξελίξεις παρατηρούνται ταυτόχρονα και για τις τρεις ομάδες, συνθήκη που δημιουργεί προσδοκία μεγαλύτερη και μας επιτρέπει να αναπολήσουμε παλιές ένδοξες ημέρες αλλά και να φανταστούμε ανάλογες εξελίξεις στο άμεσο μέλλον. Αν οι θετικές ειδήσεις αφορούσαν μία ομάδα, τότε η είδηση θα αφορούσε τον κύκλο των φίλων και των οπαδών της – τώρα που αφορά και τους τρεις μεγάλους της πόλης, δικαιούμαστε να βάζουμε στην εξίσωση και την πόλη και να διευρύνουμε κάπως την συζήτηση και σε επίπεδα πέραν του στενού αθλητικού. Άλλωστε ο αθλητισμός είναι επί της αρχής και κοινωνικό και οικονομικό θέμα.
Η πόλη έχει μπασκετική παράδοση
Η Θεσσαλονίκη δεν θα ήταν υπερβολή να ισχυριστεί κανείς ότι ήταν η «πρωτεύουσα» του αθλήματος. Για σχεδόν δύο δεκαετίες – δεκαετίες που συνέπεσαν με την εκτίναξη του αθλήματος στη χώρα – ήταν αυτή που έδινε τον παλμό. Και δεν πάω πιο πίσω στο χρόνο, στην μεταπολεμική περίοδο και στις πραγματικά πρώιμες και ηρωικές εποχές των ανοιχτών γηπέδων γιατί παραπάμε πίσω και οι μισοί αναγνώστες δεν θα έχουν ούτε μια εικόνα και ανάμνηση από αυτές.
Από τη δεκαετία του ’50 και κυρίως στα ‘60, η Θεσσαλονίκη είχε ήδη αναπτύξει μπασκετικό ιστό: η Χ.Α.Ν.Θ. λειτούργησε ως κέντρο αθλητικής ζωής με το ανοικτό γήπεδό της να φιλοξενεί σημαντικά ματς, ενώ το 1959 η πόλη ανέλαβε Πανελλήνιο Πρωτάθλημα — ένδειξη ότι είχε ήδη συγκροτημένη σκηνή. Και παρότι η Ε.ΚΑ.Σ.Θ. ιδρύθηκε μόλις το 1976, προϋπήρχαν τοπικές Επιτροπές που ρύθμιζαν το άθλημα από τη δεκαετία του ’60. Δεν θα ήταν υπερβολή να ισχυριστούμε ότι στη Θεσσαλονίκη των δεκαετιών του ’60 και του ’70 το μπάσκετ ήταν κάτι περισσότερο από άθλημα∙ ήταν μια νέα αστική κουλτούρα που ξεδιπλωνόταν μέσα σε γεμάτα κλειστά γυμναστήρια και στις αυλές των σχολείων με πληθώρα ομάδων.
Η εκτίναξη
Συνέχεια και διάρκεια
Ακόμη και όταν η πόλη έχασε τα πρωτεία, καθώς οι μεγάλες αθηναϊκές ομάδες άρχισαν να βάζουν πιο βαθιά το χέρι στην τσέπη – ήμαστε κάπου στις αρχές και στα μέσα των 90s - δεν περνούσε κανείς εύκολα ούτε από το Αλεξάνδρειο, ούτε από το Ιβανόφειο. Οι ομάδες είχαν αξιοζήλευτα ρόστερ και έκαναν πορείες στα ευρωπαϊκά κύπελλα. Οι ευρωπαϊκοί τίτλοι τότε ήρθαν στη Θεσσαλονίκη.
Κάπου εκεί όμως η γενικότερη μεταφορά ισχύος και η υπερσυγκέντρωση πόρων και υποδομών στην Αθήνα αλλάζει τα δεδομένα. Η φθίνουσα πορεία της βόρειας Ελλάδας και της Μακεδονίας, απότοκος εξελίξεων σε άλλα επίπεδα και πεδία (αποβιομηχάνιση, υπερσυγκέντρωση, Ολυμπιακοί Αγώνες, αλλαγή στις κατευθύνσεις των ευρωπαϊκών χρηματοδοτήσεων) και προϊόν πολιτικών επιλογών, αφήνουν την πόλη πίσω. Τις τελευταίες δεκαετίες, οι ομάδες της πόλης (Άρης, ΠΑΟΚ, Ηρακλής) βίωσαν παρακμή, διοικητικά αδιέξοδα και οικονομικά βάρη, χάνοντας τη λάμψη τους.
Σήμερα
Σήμερα βρισκόμαστε σε μια ευτυχή συνθήκη. Ο Άρης μπαίνει σε νέα εποχή με τον Ρίτσαρντ Σιάο να αναλαμβάνει τα διοικητικά ηνία της ΚΑΕ. Η παρουσία του φέρνει προσδοκία για οικονομική σταθερότητα, νέες επενδύσεις και δυνατές μεταγραφές, με στόχο την επιστροφή της ομάδας σε υψηλό επίπεδο. Παράλληλα, η συνεργασία με τον Ερμή Λαγκαδά ως «αναπτυξιακή ομάδα» δείχνει διάθεση για μακροπρόθεσμο χτίσιμο και στήριξη νέων παικτών.
Στον ΠΑΟΚ το ενδιαφέρον του Αριστοτέλη Μυστακίδη, που φέρεται να εξετάζει τρόπους ουσιαστικής εμπλοκής, ανοίγει μια τέτοια προοπτική που θα μπορούσε να προσφέρει οικονομική σταθερότητα και προοπτική ανάπτυξης στον μπασκετικό «Δικέφαλο». Παράλληλα, η ομάδα οργανώνει εκ νέου τις Ακαδημίες της, επενδύοντας στη βάση και στη δημιουργία μιας σταθερής παραγωγικής δεξαμενής ταλέντων. Η συζήτηση για πιθανή νέα διοικητική ενίσχυση έρχεται να συμπληρώσει αυτή την προσπάθεια ανασυγκρότησης.
Στον Ηρακλή, η επάνοδος της ομάδας στη μεγάλη κατηγορία μετά από τρία χρόνια και οι εμφανείς προσπάθειες διοικητικής και οργανωτικής ανασυγκρότησης δημιουργούν εκ νέου συσπείρωση, αυξάνοντας τις αντικειμενικές του δυνατότητες. Πέντε επιχειρηματίες – φίλοι της ομάδας – ανέλαβαν πρωτοβουλία και τα πράγματα πήραν τον δρόμο της εξυγίανσης και των παρεμβάσεων στο γήπεδο.
Υποδομές - γήπεδα
Κοινωνική και οικονομική διάσταση
Θα αναρωτηθεί κανείς «όλα αυτά είναι προτεραιότητα για την Θεσσαλονίκη»; Σωστό και εύλογο ερώτημα. Η απάντηση όμως εξαρτάται από το πού βάζει κανείς τον πήχη των φιλοδοξιών για την ίδια την πόλη. Πιστεύω ότι είναι μια ευκαιρία – ένα πεδίο στο οποίο έχουμε παράδοση, μας ταιριάζει ιδιοσυγκρασιακά και μπορούμε μέσα από την επένδυση σε αυτό να επιτύχουμε παράλληλους και απολύτως απαραίτητους εκσυγχρονισμούς σε πολλά πεδία.
Αν το μπάσκετ της Θεσσαλονίκης αναστηθεί, δεν θα πρόκειται για μια στενά αθλητική υπόθεση. Θα είναι μια βαθιά κοινωνική και οικονομική μετατόπιση, με συνέπειες που ξεπερνούν το παρκέ. Το πρώτο που θα φανεί είναι η ψυχολογία της πόλης. Η Θεσσαλονίκη έχει ανάγκη από σύμβολα και επιτυχίες που να την βάζουν στο προσκήνιο – και το μπάσκετ είναι ίσως το πιο προσιτό και αυθεντικό όχημα για να συμβεί αυτό. Ένας γεμάτος αγώνας στο Palais ή στο Sports Arena δεν είναι απλώς ένα παιχνίδι, είναι μια τελετουργία που δίνει στους κατοίκους ένα κοινό σημείο αναφοράς, ένα νέο αφήγημα τοπικής υπερηφάνειας.
Ταυτόχρονα, η ανάδειξη της πόλης στον ευρωπαϊκό μπασκετικό χάρτη δεν είναι θεωρία. Η συμμετοχή σε ευρωπαϊκές διοργανώσεις, η φιλοξενία Final Four ή μεγάλων διεθνών τουρνουά θα φέρει τουρίστες, δημοσιότητα, προβολή. Μια Θεσσαλονίκη που θα ξαναγίνει προορισμός για μπασκετικές αποστολές και φιλάθλους, μπορεί να κερδίσει όσα σήμερα διεκδικούν άλλες ευρωπαϊκές πόλεις αντίστοιχου μεγέθους.
Η οικονομική διάσταση είναι ακόμη πιο άμεση. Eισιτήρια, εμπορικά έσοδα, χορηγίες, τηλεοπτικά δικαιώματα, αλλά και το «παράπλευρο» όφελος για την αγορά της πόλης – ξενοδοχεία, εστιατόρια, μεταφορές, τοπικές επιχειρήσεις. Κάθε μεγάλη αθλητική επιτυχία παράγει δευτερογενή οικονομικά αποτελέσματα που ενισχύουν τον τοπικό κύκλο ζωής.
Τέλος, υπάρχει η νεολαία. Όταν οι νέες γενιές βλέπουν γεμάτα γήπεδα, διεθνείς αστέρες και μια πόλη που ζει και αναπνέει μπάσκετ, βρίσκουν κίνητρο να στραφούν στον αθλητισμό. Και αυτό δεν αφορά μόνο την καριέρα λίγων ταλαντούχων. Αφορά τη φυσική δραστηριότητα, την κοινωνικοποίηση, τη δημιουργία χαρακτήρων. Το μπάσκετ της Θεσσαλονίκης μπορεί να γίνει ξανά μια δεξαμενή προτύπων για χιλιάδες παιδιά.

Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου