Τετάρτη 5 Νοεμβρίου 2025

Τελικά υπάρχει αθηνοκεντρισμός και πρέπει να το λέμε ή όλα βαίνουν καλώς; άρθρο στη VORIA στις 1/11/2025



Η συζήτηση είναι μεγάλη, ξεκινά από πολλά χρόνια πίσω και από καιρού εις καιρόν επανέρχεται με μεγαλύτερη ή μικρότερη σφοδρότητα στον δημόσιο διάλογο. Σε ποιον δημόσιο διάλογο όμως; Μα της Θεσσαλονίκης φυσικά καθώς μια τέτοια θεματική δεν απασχολεί το πολιτικό – οικονομικό και μιντιακό οικοσύστημα της πρωτεύουσας. Για το οικοσύστημα αυτό, η Θεσσαλονίκη είναι μια μεγαλύτερη Κοζάνη ή ένα Κιλκίς με θάλασσα. Μπορεί - δικαίως- να φαίνεται και να αντιμετωπίζεται με αυτόν τον τρόπο η Θεσσαλονίκη. Αν δει κανείς τους αριθμούς, τις δυναμικές, την εξωστρέφεια και τα δεδομένα, πράγματι, δεν μπορεί εύκολα να θεμελιώσει την αναγκαιότητα μιας διαφορετικής αντιμετώπισης της πόλης σε σχέση με τις υπόλοιπες της περιφέρειας. Θα πρέπει με ευρύτητα πνεύματος, γνώση του ιστορικού αποτυπώματος, εμπεδωμένη αντίληψη περιφερειακής συνοχής και ισόρροπης ανάπτυξης αλλά και με μια εμπνευσμένη οικονομική και αναπτυξιακή ματιά να δει κανείς την περίπτωση «Θεσσαλονίκη» για να αντιληφθεί ότι τυχόν δική της θετική πορεία επιδρά θετικά στην εθνική υπόθεση. Με άλλα λόγια, αν τα πάει καλά η Θεσσαλονίκη, θα τα πάει καλά και η Ελλάδα γιατί θα δημιουργηθεί ένας δεύτερος αστικός πόλος ανάπτυξης που θα δίνει βάθος στο ελληνικό ΑΕΠ, σε πεδία που είναι συμπληρωματικά της Αττικής και των Κυκλάδων και σε μια περιοχή με ιδιαίτερη εθνική σημασία.

Πριν συνεχίσω την ανάλυση θέλω να τονίσω και κάτι ακόμη. Η πορεία αυτή της συγκέντρωσης ανθρώπων – πόρων – υποδομών – χρηματοδοτήσεων – επενδύσεων κ.ο.κ. μπορεί να είναι μια μεταπολεμική σταθερά, αλλά απέκτησε δομικά χαρακτηριστικά από το 1996 και μετά. Με τον έναν ή τον άλλο τρόπο, πολλές διαδοχικές κυβερνήσεις ή την ακολούθησαν ή και την ενίσχυσαν.

Πάμε στο σήμερα. Άκουσα με προσοχή τον δήμαρχο Θεσσαλονίκης σε μια πρόσφατη συνέντευξή του να θέλει να ξορκίσει αυτά τα φαντάσματα. Στερεοτυπικές απόψεις που μας κρατάνε πίσω και χρησιμοποιούνται ως προκάλυμμα αδυναμιών – αυτή ήταν λίγο πολύ η τοποθέτησή του, συνδυασμένη βέβαια με την αναγκαιότητα αναλογικής κατανομής πόρων. Δηλαδή; Ή είναι στερεοτυπική η αντίληψη περί αθηνοκεντρισμού και οι πόροι κατανέμονται δίκαια ή δεν κατανέμονται δίκαια λόγω αθηνοκεντρισμού. Δεν μπορούν να ισχύουν και τα δύο ταυτόχρονα. «Δεν είδα το Μιλάνο να ασχολείται με τη Ρώμη, ούτε τη Βαρκελώνη με τη Μαδρίτη» υποστηρίζει. Προφανώς! Γιατί σε αυτές τις περιπτώσεις δεν υπάρχει ούτε ρωμαϊοκεντρισμός, ούτε μαδριτοκεντρισμός και οι δύο αυτές δεύτερες τη τάξει πόλεις απολαμβάνουν μια αναπτυξιακή πορεία δεκαετιών, απολαμβάνουν υψηλό επίπεδο ζωής και συμβάλλουν καθοριστικά στην οικονομική – πολιτική – κοινωνική πραγματικότητα των χωρών τους. Αυτό που απαντάται στην Ελλάδα είναι μοναδικά αρνητικό και κατά την άποψή μου βρίσκεται στον πυρήνα όχι μόνον της δικής μας σαλονικιώτικης μουρμούρας, αλλά της υποχώρησης της ελληνικής περιφέρειας.

Συναντώ και συναναστρέφομαι με φίλους και συνεργάτες από την Αθήνα. Ομολογουμένως καλοπροαίρετους και με ευρύτητα γνώσεων, δεξιοτήτων – πολλοί όμως εξ’ αυτών αδυνατούν να καταλάβουν γιατί οι Θεσσαλονικείς γκρινιάζουμε. «Μα γίνονται τόσα έργα, δείτε το ένα, το άλλο, είστε όμορφη πόλη, ιδανική», μου λένε και το πιστεύουν αυθεντικά. Δεν υπερασπίζονται κάποια ατζέντα ούτε κάποια πολιτική ή κομματική στρατηγική. Είναι η αντίληψη που έχουν για τα πράγματα και αυτό είναι αναλυτικά σημαντικό να το κατανοήσουμε εδώ στο Βορρά. Θα μου πουν και κάτι άλλο, εξίσου σημαντικό. Μήπως, λένε, χρησιμοποιείτε αυτό το σχήμα του αθηνοκεντρισμού για να καλύψετε και δικές σας ευθύνες και υστερήσεις; Αν θέλουμε να είμαστε δίκαιοι είναι και αυτό σωστό. Πιθανά να έχει γίνει κατάχρηση αυτού του επιχειρήματος από την πλευρά μας – να το συζητήσουμε. Εάν όμως σε κάτι γίνεται κατάχρηση – δεν σημαίνει ότι απουσιάζει ο πυρήνας του προβλήματος. Το πρόβλημα είναι εκεί, είναι υπαρκτό, παράγει αποτελέσματα αρνητικά. Άρα δικαιούμαστε να κάνουμε «χρήση» του επιχειρήματος και του σχήματος αυτού και μπορούμε να συζητήσουμε εάν γίνεται «κατάχρηση».

Πάμε τώρα να δούμε μερικά δεδομένα – να περάσουμε δηλαδή στο excel και να φύγουμε από το word της έκθεσης ιδεών και της πολιτικολογίας. Πρώτα από όλα ο πληθυσμός – με ποια λογική και βάση ποιου σχεδίου έχουμε το μοναδικό φαινόμενο συγκέντρωσης του μισού σχεδόν πληθυσμού της χώρας σε μία (ευρύτερη) περιοχή ή το 36% σε μία μόνο περιφέρεια; Παλαιότερα, έστω και διακηρυκτικά, αναφερόμασταν στην ανάγκη και πληθυσμιακής αποκέντρωσης. Σήμερα με το παρόν δημογραφικό προφίλ ούτε που το συζητάμε. Είναι αυτή η συγκέντρωση βιώσιμη; Μπορεί να στηρίξει κάποιον αναπτυξιακό σχεδιασμό; Απαντά στις όποιες πιθανές εθνικές προκλήσεις;

Αλλά και πέραν αυτού, ας δούμε από τη Eurostat το ακαθάριστο εγχώριο προϊόν (ΑΕΠ) ανά κάτοικο στην Ευρωπαϊκή Ένωση (παραθέτω και το link για μια οπτικοποιημένη αποτύπωση https://ec.europa.eu/eurostat/web/products-eurostat-news/w/ddn-20251020-1?utm_source=chatgpt.com). Τι μας δείχνει χονδρικά; ‘Ότι μόνον η Αττική προσεγγίζει τον Μ.Ο της ΕΕ (96), όλες οι υπόλοιπες περιφέρειες κινούνται 40–70. Αυτό αποτυπώνει τη συγκέντρωση παραγωγής και εισοδημάτων στο μητροπολιτικό κέντρο.

Αλλά ας δούμε τι λέει και ο ΟΟΣΑ στο Regional Policy for Greece Post-2020 - REGIONAL PROFILES. Παραθέτω τα επίσημα κείμενα:

  • Η ανάλυση της περιφερειακής δομής της ελληνικής οικονομίας αποκαλύπτει εμμένουσες ανισορροπίες ως προς το ΑΕΠ ανά κάτοικο, τον πληθυσμό και το επίπεδο ευημερίας. 
  • Ο ελληνικός οικονομικός χώρος κυριαρχείται από τη μητροπολιτική περιοχή της Αθήνας, η οποία αποτελεί τμήμα της Περιφέρειας Αττικής, αλλά λειτουργικά εκτείνεται πέρα από τα διοικητικά της όρια, περιλαμβάνοντας συστάδες σημαντικής βιομηχανικής δραστηριότητας που βρίσκονται σε μικρή απόσταση, στις γειτονικές περιφέρειες. 
  • Η μητροπολιτική περιοχή της Αττικής, που συγκεντρώνει το 36% του πληθυσμού και το 48% του εθνικού ΑΕΠ (ή πάνω από 50% αν υπολογιστούν και οι «δορυφορικές» βιομηχανικές εγκαταστάσεις των όμορων περιοχών), διαθέτει ΑΕΠ ανά κάτοικο ίσο με το 136% του εθνικού μέσου όρου. 
  • Πρόκειται, επίσης, για μία από τις μεγαλύτερες και πιο πυκνοκατοικημένες πόλεις της Ευρώπης, με 990 κατοίκους ανά τετραγωνικό χιλιόμετρο — αριθμό δώδεκα φορές υψηλότερο από τον εθνικό μέσο όρο. 
  • Η Αθήνα έχει σχεδόν διπλασιάσει τον πληθυσμό της, γνωρίζοντας ισχυρές μεταναστευτικές ροές τις δεκαετίες του 1960, 1970 και 1980 από τις περιφερειακές περιοχές, γεγονός που συνέβαλε ουσιαστικά σε έντονη και διαρκή ανάπτυξη, αλλά ταυτόχρονα και στη δημιουργία περιβαλλοντικών και κοινωνικών προβλημάτων για τη μητρόπολη. 
  • Παρότι η Αττική έχει ΑΕΠ ανά κάτοικο σχεδόν διπλάσιο από εκείνο της ασθενέστερης περιφέρειας, της Ανατολικής Μακεδονίας και Θράκης, το σοβαρότερο πρόβλημα για την ισόρροπη ανάπτυξη δεν είναι τόσο το ίδιο το αναπτυξιακό χάσμα, όσο το γεγονός ότι η μητροπολιτική περιοχή της Αττικής συγκεντρώνει σχεδόν το ήμισυ της οικονομικής δραστηριότητας της χώρας.
  • Ο συνδυασμός οικονομιών συγκέντρωσης, μεγέθους αγοράς και πρωτεύουσας θέσης (όλες οι ανώτερες διοικητικές λειτουργίες και το 50% των δημοσίων υπαλλήλων βρίσκονται στην Αθήνα) ασκεί ισχυρές ελκτικές δυνάμεις προς την υπόλοιπη χώρα, περιορίζοντας τις αναπτυξιακές δυνατότητες των μικρότερων, περιφερειακών πόλεων.

Χρειαζόμασταν τους επίσημους Οργανισμούς για να καταλάβουμε αυτό που συμβαίνει και είναι κοινά παραδεκτό; Υποστηρίζω πως όχι – αυτή είναι η κοινή αίσθηση των πραγμάτων. Μια αίσθηση που δεν μπορεί να ανατραπεί από οποιαδήποτε καλοπροαίρετο διαφορετικό αφήγημα.

Και πάμε στα δύσκολα τώρα.

Πρέπει αυτή η δυναμική να ανατραπεί υπέρ της ελληνικής περιφέρειας; Το θεωρώ αυτονόητο. Είναι εύκολη μια τέτοια υπόθεση; Εκτιμώ ότι είναι δύσκολη. Το γεγονός ότι είναι δύσκολη σημαίνει ότι δεν πρέπει να ειπωθεί ρητά και δεν πρέπει να τεθεί στο επίκεντρο του δημοσίου διαλόγου; Σημαίνει ακριβώς το αντίθετο. Πώς φανταζόμαστε ότι θα προκύψει αυτή αλλαγή του αναπτυξιακού μοντέλου ή ορθότερα η αλλαγή του παραγωγικού υποδείγματος; Με επενδύσεις στην Αττική και στη Βοιωτία ή με έναν σχεδιασμό για τη Δράμα, την Καβάλα, τις Σέρρες, την Κοζάνη και τη Θεσσαλονίκη;

Τι πρέπει να κάνουμε;

Πρώτα από όλα να παραδεχθούμε το πρόβλημα και να το τοποθετήσουμε στον πυρήνα της ανάλυσής μας. Υπάρχει αθηνοκεντρισμός και πρέπει να περιοριστεί. Είναι ζήτημα ζωτικό. Υπερβάσεις του στιλ «εμείς εδώ να δούμε τα του οίκου μας» είναι έωλες, θνησιγενείς και δεν βρίσκουν ευήκοα ώτα ούτε στους Μακεδόνες, ούτε στους Θρακιώτες. Όταν εξαρτάσαι καθοριστικά και απόλυτα από την κεντρική κατανομή πόρων που λαμβάνει χώρα αλλού, εκεί στο «αλλού» πρέπει να επικεντρώσεις.

Δεύτερο, να αλλάξουμε τον τρόπο διεκδίκησης. Ό,τι διεκδικούμε δεν πρέπει να γίνεται στο όνομα της ερωτικής πόλης που αδικήθηκε. Αυτό ακόμη και αν ισχύει, δεν το ακούει κανένας. Πρέπει να εντάξουμε τις τοπικές διεκδικήσεις στην εθνική στρατηγική ανάπτυξης, στο γενικότερο πλαίσιο γεωπολιτικών ανακατατάξεων και να φωτίσουμε τις θετικές προοπτικές για τη χώρα.

Τρίτο, να έχουμε αίσθηση της υστέρησης του τόπου μας. Υστέρηση που δεν αναπληρώνεται με 3-4 μεγάλα έργα. Χρειαζόμαστε 14. Ούτε μπορούμε να εφησυχάσουμε γιατί κάπου εκεί μετά το 2035 θα έχει ολοκληρωθεί η ατζέντα των έργων της δεκαετίας του 1980-1990.

Τέταρτο, πρέπει και εμείς να δείξουμε μια επιχειρησιακή - διαχειριστική επάρκεια και να διαμορφώσουμε μέσα από έναν τοπικό αλλά ανοιχτό δημόσιο διάλογο κάποιες προτεραιότητες. Αν η εκάστοτε κυβέρνηση έρχεται και σχεδιάζει ένα μεγάλο έργο πρέπει να μπορούμε να εξετάσουμε αν αυτό είναι στην κορυφή των προτεραιοτήτων μας ή είναι στην τριτοτέταρτη θέση. Εμείς σήμερα προσεγγίζουμε τα ζητήματα αυτά με τη λογική «έργο να ναι και ό,τι να ναι» ή «μάζευε και ας είν’ και ρώγες». Μα μπορεί να μην είναι ρώγες, να μας δίνεται ολόκληρο τσαμπί με σταφύλια – αν αυτό δεν απαντά σε ό,τι έχουμε ορίσει εμείς ως προτεραιότητα, πάλι δεν κάνουμε τίποτα.

Και για να κλείσουμε …

Δεν είναι ζήτημα συναισθηματικής αδικίας, αλλά αναπτυξιακής στρέβλωσης που επηρεάζει την ίδια τη βιωσιμότητα της χώρας. Η Θεσσαλονίκη δεν είναι θύμα, είναι δυνητικός εθνικός πόλος και η ενδυνάμωσή της ωφελεί συνολικά το ελληνικό σύστημα. Η λύση θα προέλθει μέσα από περιφερειακή συνείδηση χωρίς επαρχιωτισμό. Δεν κραυγάζουμε, δεν εκλιπαρούμε, δεν αυτοθυματοποιούμαστε. Περιγράφουμε μια ανισότητα που δεν είναι ταξική ή κομματική, αλλά γεωοικονομική. Και το κάνουμε μέσα από μια πολιτική κουλτούρα αυτογνωσίας.

Πρέπει να πιέσουμε τα κόμματά μας, να εντάξουν αυτήν την προβληματική στον συλλογισμό τους. Είτε κυβερνούν είτε αντιπολιτεύονται, οφείλουν να συνυπολογίζουν και αυτές τις διαστάσεις. Άλλωστε τα κόμματά μας είναι εθνικά – μέσα από μια τέτοια διεργασία μπορούν και αυτά να αναζωογονηθούν.  

Τι θα απαντήσεις αν ένας τουρίστας σε ρωτήσει «τι να δω στη Θεσσαλονίκη»; άρθρο στη VORIA στις 25/10/2025


Πέντε ταξίδια να έχει κάνει κανείς στο εξωτερικό, θα έχει παρατηρήσει ότι όλες οι πόλεις προσπαθούν να «πακετάρουν» και να σου «πουλήσουν» ό,τι διαθέτουν ως σημαντικό και άξιο προσοχής -και πολλές φορές και εισιτηρίου. Βλέπετε, αυτό που ονομάζουμε ανταγωνισμός των πόλεων επιβάλλει την κινητοποίηση κάθε διαθέσιμου πόρου στη συλλογική προσπάθεια προσπορισμού κερδών και αξιοποίησης κάθε δυνατής και πιθανής δυνατότητας. Λογικό, ορθολογικό και εν πολλοίς αυτονόητο. 

Στη Θεσσαλονίκη, όμως, για έναν περίεργο λόγο, αισθάνομαι ότι αυτό δεν συμβαίνει. Και δεν συμβαίνει εδώ και πολλές δεκαετίες. Και όχι, δεν θέλω να φτάσουμε στις δεκαετίες του 1950 και του 1960 για να εντοπίσουμε στην αντιπαροχή, την αρχή του κακού. Τότε, μια συγκεκριμένη πιεστική ανάγκη δημιουργίας κατοικιών λόγω εσωτερικής μετανάστευσης, μαζί με μια κάπως στενόμυαλη αντίληψη για το αστικό περιβάλλον, μας οδήγησε στις γνωστές επιλογές. Τα τελευταία όμως 30 χρόνια αυτό που (δεν) συμβαίνει είναι αδιανόητο. 

Ξεκίνησα να γράφω αυτό το σημείωμα με δύο αφορμές. Η μία είναι οι εικόνες από την πλατεία Ναυρίνου και τη σιδερόφρακτη περίφραξη του Γαλεριανού ανακτόρου. Μιλάμε για μια σχεδόν εργοταξιακής αισθητικής επιλογή, που εμφανίστηκε εν μία νυκτί και εν αγνοία όλων ημών, ως μόνη λειτουργική επιλογή φύλαξης. Η άλλη αφορμή είναι ψηφιακή και έρχεται από το TikTok όπου εμπνευσμένοι επιστήμονες, ιστορικοί, παιδαγωγοί, γυρνούν σύντομα videos με ιστορικές και μνημειακές γωνιές της πόλης και μέσα σε 45 δευτερόλεπτα μας μαθαίνουν ό,τι δεν μας δίδαξε κανείς σε 15 χρόνια σχολικής πορείας και 41 χρόνια καθημερινής ζωής στην πόλη. Και βλέποντάς τα απορείς «μα είναι δυνατόν να μη γνωρίζω τίποτε για αυτό (το μνημείο) αν και περνώ δίπλα του δύο δεκαετίες τώρα»; Απαντώ στον εαυτό μου «Ναι είναι δυνατόν – και είναι και λογικό» παρά το εμφανές του παραλόγου. Τα περισσότερα από αυτά είναι επί σειρά ετών όχι απλά εγκαταλειμμένα και αφανή, αλλά αποκομμένα από τον αστικό ιστό με λαμαρίνες, περιτριγυρισμένα από σκουπιδαριό, χωρίς φωτισμό, χωρίς μία ταμπέλα πληροφόρησης –χωρίς τίποτα απολύτως. Λίγο λοιπόν η κατάσταση αυτή και λίγο ο μνημειακός πληθωρισμός της χώρας μας (και της πόλης μας), δεν δίνει κανείς την πρέπουσα σημασία. 

Είναι όμως και αυτό λογικό; Όχι είναι παραλογισμός μεγατόνων. Και θα μιλήσω με παραδείγματα ξεκαθαρίζοντας ότι δεν κάνω ρεπορτάζ, δεν με ενδιαφέρει καμία επίσημη αιτιολόγηση, καμία εν εξελίξει πρωτοβουλία και καμία παγιωμένη δικαιολογία. Είναι δυνατόν τα τείχη της πόλης να μην είναι αποκατεστημένα, να μην είναι περιποιημένα, να μην είναι φωτισμένα, να μην είναι επισκέψιμα, να μην είναι ενοποιημένα με διαδρομές, να μην είναι επαρκώς διαφημισμένα και να μην πλαισιώνονται από πληροφοριακό υλικό; Είναι δυνατόν ο Λευκός Πύργος να λειτουργεί μερικώς και όχι αδιαλείπτως; Είναι δυνατόν το φρούριο και το τείχος εκεί πίσω από το Δικαστικό Μέγαρο να μην είναι φωτισμένο, να μην υπάρχει μια ταμπέλα και να έχει μετατραπεί σε mini χωματερή και αποχωρητήριο; Το Αλκαζάρ –νιος ήμουν και γέρασα. Το Μπέη Χαμάμ δεν το θυμάμαι ποτέ ανοιχτό και επισκέψιμο. Καμιά δεκαριά βυζαντινές εκκλησίες στα χαμένα –ουδείς ξέρει τι γίνεται. Σε πολλές εκκλησίες βλέπουμε τον περιβάλλοντα χώρο να μετατρέπεται σε parking πολυτελών λιμουζινών ή φορτηγών που εξυπηρετούν λειτουργικές ανάγκες. Όλα ψηφίδες μιας αδιανόητης αδιαφορίας. 

Σκέφτομαι πολλές φορές ότι αν με σταματήσει ένας τουρίστας στον δρόμο και με ρωτήσει τι του προτείνω να επισκεφτεί θα δυσκολευτώ. Αλλά ακόμη και αν απαντήσω, το πρόγραμμα που θα του υποδείξω θα είναι της μιας ημέρας. Αυτή είναι η αλήθεια και όλοι μέσα μας την ξέρουμε. Με αυτήν την αλήθεια όμως δεν πάμε πολύ παρακάτω.



Και από την άλλη ακούς για μια πανίσχυρη εφορεία αρχαιοτήτων, για κονδύλια στον πολιτισμό, για αναπλάσεις και λαμπρές εποχές που έρχονται αλλά ποτέ δεν φτάνουν. Κάτι πρέπει να αλλάξει. Αν δεν μπορούμε με τρόπο γραμμικό να εντοπίσουμε, να αναδείξουμε και να αξιοποιήσουμε όλον αυτόν τον πλούτο, ας το κάνουμε βολονταριστικά. Αν δεν μπορούμε με έναν κοινό κώδικα, ένα πρωτόκολλο ενεργειών, να συμφωνήσουμε σε ένα μεγάλο και φιλόδοξο σχέδιο, ας βρεθούμε όσοι θέλουμε, όσοι το αντιλαμβανόμαστε, όσοι το επιθυμούμε και ας πιέσουμε την πολιτική ηγεσία σε κάθε βαθμίδα. Διάβασα πρόσφατα για μια πρωτοβουλία ενοποίησης των αρχαιολογικών χώρων και χάρηκα. Θα μου πεις αυτά στην Αθήνα συζητήθηκαν και εφαρμόστηκαν στα τέλη της δεκαετίας του 1980 –είμαστε μόνο 40 χρόνια πίσω, αλλά ας ξεκινήσουμε από κάπου. Προσπάθειες κατά καιρούς έχουμε δει –το γιατί δεν υπάρχει μια συμπαγής και στέρεη στρατηγική για αυτά τα ζητήματα είναι το πρόβλημα.

Από την άλλη στερεύουν και οι δικαιολογίες. Την προηγούμενη Δευτέρα παραβρέθηκα σε μια εκδήλωση του μέσου που φιλοξενεί τις απόψεις μου –στην παρουσίαση του βιβλίου «Ιστορίες της Παλιάς Θεσσαλονίκης». Εκτός του εξαιρετικού περιεχομένου, στάθηκα και σε μια ακόμη πτυχή που συναντώ πλέον και στο διαδίκτυο και σχετίζεται με τις δυνατότητες του AI. Είμαστε σε θέση να αναδημιουργήσουμε εικόνες μέσα από περιγραφές -να ζωντανέψουμε φωτογραφίες και να τις μετατρέψουμε σε video- να δώσουμε εικόνα στη σκέψη και στην ιστορική πηγή. Αντιλαμβάνεστε το περιθώριο προβολής που γεννιέται μπροστά μας; Τις τεραστίων διαστάσεων δυνατότητες οπτικοποίησης κάθε ιστορικής αφήγησης; 

Φανταστείτε λοιπόν πόσες ιστορίες μπορεί να κρύβει μια πόλη με 23 αιώνες Ιστορίας. Μάχες, εξεγέρσεις, ανεγέρσεις, κατακτητές, μνημεία –η λίστα τείνει εις το άπειρο. Αλλά αν δεν μπορούμε να περιποιηθούμε και να αναδείξουμε το υπαρκτό, την υλική διάσταση που μας περιβάλλει, έχει νόημα να αναζητήσουμε την ψηφιακή και τεχνολογική αναπαράστασή της; Ίσως και να έχει νόημα, αν την δει κανείς ως μια ακόμη ευκαιρία, ως έναυσμα, ως στοιχείο που μπορεί να ανανεώσει το ενδιαφέρον. Να κάνουμε δηλαδή το σωστό και το αυτονόητο διά του ερεθισμού και της έξαψης που προκαλεί το τεχνολογικά νέο.

Υπαίθριο μουσείοφιλόδοξος αλλά και ρεαλιστικός στόχος

Στην πραγματικότητα, όταν μιλάμε για μια πόλη–υπαίθριο μουσείο, δεν εννοούμε έναν απλό περίπατο ανάμεσα σε πέτρες και μάρμαρα. Μιλάμε για τη δημιουργία μιας ενιαίας αφήγησης· για την ικανότητα μιας πόλης να «διηγείται» τον εαυτό της μέσα από τα ίχνη του χρόνου. Το υπαίθριο μουσείο δεν είναι μόνο η αποκατάσταση των μνημείων. Την προϋποθέτει αλλά δεν αρκείται σε αυτό. Είναι η σύνδεσή τους –φυσικά, αισθητικά και νοηματικά. Είναι η εμπειρία του κατοίκου και του επισκέπτη που μετατρέπεται σε ζωντανή εκπαίδευση, σε πολιτιστικό βίωμα. Όταν μια πόλη καταφέρει να πει την ιστορία της με συνοχή, τότε αποκτά όχι μόνο τουριστικό αλλά και παιδευτικό, ταυτοτικό πλούτο.

Ξαναδιαβάζω ό,τι έγραψα μέχρι εδώ. Σκόρπιες σκέψεις υπό μορφή απορίας με μια essence αγανάκτησης. Το γράφω ξανά –το κείμενο δεν διεκδικεί δάφνες επιστημονικής προσέγγισης, ούτε αντικειμενικής καταγραφής των δεδομένων. Είναι περισσότερο μια κοινή αίσθηση των πραγμάτων (αλλά αυτή η αίσθηση είναι η συνάμα και η δύναμη και η αξία της δημοκρατίας).

Για να το κλείσω όμως κάπως πιο οργανωμένα θα καταφύγω και πάλι στην ανάγκη της πολιτικής. Και εδώ, όπως και σε πολλά άλλα πεδία, χρειαζόμαστε πολιτική με το π κεφαλαίο. Για να φτάσουμε όμως εκεί πρέπει να αντιληφθούμε το πρόβλημα. Και αφού το αντιληφθούμε να το καταστήσουμε αίτημα. Και αφού υποθετικά καταφέρουμε να το καταστήσουμε αίτημα -όχι υποχρεωτικά πλειοψηφικό αλλά διακριτό και συμπαγές- τότε θα μπορέσουμε να πιέσουμε τις ηγεσίες. 

Από την άλλη οι ηγεσίες πρέπει να επιδείξουν μια ευρύτητα σκέψης και δράσης. Πρέπει να σταθούν στην πόλη με όρους ιστορικούς και όχι διεκπεραιωτικούς. Ναι, το ξέρουμε, μαζεύτηκαν πολλά, αλλά κάπως πρέπει να τα βάλουμε σε μία σειρά. Η ανάδειξη των μνημείων της πόλης δεν είναι μόνο πολιτιστικό, ηθικό και εθνικό καθήκον. Μπορεί να επιδράσει θετικά και σε άλλα πεδία –πιο πεζά και υλιστικά. Μπορεί να γίνει μοχλός οικονομικής ανάπτυξης, εξωστρέφειας, θέσεων εργασίας. Οι παλιές συνταγές βλέπουμε ότι μήνα με τον μήνα σβήνουν. Το κέντρο εμπορικά απονεκρώνεται –κάπως πρέπει να το αντιστρέψουμε. Οι βιοτεχνίες έκλεισαν από χρόνια, η εστίαση δεν μπορεί επουδενί να σηκώσει αναπτυξιακά την πόλη. Ούτε ο τουρισμός μόνος του. Όμως στην περίπτωση αυτήν δεν μιλάμε μόνο για τουρισμό αλλά για ένα οικοσύστημα δραστηριοτήτων που θα εμπλουτίσουν την οικονομία της πόλης.

Η Θεσσαλονίκη δεν χρειάζεται να εφεύρει τον εαυτό της από την αρχή· χρειάζεται να τον αναγνωρίσει. Να κοιτάξει γύρω της με τα μάτια ανοιχτά και να δει ότι το μέλλον της είναι γραμμένο ήδη στις πέτρες, στους τοίχους και στα απομεινάρια της. Κάθε πόλη έχει τη μοίρα που αντέχει να φανταστεί. Αν η δική μας μπορέσει να φανταστεί τον εαυτό της ως ζωντανό μουσείο, ανοιχτό εργαστήριο ιστορίας και πολιτισμού, τότε μπορεί να ξανακερδίσει αυτό που σήμερα της λείπει περισσότερο. Τη συνείδηση της αξίας της. Και αυτή είναι ίσως η πιο ελπιδοφόρα μορφή ανάπτυξης που μπορούμε να ονειρευτούμε.

Μπορεί το μπάσκετ της Θεσσαλονίκης να επανέλθει στην πρώτη γραμμή; Κι αν ναι, τι θα σημαίνει για την πόλη; άρθρο στη VORIA στις 18/10/2025

 


Το μπάσκετ αφορά την πόλη;

Ξεκινώ με μια παραδοχή – δεν γνωρίζω τις εξελίξεις από πρώτο χέρι, ούτε παρακολουθώ τα διοικητικά ζητήματα των ομάδων της πόλης στενά. Γράφω περισσότερο ως φίλαθλος που αγαπά το μπάσκετ και ως Θεσσαλονικιός που θέλω η πόλη να έχει όλα όσα είχε – όλα όσα της αξίζουν και όλα όσα αντικειμενικά μπορεί να αποκτήσει. Άρα στις παρακάτω γραμμές δεν θα βρείτε ρεπορτάζ και είδηση. 

Αφορμή για αυτό το σημείωμα είναι οι θετικές εξελίξεις που πληροφορούμαστε, στα θέματα του Άρη, του ΠΑΟΚ και του Ηρακλή. Μετά από μια μακρά περίοδο ανομβρίας – πέτρινα χρόνια τα χαρακτηρίζει η αθλητική ιδιόλεκτος – φαίνεται πως δημιουργούνται οι προϋποθέσεις μιας αναγέννησης. Το ευτυχές γεγονός είναι πως θετικές εξελίξεις παρατηρούνται ταυτόχρονα και για τις τρεις ομάδες, συνθήκη που δημιουργεί προσδοκία μεγαλύτερη και μας επιτρέπει να αναπολήσουμε παλιές ένδοξες ημέρες αλλά και να φανταστούμε ανάλογες εξελίξεις στο άμεσο μέλλον. Αν οι θετικές ειδήσεις αφορούσαν μία ομάδα, τότε η είδηση θα αφορούσε τον κύκλο των φίλων και των οπαδών της – τώρα που αφορά και τους τρεις μεγάλους της πόλης, δικαιούμαστε να βάζουμε στην εξίσωση και την πόλη και να διευρύνουμε κάπως την συζήτηση και σε επίπεδα πέραν του στενού αθλητικού. Άλλωστε ο αθλητισμός είναι επί της αρχής και κοινωνικό και οικονομικό θέμα. 

Η πόλη έχει μπασκετική παράδοση

Η Θεσσαλονίκη δεν θα ήταν υπερβολή να ισχυριστεί κανείς ότι ήταν η «πρωτεύουσα» του αθλήματος. Για σχεδόν δύο δεκαετίες – δεκαετίες που συνέπεσαν με την εκτίναξη του αθλήματος στη χώρα – ήταν αυτή που έδινε τον παλμό. Και δεν πάω πιο πίσω στο χρόνο, στην μεταπολεμική περίοδο και στις πραγματικά πρώιμες και ηρωικές εποχές των ανοιχτών γηπέδων γιατί παραπάμε πίσω και οι μισοί αναγνώστες δεν θα έχουν ούτε μια εικόνα και ανάμνηση από αυτές.

Από τη δεκαετία του ’50 και κυρίως στα ‘60, η Θεσσαλονίκη είχε ήδη αναπτύξει μπασκετικό ιστό: η Χ.Α.Ν.Θ. λειτούργησε ως κέντρο αθλητικής ζωής με το ανοικτό γήπεδό της να φιλοξενεί σημαντικά ματς, ενώ το 1959 η πόλη ανέλαβε Πανελλήνιο Πρωτάθλημα — ένδειξη ότι είχε ήδη συγκροτημένη σκηνή. Και παρότι η Ε.ΚΑ.Σ.Θ. ιδρύθηκε μόλις το 1976, προϋπήρχαν τοπικές Επιτροπές που ρύθμιζαν το άθλημα από τη δεκαετία του ’60. Δεν θα ήταν υπερβολή να ισχυριστούμε ότι στη Θεσσαλονίκη των δεκαετιών του ’60 και του ’70 το μπάσκετ ήταν κάτι περισσότερο από άθλημα∙ ήταν μια νέα αστική κουλτούρα που ξεδιπλωνόταν μέσα σε γεμάτα κλειστά γυμναστήρια και στις αυλές των σχολείων με πληθώρα ομάδων. 

Η εκτίναξη

Και ερχόμαστε στην μαγική δεκαετία των 80s που άλλαξε όχι μόνο τη σχέση των Ελλήνων με το μπάσκετ, αλλά τολμώ να πω των Ελλήνων με τον αθλητισμό γενικότερα. Η μαγική ομάδα του Άρη, με σημαία τον Νίκο Γκάλη και τον Παναγιώτη Γιαννάκη, δημιουργεί για πρώτη φορά ένα σύνολο που ξεπερνά τα σύνορα και στέκεται στην κορυφή της Ευρώπης σε υψηλότατο επίπεδο. Και όπως σε κάθε όμορφη αθλητική ιστορία που σέβεται τον εαυτό της, ο ρόλος του ανταγωνιστή είναι κομβικός, έτσι και ο ΠΑΟΚ επενδύει. Φτιάχνει και αυτός ισχυρή ομάδα και απολαμβάνουμε ένα σαλονικιώτικο ευρωπαϊκό el clasico στο Palais de Sport. Και βέβαια όλο αυτό υπό την σκέπη και υπό την επήρεια της μέθης του 1987 και της κατάκτησης του Ευρωπαϊκού Πρωταθλήματος από την Ελλάδα. 
Μεγάλοι αθλητές, χρήματα, συμβόλαια, προπονητές και ταυτόχρονα ερημιά στους δρόμους της πόλης σε κάθε μεγάλο ευρωπαϊκό αγώνα. Η διάλυση της Γιουγκοσλαβίας τροφοδοτεί την εγχώρια σκηνή με παίκτες μεγάλης κλάσης καθώς τα χρήματα ακόμη και τότε, ήταν εδώ στον βορρά – η πιο κοντινή γεωγραφικά και συμφέρουσα οικονομικά επιλογή των παικτών της μεγάλης γιουγκοσλάβικης σχολής ήταν η Ελλάδα και η Θεσσαλονίκη, πριν κάνουν το άλμα για άλλες αγορές και ηπείρους. 

Συνέχεια και διάρκεια 

Ακόμη και όταν η πόλη έχασε τα πρωτεία, καθώς οι μεγάλες αθηναϊκές ομάδες άρχισαν να βάζουν πιο βαθιά το χέρι στην τσέπη – ήμαστε κάπου στις αρχές και στα μέσα των 90s - δεν περνούσε κανείς εύκολα ούτε από το Αλεξάνδρειο, ούτε από το Ιβανόφειο. Οι ομάδες είχαν αξιοζήλευτα ρόστερ και έκαναν πορείες στα ευρωπαϊκά κύπελλα. Οι ευρωπαϊκοί τίτλοι τότε ήρθαν στη Θεσσαλονίκη. 

Κάπου εκεί όμως η γενικότερη μεταφορά ισχύος και η υπερσυγκέντρωση πόρων και υποδομών στην Αθήνα αλλάζει τα δεδομένα. Η φθίνουσα πορεία της βόρειας Ελλάδας και της Μακεδονίας, απότοκος εξελίξεων σε άλλα επίπεδα και πεδία (αποβιομηχάνιση, υπερσυγκέντρωση, Ολυμπιακοί Αγώνες, αλλαγή στις κατευθύνσεις των ευρωπαϊκών χρηματοδοτήσεων) και προϊόν πολιτικών επιλογών, αφήνουν την πόλη πίσω.  Τις τελευταίες δεκαετίες, οι ομάδες της πόλης (Άρης, ΠΑΟΚ, Ηρακλής) βίωσαν παρακμή, διοικητικά αδιέξοδα και οικονομικά βάρη, χάνοντας τη λάμψη τους.

Σήμερα 

Σήμερα βρισκόμαστε σε μια ευτυχή συνθήκη. Ο Άρης μπαίνει σε νέα εποχή με τον Ρίτσαρντ Σιάο να αναλαμβάνει τα διοικητικά ηνία της ΚΑΕ. Η παρουσία του φέρνει προσδοκία για οικονομική σταθερότητα, νέες επενδύσεις και δυνατές μεταγραφές, με στόχο την επιστροφή της ομάδας σε υψηλό επίπεδο. Παράλληλα, η συνεργασία με τον Ερμή Λαγκαδά ως «αναπτυξιακή ομάδα» δείχνει διάθεση για μακροπρόθεσμο χτίσιμο και στήριξη νέων παικτών.

Στον ΠΑΟΚ το ενδιαφέρον του Αριστοτέλη Μυστακίδη, που φέρεται να εξετάζει τρόπους ουσιαστικής εμπλοκής, ανοίγει μια τέτοια προοπτική που θα μπορούσε να προσφέρει οικονομική σταθερότητα και προοπτική ανάπτυξης στον μπασκετικό «Δικέφαλο». Παράλληλα, η ομάδα οργανώνει εκ νέου τις Ακαδημίες της, επενδύοντας στη βάση και στη δημιουργία μιας σταθερής παραγωγικής δεξαμενής ταλέντων. Η συζήτηση για πιθανή νέα διοικητική ενίσχυση έρχεται να συμπληρώσει αυτή την προσπάθεια ανασυγκρότησης.

Στον Ηρακλή, η επάνοδος της ομάδας στη μεγάλη κατηγορία μετά από τρία χρόνια και οι εμφανείς προσπάθειες διοικητικής και οργανωτικής ανασυγκρότησης δημιουργούν εκ νέου συσπείρωση, αυξάνοντας τις αντικειμενικές του δυνατότητες. Πέντε επιχειρηματίες – φίλοι της ομάδας – ανέλαβαν πρωτοβουλία και τα πράγματα πήραν τον δρόμο της εξυγίανσης και των παρεμβάσεων στο γήπεδο.

Υποδομές - γήπεδα

Αν οι επενδυτές εμπλακούν και παραμείνουν στα project, τότε θα γίνουνε και μεταγραφές, θα έρθουν και οι νίκες, ο κόσμος θα ζεσταθεί και το ενδιαφέρον θα αυξηθεί κατακόρυφα. Εδώ όμως ξεκινάνε τα δύσκολα. Σε ποια γήπεδα; Το Palais είναι γήπεδο του 1966 με χωρητικότητα που δεν αντιστοιχίζεται ούτε με το brand Άρης, ούτε με τις νέες φιλοδοξίες του. Στο Paok Sports Αrena – γήπεδο του 2000 – έχει να γίνει ουσιαστική παρέμβαση από τότε. Το Ιβανόφειο είναι μικρό σε κάθε περίπτωση παρά την αξιόλογη προσπάθεια περίπου μισού εκατομμυρίου για την ανακαίνισή του.
Εδώ, λοιπόν, ανοίγει ένα άλλο μεγάλο ζήτημα – πρωτίστως πολιτικό και δευτερευόντως αθλητικό – αυτό των υποδομών. Η πόλη χρειάζεται νέα γήπεδα. Τα χρειάζεται αν θέλει να ξαναμπεί σε ευρωπαϊκούς και γιατί όχι και σε παγκόσμιους χάρτες αθλητικών διοργανώσεων. Και δίπλα στο ζήτημα των γηπέδων υπάρχει αυτό της πρόσβασης, της συγκοινωνίας, της στάθμευσης, των απαραίτητων υποστηρικτικών χώρων κ.ο.κ. 

Κοινωνική και οικονομική διάσταση

Θα αναρωτηθεί κανείς «όλα αυτά είναι προτεραιότητα για την Θεσσαλονίκη»; Σωστό και εύλογο ερώτημα. Η απάντηση όμως εξαρτάται από το πού βάζει κανείς τον πήχη των φιλοδοξιών για την ίδια την πόλη. Πιστεύω ότι είναι μια ευκαιρία – ένα πεδίο στο οποίο έχουμε παράδοση, μας ταιριάζει ιδιοσυγκρασιακά και μπορούμε μέσα από την επένδυση σε αυτό να επιτύχουμε παράλληλους και απολύτως απαραίτητους εκσυγχρονισμούς σε πολλά πεδία.

Αν το μπάσκετ της Θεσσαλονίκης αναστηθεί, δεν θα πρόκειται για μια στενά αθλητική υπόθεση. Θα είναι μια βαθιά κοινωνική και οικονομική μετατόπιση, με συνέπειες που ξεπερνούν το παρκέ. Το πρώτο που θα φανεί είναι η ψυχολογία της πόλης. Η Θεσσαλονίκη έχει ανάγκη από σύμβολα και επιτυχίες που να την βάζουν στο προσκήνιο – και το μπάσκετ είναι ίσως το πιο προσιτό και αυθεντικό όχημα για να συμβεί αυτό. Ένας γεμάτος αγώνας στο Palais ή στο Sports Arena δεν είναι απλώς ένα παιχνίδι, είναι μια τελετουργία που δίνει στους κατοίκους ένα κοινό σημείο αναφοράς, ένα νέο αφήγημα τοπικής υπερηφάνειας.

Ταυτόχρονα, η ανάδειξη της πόλης στον ευρωπαϊκό μπασκετικό χάρτη δεν είναι θεωρία. Η συμμετοχή σε ευρωπαϊκές διοργανώσεις, η φιλοξενία Final Four ή μεγάλων διεθνών τουρνουά θα φέρει τουρίστες, δημοσιότητα, προβολή. Μια Θεσσαλονίκη που θα ξαναγίνει προορισμός για μπασκετικές αποστολές και φιλάθλους, μπορεί να κερδίσει όσα σήμερα διεκδικούν άλλες ευρωπαϊκές πόλεις αντίστοιχου μεγέθους.

Η οικονομική διάσταση είναι ακόμη πιο άμεση. Eισιτήρια, εμπορικά έσοδα, χορηγίες, τηλεοπτικά δικαιώματα, αλλά και το «παράπλευρο» όφελος για την αγορά της πόλης – ξενοδοχεία, εστιατόρια, μεταφορές, τοπικές επιχειρήσεις. Κάθε μεγάλη αθλητική επιτυχία παράγει δευτερογενή οικονομικά αποτελέσματα που ενισχύουν τον τοπικό κύκλο ζωής.

Τέλος, υπάρχει η νεολαία. Όταν οι νέες γενιές βλέπουν γεμάτα γήπεδα, διεθνείς αστέρες και μια πόλη που ζει και αναπνέει μπάσκετ, βρίσκουν κίνητρο να στραφούν στον αθλητισμό. Και αυτό δεν αφορά μόνο την καριέρα λίγων ταλαντούχων. Αφορά τη φυσική δραστηριότητα, την κοινωνικοποίηση, τη δημιουργία χαρακτήρων. Το μπάσκετ της Θεσσαλονίκης μπορεί να γίνει ξανά μια δεξαμενή προτύπων για χιλιάδες παιδιά.

Με δυο λόγια, η αναβίωση δεν θα μετρηθεί μόνο σε νίκες και κύπελλα. Θα μετρηθεί σε χαμόγελα, σε οικονομικά δεδομένα, σε ταυτότητα πόλης. Αν συμβούν όλα τα θετικά, η Θεσσαλονίκη δεν θα είναι απλώς θεατής. Θα  είναι η ίδια πρωταγωνίστρια γιατί  το άθλημα της δίνει ξανά τη θέση που της αξίζει.
 

Δευτέρα 13 Οκτωβρίου 2025

Η προοδευτική εναλλακτική σε 16 σημεία: Πού βρισκόμαστε και ποια η δυναμική των πραγμάτων, άρθρο στη VORIA στις 11/10/2025



Σε αυτό το σημείωμα θα προσπαθήσω να παραθέσω όσα σημεία πιστεύω ότι είναι σημαντικά για τον πολιτικό χώρο της κεντροαριστεράς στην Ελλάδα, μετά και τις  πρόσφατες εξελίξεις. Επιλέγω να το κάνω με αυτόν τον τρόπο για να παρουσιάσω όσο περισσότερες όψεις του νέου σκηνικού είναι δυνατόν, όπως βέβαια εγώ τις αντιλαμβάνομαι.

  • Σημείο 1ο: είναι δεδομένη η ανάγκη δημιουργίας ενός πολιτικού πόλου – κόμματος ή παράταξης που θα επαναφέρει μια σχετική ισορροπία στο πολιτικό σύστημα και θα εμφανίζεται ως μια δυνητική εναλλακτική επιλογή διακυβέρνησης της χώρας. Από το 2019 και μετά, 7 χρόνια σχεδόν, η ύπαρξη μιας μόνο κυβερνητικής επιλογής έχει δημιουργήσει μια τέτοια ασυμμετρία που δεν είναι προωθητική ούτε για τη χώρα, αλλά ούτε και για την ελληνική κυβέρνηση. Αυτός ο πόλος – κόμμα – παράταξη πρέπει να έχει και ποιοτικά αλλά κυρίως ποσοτικά χαρακτηριστικά για να γίνεται αντιληπτός ως εναλλακτική. Με 8% - 10% -12% -15% δεν μπορεί κανείς όχι να ράψει πρωθυπουργικό κοστούμι, αλλά ούτε έξω από ραφείο να περάσει. 
  • Σημείο 2ο: Το γράφω στην αρχή για να το τονίσω. Όλο το οικοσύστημα της κεντροαριστεράς, όλα τα κόμματα – τα στελέχη – οι αρχηγοί – αλλά και οι ψηφοφόροι ας γνωρίζουν ότι οι εναλλακτικές κυβερνητικές επιλογές σε ευρωπαϊκό επίπεδο, αναζητούνται στην ή από την άκρα δεξιά, ή όπως αλλιώς θέλετε ονοματίστε την. Αυθεντική – λαϊκή - συντηρητική (; ) πάντως από τον χώρο πιο δεξιά από την κεντροδεξιά που κυβερνά στις περισσότερες ευρωπαϊκές χώρες. Αυτό, για να μην νομίζει κανείς ότι νομοτελειακά θα δημιουργηθεί ένας πλειοψηφικός κεντροαριστερός πόλος που αργά ή γρήγορα θα κυβερνήσει. Οι εκλογικοί χάρτες στην Ευρώπη δείχνουν ότι οι άλλοτε «κόκκινες περιοχές» χρωματίζονται «μαύρες».
  • Σημείο 3ο : Όταν υπάρχει κενό, αυτό το κενό θα καλυφθεί. Η φύση και η πολιτική το απεχθάνονται και οι πολίτες – το εκλογικό σώμα δηλαδή – το απεχθάνονται το ίδιο. Στις δημοκρατίες όλοι προσπαθούν να εκπροσωπηθούν, να εκφραστούν, να διαμαρτυρηθούν ή και να διαμορφώσουν τις εθνικές προτεραιότητες στη βάση των δικών τους συμφερόντων. Η υπαρκτή – σχεδόν δομική στενότητα του πολιτικού συστήματος έχει φτάσει στα ακρότατα όριά της. Αν δεν απαντηθεί έγκαιρα και ικανοποιητικά το πρόβλημα αυτό, μπορεί να οδηγήσει έως και σε θραύση του κοινωνικού συμβολαίου – ακόμη και αυτού που διαμορφώθηκε από τα Μνημόνια και μετά.
  • Σημείο 4ο: Χρειάζονται υπερβάσεις. Η γραμμική, διεκπεραιωτική, γραφειοκρατική έως δημοσιοϋπαλληλική διαχείριση του πολιτικού αυτού ζητήματος δεν μπορεί να παράγει κανένα αποτέλεσμα. Με ποδοσφαιρικούς όρους οι της κεντροαριστεράς καλούνται να βάλουν γκολ. Χάνουν 2-0. Αν επιμείνουν να παίζουν για να μην δεχθούν άλλα γκολ ή για την ισοπαλία  στον επαναληπτικό αγώνα και θα δεχθούν και άλλα γκολ και θα αποκλειστούν από τη συνέχεια.
  • Σημείο 5ο: Η πολυδιάσπαση του χώρου είναι το αποτέλεσμα της αδυναμίας, όχι το αίτιο. Με απλά λόγια εάν κάποιος από τους υπάρχοντες σχηματισμούς είχε δείξει σημάδια ανόδου και αύξησης της εκλογικής επιρροής – έστω και δημοσκοπικά- τότε θα δημιουργούσε μια δυναμική με συγκολλητική υφή και δεν θα άφηνε περιθώρια για ένα ακόμη κόμμα, μία ακόμη προσπάθεια. Θα γίνονταν το σημείο αναφοράς και με τρόπο απλό και κατανοητό θα μπορούσε να φέρει στο δημόσιο διάλογο και στον κομματικό ανταγωνισμό ένα κεντρικό δίλημμα. «Ή εμείς ή η Νέα Δημοκρατία» ή «όποιος δεν θέλει Μητσοτάκη πρωθυπουργό έχει μία επιλογή». Καμιά φορά δεν χρειάζονται και πολλά πολλά αλλά λίγα και εύστοχα. Και τα διλήμματα αυτόν τον ρόλο έχουν. Συμπυκνώνουν τα πολλά σε μία φράση. Για να βάλεις όμως δίλλημα πρέπει ο όγκος και το μέγεθός σου να στο επιτρέπει. Αλλιώς ψελλίζεις.
  • Σημείο 6ο: Διαβάστε καλύτερα την κοινωνική πραγματικότητα της χώρας. Έχω την αίσθηση ότι τα κόμματα του ευρύτερου προοδευτικού που θέλουν να λογίζονται ως κυβερνητικά, δεν διαβάζουν την κοινωνική πραγματικότητα με επάρκεια. Τσαλαβουτάνε στα δεδομένα, έχουν σημειακή αντίληψη, γνωρίζουν ορισμένα ζητήματα αλλά δεν ενώνουν τις τελείες. Αν δεν ενώσεις τις τελείες όμως σχήμα δεν προκύπτει. Για να φτάσει κάποιο κόμμα σε ένα στοιχειώδες ποσοστό εκλογικής επιρροής και κυβερνητικής προοπτικής ( ας πούμε στο 25% με επιείκεια) θα πρέπει να αποφασίσει ποιους θέλει να εκφράσει και να εκπροσωπήσει. Και πώς θα το κάνει αυτό, με ποιον λόγο, ποια στάση, ποιες προτεραιότητες, ποιες αιχμές. Και αμέσως μετά θα πρέπει να αντιληφθεί ότι πρέπει να συμπήξει μια πολιτική και κοινωνική συμμαχία – άρα πρέπει να οριοθετήσει και να ενοποιήσει πολιτικά έναν κάποιο κοινωνικό χώρο. 
  • Σημείο 7ο: Η πρωτοβουλία Τσίπρα ανακατεύει την τράπουλα. Εδώ έχουμε να πούμε πολλά. Πρώτα από όλα είναι δικαίωμα του καθενός να παίρνει πρωτοβουλίες και να εκτίθεται στην κρίση του ελληνικού λαού. Το δικαίωμα αυτό το έχει κάθε Έλληνας πολίτης, πόσο δε μάλλον ένας πρώην πρωθυπουργός. Δεύτερο σημείο, η πρωτοβουλία Τσίπρα με την παραίτησή του από το βουλευτικό αξίωμα είναι μία κίνηση ισχυρά συμβολική που έχει αξία. Δεν μας έχουν συνηθίσει οι πολιτικοί μας σε ανάλογες – συνήθως κρατιούνται από το ένα κλαδί μέχρι να πιαστούν από το επόμενο και αυτή τους η τακτική δεν σε προδιαθέτει για άλματα αλλά για εκ του ασφαλούς διευθετήσεις. Συμπερασματικά, η παραίτηση Τσίπρα από το βουλευτικό του αξίωμα είναι μια κίνηση με μεγάλο βεληνεκές. Είναι μια σωστή κίνηση αλλά ταυτόχρονα και η πιο εύκολη. Τώρα αρχίζουν τα δύσκολα και τα πιο σύνθετα για τον πρώην πρωθυπουργό.
  • Σημείο 8ο: Η πρωτοβουλία Τσίπρα όχι απλά αφορά και το ΠΑ.ΣΟ.Κ αλλά αν μπορούσα να βρω ένα κόμμα ή έναν χώρο που επηρεάζεται καθοριστικά από αυτήν, αυτό είναι το ΠΑ.ΣΟ.Κ. Οπότε, δηλώσεις στη γραμμή «εμάς δεν μας αγγίζει και είναι εσωτερικό ζήτημα του ΣΥ.ΡΙ.ΖΑ το τι θα κάνει ο Τσίπρας» είναι ανεδαφικές, για να μην πω τίποτε βαρύτερο. Βέβαια εδώ κρίνεται και τι καταλαβαίνουν με τον όρο ΠΑ.ΣΟ.Κ οι του ΠΑ.ΣΟ.Κ, αλλά αυτό είναι μια άλλη μεγάλη κουβέντα. Αν δηλαδή ως ΠΑ.ΣΟ.Κ αντιλαμβάνονται ένα κόμμα συμπλήρωμα, ένα κεντρογενές ισορροπιστικό μόρφωμα τότε έχουν δίκιο. Δεν επηρεάζεται από τίποτα ένα τέτοιο ΠΑ.ΣΟ.Κ αλλά δεν αφορά μάλλον και κανέναν. Αν ως ΠΑ.ΣΟ.Κ αντιλαμβάνονται την με ιστορικούς όρους δημοκρατική προοδευτική παράταξη του Κέντρου και της Αριστεράς, τότε θα έπρεπε να ανησυχούν. 
  • Σημείο 9ο: ΠΑ.ΣΟ.Κ και κόμμα Τσίπρα (εφόσον αυτό δημιουργηθεί) θα έχουν σχέση ανταγωνιστική καθώς ο δεύτερος μέσα από τοποθετήσεις έχει καταδείξει ότι μετατοπίζεται από τον χώρο της ριζοσπαστικής Αριστεράς προς την κεντροαριστερά και προσπαθεί να φιλοτεχνήσει προφίλ μετριοπαθούς, ευρωπαίου μεταρρυθμιστή. Κοινώς μπαίνει στα χωράφια των άλλων. Ακόμη και εάν το ΠΑ.ΣΟ.Κ διατηρήσει την σημερινή εκλογική του επιρροή, χωρίς απώλειες, μια πιθανή καταγραφή του κόμματος Τσίπρα σε ίδια πάνω κάτω ποσοστά, του αφαιρεί την προοπτική διεκδίκησης της πρώτης θέσης ή έστω της αύξησης των ποσοστών.
  • Σημείο 10ο: Η πρωτοβουλία Τσίπρα άργησε 6 χρόνια. Αυτό που σήμερα επιχειρεί ο πρώην πρωθυπουργός έπρεπε να γίνει μετά τις εκλογές του 2019. Τότε, παρά την ήττα του, είχε 32% σε εθνικές κάλπες και μια έμμεση – πλην όμως σαφή εντολή – να μετεξελιχθεί και να μετεξελίξει το κόμμα του. Η γιγάντωση του ΣΥ.ΡΙ.ΖΑ προήλθε από την αντιμνημονιακή μήτρα και τον διχασμό εκείνων των ετών. Όσο απομακρυνόμασταν από εκείνη τη συνθήκη, τόσο έμοιαζε παραφωνία η αδυναμία ολοκλήρωσης της αναγκαίας αυτής μετατόπισης. Όσο αργούσε δηλαδή να το κάνει – τόσο έχανε. Η δε τετραετής αντιπολιτευτική προσπάθεια 2019 -2023, με άλυτο το ανωτέρω στρατηγικό ζήτημα της μετεξέλιξης και επανατοποθέτησης, οδήγησε σε διπλή βαριά ήττα και αποδρομή.
  • Σημείο 11ο:  Για τον Τσίπρα, όπως προανέφερα, τα δύσκολα είναι μπροστά. Χρειάζεται πρόσωπα, πολλά πρόσωπα. Πρόσωπα που θα σηματοδοτούν κάτι, θα έχουν στίγμα, θα μπορούν να υποστηρίξουν την προσπάθεια ενός νέου αφηγήματος. Χρειάζεται μια δομή και μια υποδομή – τα κόμματα μπορεί πλέον να είναι και ψηφιακά και ανοιχτά και πολυεπίπεδα, δεν μπορούν όμως να είναι εικονικά, διάτρητα και άυλα. Για την ελληνική κεντροαριστερά το αντιδεξιό είναι το πρωταρχικό καύσιμο αλλά δεν επαρκεί να σε φτάσει στον προορισμό – θα χρειαστούν και προγραμματικές επεξεργασίες. Η άλλη μεγάλη αλλά μαχητή δυσκολία που πρέπει να αντιμετωπίσει σχετίζεται με την αξιοπιστία του. Κατά πόσο μπορεί ένας βασικός πρωταγωνιστής της περιόδου 2010 – 2023 να πείσει ότι μπορεί να οδηγήσει τη χώρα στην περίοδο 2028 – 2035; Κατά πόσο μπορεί να πείσει ότι έχει αλλάξει χωρίς να έχει μιλήσει σχεδόν καθόλου αυτοκριτικά ή εν πάση περιπτώσει αξιολογικά για την δική του διακυβέρνηση; 
  • Σημείο 12ο: Το πολιτικό σύστημα δεν χρειάζεται άλλο ένα κόμμα. Χρειάζεται έναν πόλο ή μια παράταξη. Τα χαρακτηριστικά της παράταξης είναι τα εξής : πολιτική και κοινωνική ευρυχωρία ταυτόχρονα όμως με σαφές κοινωνικό και πολιτικό στίγμα. Πολυσυλλεκτικότητα με όρια και πάντοτε εντός ενός σαφώς ορισμένου πλαισίου. Χρειάζεται μια συμπαγή στρατηγική κατεύθυνση, στέρεα και διακριτή – σε τέτοιο βαθμό που θα γίνεται αντιληπτή από τους πάντες. 
  • Σημείο 13ο: Μια τέτοια στρατηγική χρειάζεται μια κεντρική ιδέα. Μια, δυο, τρεις λέξεις που άμεσα και εύκολα θα μπορέσουν να την οριοθετήσουν. Μια τέτοια παράταξη χρειάζεται και στιβαρή ηγεσία. Έναν άνθρωπο που θα μπορεί να παρουσιάσει το αφήγημα αλλά και τον εαυτό του ως δυνάμει πρωθυπουργό. Γοητεία, αεικινησία, πάθος, θαυμασμό, συστηματικότητα, συνέπεια κοκ. Έναν που θα μπορεί με τον λόγο του να εξηγήσει αλλά και να συνεπάρει. Να μιλά στο μυαλό αλλά και στις καρδιές των ανθρώπων. Έναν που θα μπορεί να μιλά για το μέλλον με πειστικότητα, αξιοποιώντας όμως το παρελθόν. ‘Έναν που μετατρέπει το πρόγραμμα σε προσδοκία, την προσδοκία σε ελπίδα και την ελπίδα σε ψηφοδέλτιο μέσα σε φάκελο και τον φάκελο στη σχισμή της κάλπης – όλη αυτή την αλυσίδα.
  • Σημείο 14ο Το ΠΑ.ΣΟ.Κ πρέπει να συνέλθει – να διαβάσει καλά τα δεδομένα – να τολμήσει όσα δεν τόλμησε αυτά τα 2-3 χρόνια – και να τα κάνει όλα αυτά άμεσα. Πρέπει να συνδεθεί με μια κεντρική ιδέα, να εμφανιστεί με βεβαιότητες για τα βασικά, να στραφεί στον ωκεανό των μικρομεσαίων, να στραφεί στα αστικά κέντρα, να μιλήσει ξανά με πάθος για τα μεγάλα και τα βασικά. Πρέπει να επιδιώξει μία νέα διάταξη κομματικών και στελεχιακών δυνάμεων, με ευρύτατο κάλεσμα προς όλους, χωρίς αποκλεισμούς και να υπερβεί τις εσωκομματικές δυσαρέσκειες.
  • Σημείο 15ο: Ο Τσίπρας πρέπει να μιλήσει για το πώς αξιολογεί την πορεία του, ποια ήταν τα λάθη του και να παρουσιάσει με ενάργεια τι νέο -νομίζει- ότι κομίζει. Έχει τον πολιτικό όγκο και το πολιτικό χάρισμα, έχει δυνατότητες, έχει αποδείξει ότι διαβάζει και μπορεί να ανασυνθέσει δημιουργικά ορισμένα κεντρικά αιτήματα. Έχει -ίσως υπερβάλλουσα- ευελιξία και πλαστικότητα κινήσεων και ελιγμών αλλά κουβαλά και πολλά και μεγάλα φορτία.
  • Σημείο 16ο: Τα υπόλοιπα μικρότερα κόμματα του χώρου καλούνται να επανατοποθετηθούν στο νέο σκηνικό μόλις αυτό διαμορφωθεί. Μια παρατήρηση που μπορώ με ασφάλεια να κάνω είναι πως δεν χωράνε στην Ελλάδα ούτε 4-5 ΣΥ.ΡΙ.ΖΑ ούτε και 2-3 ΠΑ.ΣΟ.Κ. Κάπως όλο αυτό πρέπει να μαζευτεί και θα μαζευτεί.

Τρίτη 7 Οκτωβρίου 2025

Η Κοβέσι στην Ελλάδα και το σταυροδρόμι της Ευρωπαϊκής Ένωσης, άρθρο στη VORIA 04/10/2025



Πολλοί βλέπουμε στο πρόσωπο της Κοβέσι, έναν θεσμικό παράγοντα που θα προσπαθήσει να μας συμμαζέψει - ειδικώς και γενικώς - από την κακοδαιμονία που μας κατατρύχει σε σχέση με τη διαφθορά και κυρίως με την αντιμετώπισή της. Σωστή σκέψη και προσδοκία. Την προεκτείνω λίγο και λέγω «εάν δεν ανήκαμε σε αυτό το υπερεθνικό σχέδιο ολοκλήρωσης, πώς θα ήταν σήμερα η καθημερινή ζωή μας»; Αν δεν υποχρεούμασταν να συντονιζόμαστε και να εναρμονιζόμαστε με διαδικασίες, νόμους, κανόνες και λοιπές ρυθμίσεις, είμαστε σίγουροι ότι θα μπορούσαμε να είμαστε στο group των ανεπτυγμένων κρατών - έστω και στα πίσω πίσω βαγόνια; Εδώ υποχρεούμαστε αλλά και πάλι ασθμαίνοντας βαδίζουμε. Εκτός του σχήματος αυτού θα μπορούσαμε να τρέξουμε; Αμφιβάλλω. 

Όμως, πρέπει να πούμε ή να δούμε έστω και έναν μικρό αντίλογο, όχι για να ακολουθήσουμε το σκεπτικό του αλλά να προβληματιστούμε. Η Ε.Ε και ο τρόπος που λειτουργεί, δημιούργησε και ενίσχυσε πολλές παθογένειες. Μας έδωσε πρόσβαση σε μια πιστωτική κάρτα χωρίς όμως να είμαστε έτοιμοι και ώριμοι να τη διαχειριστούμε. Η πλημμυρίδα πόρων σε ένα χέρσο από πλευράς θεσμών, πολιτικής και κοινωνικής ωριμότητας έδαφος, δημιούργησε και την δυνατότητα εκτεταμένης διαφθοράς ή έστω σπατάλης. Στο εσωτερικό πεδίο δημιούργησε και στήριξε δραστηριότητες μη παραγωγικές, φούσκωσε τομείς της οικονομίας που υπό άλλες συνθήκες δεν θα φούσκωναν και δημιούργησε πολλά bubbles που είναι πλέον τόσο μεγάλα που δεν θα σκάσουν εύκολα. Ρουφάνε όμως πόρους στην προσπάθεια αναπαραγωγής τους. Κάποιοι εντός της ευνοήθηκαν – τα ελλείματα του ενός ήταν μέρος των πλεονασμάτων των άλλων. 

Σε κάθε περίπτωση το εγχείρημα είναι θετικό - θετικότατο για εμάς. Πολλές δομικές αδυναμίες λύνονται με τη δημιουργία μηχανισμών εξισορρόπησης αλλά με μια χρονική καθυστέρηση. By error and trial που λένε – αλλά αυτό κοστίζει πολύ και εμείς οι Έλληνες το ζήσαμε στο πετσί μας. Σήμερα όμως που η κουβέντα για την Ευρώπη και τις επιλογές της έχει ανοίξει ξανά, πρέπει να δούμε και μερικά σημεία που αξίζουν της προσοχής μας. Η Ε.Ε δεν μπορεί να συνεχίσει ως μια διαδικασία από τα πάνω. Η ηπειρωτική πολιτική παράδοση είναι αυτή (η αγγλοσαξονική διαφέρει). Αυτό το λένε με άλλα λόγια, άλλα προτάγματα και μάλλον με άλλες κατευθύνσεις και οι φιλελεύθεροι και οι συντηρητικοί.. Κοινό σημείο όμως ότι κάτι πρέπει να αλλάξει - με «κάτι» πρέπει να γεμίσει το οικοδόμημα. 

Πρέπει να στραφεί ξανά προς αξίες, προς όλα εκείνα που συνθέτουν τον ευρωπαϊκό πολιτισμό αλλά και με την ιστορική του έννοια. Προς όλα αυτά που συνέχουν τις εθνικές κοινωνίες και κατ' επέκταση την ευρωπαϊκή. Ιστορική έννοια είναι και ο μακραίωνος πολιτισμός αλλά και η πρόνοια. Είναι και το εργασιακό ήθος αλλά και ο συνδικαλισμός. Είναι οι υπερταχείες και η μοντέρνα αρχιτεκτονική αλλά είναι και οι καθεδρικοί ναοί, τα μεγάλα πάρκα και τα παραδοσιακά σπίτια.

Οι μεν (σοσιαλιστές) θα πουν - Κράτος, συμμετοχικοί θεσμοί, υποδομές, διασφάλιση εγγυημένου βιοτικού επιπέδου. Οι δε (φιλελεύθεροι) θα πουν - ανταγωνιστικότητα, ελευθερία στην οικονομία, παραγωγή, επένδυση. Οι συντηρητικοί θα πουν επιστροφή σε αξίες, οικογένεια, πατρίδα, σύνορο, σπίτι, ήθη, έθιμα, παραδόσεις και ό,τι άλλο διαμόρφωσε βιοτικές σχέσεις συνοχής στον μακραίωνο χρόνο. Αυτοί δεν πολυθέλουν τόσο παρεμβατικά τα θεσμικά οικοδομήματα αλλά πάλι μπορούμε και πρέπει να ακούσουμε τον λόγο τους. 

Εάν δούμε κατά γράμμα τα προτάγματα των πολιτικών και ιδεολογικών οικογενειών, θα πούμε ότι είναι αντιπαραθετικά. Αν όμως δούμε την αγωνία τους να δώσουν λύση σε ένα υπαρκτό πρόβλημα, ίσως τα δούμε ως συμπληρωματικά. Το σίγουρο είναι ότι θα καταλάβουμε ότι είμαστε σε ένα σταυροδρόμι - όχι σε αδιέξοδο (ακόμη). Και στο σταυροδρόμι καλείσαι να επιλέξεις πορεία ή να την σχεδιάσεις εκ νέου. 

Άλλωστε αν δεις την Ευρώπη ως την δημιουργική μείξη όλων των ανωτέρω, μπορείς υπό συνθήκες να αξιοποιήσεις κάτι από όλες της τις παραδόσεις. Από την άλλη βλέπω την Κίνα. Και εκεί συνταιριάζουν πολλά και αντιφατικά στοιχεία. Πολιτικό κομμουνισμό στην ηγεσία που την καθιστά συμπαγή, ενιαία και σκληρή, χωρίς πολλές πολλές φιλελεύθερες παραχωρήσεις. Ισχυρό, κραταιό κράτος με δομές και ιεραρχίες. Παράλληλα όμως βλέπεις παρούσα και την παράδοση. Mega cities φουτουριστικές και μια ηθική κομφουκιανή, μαζί. Καταφέρνουν να συνταιριάξουν μια πολιτική ιδεολογία κατά βάση νεωτερική με στοιχεία συντηρητικής παράδοσης και ταυτόχρονα να επενδύουν και να αναπτύσσονται οικονομικά. Τους λείπει το φιλελεύθερο στοιχείο, για εμάς στη Δύση θεμελιακό. Νομίζω όμως ότι και εμείς με μια μείξη - με τον δικό μας τρόπο - μπορούμε να προχωρήσουμε στο μέλλον.







Σταθερότητα ή αλλαγή – αυτό θα είναι το ερώτημα των εκλογών, άρθρο στη VORIA 27/09/2025



Eκλογές σημαίνει δίλημμα

Μπορεί οι εθνικές εκλογές διακηρυκτικά να είναι μακριά μας, όλοι όμως προεξοφλούν ότι θα γίνουν πριν το πέρας της τετραετίας. Με την επιφύλαξη της περίπτωσης ο πρωθυπουργός να επιθυμεί να φανεί συνεπής με όσα κατά καιρούς έχει διαβεβαιώσει σχετικά με το ζήτημα, το πολιτικό κλίμα αλλά και σειρά μετρήσεων της κοινής γνώμης – όχι τόσο ποσοτικών όσο ποιοτικών – φανερώνει πως οι κάλπες μάλλον θα έρθουν πιο νωρίς.

Εκλογές σημαίνει δίλλημα. Αν δεν υπάρχει δίλλημα τότε δεν υπάρχει επίδικο και αν δεν υπάρχει επίδικο τότε μάλλον δεν υπάρχει και ενδιαφέρον. Η αίσθησή μου είναι πως στις επόμενες εθνικές εκλογές θα υπάρξει ένα κεντρικό δίλλημα και το αναφέρω στον τίτλο. Σταθερότητα ή αλλαγή;

Όποιος πρώτος και πιο πειστικά κατορθώσει να το θέσει, που σημαίνει ότι θα το κάνει με τους δικούς του όρους, θα έχει ένα σαφές προβάδισμα. Η σημερινή δημοσκοπική ρευστότητα, παρά την σημαντική πρωτοκαθεδρία του κυβερνητικού κόμματος μπορεί να επιβεβαιωθεί στις κάλπες αλλά υπό προϋποθέσεις μπορεί και να αμφισβητηθεί.

Με ποιες λέξεις;

Το δίλλημα «σταθερότητα ή αλλαγή» σπεύδω να σημειώσω ότι είναι ωραιοποιημένο. Εξηγούμαι. Πως ορίζεται η σταθερότητα, τι χαρακτηριστικά έχει, ποιους και πόσους αφορά; Είναι περισσότεροι ή λιγότεροι αυτοί που την αξιολογούν ως μείζον ζήτημα; Και από την άλλη, ποια «αλλαγή»; Με ποια χαρακτηριστικά; Αλλαγή σημαίνει βελτίωση, διόρθωση και ανάταξη πορείας ή μήπως είσοδος σε έναν νέο κύκλο υψηλής διακινδύνευσης για τη χώρα και όσα ( πολλά ή λίγα) έχει πετύχει; Το διεθνές περιβάλλον πάντως είναι ασταθές – γεγονός που αντιλαμβάνονται όλοι. Από την άλλη στο super market όλοι πηγαίνουν καθημερινά και εκεί στο ταμείο κάπως εκνευρίζονται. Με δυο λόγια το «σταθερότητα ή αλλαγή» μπορεί να διαβαστεί και ως «στασιμότητα ή διακινδύνευση»;

Το αν θα πάμε στις εκλογές με τις πρώτες λέξεις ή τις δεύτερες, είναι ευθύνη του πολιτικού συστήματος στο σύνολό του. Όποιος καταφέρει να ταυτίσει την δική του πρόταση με την θετική εκδοχή (και λέξη) του διλήμματος και του αντιπάλου του με την αρνητική, θα κερδίσει τις εκλογές. Στο σημείο αυτό μια δική μου πρώτη εκτίμηση είναι πως το πολιτικό σύστημα - συνολικά – δεν τα καταφέρνει καλά. Η διαρκής στενότητα που το χαρακτηρίζει έχει αποκτήσει δομικά χαρακτηριστικά και αυτό τείνει να παγιωθεί αξιολογικά στην συνείδηση μεγάλου ποσοστού του εκλογικού σώματος. Οι ευθύνες για αυτό επιμερίζονται και πρέπει να επιμεριστούν δίκαια. Κανείς δεν βγαίνει όμως στεγνός από αυτήν την πλημμυρίδα αμφισβήτησης. Και σε κάθε περίπτωση αυτό είναι τροχοπέδη για την πορεία της χώρας τα επόμενα χρόνια.

Η εικόνα είναι μικτή – όλες οι πλευρές μπορούν να παρουσιάσουν επιχειρήματα υπέρ του δικού τους προτάγματος και υπέρ της δικής τους αντίληψης των πραγμάτων. Η κυβέρνηση χονδρικά μπορεί να επιδείξει μια αναπτυξιακή τροχιά της οικονομίας, αύξηση του ΑΕΠ, ονομαστική αύξηση των εισοδημάτων, αρκετούς λειτουργικούς εκσυγχρονισμούς σε πεδία του κράτους, μείωση της ανεργίας και αρκετά έργα υποδομής. Προσπαθεί να συγκρίνει το δικό της κυβερνάν με εκείνο των προηγούμενων κυβερνήσεων – που όμως ήταν κρισιακές.

Από την άλλη η αντιπολίτευση – αξιωματική αλλά και ελάσσων – επικεντρώνει και αναδεικνύει τις αποτυχίες. Χαμηλή αγοραστική δύναμη, υψηλές δαπάνες για τροφή, στέγη, παιδεία και υγεία, ανισότητες, περιφερειακή ανισορροπία, διαφάνεια και τρωτότητα θεσμών και μια αίσθηση παγίωσης ενός χαλασμένου ασανσέρ ανοδικής κοινωνικής κινητικότητας.

Για την αξιωματική ειδικότερα αντιπολίτευση η συνθήκη είναι πιο σύνθετη. Μπορεί αριθμητικά οι περισσότεροι Έλληνες να διαβάζουν την πραγματικότητα με αρνητικούς όρους για την κυβέρνηση, σε μια αναλογία 70 – 30 , αυτό όμως δεν οδηγεί νομοτελειακά σε δική της νίκη. Πρέπει αυτή να πείσει το 30% συν έναν επιπλέον. Μπορεί; Ξέρει τον τρόπο να το κάνει; Και εδώ τα ερωτήματα είναι αμείλικτα και ο χρόνος απολύτως συγκεκριμένος. Οι δικές μας εκλογές δεν είναι δύο γύρων, όπως πολλές προεδρικές ανά τον κόσμο. Εάν ήταν, θα αρκούσε η πρόκριση στον δεύτερο γύρο, έστω και με μειοψηφικό ποσοστό. Τώρα πρέπει να πείσεις τους περισσότερους με την μία.

Συνοψίζοντας

Το πραγματικό ζητούμενο των επόμενων εκλογών ίσως δεν είναι μόνο το δίλημμα «σταθερότητα ή αλλαγή», αλλά η ικανότητα να συνδυαστούν και τα δύο με τρόπο παραγωγικό. Η χώρα χρειάζεται θεσμική συνέχεια, συνέπεια στον οικονομικό σχεδιασμό και μεταρρυθμίσεις που θα αξιολογούνται με διαφανή κριτήρια αποτελεσματικότητας. Η δημόσια διοίκηση πρέπει να γίνει εργαλείο ανάπτυξης και όχι τροχοπέδη, οι πολιτικές να μετρώνται όχι μόνο με όρους επικοινωνίας αλλά με δείκτες κοινωνικού και οικονομικού αντίκτυπου.

Αυτό προϋποθέτει πολιτικό σύστημα που θα θέτει στόχους πέρα από τον εκλογικό κύκλο, θα αξιολογεί με ειλικρίνεια τις αποτυχίες του και θα προσαρμόζει την πορεία του όταν χρειάζεται. Μόνο έτσι η «σταθερότητα» θα πάψει να είναι συνώνυμο της ακινησίας και η «αλλαγή» να εκλαμβάνεται ως άλμα στο κενό. Η επόμενη τετραετία, όποτε κι αν ξεκινήσει, θα πρέπει να είναι περίοδος σοβαρής δουλειάς, υλοποίησης και αποδείξεων, ώστε οι πολίτες να ξαναπιστέψουν ότι η πολιτική μπορεί να παράγει χειροπιαστά αποτελέσματα για τη ζωή τους.

Και κάτι τελευταίο

Ο 21ος αιώνας θέλει πολιτική. Πολιτική με το π κεφαλαίο. Αυτό σημαίνει και επιλογές, δύσκολες ή εύκολες – σε κάθε περίπτωση πάντως επιλογές. Σημαίνει διευρυμένη αντίληψη και κατανόηση της διακύβευσης. Το business as usual έχει πεθάνει και μένει να το θάψουμε. Να το θάψουμε πριν μας θάψει.

Θέλει και ένα άλλο μοντέλο ηγεσίας – το βλέπουμε αυτό και σε ευρωπαϊκό επίπεδο. Ηγεσία που θα έχει και ιστορική αντίληψη, και εθνική αγκύρωση ( όπου εθνική βάλτε και ευρωπαϊκή). Που θα δίνει σημασία στην πολιτική ενότητα και στη συνοχή. Που θα αντιλαμβάνεται την επικράτεια όχι μόνον ως ενιαία αγορά αλλά ως μια ενιαία αξιακή επικράτεια που μεριμνά για περισσότερα. Που θα διατηρεί και θα φτιάχνει λαό και μέσα από συμβολικές πρωτοβουλίες. Χρειαζόμαστε ξανά έναν λόγο πολιτικό – όχι μόνο βίντεακια στο Tik Tok και κατά φαντασίαν «επικοινωνία» άνευ περιεχομένου.

 

Κυριακή 21 Σεπτεμβρίου 2025

Σκεφτείτε μια Βυζαντινή Θεσσαλονίκη 360° - Μία πρόταση διαφορετική, άρθρο στη Voria.gr στις 20/9/2025

 


Για ποια πόλη μιλάμε

Η Θεσσαλονίκη είναι μια πόλη με ιδιαιτερότητες που αξίζει να παραθέσουμε εισαγωγικά για να αντιληφθούμε τα μεγέθη, τις αναλογίες και που πραγματικά πρέπει να στοχεύσουμε συλλογικά. Με μια σύντομη ματιά στην Ιστορία διαπιστώνει κανείς ότι στην πραγματικότητα, η Θεσσαλονίκη είναι ένα από τα λίγα αστικά κέντρα που έχουν συνεχή ζωή από την ελληνιστική περίοδο μέχρι σήμερα. Άρα μιλάμε για ένα αστικό κέντρο που ήταν συνεχώς πόλη. Μπορεί κανείς επίσης να μιλήσει και για την πρώτη σύγχρονη ευρωπαϊκή πόλη καθώς αν ορίζουμε την «ευρωπαϊκότητα» ως την ένωση αρχαίας ελληνικής κοσμοθεωρίας και κληρονομιάς, με τον ρωμαϊκό οικουμενισμό και την χριστιανική πνευματικότητα και τους μετασχηματισμούς που επέφερε, τότε η Θεσσαλονίκη είναι πράγματι το πρώτο ολοκληρωμένο «εργαστήρι» της Ευρώπης. Είναι μια πόλη όπου όλα αυτά συνυπάρχουν σε απόσταση λίγων μέτρων. Περπατάς από την Καμάρα (ρωμαϊκή) στη Ροτόντα (παγανιστική-χριστιανική), και λίγα τετράγωνα μετά βρίσκεσαι σε βυζαντινούς ναούς όπως ο Άγιος Δημήτριος και η Αγία Σοφία. Η κάθοδος στον σταθμό του Μετρό Αγίας Σοφίας – εκεί στις κυλιόμενες – που αποτυπώνεται μέρος αυτής της χρονοσειράς δεν μπορεί παρά να σε γεμίζει υπερηφάνεια για τον τόπο σου. Λίγα μέτρα πιο πέρα, στο σταθμό Βενιζέλου, συναντά κανείς την αρχαία ρωμαϊκή λεωφόρο Decumanus Maximus – έναν δρόμο στον φυσικό του χώρο.

Βυζαντινή

Σε αυτή την περιοδολόγηση της ιστορίας της πόλης μας, εξέχουσα θέση κατέχει και πρέπει να κατέχει η Βυζαντινή Θεσσαλονίκη. Για πολλούς λόγους η πόλη μας πρέπει να επενδύσει σε αυτήν της την κληρονομιά και να αρθεί στο ύψος της ιστορικής περίστασης. Η Θεσσαλονίκη υπήρξε για σχεδόν χίλια χρόνια η δεύτερη πόλη μιας αυτοκρατορίας που καθόρισε την ευρωπαϊκή ταυτότητα. Από τα χρόνια του Μεγάλου Κωνσταντίνου ως την πτώση της Πόλης, η Θεσσαλονίκη ήταν φρούριο και φάρος, λιμάνι και κέντρο ιδεών, τόπος εμπορίου, θεολογίας, τέχνης. Ήταν το «δίδυμο άστρο» της Κωνσταντινούπολης και αφού η φυσική πρωτεύουσα του νέου ελληνισμού είναι εκτός ευρωπαϊκού χώρου και κυριαρχίας, μοιραία το βάρος πέφτει σε αυτήν. Και υπάρχει μια διάσταση ηθική και ένα χρέος. Η Θεσσαλονίκη είναι κληρονόμος μιας αλυσίδας αιώνων. Τα μνημεία της δεν είναι απλώς πέτρες – είναι μνήμες της συλλογικής πορείας μας. Η αδιαφορία για αυτά είναι αδιαφορία για τον εαυτό μας. Όπως οι πόλεις που αναδεικνύουν την ιστορία τους αποκτούν συνείδηση συνέχειας, έτσι κι εμείς μπορούμε να ξαναβρούμε ένα αφήγημα που να μας ενώνει.


Τι μπορούμε να κάνουμε

Κι όμως, σήμερα αυτή η βυζαντινή ψυχή της πόλης παραμένει σιωπηλή, κρυμμένη πίσω από πολυκατοικίες, λησμονημένη στο καθημερινό άγχος και στις μικρές φιλοδοξίες μας. Μπορούμε να κλάψουμε γιατί αντί για «ζωντανό μουσείο» έχουμε διάσπαρτα μνημεία χωρίς μια ενιαία αφήγηση. Μπορούμε επίσης να αποφασίσουμε να δημιουργήσουμε το αφήγημα, να ενοποιήσουμε χώρους και διαδρομές και να αναδείξουμε όπως τους πρέπει. Η ανάδειξη της βυζαντινής Θεσσαλονίκης δεν είναι νοσταλγία – είναι πράξη πολιτικής ταυτότητας. Να χαράξουμε πολιτιστικές διαδρομές που συνδέουν τα μνημεία μεταξύ τους, να δημιουργήσουμε ζωντανά κέντρα ερμηνείας της βυζαντινής τέχνης και καθημερινότητας, να φέρουμε φεστιβάλ μουσικής, θεάτρου και λόγου που αναβιώνουν τον πλούτο εκείνης της εποχής. Σημαίνει να διεκδικήσουμε ρόλο διεθνές, ως πόλη-κέντρο μελέτης του Βυζαντίου, φιλοξενώντας συνέδρια, ερευνητικά προγράμματα, και να μετατρέψουμε την ιστορική μας κληρονομιά σε μοχλό ανάπτυξης.

Η πρόταση

Για όλα τα ανωτέρω υπάρχουν καταλληλότεροι εμού – επιστήμονες, ιστορικοί, αρχαιολόγοι, μουσειολόγοι- να μιλήσουν και να γράψουν και είμαι σίγουρος ότι πολλοί το έχουν κάνει. Η δική μου η πρόταση είναι διαφορετική. Επισκεπτόμενος προ 3 ετών το Βερολίνο, ο δρόμος με οδήγησε στο Μουσείο της Περγάμου, ένα από τα διασημότερα μουσεία του κόσμου, γνωστό για τα μνημειακά αρχιτεκτονικά σύνολά του - τον Βωμό της Περγάμου, την Πύλη της Αγοράς της Μιλήτου και την Πύλη της Ιστάρ. Στεγάζεται στη Νήσο των Μουσείων και αποτελεί κορυφαίο προορισμό για ιστορία, τέχνη και αρχαιολογία. Λίγα μέτρα δίπλα του λειτουργεί το «Pergamonmuseum. Das Panorama» με το 360° έργο του Yadegar Asisi. Είναι το μουσείο που κρατά ζωντανή την εικόνα της αρχαίας Περγάμου, με σύγχρονη τεχνολογία.

Η πρόταση μου απλή. Φέρτε τον Yadegar Asisi στη Θεσσαλονίκη και δημιουργείστε ένα «Βυζαντινό Πανόραμα 360°» που θα αναπαριστά σε φυσικές κλίμακες την Βυζαντινή Θεσσαλονίκη. Μια σύγχρονη πρόταση που μπορεί να ζωντανέψει την βυζαντινή πόλη και να αποτελέσει πόλο έλξης για όποιον θέλει να δει σχεδόν ζωντανά την ιστορία.

Τι είναι το Πανόραμα 360°

Είναι μια πανοραμική (360°) απεικόνιση της αρχαίας πόλης της Περγάμου, όπως ήταν γύρω στο έτος 129 μ.Χ. υπό τη βασιλεία του Ρωμαίου αυτοκράτορα Αδριανού. Το πανόραμα προσφέρει μια εντυπωσιακή επιστροφή στο χρόνο. Σου δίνει τη δυνατότητα να βλέπεις να ξεδιπλώνεται η αρχαία πόλη, τα δημόσια κτίρια, οι πλατείες, οι ναοί, με ανθρώπινες δραστηριότητες — τελετές, καθημερινές σκηνές, ζωές ανθρώπων της Περγάμου στην ακμή της.

Το πανόραμα έχει ύψος  περίπου 30 μέτρα ενώ η επιφάνειά του είναι τεράστια — μερικές χιλιάδες τετραγωνικά μέτρα εικόνας, πολύ μεγάλης κλίμακας, σε ρολά υφάσματος που έχουν ενωθεί. Το σκηνικό δεν είναι μόνο αισθητικό· ο Asisi συνεργάστηκε με αρχαιολόγους, ιστορικούς και άλλους ειδικούς, ώστε η αναπαράσταση να σέβεται όσο γίνεται τα αρχαιολογικά δεδομένα — για παράδειγμα ως προς τη μορφή των ναών, τα έργα τέχνης, την πόλη στη γεωγραφική και τοπογραφική της θέση, το τοπίο γύρω. Ο επισκέπτης εισέρχεται στον χώρο και ανεβαίνει σε έναν πύργο περίπου τριών ορόφων με περιμετρικά μπαλκόνια, όπου βρίσκεται στο μέσον του πανοράματος, μιας τεράστιας κυλινδρικής κατασκευής που τον περιβάλλει. Επιλέγοντας πλευρά μπορεί να δει και μια άλλη περιοχή της αρχαίας Περγάμου και με χρήση ακουστικών να ακούσει αντίστοιχους ήχους της πόλης και της περιοχής που κοιτά.

Το ίδιο σκέφτηκα θα ήταν ωραίο στη Θεσσαλονίκη. Μια απεικόνιση της βυζαντινής πόλης στην υπέρτατη ακμή της, με σεβασμό στην ιστορική αλήθεια, αξιοποίηση της τεχνολογίας, φυσικές κλίμακες – σαν να ανεβαίνει κανείς σε έναν πύργο/ παρατηρητήριο της πόλης και να την βλέπει γύρω του να ξεδιπλώνει την ομορφιά της, εμπειρία συνοδευόμενη από πιθανούς ήχους. Ήχους των δρόμων, της αγοράς, του ιπποδρομίου κοκ.

Τώρα αν μια τέτοια εμπειρία την πλαισιώσεις με σύγχρονα μέσα όπως AR/VR, ψηφιακές αναπαραστάσεις και εφαρμογές ξενάγησης αποδεικνύεις στην οικουμένη ποιος είσαι. Δεν μιλάς μόνο για πέτρες και κτίρια αλλά προσφέρεις την εμπειρία της δεύτερης μεγαλύτερης και πιο λαμπρής πόλης μιας υπέρλαμπρης αυτοκρατορίας.














Θα μπορούσαμε;

Δεν ξέρω πόσο κοστίζει μια τέτοια πρόταση, αν θα μπορούσε η υπουργός πολιτισμού, ο δήμαρχος Θεσσαλονίκης, η περιφερειάρχης Κεντρικής Μακεδονίας, οι υπουργοί και βουλευτές να την ακούσουν ή και να την υποστηρίξουν. Δεν ξέρω αν μπορεί να υπάρξει μελέτη βιωσιμότητας ενός τέτοιου project, αν υπάρχει ενδιαφέρον και τι άλλες τεχνοκρατικές παράμετροι πρέπει να συντρέξουν. Δεν ξέρω αν μια τέτοια πρόταση έχει νόημα όταν αναμετρόμαστε με παθογένειες που αφορούν στα υπάρχοντα μνημεία, στο υπαρκτό Βυζαντινό Μουσείο κοκ. Ξέρω ότι σαν Έλληνας, Μακεδόνας, Θεσσαλονικιός και Ευρωπαίος, με έναν κάποιο θαυμασμό για το Βυζάντιο θα ήθελα να δω αυτό που είδα στο Βερολίνο και εδώ στην πόλη μου. Εκεί, αναπαριστούν μια πόλη εκατοντάδες χιλιόμετρα μακριά, πόλη ενός άλλου πολιτισμού, θαυμαστού – εμείς εδώ μιλάμε για μια από τις λαμπρότερες περιόδους της δικής μας ιστορίας. Εκεί πρέπει να διαβάσεις το φυλλάδιο – γιατί Πέργαμος στο Βερολίνο. Εδώ περπατάς στον ίδιο δρόμο με τον βυζαντινό σου πρόγονο.

Βέβαια καμιά φορά, για να αναδείξεις την ιστορία ίσως πρέπει να επινοήσεις τρόπους. Να επενδύσεις και σε κάτι νέο, διαφοροποιημένο. Να κεντρίσεις το ενδιαφέρον, να ξανασυστηθείς στον κόσμο. Μου έρχεται στο μυαλό το Ίδρυμα Θεοφανώ και το ετήσιο βραβείο που απονέμει, συνδέοντας την πόλη με το παρελθόν αλλά και με το ευρωπαϊκό παρόν. Ένα παράδειγμα πως κάτι νέο και σύγχρονο συνομιλεί με το ιστορικά παλαιό με τρόπο γόνιμο.



Τα οφέλη

Ένα τέτοιο έργο δεν θα ήταν απλώς τουριστική επένδυση. Θα ήταν πράξη ταυτότητας και αυτογνωσίας. Θα έδινε στους πολίτες έναν λόγο υπερηφάνειας και στους επισκέπτες μια εμπειρία που δεν προσφέρει καμία άλλη πόλη της Ευρώπης. Θα έφερνε ερευνητές, σχολεία, φοιτητές, τουρίστες, θα έβαζε τη Θεσσαλονίκη στον διεθνή χάρτη ως (συμ)πρωτεύουσα του Βυζαντίου. Και ίσως το πιο σημαντικό - θα μας θύμιζε ποιοι είμαστε και τι μπορούμε να γίνουμε, όταν κοιτάζουμε την Ιστορία όχι σαν ερείπιο αλλά σαν σκαλοπάτι για το μέλλον.

Για ποια Θεσσαλονίκη

Για εμένα η Θεσσαλονίκη – πιστεύω ότι για τους περισσότερους – δεν μπορεί να είναι ένα Κιλκίς με θάλασσα. Δεν είναι μια μεγαλύτερη Δράμα ή και Καβάλα. Ούτε μια μικρή και παραπονεμένη (δικαίως) Αθήνα. Η Θεσσαλονίκη μπορεί και πρέπει να συγκριθεί με άλλες πόλεις. Αν το καταλάβει θα το πετύχει. Αν το πετύχει θα συμβάλλει καθοριστικά στη δημιουργία μιας άλλης πορείας. Τυχόν επιτυχία της Θεσσαλονίκης θα σημάνει επιτυχία της πέραν την Αττικής Ελλάδας – αυτό το τελευταίο είναι άλλωστε υπόθεση εθνική.