Και τότε έρχεται η ελληνική πραγματικότητα να μας προσγειώσει. Τέσσερις δεκαετίες στην Ευρωπαϊκή Ένωση. Δεκάδες μεταρρυθμιστικές απόπειρες. Εκατοντάδες δημόσιες συζητήσεις. Και όμως η χώρα παραμένει ένα από τα πιο συγκεντρωτικά κράτη της Ευρώπης. Σαν να μην μπορεί να ξεπεράσει μια εσωτερική φοβία ότι η εξουσία, αν κατέβει στο τοπικό επίπεδο, κινδυνεύει να «ξεφύγει». Που σημαίνει κάτι βαθύτερο μάλλον - ότι ως κράτος δεν έχουμε ακόμη πειστεί πραγματικά και όχι στα λόγια - για την αξία της δημοκρατικής αποκέντρωσης.
Γιατί συγκεντρωτικοί;
Αν λείπει κάτι σήμερα, δεν είναι η τεχνογνωσία. Είναι η εμπιστοσύνη. Και χωρίς εμπιστοσύνη δεν αλλάζει καμία θεσμική κουλτούρα. Η αλήθεια όμως είναι ότι για να καταλάβουμε το σήμερα, πρέπει να δούμε πώς φτάσαμε εδώ. Το νέο ελληνικό κράτος γεννήθηκε συγκεντρωτικό. Και αυτό το αρχικό αποτύπωμα πέρασε μέσα στους θεσμούς, τις νοοτροπίες, τις ιεραρχίες και τις πολιτικές συμπεριφορές για δύο αιώνες. Σε αντίθεση με πολλές ευρωπαϊκές χώρες όπου η τοπική κοινωνία, οι κοινότητες και οι τοπικές ελίτ προηγήθηκαν του κράτους, στην Ελλάδα συνέβη το αντίθετο. Το κράτος προηγήθηκε της κοινωνίας. Δημιουργήθηκε σχεδόν εξωτερικά, πριν προλάβουν να συγκροτηθούν δομές συμμετοχής και τοπικής πολιτικής κουλτούρας. Αυτό το κράτος έπρεπε να επιβληθεί για να υπάρξει και έτσι έμαθε να λειτουργεί μέσα από το κέντρο. Και το κέντρο έγινε συνήθεια.
Και η ιστορική αντίφαση – όλα αυτά σε έναν ιστορικό, πολιτικό χώρο που άκμασε ο κοινοτισμός, οι μικρές κλίμακες, η διαχείριση σε χαμηλά και μικρά επίπεδα. Από τις πόλεις κράτη που εναντιώθηκαν στις ανατολικές δεσποτείες, μέχρι τα χωριά και τα τοπικά οικοσυστήματα επί οθωμανικής αυτοκρατορίας.
Στην πορεία, η σύγχρονη Ελλάδα δεν απέκτησε ποτέ μια ισχυρή τοπική αστική τάξη που θα διεκδικούσε αυτονομία, όπως συνέβη στη Γαλλία, στην Ιταλία ή στη Γερμανία. Ο 20ός αιώνας, με τους πολέμους, τις δικτατορίες, τον Εμφύλιο και την πολιτική αστάθεια, ενίσχυσε ακόμη περισσότερο τη λογική του κεντρικού ελέγχου. Το κράτος λειτουργούσε διαρκώς σε ένα περιβάλλον έκτακτης ανάγκης και όταν η κρίση έγινε ο κανόνας, ο συγκεντρωτισμός έγινε η φυσική κατάσταση. Ακόμη και μετά το 1974, αντί να δομηθεί ένα μοντέλο ουσιαστικής αποκέντρωσης, χτίστηκε ένα κομματοκεντρικό σύστημα όπου ο υπουργός ήταν πάντοτε ισχυρότερος από τον δήμαρχο και το κόμμα πάντοτε ισχυρότερο από τον θεσμό.
Και υπάρχει κάτι ακόμη πιο βαθύ - η Ελλάδα έχει μια δομική δυσπιστία απέναντι στο τοπικό επίπεδο. Το σύστημα θεωρεί σχεδόν εκ των προτέρων ότι ο δήμος «θα κάνει λάθος». Και η αυτοδιοίκηση, για χρόνια, συχνά επιβεβαίωνε αυτή τη δυσπιστία μέσα από ανωριμότητες, ελλείψεις και πελατειακές πρακτικές. Έτσι, ενώ σε άλλες χώρες το κράτος λειτουργεί συνθετικά με τους δήμους, εδώ λειτουργούμε αντανακλαστικά, με φόβο από πάνω και καχυποψία από κάτω.
Πώς το κάνουν αλλού;
Σύμφωνα με τα πλέον πρόσφατα διαθέσιμα στοιχεία του OECD (2021), η Ελλάδα κατατάσσεται σταθερά μεταξύ των πιο συγκεντρωτικών κρατών του οργανισμού. Το υπο-εθνικό επίπεδο (δήμοι και περιφέρειες) διαχειρίζεται μόλις 6,9% της συνολικής δημόσιας δαπάνης και 7,7% των συνολικών δημόσιων εσόδων, ποσοστά πολλαπλάσια χαμηλότερα από τα αντίστοιχα μερίδια που καταγράφονται στον μέσο όρο των κρατών-μελών του OECD. Αντίστοιχη υποχώρηση παρατηρείται και στη δομή της δημόσιας απασχόλησης: οι δαπάνες προσωπικού των ΟΤΑ αντιστοιχούν μόλις στο 11,6% των συνολικών δαπανών προσωπικού του ελληνικού δημοσίου, όταν ο μέσος όρος των ενιαίων (unitary) κρατών του OECD υπερβαίνει το 40%. Τα δεδομένα αυτά τεκμηριώνουν έναν εξαιρετικά περιορισμένο βαθμό δημοσιονομικής και διοικητικής αποκέντρωσης, επιβεβαιώνοντας ότι το κεντρικό κράτος συγκρατεί σχεδόν το σύνολο των κρίσιμων λειτουργιών, πόρων και ανθρώπινου δυναμικού.
Αλλάζουμε; Το προσπαθούμε
Κι όμως, δεν θα ήταν δίκαιο να πει κανείς ότι τίποτα δεν αλλάζει. Τα τελευταία χρόνια έχουν γίνει βήματα που αξίζει να αναγνωριστούν. Πιο πρόσφατο ο νέος Κώδικας Αυτοδιοίκησης, η κωδικοποίηση της διάσπαρτης νομοθεσίας, η ψηφιοποίηση υπηρεσιών, ο εξορθολογισμός διαδικασιών και αρμοδιοτήτων. Η κυβέρνηση, με όλες τις εντάσεις και τις αντιφάσεις, έκανε συγκεκριμένα βήματα ενίσχυσης. Προγράμματα όπως το «Αντώνης Τρίτσης» και το Ταμείο Ανάκαμψης έδωσαν πραγματικό οξυγόνο σε πολλούς δήμους – και όχι μόνο στους μεγάλους. Μικροί, ορεινοί, αγροτικοί ΟΤΑ απέκτησαν εργαλεία που σε άλλες περιόδους δεν θα τα έβλεπαν ποτέ.
Όλα αυτά είναι θετική μεταβολή. Απλώς δεν αρκούν. Γιατί η υποχρηματοδότηση παραμένει το βαθύτερο πρόβλημα της ελληνικής αυτοδιοίκησης. Οι ΚΑΠ δεν αντιστοιχίζονται με τις ανάγκες. Η χρηματοδότηση είναι ασθενής και αποσπασματική. Οι δήμοι δεν ζουν με σταθερές θεσμικές ροές. Ζουν από πρόσκληση σε πρόσκληση. Και ένας θεσμός που ζει από προγράμματα και όχι από το θεσμικό του πλαίσιο, δεν μπορεί να σχεδιάσει μακροπρόθεσμα, δεν μπορεί να οργανώσει υπηρεσίες, δεν μπορεί να θωρακίσει μια πόλη απέναντι σε κλιματικό κινδυνο και κοινωνικές μεταβολές.
Και αν η Αυτοδιοίκηση πάρει τα χρήματα;
Εδώ υπάρχει ακόμη μία αλήθεια που λέγεται χαμηλόφωνα. Ναι, η αυτοδιοίκηση δικαιούται περισσότερους πόρους - θεσμικά, συνταγματικά, πολιτικά. Αλλά η αλήθεια είναι ότι δεν είναι όλοι οι δήμοι είναι έτοιμοι να τους διαχειριστούν. Υπάρχουν δήμοι με σοβαρές υπηρεσίες, διαφάνεια, τεχνογνωσία, απορροφητικότητα. Υπάρχουν όμως και δήμοι με ανεπαρκή στελέχωση, χαμηλή τεχνική ωριμότητα, ανύπαρκτους μηχανισμούς ελέγχου, διοικητική ανωριμότητα. Αν η αποκέντρωση είναι δικαίωμα, η ικανότητα είναι υποχρέωση. Και χωρίς αυτή την παραδοχή, η συζήτηση δεν θα γίνει ποτέ ειλικρινής.
Αν λοιπόν τους πόρους τους κρατά, τους ελέγχει και τους κατευθύνει η εκάστοτε κυβέρνηση τότε μιλάμε δικαίως για συγκεντρωτικό κράτος και αυτοδιοίκηση βραχίονά της. Αν οι πόροι διαμοιραστούν και στην αυτοδιοίκηση όπως δια νόμου προβλέπεται (8 δις για το 2026 προβλέπονται και οι δήμοι θα πάρουν 4δις) τότε ο κίνδυνος κατασπατάλησης είναι υπαρκτός. Υπάρχει και στην Αυτοδιοίκηση αδιαφάνεια, κατασπατάληση, διαφθορά και πελατειακά δίκτυα. Το ίδιο θα πει κανείς όμως και για την κεντρική εξουσία; Το δίλημμα είναι υπαρκτό και κάπως πρέπει να το υπερβούμε.

Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου