Τετάρτη 5 Νοεμβρίου 2025

Τελικά υπάρχει αθηνοκεντρισμός και πρέπει να το λέμε ή όλα βαίνουν καλώς; άρθρο στη VORIA στις 1/11/2025



Η συζήτηση είναι μεγάλη, ξεκινά από πολλά χρόνια πίσω και από καιρού εις καιρόν επανέρχεται με μεγαλύτερη ή μικρότερη σφοδρότητα στον δημόσιο διάλογο. Σε ποιον δημόσιο διάλογο όμως; Μα της Θεσσαλονίκης φυσικά καθώς μια τέτοια θεματική δεν απασχολεί το πολιτικό – οικονομικό και μιντιακό οικοσύστημα της πρωτεύουσας. Για το οικοσύστημα αυτό, η Θεσσαλονίκη είναι μια μεγαλύτερη Κοζάνη ή ένα Κιλκίς με θάλασσα. Μπορεί - δικαίως- να φαίνεται και να αντιμετωπίζεται με αυτόν τον τρόπο η Θεσσαλονίκη. Αν δει κανείς τους αριθμούς, τις δυναμικές, την εξωστρέφεια και τα δεδομένα, πράγματι, δεν μπορεί εύκολα να θεμελιώσει την αναγκαιότητα μιας διαφορετικής αντιμετώπισης της πόλης σε σχέση με τις υπόλοιπες της περιφέρειας. Θα πρέπει με ευρύτητα πνεύματος, γνώση του ιστορικού αποτυπώματος, εμπεδωμένη αντίληψη περιφερειακής συνοχής και ισόρροπης ανάπτυξης αλλά και με μια εμπνευσμένη οικονομική και αναπτυξιακή ματιά να δει κανείς την περίπτωση «Θεσσαλονίκη» για να αντιληφθεί ότι τυχόν δική της θετική πορεία επιδρά θετικά στην εθνική υπόθεση. Με άλλα λόγια, αν τα πάει καλά η Θεσσαλονίκη, θα τα πάει καλά και η Ελλάδα γιατί θα δημιουργηθεί ένας δεύτερος αστικός πόλος ανάπτυξης που θα δίνει βάθος στο ελληνικό ΑΕΠ, σε πεδία που είναι συμπληρωματικά της Αττικής και των Κυκλάδων και σε μια περιοχή με ιδιαίτερη εθνική σημασία.

Πριν συνεχίσω την ανάλυση θέλω να τονίσω και κάτι ακόμη. Η πορεία αυτή της συγκέντρωσης ανθρώπων – πόρων – υποδομών – χρηματοδοτήσεων – επενδύσεων κ.ο.κ. μπορεί να είναι μια μεταπολεμική σταθερά, αλλά απέκτησε δομικά χαρακτηριστικά από το 1996 και μετά. Με τον έναν ή τον άλλο τρόπο, πολλές διαδοχικές κυβερνήσεις ή την ακολούθησαν ή και την ενίσχυσαν.

Πάμε στο σήμερα. Άκουσα με προσοχή τον δήμαρχο Θεσσαλονίκης σε μια πρόσφατη συνέντευξή του να θέλει να ξορκίσει αυτά τα φαντάσματα. Στερεοτυπικές απόψεις που μας κρατάνε πίσω και χρησιμοποιούνται ως προκάλυμμα αδυναμιών – αυτή ήταν λίγο πολύ η τοποθέτησή του, συνδυασμένη βέβαια με την αναγκαιότητα αναλογικής κατανομής πόρων. Δηλαδή; Ή είναι στερεοτυπική η αντίληψη περί αθηνοκεντρισμού και οι πόροι κατανέμονται δίκαια ή δεν κατανέμονται δίκαια λόγω αθηνοκεντρισμού. Δεν μπορούν να ισχύουν και τα δύο ταυτόχρονα. «Δεν είδα το Μιλάνο να ασχολείται με τη Ρώμη, ούτε τη Βαρκελώνη με τη Μαδρίτη» υποστηρίζει. Προφανώς! Γιατί σε αυτές τις περιπτώσεις δεν υπάρχει ούτε ρωμαϊοκεντρισμός, ούτε μαδριτοκεντρισμός και οι δύο αυτές δεύτερες τη τάξει πόλεις απολαμβάνουν μια αναπτυξιακή πορεία δεκαετιών, απολαμβάνουν υψηλό επίπεδο ζωής και συμβάλλουν καθοριστικά στην οικονομική – πολιτική – κοινωνική πραγματικότητα των χωρών τους. Αυτό που απαντάται στην Ελλάδα είναι μοναδικά αρνητικό και κατά την άποψή μου βρίσκεται στον πυρήνα όχι μόνον της δικής μας σαλονικιώτικης μουρμούρας, αλλά της υποχώρησης της ελληνικής περιφέρειας.

Συναντώ και συναναστρέφομαι με φίλους και συνεργάτες από την Αθήνα. Ομολογουμένως καλοπροαίρετους και με ευρύτητα γνώσεων, δεξιοτήτων – πολλοί όμως εξ’ αυτών αδυνατούν να καταλάβουν γιατί οι Θεσσαλονικείς γκρινιάζουμε. «Μα γίνονται τόσα έργα, δείτε το ένα, το άλλο, είστε όμορφη πόλη, ιδανική», μου λένε και το πιστεύουν αυθεντικά. Δεν υπερασπίζονται κάποια ατζέντα ούτε κάποια πολιτική ή κομματική στρατηγική. Είναι η αντίληψη που έχουν για τα πράγματα και αυτό είναι αναλυτικά σημαντικό να το κατανοήσουμε εδώ στο Βορρά. Θα μου πουν και κάτι άλλο, εξίσου σημαντικό. Μήπως, λένε, χρησιμοποιείτε αυτό το σχήμα του αθηνοκεντρισμού για να καλύψετε και δικές σας ευθύνες και υστερήσεις; Αν θέλουμε να είμαστε δίκαιοι είναι και αυτό σωστό. Πιθανά να έχει γίνει κατάχρηση αυτού του επιχειρήματος από την πλευρά μας – να το συζητήσουμε. Εάν όμως σε κάτι γίνεται κατάχρηση – δεν σημαίνει ότι απουσιάζει ο πυρήνας του προβλήματος. Το πρόβλημα είναι εκεί, είναι υπαρκτό, παράγει αποτελέσματα αρνητικά. Άρα δικαιούμαστε να κάνουμε «χρήση» του επιχειρήματος και του σχήματος αυτού και μπορούμε να συζητήσουμε εάν γίνεται «κατάχρηση».

Πάμε τώρα να δούμε μερικά δεδομένα – να περάσουμε δηλαδή στο excel και να φύγουμε από το word της έκθεσης ιδεών και της πολιτικολογίας. Πρώτα από όλα ο πληθυσμός – με ποια λογική και βάση ποιου σχεδίου έχουμε το μοναδικό φαινόμενο συγκέντρωσης του μισού σχεδόν πληθυσμού της χώρας σε μία (ευρύτερη) περιοχή ή το 36% σε μία μόνο περιφέρεια; Παλαιότερα, έστω και διακηρυκτικά, αναφερόμασταν στην ανάγκη και πληθυσμιακής αποκέντρωσης. Σήμερα με το παρόν δημογραφικό προφίλ ούτε που το συζητάμε. Είναι αυτή η συγκέντρωση βιώσιμη; Μπορεί να στηρίξει κάποιον αναπτυξιακό σχεδιασμό; Απαντά στις όποιες πιθανές εθνικές προκλήσεις;

Αλλά και πέραν αυτού, ας δούμε από τη Eurostat το ακαθάριστο εγχώριο προϊόν (ΑΕΠ) ανά κάτοικο στην Ευρωπαϊκή Ένωση (παραθέτω και το link για μια οπτικοποιημένη αποτύπωση https://ec.europa.eu/eurostat/web/products-eurostat-news/w/ddn-20251020-1?utm_source=chatgpt.com). Τι μας δείχνει χονδρικά; ‘Ότι μόνον η Αττική προσεγγίζει τον Μ.Ο της ΕΕ (96), όλες οι υπόλοιπες περιφέρειες κινούνται 40–70. Αυτό αποτυπώνει τη συγκέντρωση παραγωγής και εισοδημάτων στο μητροπολιτικό κέντρο.

Αλλά ας δούμε τι λέει και ο ΟΟΣΑ στο Regional Policy for Greece Post-2020 - REGIONAL PROFILES. Παραθέτω τα επίσημα κείμενα:

  • Η ανάλυση της περιφερειακής δομής της ελληνικής οικονομίας αποκαλύπτει εμμένουσες ανισορροπίες ως προς το ΑΕΠ ανά κάτοικο, τον πληθυσμό και το επίπεδο ευημερίας. 
  • Ο ελληνικός οικονομικός χώρος κυριαρχείται από τη μητροπολιτική περιοχή της Αθήνας, η οποία αποτελεί τμήμα της Περιφέρειας Αττικής, αλλά λειτουργικά εκτείνεται πέρα από τα διοικητικά της όρια, περιλαμβάνοντας συστάδες σημαντικής βιομηχανικής δραστηριότητας που βρίσκονται σε μικρή απόσταση, στις γειτονικές περιφέρειες. 
  • Η μητροπολιτική περιοχή της Αττικής, που συγκεντρώνει το 36% του πληθυσμού και το 48% του εθνικού ΑΕΠ (ή πάνω από 50% αν υπολογιστούν και οι «δορυφορικές» βιομηχανικές εγκαταστάσεις των όμορων περιοχών), διαθέτει ΑΕΠ ανά κάτοικο ίσο με το 136% του εθνικού μέσου όρου. 
  • Πρόκειται, επίσης, για μία από τις μεγαλύτερες και πιο πυκνοκατοικημένες πόλεις της Ευρώπης, με 990 κατοίκους ανά τετραγωνικό χιλιόμετρο — αριθμό δώδεκα φορές υψηλότερο από τον εθνικό μέσο όρο. 
  • Η Αθήνα έχει σχεδόν διπλασιάσει τον πληθυσμό της, γνωρίζοντας ισχυρές μεταναστευτικές ροές τις δεκαετίες του 1960, 1970 και 1980 από τις περιφερειακές περιοχές, γεγονός που συνέβαλε ουσιαστικά σε έντονη και διαρκή ανάπτυξη, αλλά ταυτόχρονα και στη δημιουργία περιβαλλοντικών και κοινωνικών προβλημάτων για τη μητρόπολη. 
  • Παρότι η Αττική έχει ΑΕΠ ανά κάτοικο σχεδόν διπλάσιο από εκείνο της ασθενέστερης περιφέρειας, της Ανατολικής Μακεδονίας και Θράκης, το σοβαρότερο πρόβλημα για την ισόρροπη ανάπτυξη δεν είναι τόσο το ίδιο το αναπτυξιακό χάσμα, όσο το γεγονός ότι η μητροπολιτική περιοχή της Αττικής συγκεντρώνει σχεδόν το ήμισυ της οικονομικής δραστηριότητας της χώρας.
  • Ο συνδυασμός οικονομιών συγκέντρωσης, μεγέθους αγοράς και πρωτεύουσας θέσης (όλες οι ανώτερες διοικητικές λειτουργίες και το 50% των δημοσίων υπαλλήλων βρίσκονται στην Αθήνα) ασκεί ισχυρές ελκτικές δυνάμεις προς την υπόλοιπη χώρα, περιορίζοντας τις αναπτυξιακές δυνατότητες των μικρότερων, περιφερειακών πόλεων.

Χρειαζόμασταν τους επίσημους Οργανισμούς για να καταλάβουμε αυτό που συμβαίνει και είναι κοινά παραδεκτό; Υποστηρίζω πως όχι – αυτή είναι η κοινή αίσθηση των πραγμάτων. Μια αίσθηση που δεν μπορεί να ανατραπεί από οποιαδήποτε καλοπροαίρετο διαφορετικό αφήγημα.

Και πάμε στα δύσκολα τώρα.

Πρέπει αυτή η δυναμική να ανατραπεί υπέρ της ελληνικής περιφέρειας; Το θεωρώ αυτονόητο. Είναι εύκολη μια τέτοια υπόθεση; Εκτιμώ ότι είναι δύσκολη. Το γεγονός ότι είναι δύσκολη σημαίνει ότι δεν πρέπει να ειπωθεί ρητά και δεν πρέπει να τεθεί στο επίκεντρο του δημοσίου διαλόγου; Σημαίνει ακριβώς το αντίθετο. Πώς φανταζόμαστε ότι θα προκύψει αυτή αλλαγή του αναπτυξιακού μοντέλου ή ορθότερα η αλλαγή του παραγωγικού υποδείγματος; Με επενδύσεις στην Αττική και στη Βοιωτία ή με έναν σχεδιασμό για τη Δράμα, την Καβάλα, τις Σέρρες, την Κοζάνη και τη Θεσσαλονίκη;

Τι πρέπει να κάνουμε;

Πρώτα από όλα να παραδεχθούμε το πρόβλημα και να το τοποθετήσουμε στον πυρήνα της ανάλυσής μας. Υπάρχει αθηνοκεντρισμός και πρέπει να περιοριστεί. Είναι ζήτημα ζωτικό. Υπερβάσεις του στιλ «εμείς εδώ να δούμε τα του οίκου μας» είναι έωλες, θνησιγενείς και δεν βρίσκουν ευήκοα ώτα ούτε στους Μακεδόνες, ούτε στους Θρακιώτες. Όταν εξαρτάσαι καθοριστικά και απόλυτα από την κεντρική κατανομή πόρων που λαμβάνει χώρα αλλού, εκεί στο «αλλού» πρέπει να επικεντρώσεις.

Δεύτερο, να αλλάξουμε τον τρόπο διεκδίκησης. Ό,τι διεκδικούμε δεν πρέπει να γίνεται στο όνομα της ερωτικής πόλης που αδικήθηκε. Αυτό ακόμη και αν ισχύει, δεν το ακούει κανένας. Πρέπει να εντάξουμε τις τοπικές διεκδικήσεις στην εθνική στρατηγική ανάπτυξης, στο γενικότερο πλαίσιο γεωπολιτικών ανακατατάξεων και να φωτίσουμε τις θετικές προοπτικές για τη χώρα.

Τρίτο, να έχουμε αίσθηση της υστέρησης του τόπου μας. Υστέρηση που δεν αναπληρώνεται με 3-4 μεγάλα έργα. Χρειαζόμαστε 14. Ούτε μπορούμε να εφησυχάσουμε γιατί κάπου εκεί μετά το 2035 θα έχει ολοκληρωθεί η ατζέντα των έργων της δεκαετίας του 1980-1990.

Τέταρτο, πρέπει και εμείς να δείξουμε μια επιχειρησιακή - διαχειριστική επάρκεια και να διαμορφώσουμε μέσα από έναν τοπικό αλλά ανοιχτό δημόσιο διάλογο κάποιες προτεραιότητες. Αν η εκάστοτε κυβέρνηση έρχεται και σχεδιάζει ένα μεγάλο έργο πρέπει να μπορούμε να εξετάσουμε αν αυτό είναι στην κορυφή των προτεραιοτήτων μας ή είναι στην τριτοτέταρτη θέση. Εμείς σήμερα προσεγγίζουμε τα ζητήματα αυτά με τη λογική «έργο να ναι και ό,τι να ναι» ή «μάζευε και ας είν’ και ρώγες». Μα μπορεί να μην είναι ρώγες, να μας δίνεται ολόκληρο τσαμπί με σταφύλια – αν αυτό δεν απαντά σε ό,τι έχουμε ορίσει εμείς ως προτεραιότητα, πάλι δεν κάνουμε τίποτα.

Και για να κλείσουμε …

Δεν είναι ζήτημα συναισθηματικής αδικίας, αλλά αναπτυξιακής στρέβλωσης που επηρεάζει την ίδια τη βιωσιμότητα της χώρας. Η Θεσσαλονίκη δεν είναι θύμα, είναι δυνητικός εθνικός πόλος και η ενδυνάμωσή της ωφελεί συνολικά το ελληνικό σύστημα. Η λύση θα προέλθει μέσα από περιφερειακή συνείδηση χωρίς επαρχιωτισμό. Δεν κραυγάζουμε, δεν εκλιπαρούμε, δεν αυτοθυματοποιούμαστε. Περιγράφουμε μια ανισότητα που δεν είναι ταξική ή κομματική, αλλά γεωοικονομική. Και το κάνουμε μέσα από μια πολιτική κουλτούρα αυτογνωσίας.

Πρέπει να πιέσουμε τα κόμματά μας, να εντάξουν αυτήν την προβληματική στον συλλογισμό τους. Είτε κυβερνούν είτε αντιπολιτεύονται, οφείλουν να συνυπολογίζουν και αυτές τις διαστάσεις. Άλλωστε τα κόμματά μας είναι εθνικά – μέσα από μια τέτοια διεργασία μπορούν και αυτά να αναζωογονηθούν.  

Τι θα απαντήσεις αν ένας τουρίστας σε ρωτήσει «τι να δω στη Θεσσαλονίκη»; άρθρο στη VORIA στις 25/10/2025


Πέντε ταξίδια να έχει κάνει κανείς στο εξωτερικό, θα έχει παρατηρήσει ότι όλες οι πόλεις προσπαθούν να «πακετάρουν» και να σου «πουλήσουν» ό,τι διαθέτουν ως σημαντικό και άξιο προσοχής -και πολλές φορές και εισιτηρίου. Βλέπετε, αυτό που ονομάζουμε ανταγωνισμός των πόλεων επιβάλλει την κινητοποίηση κάθε διαθέσιμου πόρου στη συλλογική προσπάθεια προσπορισμού κερδών και αξιοποίησης κάθε δυνατής και πιθανής δυνατότητας. Λογικό, ορθολογικό και εν πολλοίς αυτονόητο. 

Στη Θεσσαλονίκη, όμως, για έναν περίεργο λόγο, αισθάνομαι ότι αυτό δεν συμβαίνει. Και δεν συμβαίνει εδώ και πολλές δεκαετίες. Και όχι, δεν θέλω να φτάσουμε στις δεκαετίες του 1950 και του 1960 για να εντοπίσουμε στην αντιπαροχή, την αρχή του κακού. Τότε, μια συγκεκριμένη πιεστική ανάγκη δημιουργίας κατοικιών λόγω εσωτερικής μετανάστευσης, μαζί με μια κάπως στενόμυαλη αντίληψη για το αστικό περιβάλλον, μας οδήγησε στις γνωστές επιλογές. Τα τελευταία όμως 30 χρόνια αυτό που (δεν) συμβαίνει είναι αδιανόητο. 

Ξεκίνησα να γράφω αυτό το σημείωμα με δύο αφορμές. Η μία είναι οι εικόνες από την πλατεία Ναυρίνου και τη σιδερόφρακτη περίφραξη του Γαλεριανού ανακτόρου. Μιλάμε για μια σχεδόν εργοταξιακής αισθητικής επιλογή, που εμφανίστηκε εν μία νυκτί και εν αγνοία όλων ημών, ως μόνη λειτουργική επιλογή φύλαξης. Η άλλη αφορμή είναι ψηφιακή και έρχεται από το TikTok όπου εμπνευσμένοι επιστήμονες, ιστορικοί, παιδαγωγοί, γυρνούν σύντομα videos με ιστορικές και μνημειακές γωνιές της πόλης και μέσα σε 45 δευτερόλεπτα μας μαθαίνουν ό,τι δεν μας δίδαξε κανείς σε 15 χρόνια σχολικής πορείας και 41 χρόνια καθημερινής ζωής στην πόλη. Και βλέποντάς τα απορείς «μα είναι δυνατόν να μη γνωρίζω τίποτε για αυτό (το μνημείο) αν και περνώ δίπλα του δύο δεκαετίες τώρα»; Απαντώ στον εαυτό μου «Ναι είναι δυνατόν – και είναι και λογικό» παρά το εμφανές του παραλόγου. Τα περισσότερα από αυτά είναι επί σειρά ετών όχι απλά εγκαταλειμμένα και αφανή, αλλά αποκομμένα από τον αστικό ιστό με λαμαρίνες, περιτριγυρισμένα από σκουπιδαριό, χωρίς φωτισμό, χωρίς μία ταμπέλα πληροφόρησης –χωρίς τίποτα απολύτως. Λίγο λοιπόν η κατάσταση αυτή και λίγο ο μνημειακός πληθωρισμός της χώρας μας (και της πόλης μας), δεν δίνει κανείς την πρέπουσα σημασία. 

Είναι όμως και αυτό λογικό; Όχι είναι παραλογισμός μεγατόνων. Και θα μιλήσω με παραδείγματα ξεκαθαρίζοντας ότι δεν κάνω ρεπορτάζ, δεν με ενδιαφέρει καμία επίσημη αιτιολόγηση, καμία εν εξελίξει πρωτοβουλία και καμία παγιωμένη δικαιολογία. Είναι δυνατόν τα τείχη της πόλης να μην είναι αποκατεστημένα, να μην είναι περιποιημένα, να μην είναι φωτισμένα, να μην είναι επισκέψιμα, να μην είναι ενοποιημένα με διαδρομές, να μην είναι επαρκώς διαφημισμένα και να μην πλαισιώνονται από πληροφοριακό υλικό; Είναι δυνατόν ο Λευκός Πύργος να λειτουργεί μερικώς και όχι αδιαλείπτως; Είναι δυνατόν το φρούριο και το τείχος εκεί πίσω από το Δικαστικό Μέγαρο να μην είναι φωτισμένο, να μην υπάρχει μια ταμπέλα και να έχει μετατραπεί σε mini χωματερή και αποχωρητήριο; Το Αλκαζάρ –νιος ήμουν και γέρασα. Το Μπέη Χαμάμ δεν το θυμάμαι ποτέ ανοιχτό και επισκέψιμο. Καμιά δεκαριά βυζαντινές εκκλησίες στα χαμένα –ουδείς ξέρει τι γίνεται. Σε πολλές εκκλησίες βλέπουμε τον περιβάλλοντα χώρο να μετατρέπεται σε parking πολυτελών λιμουζινών ή φορτηγών που εξυπηρετούν λειτουργικές ανάγκες. Όλα ψηφίδες μιας αδιανόητης αδιαφορίας. 

Σκέφτομαι πολλές φορές ότι αν με σταματήσει ένας τουρίστας στον δρόμο και με ρωτήσει τι του προτείνω να επισκεφτεί θα δυσκολευτώ. Αλλά ακόμη και αν απαντήσω, το πρόγραμμα που θα του υποδείξω θα είναι της μιας ημέρας. Αυτή είναι η αλήθεια και όλοι μέσα μας την ξέρουμε. Με αυτήν την αλήθεια όμως δεν πάμε πολύ παρακάτω.



Και από την άλλη ακούς για μια πανίσχυρη εφορεία αρχαιοτήτων, για κονδύλια στον πολιτισμό, για αναπλάσεις και λαμπρές εποχές που έρχονται αλλά ποτέ δεν φτάνουν. Κάτι πρέπει να αλλάξει. Αν δεν μπορούμε με τρόπο γραμμικό να εντοπίσουμε, να αναδείξουμε και να αξιοποιήσουμε όλον αυτόν τον πλούτο, ας το κάνουμε βολονταριστικά. Αν δεν μπορούμε με έναν κοινό κώδικα, ένα πρωτόκολλο ενεργειών, να συμφωνήσουμε σε ένα μεγάλο και φιλόδοξο σχέδιο, ας βρεθούμε όσοι θέλουμε, όσοι το αντιλαμβανόμαστε, όσοι το επιθυμούμε και ας πιέσουμε την πολιτική ηγεσία σε κάθε βαθμίδα. Διάβασα πρόσφατα για μια πρωτοβουλία ενοποίησης των αρχαιολογικών χώρων και χάρηκα. Θα μου πεις αυτά στην Αθήνα συζητήθηκαν και εφαρμόστηκαν στα τέλη της δεκαετίας του 1980 –είμαστε μόνο 40 χρόνια πίσω, αλλά ας ξεκινήσουμε από κάπου. Προσπάθειες κατά καιρούς έχουμε δει –το γιατί δεν υπάρχει μια συμπαγής και στέρεη στρατηγική για αυτά τα ζητήματα είναι το πρόβλημα.

Από την άλλη στερεύουν και οι δικαιολογίες. Την προηγούμενη Δευτέρα παραβρέθηκα σε μια εκδήλωση του μέσου που φιλοξενεί τις απόψεις μου –στην παρουσίαση του βιβλίου «Ιστορίες της Παλιάς Θεσσαλονίκης». Εκτός του εξαιρετικού περιεχομένου, στάθηκα και σε μια ακόμη πτυχή που συναντώ πλέον και στο διαδίκτυο και σχετίζεται με τις δυνατότητες του AI. Είμαστε σε θέση να αναδημιουργήσουμε εικόνες μέσα από περιγραφές -να ζωντανέψουμε φωτογραφίες και να τις μετατρέψουμε σε video- να δώσουμε εικόνα στη σκέψη και στην ιστορική πηγή. Αντιλαμβάνεστε το περιθώριο προβολής που γεννιέται μπροστά μας; Τις τεραστίων διαστάσεων δυνατότητες οπτικοποίησης κάθε ιστορικής αφήγησης; 

Φανταστείτε λοιπόν πόσες ιστορίες μπορεί να κρύβει μια πόλη με 23 αιώνες Ιστορίας. Μάχες, εξεγέρσεις, ανεγέρσεις, κατακτητές, μνημεία –η λίστα τείνει εις το άπειρο. Αλλά αν δεν μπορούμε να περιποιηθούμε και να αναδείξουμε το υπαρκτό, την υλική διάσταση που μας περιβάλλει, έχει νόημα να αναζητήσουμε την ψηφιακή και τεχνολογική αναπαράστασή της; Ίσως και να έχει νόημα, αν την δει κανείς ως μια ακόμη ευκαιρία, ως έναυσμα, ως στοιχείο που μπορεί να ανανεώσει το ενδιαφέρον. Να κάνουμε δηλαδή το σωστό και το αυτονόητο διά του ερεθισμού και της έξαψης που προκαλεί το τεχνολογικά νέο.

Υπαίθριο μουσείοφιλόδοξος αλλά και ρεαλιστικός στόχος

Στην πραγματικότητα, όταν μιλάμε για μια πόλη–υπαίθριο μουσείο, δεν εννοούμε έναν απλό περίπατο ανάμεσα σε πέτρες και μάρμαρα. Μιλάμε για τη δημιουργία μιας ενιαίας αφήγησης· για την ικανότητα μιας πόλης να «διηγείται» τον εαυτό της μέσα από τα ίχνη του χρόνου. Το υπαίθριο μουσείο δεν είναι μόνο η αποκατάσταση των μνημείων. Την προϋποθέτει αλλά δεν αρκείται σε αυτό. Είναι η σύνδεσή τους –φυσικά, αισθητικά και νοηματικά. Είναι η εμπειρία του κατοίκου και του επισκέπτη που μετατρέπεται σε ζωντανή εκπαίδευση, σε πολιτιστικό βίωμα. Όταν μια πόλη καταφέρει να πει την ιστορία της με συνοχή, τότε αποκτά όχι μόνο τουριστικό αλλά και παιδευτικό, ταυτοτικό πλούτο.

Ξαναδιαβάζω ό,τι έγραψα μέχρι εδώ. Σκόρπιες σκέψεις υπό μορφή απορίας με μια essence αγανάκτησης. Το γράφω ξανά –το κείμενο δεν διεκδικεί δάφνες επιστημονικής προσέγγισης, ούτε αντικειμενικής καταγραφής των δεδομένων. Είναι περισσότερο μια κοινή αίσθηση των πραγμάτων (αλλά αυτή η αίσθηση είναι η συνάμα και η δύναμη και η αξία της δημοκρατίας).

Για να το κλείσω όμως κάπως πιο οργανωμένα θα καταφύγω και πάλι στην ανάγκη της πολιτικής. Και εδώ, όπως και σε πολλά άλλα πεδία, χρειαζόμαστε πολιτική με το π κεφαλαίο. Για να φτάσουμε όμως εκεί πρέπει να αντιληφθούμε το πρόβλημα. Και αφού το αντιληφθούμε να το καταστήσουμε αίτημα. Και αφού υποθετικά καταφέρουμε να το καταστήσουμε αίτημα -όχι υποχρεωτικά πλειοψηφικό αλλά διακριτό και συμπαγές- τότε θα μπορέσουμε να πιέσουμε τις ηγεσίες. 

Από την άλλη οι ηγεσίες πρέπει να επιδείξουν μια ευρύτητα σκέψης και δράσης. Πρέπει να σταθούν στην πόλη με όρους ιστορικούς και όχι διεκπεραιωτικούς. Ναι, το ξέρουμε, μαζεύτηκαν πολλά, αλλά κάπως πρέπει να τα βάλουμε σε μία σειρά. Η ανάδειξη των μνημείων της πόλης δεν είναι μόνο πολιτιστικό, ηθικό και εθνικό καθήκον. Μπορεί να επιδράσει θετικά και σε άλλα πεδία –πιο πεζά και υλιστικά. Μπορεί να γίνει μοχλός οικονομικής ανάπτυξης, εξωστρέφειας, θέσεων εργασίας. Οι παλιές συνταγές βλέπουμε ότι μήνα με τον μήνα σβήνουν. Το κέντρο εμπορικά απονεκρώνεται –κάπως πρέπει να το αντιστρέψουμε. Οι βιοτεχνίες έκλεισαν από χρόνια, η εστίαση δεν μπορεί επουδενί να σηκώσει αναπτυξιακά την πόλη. Ούτε ο τουρισμός μόνος του. Όμως στην περίπτωση αυτήν δεν μιλάμε μόνο για τουρισμό αλλά για ένα οικοσύστημα δραστηριοτήτων που θα εμπλουτίσουν την οικονομία της πόλης.

Η Θεσσαλονίκη δεν χρειάζεται να εφεύρει τον εαυτό της από την αρχή· χρειάζεται να τον αναγνωρίσει. Να κοιτάξει γύρω της με τα μάτια ανοιχτά και να δει ότι το μέλλον της είναι γραμμένο ήδη στις πέτρες, στους τοίχους και στα απομεινάρια της. Κάθε πόλη έχει τη μοίρα που αντέχει να φανταστεί. Αν η δική μας μπορέσει να φανταστεί τον εαυτό της ως ζωντανό μουσείο, ανοιχτό εργαστήριο ιστορίας και πολιτισμού, τότε μπορεί να ξανακερδίσει αυτό που σήμερα της λείπει περισσότερο. Τη συνείδηση της αξίας της. Και αυτή είναι ίσως η πιο ελπιδοφόρα μορφή ανάπτυξης που μπορούμε να ονειρευτούμε.

Μπορεί το μπάσκετ της Θεσσαλονίκης να επανέλθει στην πρώτη γραμμή; Κι αν ναι, τι θα σημαίνει για την πόλη; άρθρο στη VORIA στις 18/10/2025

 


Το μπάσκετ αφορά την πόλη;

Ξεκινώ με μια παραδοχή – δεν γνωρίζω τις εξελίξεις από πρώτο χέρι, ούτε παρακολουθώ τα διοικητικά ζητήματα των ομάδων της πόλης στενά. Γράφω περισσότερο ως φίλαθλος που αγαπά το μπάσκετ και ως Θεσσαλονικιός που θέλω η πόλη να έχει όλα όσα είχε – όλα όσα της αξίζουν και όλα όσα αντικειμενικά μπορεί να αποκτήσει. Άρα στις παρακάτω γραμμές δεν θα βρείτε ρεπορτάζ και είδηση. 

Αφορμή για αυτό το σημείωμα είναι οι θετικές εξελίξεις που πληροφορούμαστε, στα θέματα του Άρη, του ΠΑΟΚ και του Ηρακλή. Μετά από μια μακρά περίοδο ανομβρίας – πέτρινα χρόνια τα χαρακτηρίζει η αθλητική ιδιόλεκτος – φαίνεται πως δημιουργούνται οι προϋποθέσεις μιας αναγέννησης. Το ευτυχές γεγονός είναι πως θετικές εξελίξεις παρατηρούνται ταυτόχρονα και για τις τρεις ομάδες, συνθήκη που δημιουργεί προσδοκία μεγαλύτερη και μας επιτρέπει να αναπολήσουμε παλιές ένδοξες ημέρες αλλά και να φανταστούμε ανάλογες εξελίξεις στο άμεσο μέλλον. Αν οι θετικές ειδήσεις αφορούσαν μία ομάδα, τότε η είδηση θα αφορούσε τον κύκλο των φίλων και των οπαδών της – τώρα που αφορά και τους τρεις μεγάλους της πόλης, δικαιούμαστε να βάζουμε στην εξίσωση και την πόλη και να διευρύνουμε κάπως την συζήτηση και σε επίπεδα πέραν του στενού αθλητικού. Άλλωστε ο αθλητισμός είναι επί της αρχής και κοινωνικό και οικονομικό θέμα. 

Η πόλη έχει μπασκετική παράδοση

Η Θεσσαλονίκη δεν θα ήταν υπερβολή να ισχυριστεί κανείς ότι ήταν η «πρωτεύουσα» του αθλήματος. Για σχεδόν δύο δεκαετίες – δεκαετίες που συνέπεσαν με την εκτίναξη του αθλήματος στη χώρα – ήταν αυτή που έδινε τον παλμό. Και δεν πάω πιο πίσω στο χρόνο, στην μεταπολεμική περίοδο και στις πραγματικά πρώιμες και ηρωικές εποχές των ανοιχτών γηπέδων γιατί παραπάμε πίσω και οι μισοί αναγνώστες δεν θα έχουν ούτε μια εικόνα και ανάμνηση από αυτές.

Από τη δεκαετία του ’50 και κυρίως στα ‘60, η Θεσσαλονίκη είχε ήδη αναπτύξει μπασκετικό ιστό: η Χ.Α.Ν.Θ. λειτούργησε ως κέντρο αθλητικής ζωής με το ανοικτό γήπεδό της να φιλοξενεί σημαντικά ματς, ενώ το 1959 η πόλη ανέλαβε Πανελλήνιο Πρωτάθλημα — ένδειξη ότι είχε ήδη συγκροτημένη σκηνή. Και παρότι η Ε.ΚΑ.Σ.Θ. ιδρύθηκε μόλις το 1976, προϋπήρχαν τοπικές Επιτροπές που ρύθμιζαν το άθλημα από τη δεκαετία του ’60. Δεν θα ήταν υπερβολή να ισχυριστούμε ότι στη Θεσσαλονίκη των δεκαετιών του ’60 και του ’70 το μπάσκετ ήταν κάτι περισσότερο από άθλημα∙ ήταν μια νέα αστική κουλτούρα που ξεδιπλωνόταν μέσα σε γεμάτα κλειστά γυμναστήρια και στις αυλές των σχολείων με πληθώρα ομάδων. 

Η εκτίναξη

Και ερχόμαστε στην μαγική δεκαετία των 80s που άλλαξε όχι μόνο τη σχέση των Ελλήνων με το μπάσκετ, αλλά τολμώ να πω των Ελλήνων με τον αθλητισμό γενικότερα. Η μαγική ομάδα του Άρη, με σημαία τον Νίκο Γκάλη και τον Παναγιώτη Γιαννάκη, δημιουργεί για πρώτη φορά ένα σύνολο που ξεπερνά τα σύνορα και στέκεται στην κορυφή της Ευρώπης σε υψηλότατο επίπεδο. Και όπως σε κάθε όμορφη αθλητική ιστορία που σέβεται τον εαυτό της, ο ρόλος του ανταγωνιστή είναι κομβικός, έτσι και ο ΠΑΟΚ επενδύει. Φτιάχνει και αυτός ισχυρή ομάδα και απολαμβάνουμε ένα σαλονικιώτικο ευρωπαϊκό el clasico στο Palais de Sport. Και βέβαια όλο αυτό υπό την σκέπη και υπό την επήρεια της μέθης του 1987 και της κατάκτησης του Ευρωπαϊκού Πρωταθλήματος από την Ελλάδα. 
Μεγάλοι αθλητές, χρήματα, συμβόλαια, προπονητές και ταυτόχρονα ερημιά στους δρόμους της πόλης σε κάθε μεγάλο ευρωπαϊκό αγώνα. Η διάλυση της Γιουγκοσλαβίας τροφοδοτεί την εγχώρια σκηνή με παίκτες μεγάλης κλάσης καθώς τα χρήματα ακόμη και τότε, ήταν εδώ στον βορρά – η πιο κοντινή γεωγραφικά και συμφέρουσα οικονομικά επιλογή των παικτών της μεγάλης γιουγκοσλάβικης σχολής ήταν η Ελλάδα και η Θεσσαλονίκη, πριν κάνουν το άλμα για άλλες αγορές και ηπείρους. 

Συνέχεια και διάρκεια 

Ακόμη και όταν η πόλη έχασε τα πρωτεία, καθώς οι μεγάλες αθηναϊκές ομάδες άρχισαν να βάζουν πιο βαθιά το χέρι στην τσέπη – ήμαστε κάπου στις αρχές και στα μέσα των 90s - δεν περνούσε κανείς εύκολα ούτε από το Αλεξάνδρειο, ούτε από το Ιβανόφειο. Οι ομάδες είχαν αξιοζήλευτα ρόστερ και έκαναν πορείες στα ευρωπαϊκά κύπελλα. Οι ευρωπαϊκοί τίτλοι τότε ήρθαν στη Θεσσαλονίκη. 

Κάπου εκεί όμως η γενικότερη μεταφορά ισχύος και η υπερσυγκέντρωση πόρων και υποδομών στην Αθήνα αλλάζει τα δεδομένα. Η φθίνουσα πορεία της βόρειας Ελλάδας και της Μακεδονίας, απότοκος εξελίξεων σε άλλα επίπεδα και πεδία (αποβιομηχάνιση, υπερσυγκέντρωση, Ολυμπιακοί Αγώνες, αλλαγή στις κατευθύνσεις των ευρωπαϊκών χρηματοδοτήσεων) και προϊόν πολιτικών επιλογών, αφήνουν την πόλη πίσω.  Τις τελευταίες δεκαετίες, οι ομάδες της πόλης (Άρης, ΠΑΟΚ, Ηρακλής) βίωσαν παρακμή, διοικητικά αδιέξοδα και οικονομικά βάρη, χάνοντας τη λάμψη τους.

Σήμερα 

Σήμερα βρισκόμαστε σε μια ευτυχή συνθήκη. Ο Άρης μπαίνει σε νέα εποχή με τον Ρίτσαρντ Σιάο να αναλαμβάνει τα διοικητικά ηνία της ΚΑΕ. Η παρουσία του φέρνει προσδοκία για οικονομική σταθερότητα, νέες επενδύσεις και δυνατές μεταγραφές, με στόχο την επιστροφή της ομάδας σε υψηλό επίπεδο. Παράλληλα, η συνεργασία με τον Ερμή Λαγκαδά ως «αναπτυξιακή ομάδα» δείχνει διάθεση για μακροπρόθεσμο χτίσιμο και στήριξη νέων παικτών.

Στον ΠΑΟΚ το ενδιαφέρον του Αριστοτέλη Μυστακίδη, που φέρεται να εξετάζει τρόπους ουσιαστικής εμπλοκής, ανοίγει μια τέτοια προοπτική που θα μπορούσε να προσφέρει οικονομική σταθερότητα και προοπτική ανάπτυξης στον μπασκετικό «Δικέφαλο». Παράλληλα, η ομάδα οργανώνει εκ νέου τις Ακαδημίες της, επενδύοντας στη βάση και στη δημιουργία μιας σταθερής παραγωγικής δεξαμενής ταλέντων. Η συζήτηση για πιθανή νέα διοικητική ενίσχυση έρχεται να συμπληρώσει αυτή την προσπάθεια ανασυγκρότησης.

Στον Ηρακλή, η επάνοδος της ομάδας στη μεγάλη κατηγορία μετά από τρία χρόνια και οι εμφανείς προσπάθειες διοικητικής και οργανωτικής ανασυγκρότησης δημιουργούν εκ νέου συσπείρωση, αυξάνοντας τις αντικειμενικές του δυνατότητες. Πέντε επιχειρηματίες – φίλοι της ομάδας – ανέλαβαν πρωτοβουλία και τα πράγματα πήραν τον δρόμο της εξυγίανσης και των παρεμβάσεων στο γήπεδο.

Υποδομές - γήπεδα

Αν οι επενδυτές εμπλακούν και παραμείνουν στα project, τότε θα γίνουνε και μεταγραφές, θα έρθουν και οι νίκες, ο κόσμος θα ζεσταθεί και το ενδιαφέρον θα αυξηθεί κατακόρυφα. Εδώ όμως ξεκινάνε τα δύσκολα. Σε ποια γήπεδα; Το Palais είναι γήπεδο του 1966 με χωρητικότητα που δεν αντιστοιχίζεται ούτε με το brand Άρης, ούτε με τις νέες φιλοδοξίες του. Στο Paok Sports Αrena – γήπεδο του 2000 – έχει να γίνει ουσιαστική παρέμβαση από τότε. Το Ιβανόφειο είναι μικρό σε κάθε περίπτωση παρά την αξιόλογη προσπάθεια περίπου μισού εκατομμυρίου για την ανακαίνισή του.
Εδώ, λοιπόν, ανοίγει ένα άλλο μεγάλο ζήτημα – πρωτίστως πολιτικό και δευτερευόντως αθλητικό – αυτό των υποδομών. Η πόλη χρειάζεται νέα γήπεδα. Τα χρειάζεται αν θέλει να ξαναμπεί σε ευρωπαϊκούς και γιατί όχι και σε παγκόσμιους χάρτες αθλητικών διοργανώσεων. Και δίπλα στο ζήτημα των γηπέδων υπάρχει αυτό της πρόσβασης, της συγκοινωνίας, της στάθμευσης, των απαραίτητων υποστηρικτικών χώρων κ.ο.κ. 

Κοινωνική και οικονομική διάσταση

Θα αναρωτηθεί κανείς «όλα αυτά είναι προτεραιότητα για την Θεσσαλονίκη»; Σωστό και εύλογο ερώτημα. Η απάντηση όμως εξαρτάται από το πού βάζει κανείς τον πήχη των φιλοδοξιών για την ίδια την πόλη. Πιστεύω ότι είναι μια ευκαιρία – ένα πεδίο στο οποίο έχουμε παράδοση, μας ταιριάζει ιδιοσυγκρασιακά και μπορούμε μέσα από την επένδυση σε αυτό να επιτύχουμε παράλληλους και απολύτως απαραίτητους εκσυγχρονισμούς σε πολλά πεδία.

Αν το μπάσκετ της Θεσσαλονίκης αναστηθεί, δεν θα πρόκειται για μια στενά αθλητική υπόθεση. Θα είναι μια βαθιά κοινωνική και οικονομική μετατόπιση, με συνέπειες που ξεπερνούν το παρκέ. Το πρώτο που θα φανεί είναι η ψυχολογία της πόλης. Η Θεσσαλονίκη έχει ανάγκη από σύμβολα και επιτυχίες που να την βάζουν στο προσκήνιο – και το μπάσκετ είναι ίσως το πιο προσιτό και αυθεντικό όχημα για να συμβεί αυτό. Ένας γεμάτος αγώνας στο Palais ή στο Sports Arena δεν είναι απλώς ένα παιχνίδι, είναι μια τελετουργία που δίνει στους κατοίκους ένα κοινό σημείο αναφοράς, ένα νέο αφήγημα τοπικής υπερηφάνειας.

Ταυτόχρονα, η ανάδειξη της πόλης στον ευρωπαϊκό μπασκετικό χάρτη δεν είναι θεωρία. Η συμμετοχή σε ευρωπαϊκές διοργανώσεις, η φιλοξενία Final Four ή μεγάλων διεθνών τουρνουά θα φέρει τουρίστες, δημοσιότητα, προβολή. Μια Θεσσαλονίκη που θα ξαναγίνει προορισμός για μπασκετικές αποστολές και φιλάθλους, μπορεί να κερδίσει όσα σήμερα διεκδικούν άλλες ευρωπαϊκές πόλεις αντίστοιχου μεγέθους.

Η οικονομική διάσταση είναι ακόμη πιο άμεση. Eισιτήρια, εμπορικά έσοδα, χορηγίες, τηλεοπτικά δικαιώματα, αλλά και το «παράπλευρο» όφελος για την αγορά της πόλης – ξενοδοχεία, εστιατόρια, μεταφορές, τοπικές επιχειρήσεις. Κάθε μεγάλη αθλητική επιτυχία παράγει δευτερογενή οικονομικά αποτελέσματα που ενισχύουν τον τοπικό κύκλο ζωής.

Τέλος, υπάρχει η νεολαία. Όταν οι νέες γενιές βλέπουν γεμάτα γήπεδα, διεθνείς αστέρες και μια πόλη που ζει και αναπνέει μπάσκετ, βρίσκουν κίνητρο να στραφούν στον αθλητισμό. Και αυτό δεν αφορά μόνο την καριέρα λίγων ταλαντούχων. Αφορά τη φυσική δραστηριότητα, την κοινωνικοποίηση, τη δημιουργία χαρακτήρων. Το μπάσκετ της Θεσσαλονίκης μπορεί να γίνει ξανά μια δεξαμενή προτύπων για χιλιάδες παιδιά.

Με δυο λόγια, η αναβίωση δεν θα μετρηθεί μόνο σε νίκες και κύπελλα. Θα μετρηθεί σε χαμόγελα, σε οικονομικά δεδομένα, σε ταυτότητα πόλης. Αν συμβούν όλα τα θετικά, η Θεσσαλονίκη δεν θα είναι απλώς θεατής. Θα  είναι η ίδια πρωταγωνίστρια γιατί  το άθλημα της δίνει ξανά τη θέση που της αξίζει.