Η τραγωδία του Πευκοχωρίου με τον θάνατο του νεαρού σε χώρο αναψυχής κατ’ ευφημισμό λούνα παρκ, ξεσκεπάζει με έναν τραγικό τρόπο μια αποκρουστική πραγματικότητα. Όλα στον αυτόματο πιλότο, όλα εκ των υστέρων, κανένα σχέδιο, κανένας έλεγχος, καμία πρόνοια για το ύψιστο αγαθό της ζωής.
Εάν δεν μπορούμε να επιβάλλουμε πρόνοια για τη ζωή, έχει αξία
να μιλήσουμε για βιώσιμη ανάπτυξη, για περιβαλλοντική ισορροπία, για αναγκαίες
υποδομές και αλλαγή παραγωγικού υποδείγματος; Εάν ο καθείς μπορεί να στήσει, να
ρευματοδοτήσει, να λειτουργήσει ό,τι θέλει, όπως το θέλει, όπου θέλει, έχει
νόημα να μιλήσουμε για κυκλική οικονομία, αφαλάτωση, σχέδια εκκένωσης, συλλογή
βρόχινου νερού, φυσικές μπαταρίες με αντλιοστάσια, φωτοβολταϊκά και ηλιακούς
στις στέγες; Εάν το δόγμα είναι «βαράτε βιολιντζίδες είναι αρχοντικός ο 3μηνος
καλοκαιρινός γάμος» έχει αξία να προσπαθήσουμε για κάτι πιο αξιοπρεπές;
Και ας περάσουμε σε πιο θεσμικές συζητήσεις – αγγίζουν τον
Καλλικράτη. Ένας δήμος που ψηφίζουν κάτι
λιγότερο από 10.000 πολίτες και έχει διαμορφώσει μια ανάλογης κλίμακας και
ποιότητας μηχανισμό και διοικητική μηχανή, που διοικείται από ένα πολιτικό
προσωπικό ανάλογου βεληνεκούς και ικανοτήτων μπορεί να ανταπεξέλθει στις
ανάγκες 500 και 600 χιλιάδων επισκεπτών μέσα σε 100 μόλις ημέρες το χρόνο;
Προφανώς όχι. Αυτή η τόσο απλή διαπίστωση οδήγησε το πολιτικό προσωπικό εκεί,
σε μια αναζήτηση χείρας βοηθείας, σε μια αναδιοργάνωση, σε μια προσπάθεια έστω
έγκαιρου σχεδιασμού; Προφανώς όχι.
Όταν όμως μαζεύονται τόσες αρνήσεις και ελάχιστες καταφάσεις
τότε το αποτέλεσμα νομοτελειακά είναι μία χαβούζα. Σε αυτά τα χρόνια που ζούμε,
ευτυχώς υπάρχει το διαδίκτυο και μαθαίνουμε ότι διάφορες χώρες ανά τον κόσμο
συζητούν για ζητήματα όπως υπερτουρισμός, επαναρρύθμιση, βιωσιμότητα κ.ο.κ. Ας
είμαστε για λόγους οικονομίας της συζήτησης και λόγους ρεαλισμού κάπως πιο
επιεικείς. Εντάξει, η βιωσιμότητα, η περιβαλλοντική ισορροπία, η ύδρευση, η
κυκλική οικονομία είναι ζητήματα κάπως πιο «μεγάλα» και σίγουρα πιο απαιτητικά.
Δικαιούμαστε όμως ως πολίτες να θέλουμε από έναν τέτοιο δήμο,
από κάθε τέτοιο δήμο τα εξής απλά. Μπορείτε αντί για στίβες σκουπιδιών να
βάλετε υπόγειους κάδους; Μπορείτε στην είσοδο και την έξοδο κάθε χωριού να
δημιουργήσετε κάποιους στοιχειώδεις χώρους στάθμευσης έστω για τα λεωφορεία;
Μπορείτε να κουρέψετε τα φυτά που πνίγουν αυτόν ακόμη τον παλαιό και στενό
δρόμο που διατρέχει όλο το πρώτο πόδι της Χαλκιδικής; Μπορείτε να ενισχύσετε
τον φωτισμό κατά μήκος του οδικού αυτού δικτύου; Μπορείτε να διασφαλίσετε με
τεχνικά εμπόδια των 10 ευρώ ότι δεν θα κλείνει ο μοναδικός δρόμος από
διπλοπαρκαρισμένα γιατί σε περίπτωση ανάγκης θα πεθάνουμε σαν τα ποντίκια;
Διαγραμμίσεις; Πεζοδρόμια; Κάτι; Μπορούμε να κάνουμε μπάνιο χωρίς τραπεζοκαθίσματα
μέσα ( κυριολεκτικά μέσα) στο κύμα; Μπορείτε, μέχρι να βρούμε όλοι μαζί λύση
για το νερό να περιορίσετε τις νέες πισίνες ή να αναγκάσετε να συλλέγουν βρόχινο
νερό; Μπορείτε να πραγματοποιήσετε έναν έστω τυπικό έλεγχο εγγράφων και
πιστοποιητικών κατά τη φάση της αδειοδότησης; Μπορείτε να μην αφήνετε αεροπανό
σε όλο το μήκος του 1ου ποδιού της Χαλκιδικής; Απλά πράγματα,
ατζέντα της δεκαετίας του 1980 δηλαδή, όχι τίποτε σύνθετο.
Μια απάντηση που θα έλεγε «όχι, δυστυχώς δεν μπορούμε» θα
ήταν πιο τίμια και θα μας ανάγκαζε όλους να δούμε τί πρέπει να γίνει. Γιατί το
ότι πρέπει κάτι να γίνει είναι ηλίου φαεινότερο. Όχι μόνον για να μη θρηνούμε
θύματα, αλλά για να μην θρηνήσουμε σε πολύ λίγα χρόνια έναν τόπο εξαιρετικής
ομορφιάς, βλέποντάς τον να μετατρέπεται σε χαβούζα πολυτελείας και σε ένα
ιδιότυπο φαρ ουεστ.