Κυριακή 7 Δεκεμβρίου 2025

Θα οδηγούμε όλοι κινέζικο αυτοκίνητο σε 15 χρόνια από σήμερα; άρθρο στη VORIA στις 6/12/2025


Η σχέση ημών των νεοελλήνων με το αυτοκίνητό μας είναι μια σχέση αγάπης – μίσους και εξάρτησης. Είναι κάτι ανάμεσα σε πολιτισμική εμμονή που όμως εξηγείται. Λίγο η καχεξία των συστημάτων συγκοινωνίας, λίγο η αντιμετώπιση του οχήματος ως μία ένδειξη κοινωνικού status (φθηνού σε σχέση με τα ακίνητα, τις καταθέσεις και τις μετοχές – τα πραγματικά βαριά χαρτιά του πλούτου), λίγο η ατομοκεντρική και καταναλωτική και πολιτισμική αξία της αυτονομίας στην κίνηση, το αυτοκίνητο κατέχει κεντρικό ρόλο στη ζωή του Έλληνα. Βέβαια, η οικονομική κρίση της προηγούμενης δεκαπενταετίας τάραξε συθέμελα αυτή την σχέση μας με το αυτοκίνητο, με αποτέλεσμα να οδηγούμε τα πιο γερασμένα αυτοκίνητα στην Ευρώπη, όπως είχαμε γράψει εδώ στη Voria προ λίγων μηνών (να και το μίσος της πρώτης σειράς). Με άλλα λόγια η κρίση διέλυσε αυτή τη σχέση και μας άφησε με μια βαθιά, σχεδόν νοσταλγική ανάγκη για «ένα καινούριο αυτοκίνητο κάποια στιγμή». Παρότι λοιπόν τα αυτοκίνητά μας γέρασαν, η αγάπη δεν γέρασε καθόλου. 

Έτσι και εγώ φέτος, πηγαίνοντας στην καθιερωμένη βόλτα στη ΔΕΘ του Σεπτεμβρίου, είπα να περάσω από το περίπτερο με τα νέα μοντέλα αυτοκινήτων. Εκεί είδα με τα μάτια μου αυτό που διάβαζα σε sites και έντυπο Τύπο. Μια πληθώρα αυτοκινήτων, εντυπωσιακών, εκλεπτυσμένων, με τεχνολογίες που μέχρι πρόσφατα συναντούσες μόνο σε premium μάρκες. Και τιμές; Πιο χαμηλές από τα ευρωπαϊκά, ιαπωνικά και αμερικανικά αντίστοιχα. Τα κινεζικά αυτοκίνητα δεν ήταν απλώς «εναλλακτική», αλλά πρόταση πρώτης γραμμής ακόμη και για τον μετακρισιακό Έλληνα. Σε κάθε περίπτωση, οι τιμές των κινέζικων αυτοκινήτων είναι όχι απλά ανταγωνιστικές των αντίστοιχων ευρωπαϊκών, ιαπωνικών και αμερικανικών, αλλά αισθητά χαμηλότερες.

Πώς φτάσαμε σε αυτήν την πραγματικότητα;

Πώς γίνεται μια χώρα που πριν 30 χρόνια παρήγαγε μοντέλα (αλλά και άλλα βιομηχανικά προϊόντα) που δεν θα περνούσαν τις ευρωπαϊκές πιστοποιήσεις, σήμερα να θέτει τους όρους του παιχνιδιού στην αυτοκίνηση; Εδώ πολλά μπορεί να γράψει κανείς... Η Κίνα μέσα σε 25 χρόνια δεν έκανε ένα βήμα, ούτε απλά βήματα – έκανε πολλά και μεγάλα άλματα. Και τα έκανε σε όλο το φάσμα της βιομηχανικής παραγωγής. Οι Κινέζοι είδαν και ανέλυσαν την κατάρρευση του σοβιετικού υποδείγματος και σταθερά άλλαξαν ρότα – θα μπορούσε να πει κανείς πως από τα τέλη των 80s, αρχές 90s (για να μην πούμε από τα 70s), οι δομικές στρατηγικές αποφάσεις είχαν ληφθεί. Το δικό τους σύστημα διακυβέρνησης αλλά και η πολιτική και πολιτισμική κουλτούρα της συγκεντρωτικής εξουσίας, της γραφειοκρατίας και των κεντρικών στόχων, στήριξε την αλλαγή κατεύθυνσης. Στοχοθεσία με ορίζοντα τον μακρύ χρόνο, συγκέντρωση και κατεύθυνση πόρων σε συγκεκριμένα πεδία, απουσία δημοκρατικών ευαισθησιών και ένα στα όρια του θεμιτού κοινωνικό συμβόλαιο που ανταλλάσσει υψηλή κατανάλωση και βιοτικό επίπεδο και ζητά (ή επιβάλλει) κοινωνική ειρήνη και συμμόρφωση.  
Για να το πούμε σχηματικά, το μοναδικό αυτό πολιτικο-οικονομικό κινέζικο υβρίδιο συνδυάζει στοιχεία καπιταλισμού και κρατικού ελέγχου. Αυτό μεταφράζεται σε κρατικό έλεγχο της στρατηγικής, διασφαλίζει τον καπιταλιστικό ανταγωνισμό μεταξύ εταιρειών, βασίζεται στη χαμηλή φορολογία, επιτρέπει τη δυνατότητα κρατικής επιδότησης και διάσωσης όταν χρειάζεται. Στη Δύση έχουμε καπιταλισμό χωρίς συντονισμό, ενώ στην Κίνα συντονισμό χωρίς δημοκρατική πίεση. Είναι «άδικο» σύστημα για τον ανταγωνισμό; Όπως τον ξέρουμε εμείς ναι. Είναι όμως και πολύ αποτελεσματικό για αυτούς.

Ας δούμε όμως την αυτοκινητοβιομηχανία

Οι μεγάλες ευκαιρίες γεννιούνται σε περιόδους μεγάλων – τεκτονικών αλλαγών. Όταν αναδιατάσσεται το περιβάλλον, όποιος είναι έτοιμος από καιρό και αποφασισμένος, μπορεί να κερδίσει. Μια τέτοια αλλαγή μάλλον ήταν η πράσινη μετάβαση, η σταδιακή απομάκρυνση από την καύση ορυκτών καυσίμων που μοιραία επεκτάθηκε και στην αυτοκίνηση. Ίσως αυτή η μετάβαση – με όλα τα συμπαρομαρτούντα – ήταν το turning point του παγκόσμιου αυτοκινητοβιομηχανικού  ανταγωνισμού.

Όταν λοιπόν μιλάμε σήμερα για την πληθώρα brands κινεζικών, μιλάμε για κοσμογονία – όχι μια απλή εμφάνιση με αξιώσεις στην παγκόσμια αγορά. Εδώ έχει αξία να σημειώσουμε ότι η Κίνα είχε κατακτήσει την πρώτη θέση ανάμεσα σε χώρες παραγωγούς αυτοκινήτων από το μακρινό σήμερα 2009 – άλλο που εμείς δεν το καταλάβαμε. Δείτε ένα συνοπτικό ιστορικό της εξέλιξης της παραγωγής. Από τις αρχές του ’90, όταν η Κίνα παρήγαγε μόλις μισό εκατομμύριο αυτοκίνητα τον χρόνο, μέχρι τα τέλη των 2000s, η καμπύλη θυμίζει γραμμή καρδιογράφου σε ταχυκαρδία. Στις αρχές των 00s περνά τα 2 εκατομμύρια, το 2010 έχει ήδη αγγίξει τα 18 και ξεπερνά ΗΠΑ, Ιαπωνία, Γερμανία, το 2015 πλησιάζει τα 25, το 2023 σπάει τα 30 εκατομμύρια οχήματα και το 2024 παγιώνεται ως ο μεγαλύτερος παραγωγός και εξαγωγέας αυτοκινήτων στον πλανήτη.

Σε ποια πλεονεκτήματα βασίστηκε αυτό το παραγωγικό θαύμα;

Αυτό το παραγωγικό θαύμα δεν στηρίχθηκε σε έναν μόνον παράγοντα αλλά σε έναν συνδυασμό που δύσκολα μπορεί να αναπαραχθεί στη Δύση. Η Κίνα είχε το προφανές πλεονέκτημα του χαμηλού εργατικού κόστους, όμως ποτέ δεν βασίστηκε μόνο σε αυτό. Συνδύασε μια πειθαρχημένη και πολυάριθμη εργατική βάση με βιομηχανικές μονάδες που λειτουργούν σε ηπειρωτική κλίμακα. Εργοστάσια δεκάδων χιλιάδων εργαζομένων, παραγωγή αδιάκοπη σε τρεις βάρδιες, ρυθμοί που θυμίζουν άλλες εποχές για τη Δύση, δημιουργούν ένα κόστος ανά μονάδα που κανείς δεν μπορεί να αγγίξει.

Σε αυτό προστίθεται ο πλήρης έλεγχος της εφοδιαστικής αλυσίδας. Η Κίνα δεν μπήκε στην ηλεκτροκίνηση απλώς ως κατασκευαστής αυτοκινήτων, αλλά ως ο απόλυτος κυρίαρχος των κρίσιμων πρώτων υλών και της επεξεργασίας τους. Από τα ορυχεία της Αφρικής και της Λατινικής Αμερικής μέχρι τις μονάδες refining εντός της επικράτειάς της, το Πεκίνο φρόντισε να ελέγχει όλα τα κρίσιμα στάδια που οδηγούν στην παραγωγή μπαταριών. Έτσι, ακόμη και όταν οι Ευρωπαίοι σχεδιάζουν δικά τους gigafactories, οι πρώτες ύλες και τα χημικά θα συνεχίσουν για χρόνια να περνούν από τα κινεζικά χέρια. Αυτή η στρατηγική εξάρτηση είναι ο πραγματικός μοχλός ισχύος. 

Και φυσικά υπάρχει το κομμάτι της τεχνολογίας. Ενώ στη Δύση η αυτοκινητοβιομηχανία εξακολουθεί να σκέφτεται με όρους μηχανολογίας, η Κίνα αντιμετώπισε το αυτοκίνητο ως τεχνολογική πλατφόρμα. Επένδυσε τεράστια ποσά στο R&D, ανέδειξε εταιρείες μπαταριών που σήμερα είναι πρώτες στον κόσμο και ανέπτυξε λογισμικό για infotainment, user interface και συστήματα υποβοήθησης που δεν έχουν τίποτα να ζηλέψουν από τις premium δυτικές μάρκες. Όλα αυτά έγιναν με μια ταχύτητα που η Ευρώπη αδυνατεί να αντιγράψει. Χτίζει εργοστάσια μέσα σε δυο χρόνια, επεκτείνει ολόκληρες πόλεις–λιμάνια σε τέσσερα και ανανεώνει πλατφόρμες αυτοκινήτων σε διάστημα που στη Δύση θα χρειαζόταν επταετία. Και τέλος το πιο παραγνωρισμένο πλεονέκτημα, η τεράστια εσωτερική αγορά.

Οι καθιερωμένες αυτοκινητοβιομηχανίες έκαναν λάθη;

Οι καθιερωμένες ευρωπαϊκές, αμερικανικές και ιαπωνικές αυτοκινητοβιομηχανίες δεν έχασαν το παιχνίδι επειδή ξαφνικά εμφανίστηκε ένας αήττητος αντίπαλος. Το έχασαν επειδή για χρόνια θεωρούσαν πως δεν υπήρχε καν αντίπαλος. Επένδυσαν τεράστια ποσά στη βελτίωση του καθεστώτος που ήξεραν καλά, δηλαδή των θερμικών κινητήρων, και άργησαν να πάρουν στα σοβαρά την ηλεκτροκίνηση, αντιμετωπίζοντάς την ως ένα «παράρτημα» του κλάδου κι όχι ως την επόμενη μεγάλη τεχνολογική τομή. Σπατάλησαν χρόνο σε εσωτερικές ισορροπίες, αναζητώντας τρόπους να προστατεύσουν γραμμές παραγωγής και προμηθευτές που είχαν στηθεί δεκαετίες πριν, αντί να επενδύσουν επιθετικά στην έρευνα. Επιπλέον, εγκλωβίστηκαν σε έναν κανονιστικό λαβύρινθο που οι ίδιες οι ευρωπαϊκές κυβερνήσεις δημιούργησαν, με αποτέλεσμα η καινοτομία να καθυστερεί μπροστά στον φόβο προστίμων ή μη συμμόρφωσης. 
Σε όλα αυτά προστέθηκε και ένας ψυχολογικός παράγοντας που σπάνια αναφέρεται - η πεποίθηση ότι το brand, η ιστορία και η τεχνογνωσία των ευρωπαϊκών εταιρειών θα αρκούσαν για να κρατήσουν τους καταναλωτές πιστούς. Δεν υπολόγισαν ότι ο μέσος πολίτης, πιεσμένος από κόστος ζωής και επιθυμία για τεχνολογική αναβάθμιση, δεν αγοράζει πια κληρονομιά αλλά αξία. Η Κίνα πρόσφερε ακριβώς αυτό το τρίπτυχο. Χαμηλότερη τιμή, πλήρη τεχνολογική εξοπλισμό και ταχύτητα ανανέωσης μοντέλων. Κι όσο οι Ευρωπαίοι αναθεωρούσαν στρατηγικές και εσωτερικούς κανονισμούς, οι Κινέζοι έτρεχαν ήδη στον επόμενο κύκλο καινοτομίας.

Υπάρχει σκοτεινή πλευρά του κινεζικού φεγγαριού;

Επειδή στη ζωή και στην οικονομία δεν υπάρχουν νομοτέλειες, πλάι σε όλα τα ανωτέρω θαυμαστά επιτεύγματα της Κίνας, υπάρχουν και προκλήσεις. Και δυσκολίες αλλά και αδιέξοδα. Το να κυριαρχήσεις σε όλα τα πεδία, σε πλανητικό επίπεδο, τόσο σύντομα, τόσο επιθετικά, τόσο αεράτα θα ήταν στα όρια της ύβρεως. Ο κρατικός παρεμβατισμός και η επιδοτούμενη υπερπαραγωγικότητα έχουν κάποια όρια. Όρια που και εμείς στη Δύση τα μάθαμε, τα ξεχάσαμε, πρέπει να τα ξαναμάθουμε και να τα ξαναξεχάσουμε, εντός αυτού του αέναου οικονομικού κύκλου που ορίζεται από το μείγμα των πολιτικών κάθε περιόδου.

Υπάρχουν λοιπόν αναλύσεις που παρουσιάζουν – την ίδια στιγμή με όλες τις επιτυχίες – μια εικόνα «μεγάλου ασθενούς» για την κινεζική αυτοκινητοβιομηχανία. Χωρίς να μπορώ να βεβαιώσω τα στοιχεία και τα δεδομένα, παραθέτω εδώ τα βασικά σημεία της ανάλυσης.

Η Κίνα αντιμετωπίζει την αυτοκινητοβιομηχανία ως πεδίο επίδειξης ισχύος και όχι ως κανονική αγορά. Η κεντρική στρατηγική του Πεκίνου έχει δημιουργήσει έναν αγώνα δρόμου και έχει επιστρατεύσει (σχεδόν διατάξει) επαρχίες και τοπικές κυβερνήσεις, οι οποίες στήνουν εργοστάσια με ρυθμούς πολεοδομικού παραληρήματος. Φθηνή γη, επιδοτήσεις, φοροελαφρύνσεις και δεσμεύσεις για παραγωγικά «θαύματα» που θεωρητικά θα γεμίσουν τα δημόσια ταμεία. Η πραγματικότητα όμως είναι πιο σκοτεινή. Η παραγωγική ικανότητα της χώρας ξεπερνά κατά πολύ τη ζήτηση – σχεδόν διπλασιάζει τα περσινά επίπεδα χωρίς να υπάρχουν οι αγοραστές να την απορροφήσουν. Το αποτέλεσμα είναι μια βιομηχανία που δεν λειτουργεί με βάση την κερδοφορία, αλλά με βάση τις ποσοστώσεις. Εταιρείες που κυνηγούν πωλήσεις, όχι βιωσιμότητα, αυτοκίνητα που παράγονται για να παράγονται, αποθήκες που γεμίζουν, τιμές που βυθίζονται και μια αγορά που καταλήγει να τρώει τις ίδιες της τις σάρκες. Ο πόλεμος τιμών από ανταγωνισμός έχει γίνει τελικό σύμπτωμα ενός συστήματος όπου οι αποφάσεις λαμβάνονται πολιτικά και οι εταιρείες αναγκάζονται να πουλούν κάτω του κόστους. Και μέσα σε αυτή τη στρεβλή δυναμική, η κινεζική αυτοκινητοβιομηχανία μοιάζει ταυτόχρονα ανίκητη και εξαιρετικά εύθραυστη. Γρήγορη στην παραγωγή, αλλά εγκλωβισμένη σε μια λογική που παράγει ζημιές, κατάρρευση αντιπροσώπων και έναν παράλογο κατακλυσμό «σχεδόν καινούριων» μεταχειρισμένων που πλημμυρίζουν την αγορά.

Τα τείχη, οι δασμοί και η δυτική απάντηση

Η απάντηση της Δύσης στο κινεζικό φαινόμενο κινείται ακόμη σε έναν χώρο αμηχανίας. Από τη μία αναγνωρίζεται ότι η Κίνα έχει συσσωρεύσει μια παραγωγική ισχύ που απειλεί όχι μερικές εταιρείες αλλά την ίδια την αρχιτεκτονική της ευρωπαϊκής οικονομίας. Από την άλλη, κανείς δεν θέλει να ανοίξει έναν εμπορικό πόλεμο πλήρους κλίμακας, καθώς η ευρωπαϊκή βιομηχανία εξαρτάται σε κρίσιμα σημεία από την κινεζική παραγωγή πρώτων υλών και μπαταριών. Έτσι βλέπουμε μια σειρά μέτρων που μοιάζουν περισσότερο με προσπάθεια καθυστέρησης παρά με στρατηγική ανατροπής. Δασμοί στα κινεζικά EV, έρευνες για κρατικές επιδοτήσεις, και ενίσχυση της ενδοευρωπαϊκής παραγωγής. Αλλά αυτά τα μέτρα έχουν διπλό χαρακτήρα. Προστατεύουν τους Ευρωπαίους κατασκευαστές από έναν άμεσο αφανισμό, αλλά παράλληλα αυξάνουν τις τιμές για τους Ευρωπαίους καταναλωτές που ήδη δυσκολεύονται να αποκτήσουν καινούριο αυτοκίνητο. Η Αμερική επιλέγει ένα πιο ωμό μοντέλο προστατευτισμού με τον νόμο IRA, αποκλείοντας σχεδόν πλήρως τις κινεζικές εταιρείες από τις επιδοτήσεις. Η Ευρώπη, όμως, δεν έχει την ίδια άνεση γιατί η οικονομία της είναι πολύ πιο διασυνδεδεμένη με την κινεζική.

Τελικά τι θα οδηγούμε;

Και κάπως έτσι επιστρέφουμε στο αρχικό ερώτημα. Θα οδηγούμε όλοι κινέζικο αυτοκίνητο σε δεκαπέντε χρόνια; Αν κοιτάξει κανείς τη φορά των πραγμάτων, η απάντηση τείνει προς το ναι. Όχι επειδή το θέλουμε, ούτε επειδή το φοβόμαστε, αλλά επειδή η πραγματικότητα της αγοράς οδηγεί προς τα εκεί. Οι τιμές πιέζουν, τα εισοδήματα δεν ακολουθούν, οι ευρωπαϊκές εταιρείες παλεύουν να συγχρονιστούν με μια μετάβαση που άλλοι ξεκίνησαν νωρίτερα και αποφασιστικότερα. Και ο μέσος Ευρωπαίος, πόσο μάλλον ο Έλληνας, θα αγοράσει ό,τι μπορεί να αγοράσει. Ό,τι του προσφέρει ασφάλεια, τεχνολογία και προσιτή τιμή, χωρίς πολιτικές αναλύσεις.

Το ερώτημα όμως δεν είναι τελικά καταναλωτικό. Είναι πολιτικό. Τι σημαίνει για μια ήπειρο που έχτισε τον 20ό αιώνα της στην αυτοκινητοβιομηχανία να παραδώσει την πρωτοκαθεδρία της σε ελάχιστες δεκαετίες; Τι σημαίνει για τις θέσεις εργασίας, για την τεχνολογική της αυτονομία, για τη δυνατότητά της να ορίζει η ίδια τους κανόνες της οικονομίας της; Τι σημαίνει όταν ο ορισμός της προόδου, της καινοτομίας και της μετακίνησης θα σχεδιάζεται κάπου αλλού, μακριά από τα δικά της κέντρα αποφάσεων;

Αυτά είναι τα αληθινά ερωτήματα της εποχής. Το αν θα οδηγούμε ένα BYD ή ένα VW είναι η επιφάνεια. Ο πυρήνας βρίσκεται αλλού - στον τρόπο με τον οποίο η Ευρώπη αντιλαμβάνεται την ισχύ της σε έναν κόσμο που αλλάζει με πρωτοφανή ταχύτητα. Αν θέλει να μείνει δύναμη, οφείλει να επενδύσει ξανά στον εαυτό της. Αν θέλει να παραμείνει παραγωγός και όχι απλώς καταναλωτής, πρέπει να ξαναχτίσει τη βιομηχανική της ραχοκοκαλιά. Αν θέλει να σταθεί απέναντι σε μια Κίνα που λειτουργεί με εντυπωσιακή συνέπεια και βιομηχανική πειθαρχία, πρέπει να ξεπεράσει την αμηχανία και τις αντιφάσεις της.

Εμείς οι νεοέλληνες θα συνεχίσουμε να αγαπάμε το αυτοκίνητο – το ξέρουμε αυτό. Το πραγματικό στοίχημα όμως δεν παίζεται στις εκθέσεις αυτοκινήτων, ούτε στις επιλογές των καταναλωτών. Παίζεται στο αν η Δύση θα μπορέσει να διατηρήσει έναν ρόλο δημιουργού και όχι θεατή στο παγκόσμιο σκηνικό. Αν θα θυμηθεί πως κάποτε ήταν πρωτοπόρος. Και αν θα βρει το θάρρος να ξαναγίνει. Αυτή είναι η ουσία. Όχι ποιο αυτοκίνητο θα οδηγούμε, αλλά ποιος θα οδηγεί τον κόσμο.


 

Τοπική Αυτοδιοίκηση; Ναι αλλά πώς, πότε, πόσο και με ποιους, άρθρο στη VORIA στις 29/11/2025

 


Μια συζήτηση για την ελληνική τοπική αυτοδιοίκηση μπορεί να συμπεριλάβει τόσες πολλές πτυχές – από ιστορία μέχρι πολιτική επιστήμη και από οικονομία μέχρι γεωγραφία – που θα καταντούσε ενδιαφέρουσα μεν, δύσχρηστη δε. Ευτυχώς, πλήθος επιστημόνων και ερευνητών έχουν κοπιάσει και μας έχουν δώσει πολλές και σημαντικές μελέτες, έρευνες, κείμενα πολιτικής και όποιος ενδιαφέρεται, μπορεί διαβάζοντάς τα να αποκτήσει μια καλή σφαιρική εικόνα. 

Εμένα αυτό που με παρακίνησε να ασχοληθώ με το θέμα αυτό είναι η τυχαία ανάγνωση ορισμένων δεδομένων σχετικά με την τοπική αυτοδιοίκηση στην Ευρώπη για επαγγελματικούς λόγους.  Μην σας κουράζω όμως με την προσωπική περιπτωσιολογία – περνώ στα βασικά. Πώς λειτουργεί η αυτοδιοίκηση στην Ευρώπης. Στον πυρήνα της απάντησης μιας αίσθηση σχεδόν παράξενης απόστασης - εκεί, η εγγύτητα είναι θεσμός. Οι δήμοι και οι περιφέρειες δεν είναι συμπληρωματικά όργανα του κράτους αλλά κορμός του. Διαχειρίζονται την κοινωνική πολιτική, το κομμάτι της υγείας που αφορά τοπικές υποδομές και πρόληψη, μεγάλη μερίδα της εκπαίδευσης, την πολιτική προστασία, το περιβάλλον, την ανθεκτικότητα των πόλεων. Δεν χρειάζεται να αποδείξουν ότι είναι «ώριμοι». Είναι αυτονόητο ότι οι τοπικοί θεσμοί αποτελούν βασικό πυλώνα λειτουργίας μιας σύγχρονης χώρας.

Και τότε έρχεται η ελληνική πραγματικότητα να μας προσγειώσει. Τέσσερις δεκαετίες στην Ευρωπαϊκή Ένωση. Δεκάδες μεταρρυθμιστικές απόπειρες. Εκατοντάδες δημόσιες συζητήσεις. Και όμως η χώρα παραμένει ένα από τα πιο συγκεντρωτικά κράτη της Ευρώπης. Σαν να μην μπορεί να ξεπεράσει μια εσωτερική φοβία ότι η εξουσία, αν κατέβει στο τοπικό επίπεδο, κινδυνεύει να «ξεφύγει». Που σημαίνει κάτι βαθύτερο μάλλον - ότι ως κράτος δεν έχουμε ακόμη πειστεί πραγματικά και όχι στα λόγια - για την αξία της δημοκρατικής αποκέντρωσης.

Γιατί συγκεντρωτικοί; 

Αν λείπει κάτι σήμερα, δεν είναι η τεχνογνωσία. Είναι η εμπιστοσύνη. Και χωρίς εμπιστοσύνη δεν αλλάζει καμία θεσμική κουλτούρα. Η αλήθεια όμως είναι ότι για να καταλάβουμε το σήμερα, πρέπει να δούμε πώς φτάσαμε εδώ. Το νέο ελληνικό κράτος γεννήθηκε συγκεντρωτικό. Και αυτό το αρχικό αποτύπωμα πέρασε μέσα στους θεσμούς, τις νοοτροπίες, τις ιεραρχίες και τις πολιτικές συμπεριφορές για δύο αιώνες. Σε αντίθεση με πολλές ευρωπαϊκές χώρες όπου η τοπική κοινωνία, οι κοινότητες και οι τοπικές ελίτ προηγήθηκαν του κράτους, στην Ελλάδα συνέβη το αντίθετο. Το κράτος προηγήθηκε της κοινωνίας. Δημιουργήθηκε σχεδόν εξωτερικά, πριν προλάβουν να συγκροτηθούν δομές συμμετοχής και τοπικής πολιτικής κουλτούρας. Αυτό το κράτος έπρεπε να επιβληθεί για να υπάρξει και έτσι έμαθε να λειτουργεί μέσα από το κέντρο. Και το κέντρο έγινε συνήθεια.

Και η ιστορική αντίφαση – όλα αυτά σε έναν ιστορικό, πολιτικό χώρο που άκμασε ο κοινοτισμός, οι μικρές κλίμακες, η διαχείριση σε χαμηλά και μικρά επίπεδα. Από τις πόλεις κράτη που εναντιώθηκαν στις ανατολικές δεσποτείες, μέχρι τα χωριά και τα τοπικά οικοσυστήματα επί οθωμανικής αυτοκρατορίας.

Στην πορεία, η σύγχρονη Ελλάδα δεν απέκτησε ποτέ μια ισχυρή τοπική αστική τάξη που θα διεκδικούσε αυτονομία, όπως συνέβη στη Γαλλία, στην Ιταλία ή στη Γερμανία. Ο 20ός αιώνας, με τους πολέμους, τις δικτατορίες, τον Εμφύλιο και την πολιτική αστάθεια, ενίσχυσε ακόμη περισσότερο τη λογική του κεντρικού ελέγχου. Το κράτος λειτουργούσε διαρκώς σε ένα περιβάλλον έκτακτης ανάγκης και όταν η κρίση έγινε ο κανόνας, ο συγκεντρωτισμός έγινε η φυσική κατάσταση. Ακόμη και μετά το 1974, αντί να δομηθεί ένα μοντέλο ουσιαστικής αποκέντρωσης, χτίστηκε ένα κομματοκεντρικό σύστημα όπου ο υπουργός ήταν πάντοτε ισχυρότερος από τον δήμαρχο και το κόμμα πάντοτε ισχυρότερο από τον θεσμό.

Και υπάρχει κάτι ακόμη πιο βαθύ - η Ελλάδα έχει μια δομική δυσπιστία απέναντι στο τοπικό επίπεδο. Το σύστημα θεωρεί σχεδόν εκ των προτέρων ότι ο δήμος «θα κάνει λάθος». Και η αυτοδιοίκηση, για χρόνια, συχνά επιβεβαίωνε αυτή τη δυσπιστία μέσα από ανωριμότητες, ελλείψεις και πελατειακές πρακτικές. Έτσι, ενώ σε άλλες χώρες το κράτος λειτουργεί συνθετικά με τους δήμους, εδώ λειτουργούμε αντανακλαστικά, με φόβο από πάνω και καχυποψία από κάτω.

Πώς το κάνουν αλλού;

Σύμφωνα με τα πλέον πρόσφατα διαθέσιμα στοιχεία του OECD (2021), η Ελλάδα κατατάσσεται σταθερά μεταξύ των πιο συγκεντρωτικών κρατών του οργανισμού. Το υπο-εθνικό επίπεδο (δήμοι και περιφέρειες) διαχειρίζεται μόλις 6,9% της συνολικής δημόσιας δαπάνης και 7,7% των συνολικών δημόσιων εσόδων, ποσοστά πολλαπλάσια χαμηλότερα από τα αντίστοιχα μερίδια που καταγράφονται στον μέσο όρο των κρατών-μελών του OECD. Αντίστοιχη υποχώρηση παρατηρείται και στη δομή της δημόσιας απασχόλησης: οι δαπάνες προσωπικού των ΟΤΑ αντιστοιχούν μόλις στο 11,6% των συνολικών δαπανών προσωπικού του ελληνικού δημοσίου, όταν ο μέσος όρος των ενιαίων (unitary) κρατών του OECD υπερβαίνει το 40%. Τα δεδομένα αυτά τεκμηριώνουν έναν εξαιρετικά περιορισμένο βαθμό δημοσιονομικής και διοικητικής αποκέντρωσης, επιβεβαιώνοντας ότι το κεντρικό κράτος συγκρατεί σχεδόν το σύνολο των κρίσιμων λειτουργιών, πόρων και ανθρώπινου δυναμικού.

Αλλάζουμε; Το προσπαθούμε

Κι όμως, δεν θα ήταν δίκαιο να πει κανείς ότι τίποτα δεν αλλάζει. Τα τελευταία χρόνια έχουν γίνει βήματα που αξίζει να αναγνωριστούν. Πιο πρόσφατο ο νέος Κώδικας Αυτοδιοίκησης, η κωδικοποίηση της διάσπαρτης νομοθεσίας, η ψηφιοποίηση υπηρεσιών, ο εξορθολογισμός διαδικασιών και αρμοδιοτήτων. Η κυβέρνηση, με όλες τις εντάσεις και τις αντιφάσεις, έκανε συγκεκριμένα βήματα ενίσχυσης. Προγράμματα όπως το «Αντώνης Τρίτσης» και το Ταμείο Ανάκαμψης έδωσαν πραγματικό οξυγόνο σε πολλούς δήμους – και όχι μόνο στους μεγάλους. Μικροί, ορεινοί, αγροτικοί ΟΤΑ απέκτησαν εργαλεία που σε άλλες περιόδους δεν θα τα έβλεπαν ποτέ.

Όλα αυτά είναι θετική μεταβολή. Απλώς δεν αρκούν. Γιατί η υποχρηματοδότηση παραμένει το βαθύτερο πρόβλημα της ελληνικής αυτοδιοίκησης. Οι ΚΑΠ δεν αντιστοιχίζονται με τις ανάγκες. Η χρηματοδότηση είναι ασθενής και αποσπασματική. Οι δήμοι δεν ζουν με σταθερές θεσμικές ροές. Ζουν από πρόσκληση σε πρόσκληση. Και ένας θεσμός που ζει από προγράμματα και όχι από το θεσμικό του πλαίσιο, δεν μπορεί να σχεδιάσει μακροπρόθεσμα, δεν μπορεί να οργανώσει υπηρεσίες, δεν μπορεί να θωρακίσει μια πόλη απέναντι σε κλιματικό κινδυνο και κοινωνικές μεταβολές. 

Και αν η Αυτοδιοίκηση πάρει τα χρήματα; 

Εδώ υπάρχει ακόμη μία αλήθεια που λέγεται χαμηλόφωνα. Ναι, η αυτοδιοίκηση δικαιούται περισσότερους πόρους - θεσμικά, συνταγματικά, πολιτικά. Αλλά η αλήθεια είναι ότι δεν είναι όλοι οι δήμοι είναι έτοιμοι να τους διαχειριστούν. Υπάρχουν δήμοι με σοβαρές υπηρεσίες, διαφάνεια, τεχνογνωσία, απορροφητικότητα. Υπάρχουν όμως και δήμοι με ανεπαρκή στελέχωση, χαμηλή τεχνική ωριμότητα, ανύπαρκτους μηχανισμούς ελέγχου, διοικητική ανωριμότητα. Αν η αποκέντρωση είναι δικαίωμα, η ικανότητα είναι υποχρέωση. Και χωρίς αυτή την παραδοχή, η συζήτηση δεν θα γίνει ποτέ ειλικρινής.

Αν λοιπόν τους πόρους τους κρατά, τους ελέγχει και τους κατευθύνει η εκάστοτε κυβέρνηση τότε μιλάμε δικαίως για συγκεντρωτικό κράτος και αυτοδιοίκηση βραχίονά της. Αν οι πόροι διαμοιραστούν και στην αυτοδιοίκηση όπως δια νόμου προβλέπεται (8 δις για το 2026 προβλέπονται και οι δήμοι θα πάρουν 4δις) τότε ο κίνδυνος κατασπατάλησης είναι υπαρκτός. Υπάρχει και στην Αυτοδιοίκηση αδιαφάνεια, κατασπατάληση, διαφθορά και πελατειακά δίκτυα. Το ίδιο θα πει κανείς όμως και για την κεντρική εξουσία; Το δίλημμα είναι υπαρκτό και κάπως πρέπει να το υπερβούμε.

Τότε τι κάνουμε;

Η επόμενη δεκαετία θα κριθεί από κάτι απλό, αλλά δύσκολο. Αν μπορούμε πρέπει να χτίσουμε ένα συμβόλαιο ωριμότητας. Το κράτος πρέπει να εμπιστευτεί, να μεταφέρει αρμοδιότητες, να απομακρυνθεί από τον μικροέλεγχο, να δώσει σταθερούς πόρους και πραγματική αυτοτέλεια. Οι δήμοι πρέπει να αποκτήσουν θεσμική αντίληψη, επαγγελματισμό, διαφάνεια, συνέχεια, ανθρώπινο δυναμικό, εσωτερικούς μηχανισμούς λειτουργίας. Η αυτοδιοίκηση δεν είναι βοηθητικό επίπεδο. Είναι το σημείο όπου ο πολίτης συναντά το κράτος χωρίς ενδιάμεσους. Και εκεί κρίνεται η ποιότητα της δημοκρατίας.
Αν η Ελλάδα θέλει να λειτουργήσει ως σύγχρονη ευρωπαϊκή χώρα, η λύση δεν είναι να ζητά από το κράτος να κάνει τα πάντα. Η λύση είναι το αντίθετο - να φέρει το κράτος πιο κοντά στον πολίτη. Να δώσει στους δήμους την ευθύνη και το κύρος που έχουν σε κάθε ώριμη χώρα της Ευρώπης. Το ερώτημα δεν είναι αν μπορούμε. Είναι αν είμαστε έτοιμοι να κάνουμε αυτό που μεταθέτουμε δεκαετίες τώρα. Γιατί χωρίς ισχυρή αυτοδιοίκηση, καμία χώρα δεν γίνεται πραγματικά σύγχρονη. Και χωρίς τοπικούς θεσμούς με κύρος και ουσία, καμία δημοκρατία δεν στέκεται στα πόδια της.


Η πρώτη εικόνα μιας πόλης, μιας χώρας, ενός τόπου που θέλει να ξαναδεί τον εαυτό του, άρθρο στη VORIA στις 22/11/2025


Πολλές φορές μπαινοβγαίνουμε σε έναν τόπο. Ειδικά στον τόπο μας, στην πόλη και στο χωριό μας. Λιγότερες κάνουμε το ίδιο στη χώρα από χερσαία σύνορα –εμείς οι του βορρά ίσως λίγες παραπάνω λόγω γεωγραφίας. Αρκετές στα ελληνικά νησιά λόγω της νησιωτικότητας της Ελλάδας. Η στιγμή της εισόδου σε κάθε περίπτωση είναι μια στιγμήσχεδόν τελετουργική, στη σχέση μας με έναν τόπο. Εκεί όπου τελειώνει ο δρόμος και αρχίζει η πόλη, εκεί όπου ολοκληρώνεται το ταξίδι και ξεκινά η επίσκεψη ή επιστροφή στα οικεία. Στη λεπτή αυτή γραμμή, που μοιάζει με σύνορο και με υπόσχεση ταυτόχρονα, γεννιέται η πρώτη εικόνα. Η πρώτη εντύπωση. Το πρώτο σχόλιο που κάνει ο τόπος για τον εαυτό του. Λίγο πριν ξεκινήσει η εμπειρία, πριν συναντήσεις ανθρώπους, πριν ανοίξεις το βήμα σου στα πεζοδρόμια και στους δρόμους του.

Η πρώτη εικόνα δεν είναι διακοσμητική πολυτέλεια. Είναι μια από τις πιο παρεξηγημένες αλλά και πιο ισχυρές μεταβλητές στον τρόπο με τον οποίο διαβάζουμε τις πόλεις μας. Όπως η πρώτη σελίδα ενός βιβλίου. Αν η πρώτη σελίδα είναι πρόχειρη, τσαπατσούλικη, ακατάστατη, τότε ο αναγνώστης δυσκολεύεται να πιστέψει ότι οι επόμενες θα είναι καλύτερες. Η είσοδος λειτουργεί σαν προοίμιο. Ο επισκέπτης, αλλά ακόμη περισσότερο ο κάτοικος που επιστρέφει, καταλαβαίνει μέσα στα πρώτα εκατό μέτρα αν μπαίνει σε έναν οργανωμένο αστικό χώρο ή σε μια περιοχή που απλώς αντέχει τον εαυτό της όπως όπως. Αυτή η εμπροσθοβαρής αίσθηση μπορεί να αδικεί έναν πολύ ωραίο τόπο –τι να κάνουμε, η ζωή όμως είναι άδικη. Εξάλλου, στην εποχή των ψηφιακών μέσων και του tik tok -οι ειδικοί το λένε μετά βεβαιότητας- «αν δεν καταφέρεις να πείσεις τον θεατή σε 2-3 δευτερόλεπτα, τον χάνεις, σκρολάρει και πάει παρακάτω». Και εδώ γεννιέται το ερώτημα. Ποια είναι τα 2-3 πρώτα δευτερόλεπτα όταν μπαίνουμε σε έναν τόπο; 

Στην Ελλάδα εκτιμώ ότι, πλην εξαιρέσεων, η εικόνα δεν είναι καλή. Μια καλή πρώτη εικόνα δεν είναι μακιγιάζ -είναι μήνυμα. Αλλά και μακιγιάζ να είναι ποιος λέει ότι δεν το χρειαζόμαστε; Εδώ οι Μινωίτες και οι αρχαίοι Αιγύπτιοι το χρησιμοποιούσαν χιλιάδες χρόνια πριν. Μια καλή πρώτη εικόνα, μια περιποιημένη είσοδος λέει ότι κάποιος φρόντισε, ότι υπάρχει συνέπεια, ότι ο τόπος γνωρίζει τι θέλει να δείξει και πώς θέλει να αντιμετωπίζεται. Και αυτό το μήνυμα δεν αφορά μόνο την αισθητική. Έχει βάρος οικονομικό, κοινωνικό, πολιτισμικό. Επηρεάζει τον τουρισμό, την καθημερινότητα, τις επενδύσεις, την αυτοπεποίθηση μιας κοινωνίας. Δημιουργεί την πρώτη γεύση που δύσκολα αντιστρέφεται.

Σε έναν κόσμο όπου οι πόλεις ανταγωνίζονται όχι μόνο στον παραγωγικό τους ιστό, αλλά και στην εικόνα, στη φήμη, στο brand τους, το πώς σε υποδέχονται οι πύλες τους είναι κομμάτι της ταυτότητάς τους. Το διεθνές παράδειγμα –ή έστω οι πόλεις εκείνες που πλασάρονται ως φιλόδοξες μας δείχνουν ότι οι είσοδοι των πόλεων αντιμετωπίζονται ως κομβικό σημείο, ως εισαγωγή σε μια αφήγηση. Και η αφήγηση, όταν είναι προσεγμένη, δημιουργεί μια αίσθηση καλοδεχούμενου χώρου. Όταν είναι παρατημένη, αφήνει την αίσθηση μιας πόλης που δεν έχει αποφασίσει ακόμη αν θέλει να σταθεί στο ύψος της.

Δυο μικρά παραδείγματα. Οδικώς στον Βόλο και στην Κωνσταντινούπολη. Γκαζόν, λουλούδια, παρτέρια, καθαριότητα –μια αίσθηση ευταξίας που υποδηλώνει πολλά περισσότερα. Ισχύουν δεν ισχύουν, τα υποδηλώνει. Δεν εξετάζουμε την κλίμακα των υποδομών –κοιτάμε τη νοικοκυροσύνη της εικόνας. Θα αντιτείνει κανείς ότι πρόκειται για έργα βιτρίνας. Σύμφωνοι –αλλά ποιος είπε ότι η βιτρίνα είναι παντελώς αχρείαστη; Για να δουλέψει και να τζιράρει το μαγαζί, η βιτρίνα είναι προτεραιότητα.

Η Θεσσαλονίκη και το δύσκολο πρόσωπο των εισόδων της

Η Θεσσαλονίκη κουβαλά ένα παράδοξο. Μιλάμε για μεγάλα έργα, για αναπλάσεις, για ψηφιακές υποδομές, για ανθεκτικότητα, για smart city, για ανάπτυξη, για μεσο-μακροπρόθεσμα σχέδια, αλλά δυσκολευόμαστε να συζητήσουμε τα στοιχειώδη. Τις εισόδους της πόλης. Εκεί όπου ο τόπος δείχνει το πρόσωπό του στον κόσμο και συστείνεται. Η δυτική είσοδος είναι ίσως η πιο χαρακτηριστική περίπτωση. Από τα ΚΤΕΛ και τη Μοναστηρίου, εκεί στην περιοχή τού υπό ανέγερση Μουσείου Ολοκαυτώματος, ο ταξιδιώτης περνά μέσα από ένα τοπίο που μοιάζει να μην έχει αποφασίσει τι ακριβώς θέλει να είναι. Βιομηχανικό υπόλειμμα; Αστικός διάδρομος; Προσωρινή υποδομή που απλώς επιβιώνει; Οι νησίδες είναι συχνά παρατημένες. Τα χόρτα φτάνουν σε ύψη που θυμίζουν μικρές ζούγκλες. Οι ταμπέλες μοιάζουν να έχουν μείνει από μια άλλη δεκαετία. Αποθήκες εγκαταλελειμμένες. Εργοτάξια που ξεκίνησαν κάποτε και ξεχάστηκαν, εγκαταλειμμένο κτηριακό απόθεμα σαν μετασοβιετική χώρα που είδε την κάποτε παραγωγική της υποδομή να απαξιώνεται. Χώροι και εκτάσεις που δεν μπορείς καν να τις φανταστείς διαφορετικά γιατί είναι τόσο πηχτή η ασχήμια τους που σκοτώνει ακόμη και την προοπτική. Και μέσα σε όλα αυτά, μικρές χωματερές που ξεφυτρώνουν όπως τα άγρια χόρτα. Σαν σημειώσεις ακατάστατες στο περιθώριο ενός βιβλίου.

Στην είσοδο από Δερβένι, η εικόνα κάπως καλύτερη, αλλά όχι κάτι ιδιαίτερο. Η ανατολική είσοδος είναι αισθητά καλύτερη, αλλά και εκεί λείπει η κεντρική ιδέα. Λείπει το οργανωμένο καλωσόρισμα. Η πρόθεση να δηλωθεί ότι μπαίνεις σε μια πόλη δυναμική, σύγχρονη, με ταυτότηα. Μια ωραία ταμπέλα, ένα έργο τέχνης, ένας φωτισμός –κάτι. Ας φτιάξουμε μία εικόνα για τη φωτογραφία στο Instagram, ένα background αξιώσεων, μία ανάμνηση. 

Εδώ, το πραγματικό πρόβλημα δεν είναι η κατάσταση αυτή καθαυτή. Είναι ότι δεν τη βλέπουμε πια. Την προσπερνάμε, άρα η άσχημη εικόνα παύει να μας ενοχλεί. Αυτή η “αδυναμία θέασης” είναι συχνά πιο επικίνδυνη από την ίδια την ακαταστασία. Γιατί όταν συνηθίσεις την εγκατάλειψη παύεις να απαιτείς το αυτονόητο.

Με αεροπλάνα και βαπόρια

Η Ελλάδα είναι μια χώρα που συστήνεται στον κόσμο με εικόνες. Δεν έχουμε μόνο αρχαιολογικούς χώρους, μουσεία, νησιά και μνημεία. Έχουμε και σύνορα. Και λιμάνια. Και αεροδρόμια. Έχουμε σημεία όπου ο ξένος επισκέπτης πατά για πρώτη φορά το πόδι του σε ελληνικό έδαφος. Και μια χώρα που σέβεται τον εαυτό της οφείλει να φροντίζει τις εισόδους της όπως φροντίζει τα σαλόνια της. Οι αεροδιάδρομοι, οι σταθμοί, οι συνοριακές πύλες, οι πρώτες διαδρομές από τα λιμάνια και τα αεροδρόμια είναι τα μέρη στα οποία χτίζεται η πρώτη εντύπωση που δύσκολα αλλάζει.

Οι συνοριακοί σταθμοί της χώρας μας λειτουργούν συχνά σε καθεστώς «αιώνιας προσωρινότητας». Κτήρια κουρασμένα, υποδομές που μοιάζουν αυτοσχέδιες, χώροι που θυμίζουν περισσότερο υποχρέωση παρά καλωσόρισμα. Οι είσοδοι της χώρας μοιάζουν με σκηνικά που στήθηκαν πρόχειρα ώστε να «γίνει η δουλειά», kibo, χωρίς όμως να υπάρχει μια στοιχειώδης μέριμνα για την εικόνα που εκπέμπεται.

Και δεν είναι μόνον η Βόρεια Ελλάδα. Το ίδιο συμβαίνει και στα λιμάνια των νησιών μας. Στις πύλες εκείνες όπου ο ταξιδιώτης κατεβαίνει από το καράβι και γίνεται μάρτυρας της πρώτης εικόνας ενός τόπου που λατρεύει να πουλά το αφήγημα της φιλοξενίας και της ομορφιάς. Σε μια νησιωτική χώρα αυτό έχει βαρύτητα. Τα λιμάνια δεν πρέπει να αντιμετωπίζονται ως μια απλή υποδομή. Είναι το υλικό «καλωσορίσατε». Φτάνεις στο νησί και αυτό που συναντάς συχνά δεν είναι το καλύτερο. Είναι φορτωτικές, νταλίκες, κάδοι, πρόχειρα κτίσματα, άναρχη κίνηση, τσιμέντο παντού. Χωρίς συνοχή -χωρίς σχέδιο. Χωρίς το στοιχειώδες μήνυμα ότι εδώ υπάρχει ενδιαφέρον για το πώς συστήνεται ο τόπος στον επισκέπτη. Κι όμως, στα νησιά το πρώτο λεπτό καθορίζει σχεδόν τα πάντα. Ο ταξιδιώτης που κατεβαίνει από το πλοίο νιώθει ήδη τι είναι ο τόπος. Και αυτή η αίσθηση ή τον προδιαθέτει θετικά ή τον κάνει να σφίξει τα δόντια. Το πολύβουο ζωντανό πλήθος και η ναυτοσύνη των Ελλήνων δίνουν στοιχεία φολκλορικά και όμορφα, αλλά δεν μπορεί να είναι αυτός ο άξονας της πρώτης εικόνας.

Τα αεροδρόμιά μας -για να είμαστε δίκαιοι- είναι σε καλύτερη μοίρα. Όχι όλα, αλλά το παλεύουμε.

Η πρώτη εικόνα ως είσοδος της αυτοπεποίθησης

Το ενδιαφέρον εδώ δεν είναι να καταγγείλεις την προχειρότητα αλλά να αναδείξεις τη σημασία. Και πάλι πρέπει να είμαστε δίκαιοι, αν θέλουμε να είμαστε χρήσιμοι. Η χώρα πέρασε μια τεραστίου βάθους οικονομική κρίση. Απώλεσε το 1/3 του ΑΕΠ της και στο κοινωνικό της σώμα έμειναν πληγές και φορτία. Ακόμα παλεύει να συνέλθει. Το ίδιο μοιραία είχε επίπτωση και στις υποδομές της. Η μαύρη τρύπα των δυνητικών υποδομών θα χρειαστεί χρόνια για να κλείσει. Τούτου δοθέντος θα έλεγε κανείς πως οι πράσινες και φωτισμένες νησίδες, το κουρεμένο γκαζόν, ο φωτισμός και οι ταμπέλες φάνταζαν πολυτέλεια. Τότε ναι –σήμερα όμως όχι.

Ένα μικρό πακέτο άμεσων κινήσεων μπορεί να αλλάξει ριζικά την εμπειρία. Καθαρισμός και φροντίδα πρασίνου στις εισόδους. Απομάκρυνση οπτικής ρύπανσης και σπασμένων πινακίδων. Ενιαία και επαρκής σήμανση που δεν θυμίζει παλιό δρόμο επαρχίας. Φωτισμός που δεν δίνει την αίσθηση εγκατάλειψης. Παρόδιες όψεις που δεν φωνάζουν αποβιομηχάνιση και διολίσθηση. Δεν είναι πολλά. Αλλά αυτά τα λίγα κάνουν τη διαφορά μεταξύ μιας πόλης που σε υποδέχεται και μιας πόλης που απλώς σε ανέχεται.

Ίσως ήρθε η ώρα να ξαναδούμε την πρώτη μας σελίδα. Γιατί εκεί φαίνεται αν ένας τόπος έχει αποφασίσει να μεγαλώσει.

 

 

Γιατί δεν είναι κανένας γύρω μας χαρούμενος; άρθρο στη VORIA στις 15/11/2025

 


Ίσως θα το έχετε παρατηρήσει και εσείς γύρω σας. Και πρώτα πρώτα αξιολογώντας τον ίδιο σας τον εαυτό, τους οικείους σας. Σπάνια βλέπουμε και συναναστρεφόμαστε ανθρώπους χαρούμενους. Σαν να μας έχει καταπλακώσει μια καταχνιά, ένα πέπλο κατήφειας που μας εμποδίζει να χαρούμε, να απολαύσουμε μια – δυο στιγμές μέσα στην ημέρα μας, που το δικαιούμαστε αλλά και το χρειαζόμαστε. 

Σίγουρα υπάρχουν στατιστικές και έρευνες και μελέτες που αποτυπώνουν σε δείκτες μια τέτοια εμπειρική διαπίστωση – δεν θέλω να τους χρησιμοποιήσω στο παρόν σημείωμα. Δεν θέλω γιατί στο τέλος της ημέρας, ίσως και αυτοί επιτείνουν το διαπιστωμένο πρόβλημα. Ναι, είναι χρήσιμοι και αντικειμενικοί καθώς τυποποιούν αιτίες, συμπεριφορές και συγκεντρώνουν τα δεδομένα – εγώ θέλω να συζητήσω δημόσια, μέσα από αυτές τις γραμμές μια εμπειρική παρατήρηση. 

Πρόσφατα ταξίδεψα σε χώρα του πρώην ανατολικού μπλοκ. Και εκεί, όχι στα όμορφα τουριστικά μέρη, αλλά στην κανονική πόλη, εκεί όπου συναντάς τον κόσμο της καθημερινότητας — όχι των προστατευμένων ελίτ, αλλά των ανθρώπων που παίρνουν το λεωφορείο, πάνε στη δουλειά, στο σούπερ μάρκετ, στο σχολείο, η κατήφεια ήταν παντού. Έβλεπες πρόσωπα που κουβαλούσαν κάτι πιο βαθύ από μια κακή μέρα. Μου έκανε αρνητική εντύπωση και αστραπιαία άρχισα να σκέφτομαι το γιατί. Λίγο οι σπουδές, λίγο τα ενδιαφέροντα, λίγο η επαγγελματική ιδιότητα και η γνώση μιας κάποιας ιστορίας με οδήγησαν σε ορισμένες σκέψεις. Στην επιστροφή μου όμως στην Ελλάδα και στη Θεσσαλονίκη, σκέφτηκα ότι το ίδιο μοτίβο υπάρχει κι εδώ. Λίγοι χαρούμενοι, πολλοί προβληματισμένοι, ακόμη περισσότεροι πιεσμένοι. Και αυτή η πίεση έχει γίνει τόσο συνηθισμένη, ώστε κάπως την έχουμε δεχτεί ως φυσική. 

Ιστορικά αλλά και πολιτισμικά να το δεις, εμείς οι Έλληνες, ως γνήσια τέκνα των αρχαίων κλασικών πολιτισμών της μεσογείου – πολιτισμών που ήταν της χαράς και της απόλαυσης, εν αντιθέσει με τους πολιτισμούς του βορρά που ήταν σκληροί και τραχείς – θα έπρεπε να είμαστε διαφορετικά. Και όμως νιώθω ότι είμαστε σε μια δυστοπία στεναχώριας. Δικαίως ή αδίκως το νιώθουμε. Και αφού το βλέπουμε και το νιώθουμε, πρέπει να συζητήσουμε λίγο για αυτό. 

Προσπάθησα να οργανώσω τη σκέψη μου και να ψηλαφίσω τις αιτίες. Κατέληξα σε μερικά συμπεράσματα τσαλαβουτώντας στα μεγάλα ποτάμια της Ιστορίας αλλά και στις καθημερινές συνήθειες που δομούν το ημερήσιο πρόγραμμά μας.

1. Συσσωρευμένη κόπωση 15 ετών κρίσης 

Οικονομική κρίση, απώλεια ΑΕΠ, καταβύθιση βιοτικού επιπέδου, μνημόνια, αγωνία, πάλη για τον επιούσιο άρτο, ανασφάλεια, σύγκρουση, κοινωνικός αναβρασμός. Όλα αυτά είχαν και έχουν επίπτωση. Μετά πανδημία, εγκλεισμός, ψυχική φθορά. Και τώρα ακρίβεια, κόστος ζωής, τιμές που δεν ευθυγραμμίζονται με τη ζωή των ανθρώπων. Ο οργανισμός μας ξέρει να διαχειρίζεται ένα σοκ. Δεν ξέρει να διαχειρίζεται δεκαπέντε συνεχόμενα χρόνια μικρών σοκ. Δεν είναι (μόνο) κατάθλιψη αυτό που βλέπουμε γύρω μας. Είναι κόπωση. Βαθιά, αθόρυβη, συσσωρευμένη.

2. Η καθημερινότητα ως άθροισμα μικρών δυσκολιών

Κανείς δεν χάνει τη χαρά του επειδή περίμενε 25 λεπτά για έναν υπάλληλο. Τη χάνει όταν το παθαίνει κάθε εβδομάδα. Κανείς δεν αγανακτεί επειδή έμεινε 40 λεπτά στο λεωφορείο. Αγανακτεί όταν η διαδρομή της ζωή του είναι πάντα 40 λεπτά καθυστέρηση. Κανείς δεν χαλάει την ψυχολογία του επειδή έτρεξε για μια προθεσμία. Τη χαλάει όταν όλη του η ζωή γίνεται μια αλυσίδα από προθεσμίες που κάποιος άλλος καθορίζει. Η ελληνική καθημερινότητα είναι μια συλλογή από μικρές δοκιμασίες. Καμία δεν είναι τραγική. Όλες μαζί όμως καταναλώνουν τη χαρά σαν μπαταρία που αδειάζει καθημερινά, λίγο λίγο. Όλα γίνονται δύσκολα. Για όλα χρειάζεσαι μια «ελληνική πατέντα», μια υπέρβαση. Δεν υπάρχει αυτόματος πιλότος – δεν δουλεύει κάτι καλά και στρωτά παρά μόνο με αυτοσχεδιασμό. Από το πού και πώς θα παρκάρεις μέχρι το πώς θα συνεννοηθείς με τον διπλανό σου.

3. Εργασία και χαρά; Εξαρτάται από την αγοραστική δύναμη

Η χαρά συνδέεται με την αίσθηση ότι ο κόπος σου πιάνει τόπο. Πόσοι άνθρωποι στην Ελλάδα νιώθουν αυτό σήμερα; Πόσοι νιώθουν ότι τους αρκεί ο μισθός, ότι αμείβονται για την αξία τους, ότι μπορούν να κάνουν ένα πλάνο ζωής; Οι περισσότεροι δουλεύουν πολύ και πληρώνονται λίγο. Ή αισθάνονται έτσι. Για τους οικονομολόγους έχει σημασία. Για τους ανθρώπους είναι ένα και το αυτό. Ζουν αυτό που αισθάνονται. Ζουν μια ζωή που μπορεί να φαίνεται ανεκτή αλλά την αισθάνονται ασφυκτική. Δεν μπορείς να είσαι χαρούμενος όταν περισσεύει μήνας ενώ τελείωσαν τα λεφτά. Και αυτό πρέπει να το δούνε τα κόμματα πιο σοβαρά. Δεν είναι δευτερεύον ζήτημα – είναι το πρώτιστο – είναι το παν. Και αν δεν μπορούμε να δώσουμε λεφτά – αυξήσεις – εισοδήματα ας δώσουμε κάτι άλλο. Ας οργανώσουμε κοινωνικό κράτος, προνοιακά πλέγματα, «κοινωνικό μισθό» που λέγανε παλιά κάποιοι κάπου κάποτε.

4. Οι πόλεις που εξαντλούν αντί να στηρίζουν

Σε σαφή συνάρτηση με το προηγούμενο πρέπει να παραδεχτούμε το εξής. Οι πόλεις μας -και ειδικά η Θεσσαλονίκη- παίζουν τεράστιο ρόλο στη συνολική μας ψυχολογία. Έργα που δεν τελειώνουν. Μετακινήσεις που δεν διευκολύνουν. Περιοχές που δεν αναπνέουν. Γειτονιές χωρίς πράσινο. Κυκλοφοριακό που μοιάζει με καθημερινή πρόβα αντοχής. Ο άνθρωπος δεν μπορεί να χαρεί τη ζωή του αν η πόλη του τον κουράζει πριν καν ξεκινήσει η ημέρα. Η χαρά χρειάζεται χώρο -και σήμερα, οι πόλεις μας δεν δίνουν χώρο. Αναζητούμε θύλακες αστικής ευφορίας σε μια έρημο δυσφορίας. Πρέπει να το κάνουμε αλλιώς - να πάμε να δούμε άλλους που τα καταφέρνουν και να μάθουμε πώς το κάνουν. Πάρκα; Πεζόδρομοι; Παραλιακά μέτωπα; Πουλιά να κελαηδούν και αυτοκίνητα να σωπαίνουν; Δεν ξέρω, κάτι όμως πρέπει να κάνουμε; Ακόμη ακόμη και η ηχορύπανση είναι παράγοντας επιβαρυντικός. Έχουμε που έχουμε όλοι ΙΧ, είναι και συνήθως παλιό, βγάζει καυσαέρια αλλά βγάζει και θόρυβο. Νισάφι.

5. Η κοινωνική σύγκριση που φθείρει – social media παραμορφωτικός καθρέπτης

Πήγα το ταξιδάκι μου, ανέβασα τις φωτογραφίες και τα βίντεό μου. Αν πας και δεν το ανεβάσεις είναι σα να μην πήγες. Αν φας κάπου ωραία και δεν το ποστάρεις, είναι σαν να μην απόλαυσες. Αποτέλεσμα όμως αυτού, να διαμορφώνουμε ηθελημένα ή άθελά μας έναν ψηφιακό κόσμο ταξιδιών, εστιατορίων, διακοπών, εμπειριών και ένα τεχνητό timeline απολαύσεων την ίδια στιγμή που κάτι τέτοιο είναι ψευδές. Και είναι μάλιστα τόσο ψεύτικο που καταντά διαβρωτικό, μας φθείρει. Θέλοντας όλοι οι χρήστες να παρουσιάσουμε τις ψευδεπίγραφα ιδανικές ζωές μας, καταλήγουμε να ζούμε σε ένα Τρούμαν Σόου – αν ξύσεις το γκαζόν θα δεις από κάτω το μπετόν. Και άντε, αν έχεις κάποια ηλικία ή κάποιο γνωστικό ή εμπειρικό υπόστρωμα μπορείς λίγο να το εκλογικεύσεις. Επηρεάζεσαι αλλά δεν χάνεις το μυαλό σου. Αν δεν έχεις όμως, αν είσαι λίγο πιο ευάλωτος, λίγο πιο τρωτός στο «φαίνεσθαι» μπορεί να πέσεις σε βαθιά κατάθλιψη. «Γιατί αυτός και αυτή είναι εκεί και κάνουν αυτό και εγώ δεν μπορώ»; «Τι παραπάνω κάνουν»; Πού να ήξερες όμως ότι και αυτοί που ίσως θαυμάζεις ζούνε τον μύθο τους μέσα από το προσωπικό τους προφίλ.

6. Ανισότητες που διευρύνονται — και ο θυμός που παράγουν

Στον αντίποδα του προηγούμενου σημείου, υπάρχει και το ακριβώς αντίστροφο. Και εξηγούμαι. Διαμορφώνεται και στην Ελλάδα αυτό που στη Δύση μάλλον προηγήθηκε, μια αίσθηση διευρυμένης ανισότητας. Δηλαδή πράγματι κάποιοι ξεφεύγουν εισοδηματικά και οι περισσότεροι μένουν πίσω. Έχει που έχει χαλάσει το ασανσέρ της ανοδικής κοινωνικής κινητικότητας, αν βλέπεις τον άλλο να ανεβαίνει με ελικόπτερο, κάπου τρελαίνεσαι. Στις αρχές τις δεκαετίας του 1990 που πήγαινα δημοτικό σχολείο, τότε όλοι οι φίλοι – γείτονες- γνωστοί κ.ο.κ πηγαίναμε στο δημόσιο σχολείο, φορούσαμε χοντρικά τις ίδιες φόρμες, διακοπές κάναμε στα ίδια μέρη και πάνω κάτω και οι μπαμπάδες μας είχαν παρόμοια αυτοκίνητα. Σήμερα κανείς δεν μπορεί να πει το ίδιο. Τότε ένιωθες μέρος μιας πολύ μεγάλης κοινωνικής τάξης των μικρομεσαίων – που κουτσά στραβά έκανε βήματα προς τα μπροστά. Σήμερα το πεδίο είναι μάχη μέχρις εσχάτων, μάχη για τα βασικά αλλά και για τα καλύτερα. Και επισφάλεια – αν δεν βγω νικητής από τη μάχη θα χάσω έδαφος. Αλλά ας μην το κουράζουμε – όταν νιώθεις ότι αδικείσαι ( δικαίως ή αδίκως) και αγανακτείς αλλά και στενοχωριέσαι. Στην πρώιμη Μεταπολίτευση αλλά και στην ώριμη, όπως μου το είχε πει ένας καθηγητής στο Α.Π.Θ, ο οικοδόμος και ο Βαρδινογιάννης μπορούσαν και άλλοτε πήγαιναν στα ίδια μπουζούκια, σε διπλανό τραπέζι. Ήταν και αυτή μια ψευδαίσθηση ισότητας – σήμερα δεν μπορούν ούτε κατά διάνοια. 

7. Πολιτική χωρίς αφήγημα — χώρα χωρίς ορίζοντα

Ο πολίτης μπορεί να αντέξει δυσκολίες, αρκεί να βλέπει πού πηγαίνει το πράγμα. Αυτό που λείπει σήμερα είναι ο ορίζοντας. Λείπει μια αφήγηση που να καταλήγει στο «και ζήσαμε εμείς καλά και αυτοί καλύτερα». Τι είδους χώρα θέλουμε να είμαστε; Πώς θα είναι η ζωή μας σε δέκα χρόνια; Πώς θα είναι οι πόλεις, η οικονομία, η καθημερινότητα; Όταν δεν βλέπεις μπροστά σου τίποτα πέρα από τις επόμενες δύο εβδομάδες, η χαρά στεγνώνει. Η προοπτική είναι το οξυγόνο της χαράς — και εμείς ζούμε με λίγο. Προφανώς και δεν είμαστε στο βαθύ σκοτάδι της οικονομικής κρίσης. Θα ήταν άδικο να πει κανείς αυτό. Επίσης προφανώς έχουν γίνει βήματα. Όμως εδώ χρειαζόμαστε ένα άλμα μεγαλύτερο από τη φθορά – σε ό,τι αφορά εμάς και το εσωτερικό υπόστρωμα της ψυχής μας. Άλμα όμως χρειαζόμαστε και στη σύγκρισή μας με τους άλλους, τους εκτός Ελλάδας. Γιατί αν εμείς από εκεί που βουλιάζαμε, τώρα επιπλέουμε ή από εκεί που ήμαστε ακίνητοι και τώρα περπατάμε – υπάρχουν και διπλανοί που περπατούν και τρέχουν. Και μας ξεπερνάνε. Και αυτή η σύγκριση γεννά κατήφεια και απογοήτευση. 

Καταληκτικά

Η Ελλάδα δεν είναι μια χώρα θλιμμένων ανθρώπων. Είναι μια χώρα μάλλον εξαντλημένων ανθρώπων. Η χαρά δεν λείπει από τον χαρακτήρα μας – το αντίθετο. Τα στερεότυπα των άλλων για εμάς είναι Zorba the Greek, ώπα, geia sou, χοροί και πανηγύρια κλπ. Η χαρά μάλλον λείπει από τις συνθήκες της ζωής μας. Αν θέλουμε να ξαναδούμε χαμόγελα γύρω μας, πρέπει να χτίσουμε μια χώρα που να μην εξαντλεί τους ανθρώπους της.

Λειτουργικές πόλεις, σταθερή οικονομία, προοπτική, αξιοπρέπεια, δικαιοσύνη, ρυθμό ζωής που να αφήνει χώρο στην ανάσα. Η χαρά δεν είναι πολυτέλεια. Είναι δείκτης υγείας μιας κοινωνίας.

Μην το κάνεις σαν το ΠΟΤΑΜΙ, κάντο σαν τον Μαμντάνι! Έξι σημεία που πρέπει να δει η ελληνική κεντροαριστερά, άρθρο στη VORIA στις 8/11/2025

 


Ο τίτλος προβοκατόρικος, εν γνώση. Έχουν γραφτεί τόσα πολλά κείμενα για το φαινόμενο «Μαμντάνι» που άνετα θα μπορούσε να γραφτεί βιβλίο με αναλύσεις, αναλογίες, διαφορές και ομοιότητες. Ως εκ τούτου ξεκινώ αυτό το σημείωμα με γνώση του πληθωρισμού των αναλύσεων. Επίσης σε κάθε τέτοιο κείμενο πρέπει να σημειωθεί στην αρχή του πως προφανώς οι αναλογίες δεν είναι ευθείες – μιλάμε για την άλλη πλευρά του Ατλαντικού, για δημοτικές εκλογές, ακόμη και αν οι εκεί δήμαρχοι έχουν πολλές περισσότερες αρμοδιότητες και πεδία ευθύνης, για άλλες πολιτικές παραδόσεις, άλλη δημογραφία, άλλες συνθήκες συνολικά. Μέχρι εδώ θα συμφωνήσουν όλοι – οι διαφορές είναι πολλές. Τόσες που καθιστούν κάθε προσπάθεια δανείων επίφοβη. Έλα μου όμως που στο τέλος αυτής της παράθεσης των διαφορών υπάρχει η Πολιτική. Υπάρχει η δομή μιας καμπάνιας, τα προτάγματα, το περιεχόμενο, οι προτεραιότητες, ο τρόπος, το επικοινωνιακό χάρισμα – στοιχεία που κατά βάση είναι κοινά και απασχολούν όλους όσους ασχολούνται με την πολιτική με τον έναν ή τον άλλο τρόπο. Δεν μπορεί να είναι τρελοί όλοι όσοι ένιωσαν την ανάγκη να σχολιάσουν την εκλογή του Μαμντάνι – είτε θαυμάζοντάς τον, είτε επικρίνοντάς τον. Ασχολήθηκαν και αυτό είναι το πρώτο ασφαλές συμπέρασμα πως «κάτι σημαντικό έγινε στη Νέα Υόρκη».

Στο θέμα του άρθρου τώρα με πιο στενό τρόπο. Πάμε να δούμε 6 σημεία που αξίζει να αναλυθούν και να συζητηθούν από την εγχώρια προοδευτική παράταξη, όπου και αν στεγάζεται κομματικά (ακόμη και σε αυτή που σχεδιάζει το σπίτι της μέσω βιβλιοπαρουσιάσεων).

1. Λόγος και έργο. Λένε πολλοί «μην κοιτάτε τί υποσχέθηκε – να δούμε αν μπορεί να τα κάνει πράξη». Σωστό; Μερικώς σωστό και εξηγούμαι. Προφανώς και είναι δύσκολη υπόθεση η εφαρμογή, αλλά εξίσου προφανώς είναι ζήτημα δεύτερο τη τάξει. Γιατί; Μα γιατί εν αρχή ην ο Λόγος. Αν δεν «τα πει», αν δεν ξεχώριζε αυτά που ξεχώρισε και πρόταξε, αν δεν προτεραιοποιούσε αυτά που προτεραιοποίησε, αν δεν έδινε το στίγμα του μέσα από τον λόγο του και αν δεν διαμόρφωνε μια πολύ συγκεκριμένη ατζέντα, πως θα ξεχώριζε; Πως θα μετακινούσε το εκκρεμές του δημοσίου λόγου σε αυτά που αυτός πρέσβευε; Επέλεξε να κάνει agenda setting και δικαιώθηκε. Και το έκανε με τρόπο συστηματικό, σχεδόν εμμονικό, χωρίς να μεταβάλλει το μήνυμά του ανάλογα με το ημερήσιο δελτίο καιρού. Συμπέρασμα πρώτο (και μάθημα) : δώστε σημασία στο λόγο, στο περιεχόμενο, Αντιστοιχηθείτε με τα πραγματικά αιτήματα, των πραγματικών ανθρώπων, με τα πραγματικά προβλήματα των πολλών πραγματικών ανθρώπων.  

2. Είναι ο λόγος αυτός οξύς; Λαϊκιστικός; Μπορεί και να είναι αλλά και αυτό δεν είναι πρόβλημα. Θα μπορούσε να πετύχει με άνοστες, χλιαρές και ξαναζεσταμένες σούπες, με έναν στρόγγυλο λόγο του «λίγο από όλα»; Δεν το πιστεύω. Επίσης, τη στιγμή που παγκοσμίως οι συντηρητικές δυνάμεις μπορούν να υποστηρίζουν ό,τι θέλουν, με όποιο λεξιλόγιο θέλουν, όσο ακραίο και αν είναι, όσο ερειστικό και επιθετικό και αν είναι, αποτελεί αυτοχειριασμό για τις προοδευτικές να μην τολμούν να πουν «τα σπίτια είναι ακριβά, ο κόσμος δεν μπορεί να ζήσει, το κόστος ζωής είναι αδιανόητο». Σιγά την επανάσταση. Πριν από 40 χρόνια η πολιτική ξεκινούσε από αυτά και τώρα θεωρούνται σχεδόν κομμουνιστικό μανιφέστο. Δεν είναι. Άρα πρώτο συμπέρασμα (και μάθημα) : πρέπει οι ανά τον κόσμο προοδευτικοί να μιλούν με τρόπο και με περιεχόμενο που να ανταποκρίνεται ευθέως στην πραγματικότητα. Με τρόπο που να γίνεται αντιληπτό ότι τουλάχιστον έχουν κατανοήσει και συναισθάνονται τα προβλήματα που απασχολούν τον κόσμο. Κατανόηση και συναίσθηση. Με κρουστότητα στον πολιτικό λόγο. Τί να κάνω ένα καλό πρόγραμμα διακυβέρνησης αν δεν ασχολείται κανείς με αυτό; Να γεμίζω το site και να αυτοθαυμάζομαι σε ημερίδες; Πολύ καλό αν είσαι όμιλος προβληματισμού – εδώ όμως μιλάμε για εκλογές και η δημοκρατία είναι ένα πολίτευμα λαϊκό. 

3. Χρειάζεται η προσδοκία; Χρειάζεται η κινητοποίηση; Χρειάζεται ο ενθουσιασμός; Τα ερωτήματα είναι σχεδόν ρητορικά – προφανώς και χρειάζονται. Εάν τα προοδευτικά κόμματα δεν καταφέρουν να μεταδώσουν και μερικές σπίθες, δεν καταφέρουν να ζεστάνουν και μερικές καρδιές, να σηκώσουν από τον καναπέ μερικούς από αυτούς που απέχουν και άλλους τόσους που Κυριακή πρωί (για Ελλάδα μιλάμε πάντα) πάνε για μπάνιο, αλλαγή συσχετισμών δεν μπορεί να προκύψει. Η στενότητα του πολιτικού συστήματος έχει λάβει δομικά χαρακτηριστικά, έχει φτάσει σε ακρότατα όρια και κάπως πρέπει η κοινωνική και εκλογική τράπουλα να ανακατευτεί. Αλλιώς ας αποδεχθούν ότι θα παίζουν σε μία παρτίδα με σημαδεμένα σχεδόν τραπουλόχαρτα. Και ο Ομπάμα το 2008 κέρδισε γιατί κινητοποίησε πολύ κόσμο. Από την άλλη στην Ελλάδα της ύστερης Μεταπολίτευσης η πολιτική κινητοποίηση φθίνει – φθίνει και η συμμετοχή στις εκλογές και αυτό κάπως πρέπει να αλλάξει. Προφανώς δεν περιμένει κανείς να χορεύουν στις πλατείες όπως το 1981 σε Ελλάδα και Γαλλία, αλλά και χωρίς ηλεκτρισμό δεν γίνεται. Πώς το είπε ο Βενιζέλος για τον Τραμπ; «Εδώ έχουμε ένα παγκόσμιο φεστιβάλ βολονταρισμού» και οι προοδευτικοί προσπαθούν να επιδείξουν τα διαπιστευτήρια της συστημικής τους -δήθεν- σοβαρότητας. Ας θυμούνται εδώ οι προοδευτικοί ότι λύση σε αυτό μπορεί και να έρθει από τα δεξιά με τρόπο σαρωτικό και να ψάχνουν τα αυγά και τα πασχάλια. Ο χρόνος δεν κυλά υπέρ τους – το ευρωπαϊκό αλλά και διεθνές παράδειγμα αυτό δείχνει.

4. ΚΟΕΣ-Ινστιτούτα-Συνέδρια-Βιβλία ή εδαφικοποιημένη παρουσία; Για όσους αναρωτιούνται τί είναι το πρώτο, μεταφράζω από την υπαρκτή πασοκική στη νεοελληνική. ΚΟΕΣ σημαίνει Κεντρική Οργανωτική Επιτροπή Συνεδρίου. Για όσους δεν το ξέρατε, να σας πω ότι δεν πειράζει. Δεν χάθηκε και τίποτε. Τα υπόλοιπα τα ξέρετε και αντιλαμβάνεστε περί τίνος πρόκειται. Πάμε τώρα στα σοβαρά. Είμαι ο τελευταίος που θα απαξίωνα τις κομματικές λειτουργίες, τα επιστημονικά ινστιτούτα και τα βιβλία. Ο τελευταίος. Παραμένω να πιστεύω ότι τα συλλογικά υποκείμενα, ιδιαίτερα στον ευρωπαϊκό χώρο είναι απαραίτητα και κακώς έχουν αποστεωθεί. Τα κόμματα είναι η απολύτως αναγκαία βαθμίδα της αντιπροσωπευτικής μας δημοκρατίας. Καυτηριάζω όμως αυτή καθ’ αυτή την τύποις λειτουργία τους, την περί διαγραμμάτων και συσχετισμών στοχοπροσήλωσή τους που έρχεται ακριβώς να επικαλύψει το ουσιαστικό και λειτουργικό κενό τους. Ο Μαμντάνι, αλλά και κάθε άλλος που κέρδισε τα τελευταία χρόνια, έλιωσε και δυο ζευγάρια παπούτσια. Ή όπως το λέει ο θυμόσοφος λαός μας «όποιος δεν θέλει να ζυμώσει, πέντε μέρες κοσκινίζει». Η ελληνική προοδευτική παράταξη δεν κοσκινίζει απλά, έχει διυλίσει τον κώνωπα. Όμως τι λένε, τι πιστεύουν, τι θέλουν και τι έχουν ανάγκη τα λαϊκά στρώματα των μεγάλων αστικών κέντρων δεν θέλει να το αφουγκραστεί. Το βράδυ των εκλογών θα παρατηρεί τα άλλοτε κάστρα της να ψηφίζουν δεξιότερα και άνετα μπορεί να ξεκινήσει άλλος ένας κύκλος προβληματισμού με ινστιτούτα και εσωκομματικές εκλογές. 

5. Επικοινωνία και πολιτική. Ο Μαμντάνι, όπως και ο Ομπάμα, ο Μπλερ, ο Τσίπρας και ο Ανδρέας και ο Κλίντον είχαν χάρισμα. Ήταν αυτό που λέμε επικοινωνιακοί, το είχαν. Αυτό όμως δεν συνιστά δικαιολογία ούτε σοβαρό πλαίσιο ανάλυσης. Είναι μια απολύτως κρίσιμη παράμετρος η χαρισματική ηγεσία αλλά δεν είναι η μόνη καθοριστική. Και οι καμπάνιες τους ήταν άρτιες, ακριβές, καλοσχεδιασμένες, σύγχρονες – είχαν ό,τι θα μπορούσε να ευχηθεί κανείς να έχει μια καμπάνια και για αυτό και καταναλώθηκαν με βουλιμία άμα τη εμφανίσει τους, η κάθε μία στον καιρό της. Πίσω όμως από αυτές, υπήρχε πολιτική – υπήρχε και στρατηγική. Αν η μία διέφερε από την άλλη, διέφερε γιατί και οι πολιτικές ήταν διαφορετικές. Όλες όμως ήταν προϊόν μιας καλά σχεδιασμένης πολιτικής στρατηγικής που απαντούσε στα μείζονα. Οπότε δεν πρέπει σήμερα να αναζητούν οι Έλληνες προοδευτικοί, ούτε μάγους της επικοινωνίας, ούτε μετενσάρκωση του Ανδρέα. Πρώτα πρέπει να απαντήσουν με τρόπο στρατηγικό στα πολιτικά ζητήματα και μετά αν βρουν και τους μάγους, ακόμα καλύτερα. Τα υπόλοιπα της καμπάνιας, αν έχει βίντεο, κονκάρδες, αφίσες, social media κλπ δεν είναι αδιάφορα – είναι απολύτως κρίσιμα ΑΦΟΥ έχεις αποφασίσει τι θέλεις να κάνεις.

Πάμε τώρα για να κλείσουμε σιγά σιγά στον τίτλο. Οι πολλοί καλοί φίλοι που στρατεύθηκαν στο «ΠΟΤΑΜΙ» προ δεκαετίας δεν έκαναν λάθος επιλογή. Ούτε το «ΠΟΤΑΜΙ» ήταν μία κακή στιγμή της πολιτικής ιστορίας. Προσέφερε μια νότα μετριοπάθειας σε μια περίοδο οξύτατων πολιτικών και κοινωνικών αντιθέσεων. Είδαν όμως και αυτοί, τα διακριτά όρια της προσπάθειάς τους. Οι ανάγκες είναι μεγαλύτερες – πάντοτε ήταν. Σήμερα το ζητούμενο είναι η δημιουργία μιας παράταξης. Τα βήματα, οι ενδιάμεσοι στόχοι – ποσοτικοί και ποιοτικοί, η συνάρθρωση πολιτικών και προσδοκιών. Είναι πολλά περισσότερα – πάντοτε ήταν. Η προοδευτική υπόθεση δεν ζητά σωτήρες – ζητά σχέδιο, πάθος και επιμονή εκεί που χάνεται η επαφή με το πραγματικό.