Δευτέρα 1 Ιουλίου 2013

Ποιος κατέστρεψε τη χώρα; (άρθρο μου για την Θεσσαλονίκη της 1/7/2013)

Στην ομιλία του στο συνέδριο της Νέας Δημοκρατίας ο Μάκης Βορίδης παρουσίασε την πολιτική του εκτίμηση και την απάντηση  στο ερώτημα του τίτλου. Η καταστροφή της χώρας έχει ονοματεπώνυμο και αυτό είναι του Ανδρέα Παπανδρέου. Πολλοί πιθανά να συμμερίζονται αυτήν την άποψη και μάλιστα είμαι σίγουρος πως έχουν την δυνατότητα να επιχειρηματολογήσουν πειστικά περί αυτού. Η βαθύτατη οικονομική και κοινωνική κρίση που βιώνει η χώρα έχει διαλύσει το μεταπολιτευτικό κοινωνικό συμβόλαιο.  Αποτέλεσμα αυτού, το όνομα του προσώπου που συνδέθηκε με  την μεταπολιτευτική πολιτική ιστορία του τόπου δεν μπορεί να μείνει στο απυρόβλητο.

Αναμφίβολα ο Ανδρέας Παπανδρέου και η περίοδος διακυβέρνησής του μπορούν δικαίως να κατακριθούν. Πολλές παθογένειες της νεοελληνικής πραγματικότητας είτε ενσωματώθηκαν στην «Αλλαγή» με αρμονικό τρόπο είτε οφείλονται εξολοκλήρου σε αυτή και τη νέα πραγματικότητα που τότε διαμόρφωσε. Είναι μια συζήτηση αυτή που οφείλει να γίνει στην Ελλάδα, είναι μια συζήτηση που γίνεται αλλά είναι επιπλέον μια συζήτηση που λόγω της χρονικής εγγύτητας είναι φορτισμένη λόγω βιωματικών προσεγγίσεων, κομματικών σκοπιμοτήτων και υπερβολών.

Η αποτίμηση, το αν δηλαδή το ισοζύγιο αυτής της περιόδου είναι θετικό ή αρνητικό θα το κρίνει ο καθένας μόνος του με βάση τις δικές του προσλαμβάνουσες, τις δικές του ιδεολογικές και πολιτικές σταθερές. Η προσωπική μου άποψη είναι πως το ισοζύγιο είναι θετικό. Αναγνωρίζω όλη την κριτική και την επιχειρηματολογία της αντίθετης άποψης. Θα συμπλήρωνα όμως μια επιπλέον  διάσταση. Το ΠΑΣΟΚ του Ανδρέα Παπανδρέου και τον ίδιο μπορείς να τους κατακρίνεις για τα πολλά λάθη που έκαναν – το μείζον είναι όμως να τους κρίνεις με βάση τις δυνατότητες που είχαν. Αν δούμε όσο πιο αποστασιοποιημένα μπορούμε εκείνη την εποχή, θα διαπιστώσουμε πως υπήρξε μια τεράστια ευκαιρία. Πολιτική κινητοποίηση, προσδοκία, ριζοσπαστισμός, σχετικά σταθερό διεθνές περιβάλλον, χαρισματική ηγεσία, πρόσβαση σε δάνειους πόρους, ένταξη στην τότε ΕΟΚ συγκροτούσαν ένα πλαίσιο μάλλον ευνοϊκό. Πλαίσιο και ικανότητες του ανδρός θα μπορούσαν να έχουν φέρει ένα πολύ καλύτερο αποτέλεσμα.  Δεν πέτυχε λίγα το ΠΑΣΟΚ. Με τον δικό του τρόπο κατάφερε να ενσωματώσει στην οικονομική, κοινωνική και πολιτική ζωή της χώρας τους μισούς Έλληνες. Οι μεταρρυθμίσεις και ο εκσυγχρονισμός που προκάλεσε απαντούσαν όμως σε βασικά αιτήματα των προηγούμενων δεκαετιών. Βασικές δημοκρατικές κατακτήσεις,  κοινωνικό κράτος πρόνοιας σε συνδυασμό με ανοδική κοινωνική κινητικότητα πολλών στρωμάτων  ήταν τα επιτεύγματά του. Ο «χώρος ΠΑΣΟΚ» ήταν πλειοψηφικός στην ελληνική κοινωνία ήδη από τα μέσα της δεκαετίας του 1960 αλλά λόγω της πολιτικής ανωμαλίας στην εξουσία ανήλθε με καθυστέρηση 15 ετών. Καθυστέρηση που αθροιστικά με άλλους παράγοντες το εμπόδισε να κατανοήσει συλλογικά την αλλαγή φάσης στην παγκόσμια οικονομία που άρχισε να συντελείται την πρώτη δεκαετία της παντοδυναμίας του.

Τέτοια ζητήματα είναι σύνθετα και  σίγουρα αποτελούν πεδίο επιστημονικής προσέγγισης. Πέρα όμως από την επιστήμη υπάρχει και η πολιτική. Πέραν των προσωπικών επιδιώξεων και των λοιπών κινήτρων του κ. Μάκη Βορίδη, η φράση του είναι μια εξαίσια αφορμή να στρέψουμε το βλέμμα μας λίγο πίσω και θυμηθούμε μερικά βασικά μέσω σειράς ερωτημάτων. Ποιος πρωθυπουργός της Ελλάδας παρέλαβε τη χώρα στην αρχή της θητείας του στην καλύτερη θέση που βρέθηκε ποτέ από ιδρύσεως; Ποιος πρωθυπουργός της χώρας διπλασίασε το μισθολογικό κόστος του δημοσίου σε περίπου 6 χρόνια; Πότε συντελέστηκε η μοιραία κατάρρευση εσόδων του κράτους; Ποιος ευθύνεται για την συνεχιζόμενη αγνόηση των προειδοποιήσεων για τον δημοσιονομικό εκτροχιασμό της Ελλάδας; Με ποιού κυρίαρχη ευθύνη εκτινάχθηκε το έλλειμμα στο πρωτοφανές 15% του ΑΕΠ; Ποιος ενώ είχε εντολή και δέσμευση να αναδιατάξει το κράτος διέλυσε κάθε οργανωτική και διοικητική ικανότητα; Τα ερωτήματα δεν έχουν τέλος.

Θα μπορούσε λοιπόν κανείς να αντιτείνει στον Μάκη Βορίδη πως αν ψάχνει ένα ονοματεπώνυμο για την καταστροφή της χώρας μπορεί να ξεκινήσει από αυτό του Κώστα Καραμανλή για αρχή.